Αν νομίζετε ότι η αρχαιότητα δεν είχε εντυπωσιακές εφευρέσεις θα πρέπει να αναθεωρήσετε
Συνήθως, όταν σκεφτόμαστε την αρχαιότητα θεωρούμε ότι τα
τεχνολογικά επιτεύγματα ήταν μάλλον κάτι άγνωστο και ότι η τεχνολογία
εξελίχθηκε αργά, σταθερά και με μια γραμμική πορεία. Ωστόσο, οι ανακαλύψεις που
έχουν κάνει κατά καιρούς οι αρχαιολόγοι αποδεικνύουν το αντίθετο. Φαίνεται ότι
υπήρξαν στιγμές που οι αρχαίοι πολιτισμοί προχώρησαν σε εφευρέσεις που ήταν
αιώνες μπροστά από την εποχή τους.
Βέβαια, όπως αναφέρει το BigThink, ορισμένοι θεωρούν ότι οι εντυπωσιακές εφευρέσεις έγιναν
τυχαία ή ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς κάποιας ξεχωριστής ιδιοφυίας που δεν
αντιπροσώπευαν την εποχή τους. Αν και σίγουρα οι εφευρέτες ήταν ιδιοφυίες, δεν
μπορούν και δεν θα πρέπει να διαχωριστούν από την εποχή στην οποία έζησαν. Η
δουλειά τους δεν ήταν αναχρονιστική, αλλά μια μαρτυρία της μοναδικότητας και
των επιστημονικών δυνατοτήτων των πολιτισμών στους οποίους ζούσαν.
Από την άλλη, υπάρχει και η άποψη ότι αυτού του είδους οι
εφευρέσεις μερικές φορές είναι τόσο μπροστά που οι σημερινοί επιστήμονες δεν
μπορούν να τις αντιγράψουν. Αυτό πρακτικά δεν ισχύει καθώς οι περισσότερες από
αυτές έχουν δημιουργηθεί και σήμερα και στις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι
δυνατό απόλυτα γι’ αυτό ευθύνεται η έλλειψη των ακριβών οδηγιών παρά η έλλειψη
κατανόησης της εφεύρεσης.
Οι παρακάτω είναι μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές
εφευρέσεις της αρχαιότητας!
Ένα κοσμικό ρολόι
πριν τον Κοπέρνικο
Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων εντοπίστηκε σε ένα ναυάγιο
κοντά στα Αντικύθηρα το 1901 και έκτοτε έχει αποτελέσει ένα αντικείμενο μυστηρίου
και ανάλυσης για τους επιστήμονες. Ο μηχανισμός που ανακαλύφθηκε τυχαία από
σφουγγαράδες ήταν σε αρκετά κακή κατάσταση και φαινόταν να αποτελείται από 37
χάλκινα γρανάζια μέσα σε ένα ξύλινο κουτί. Οι επιστήμονες αρχικά υπέθεσαν ότι ο
μηχανισμός, ηλικίας περίπου 2.200 ετών, λειτουργούσε περίπου σαν ένας αρχαίος
υπολογιστής. Η υπόθεση αυτή στην αρχή απορρίφθηκε ως απίθανη ωστόσο οι μετέπειτα
έρευνες που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’70 το επιβεβαίωσαν. Η πλέον αποδεκτή
θεωρία σήμερα αναφέρει ότι ο μηχανισμός ήταν ένα μοντέλο ηλιακού συστήματος που
υπολόγιζε και κατέγραφε τον χρόνο και τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων.
Η ