Ο Τομ και η Σαβάνα περπάτησαν και στις έξι ηπείρους και πέρασαν από 38 χώρες. Τι λέει για την εμπειρία αυτή και ποιο μέρος τον δυσκόλεψε περισσότερο
Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν επιχειρήσει
να κάνουν τον γύρο του κόσμου περπατώντας και ακόμα λιγότεροι κατάφεραν να
ολοκληρώσουν το ταξίδι. Στις 21 Μαΐου 2022 ο Τομ Τάρσιτς από το Νιού Τζέρσεϊ
έγινε μόλις το δέκατο άτομο που τα κατάφερε. Μαζί του είχε την τετράποδη σύντροφο
του Σαβάνα, η οποία έγινε το πρώτο σκυλί που ολοκληρώνει ένα τέτοιο εκπληκτικό
ταξίδι.
Μετά από επτά χρόνια και 48.000χλμ ο
Τομ και η Σαβάνα επέστρεψαν στο σπίτι τους. «Ήταν κάτι σουρεαλιστικό.
Φανταζόμουν για καιρό πώς θα είναι το τέλος αλλά δεν το περίμενα έτσι. Το συναίσθημα που κυριαρχούσε ήταν η ανακούφιση. Για περίπου 15 χρόνια ήταν κάτι που
κυριαρχούσε στη ζωή μου και το γεγονός ότι κατάφερα να το ολοκληρώσω και να το
αφήσω πλέον πίσω ήταν εκπληκτικό» τονίζει ο Τάρσιτς.
Αποφάσισε να κάνει τον γύρο του κόσμου
όταν το 2006 η φίλη του Αν Μαρί σκοτώθηκε σε δυστύχημα με τζετ σκι. Ήταν μόλις 17 ετών.
«Ο θάνατος της ήταν κάτι που με
διαμόρφωσε. Ήταν πολύ καλύτερο άτομο από εμένα. Διαπίστωσα όχι μόνο ότι θα
πεθάνω κάποια μέρα αλλά και ότι αυτό μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Ξεκίνησα λοιπόν να επαναξιολογώ τα πάντα» λέει ο Τάρσιτς.
Αποφάσισε ότι ήθελε να ταξιδέψει και
να ζήσει περιπέτειες. Διάβασε την ιστορία του Στίβεν Νιούμαν, του πρώτου
ανθρώπου που έκανε τον γύρο του πλανήτη περπατώντας, και την περιπέτειες του Καρλ
Μπασμπι που περπατά στον πλανήτη από το 1998. Αποφάσισε λοιπόν να ακολουθήσει το παράδειγμα τους. «Μου φάνηκε ο καλύτερος τρόπος να καταλάβω τον
κόσμο και να βρεθώ σε νέα μέρη. Δεν ήθελα απλά να πάω στο Παρίσι και το Μάτσου
Πίτσου. Ήθελα να καταλάβω πραγματικά τον κόσμο και να δω πώς ζουν οι άνθρωποι
στην καθημερινότητα τους» τονίζει.
Ξεκίνησε λοιπόν να σχεδιάζει τη διαδρομή
που θα έκανε και παράλληλα αποταμίευε χρήματα. Είχε συγκεντρώσει ένα ποσό το
οποίο υπολόγιζε ότι θα κάλυπτε ένα ταξίδι δύο ετών όταν ένας επιχειρηματίας
αποφάσισε να υποστηρίξει οικονομικά το εγχείρημα του. «Γνώριζε προσωπικά την Αν
Μαρί και την οικογένεια της και ήθελε να με υποστηρίζει με όποιο τρόπο μπορούσε»
λέει ο Τάρσιτς.
Εννέα χρόνια αφότου σκέφτηκε να κάνει τον
γύρο του κόσμου περπατώντας ξεκίνησε. Στις 2 Απριλίου 2015, λίγο πριν τα 26α
γενέθλια του, το ταξίδι άρχισε. Είχε μαζί του ένα καρότσι για μωρά στο οποίο
είχε βάλει τον εξοπλισμό του, ένα λάπτοπ, μια κάμερα και τρόφιμα. Χαράζοντας τη
διαδρομή που ήθελε να κάνει είχε στο μυαλό του δύο παράγοντες: Να περπατήσει σε
κάθε ήπειρο με όση λιγότερη γραφειοκρατία γινόταν. «Υπολόγιζα ότι θα χρειαστούν
περίπου πεντέμιση χρόνια και αποδείχθηκε σχετικά ακριβές» τονίζει.
Το ταξίδι τελικά διήρκησε επτά χρόνια
κυρίως λόγω δύο σημαντικών καθυστερήσεων. Η πρώτη ήταν μια βακτηριακή μόλυνση
που τον κράτησε πίσω για αρκετούς μήνες και η δεύτερη ήταν η πανδημία.
Όπως είναι φυσικό έζησε εκπληκτικές
εμπειρίες, τόσο καλές όσο και κακές. Στην Τουρκία και το Ουζμπεκιστάν τον
κάλεσαν σε γάμους αλλά στον Παναμά του έβαλαν έναν μαχαίρι στο λαιμό.
Πριν ξεκινήσει το ταξίδι του ο Τάρσιτς
δεν είχε ταξιδέψει πολύ. Είχε πάει στη Μεγάλη Βρετανία, τον Καναδά και τη
Δομινικανή Δημοκρατία. Η εμπειρία του από το περπάτημα δεν ήταν επίσης πολύ
μεγάλη. Είχε κάνει μόνο ένα ταξίδι δέκα ημέρων με έναν φίλο του.
Το πρώτο μέρος του ταξιδιού του ήταν
να περπατήσει από το Νιου Τζέρσεϊ στον Παναμά. Μετά από περίπου τέσσερις μήνες στο
δρόμο απέκτησε σύντροφο. Η Σαβάνα ήταν ένα κουταβάκι που βρήκε σε ένα καταφύγιο
ζώων στο Όστιν του Τέξας. Αρχικά δεν σκόπευε να πάρει σκύλο μαζί του, αλλά το
θεώρησε καλή ιδέα για να νιώθει πιο χαλαρός. Όπως λέει τα βράδια που κατασκήνωνε
στην ύπαιθρο ένιωθε μόνιμα ανασφαλής και ξυπνούσε συνέχεια πιστεύοντας ότι
άκουσε κάτι να τον πλησιάζει. Η Σαβάνα του έδωσε ηρεμία και ένα αίσθημα ασφάλειας.
«Ήταν φανταστική. Είναι τόσο όμορφο να έχεις κάποιον να μοιράζεσαι τις στιγμές»
τονίζει.
Όταν πλέον έφτασαν στον Παναμά πέταξαν πάνω από τη πυκνή ζούγκλα που χωρίζει την χώρα της Κεντρικής Αμερικής με την Κολομβία. Ο Τάρσιτς άνοιξε μια πλατφόρμα για δωρεές ώστε να στηριχτεί οικονομικά το εγχείρημα του και συνέχισε να περπατά με τη Σαβάνα. Πέρασε από την Κολομβία, στην Ουρουγουάη και συνέχισαν πιο νότια. Με καράβι ταξίδεψαν στην Ανταρκτική.
Από εκεί επέστρεψε για λίγο στο σπίτι
του όπου ετοίμασε τα χαρτιά για να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Προσγειώθηκε στην
Ιρλανδία και από εκεί περπάτησε στη Σκωτία αλλά αρρώστησε και αναγκάστηκε να
κάνει διάλειμμα. «Στη Σκωτία τα παράτησα και πήγα στο Λονδίνο όπου
έμεινα στο νοσοκομείο για εβδομάδες. Μετά γύρισα στις ΗΠΑ» λέει.
Ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι τον Μάιο
του 2018 στη Κοπεγχάγη αλλά διαπίστωσε ότι σωματικά και ψυχικά δεν ήταν
απολύτως έτοιμος. Έκανε κάποιες σκέψεις να τα παρατήσει. «Όταν είσαι εκεί έξω περπατώντας
περνάς όλο αυτό τον χρόνο μόνος σου. Πρέπει λοιπόν να είσαι καλή παρέα για τον
εαυτό σου, ειδικά όταν είσαι στο έλεος των καιρικών φαινομένων. Πραγματικά δεν ήταν καλή περίοδος για εμένα. Υπήρξαν στιγμές που βρισκόμουν σε ένα μέρος και
σκεφτόμουν “Τι κάνω εδώ; Θα μπορούσα να είμαι με την οικογένεια μου και όμως περπατάω
στη Γερμανία, μέσα στην κρύα βροχή”. Δεν πιστεύω όμως ότι θα έφτανα στο σημείο
να σταματήσω. Το σκεφτόμουν για οκτώ χρόνια πριν ξεκινήσω. Θα ήταν τρελό να τα
παρατήσω μετά από δύο χρόνια στο δρόμο».
Από τη Γερμανία περπάτησε στη Γαλλία,
στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Από εκεί πέρασε στη Βόρεια Αφρική όπου, μαζί
με τη Σαβάνα, περπάτησαν στο Μαρόκο, στην Αλγερία (όπου είχε και αστυνομική
συνοδεία) και την Τυνησία. Στη συνέχεια ανέβηκαν στην Ιταλία, πέρασαν στην χώρα
μας και ακολούθησε η Τουρκία όπου ο Τάρσιτς έγινε ο πρώτος πολίτης που πήρε
άδεια να περάσει περπατώντας τη γέφυρα του Βοσπόρου.
Μετά την Τουρκία πέρασαν στην Γεωργία και στη συνέχεια στο Αζερμπαϊτζάν. Εκεί ο Τόμας έμεινε πάνω για έξι μήνες μαζί με τη σκυλίτσα του γιατί τους βρήκε η πανδημία.
«Απλά περιμέναμε μέχρι να μπορέσουμε
να ξεκινήσουμε για την Κεντρική Ασία. Το πλάνο ήταν να περπατήσουμε στο Κιργιστάν,
το Καζακστάν και τη Μογγολία. Στη συνέχεια θα πηγαίναμε αεροπορικώς στην
Αυστραλία» αναφέρει ο Τάρσιτς. Οι τελευταίοι σταθμοί όμως ήταν κλειστοί για
επισκέπτες για δύο ολόκληρα χρόνια λόγω της πανδημίας. Έτσι αφού περπάτησε στον
Κιργιστάν και έφτασε στην Κίνα πήρε το αεροπλάνο της επιστροφής. Τον Αύγουστο του
2021 προσγειώθηκε στο Σιάτλ και από εκεί περπάτησε ως το σπίτι του στο Νιου Τζέρσεϊ.
Από όλες τις περιοχές που πέρασε ο
Τάρσιτς τονίζει ότι η πιο δύσκολη ήταν το Γουαόμινγκ, η πιο αραιοκατοικημένη
πολιτεία των ΗΠΑ. «Είναι τόσο απομονωμένα εκεί. Περπατήσαμε
με τη Σαβάνα για μια εβδομάδα χωρίς να δούμε άνθρωπο ή κάποιο μαγαζί. Τελικά βρήκαμε ένα μικρό βενζινάδικο. Ήταν κάτι που δεν περίμενα. Μετά απ’ όλο αυτό
το ταξίδι γυρίσαμε στις ΗΠΑ και σκεφτόμουν ότι θα είναι πολύ εύκολο. Ήταν όμως σαν
να βρισκόμαστε στις ερήμους της Χιλής ή του Περού» τονίζει.
Τελικά ο Τομ και η Σαβάνα περπάτησαν
και στις έξι ηπείρους, πέρασαν από συνολικά 38 χώρες και διανυκτέρευσαν τα
περισσότερα βράδια τους σε σκηνή στην ύπαιθρο. Κατά μέσο όρο περπατούσαν καθημερινώς
29 με 38 χλμ.
«Η Σαβάνα είχε πολύ περισσότερη
ενέργεια απ’ ό,τι είχα εγώ. Αυτή ήταν όλη της η ζωή, να περπατάει από χώρα σε
χώρα. Υπήρξαν μέρες που περνούσαμε μέσα από κάποια έρημο και εγώ κατέρρεα. Η
Σαβάνα ερχόταν με ένα κλαδί και ήθελε να παίξουμε» αναφέρει για τη σύντροφο του
ο Τάρσιτς.
Όταν το τέλος του ταξιδιού ήταν κοντά
η αδημονία ήταν τεράστια. «Μιλάμε για επτά χρόνια. Είναι μεγάλο διάστημα. Όταν πλέον… έβλεπα το τέλος δεν μπορούσα να περιμένω.
Ήθελα τόσο πολύ να βρεθώ με την οικογένεια και τους φίλους μου και να μην μαζεύω
τη σκηνή μου κάθε πρωί» τονίζει και προσθέτει: «Δεν το έκανα μόνο για την Αν
Μαρί αλλά ήταν ο καταλύτης και η έμπνευση μου. Ο θάνατος της με έκανε να θέλω
να ζήσω. Όταν τελείωσα και βρέθηκα με την οικογένεια της ένιωσα σαν και αυτοί να
ένιωσαν ικανοποίηση».
Πλέον εστιάζει στο να γράψει τις εμπειρίες
από αυτό το ταξίδι γύρω από τον κόσμο και δεν σκοπεύει να ταξιδέψει για μεγάλο
διάστημα. «Θέλω να ευχαριστηθώ τη ζωή μου χωρίς να περπατώ και να ταξιδεύω. Έχω γεμίσει από αυτό πλέον. Θέλω να βρίσκομαι σε ένα μέρος και να μπω στον
ρυθμό του» τονίζει.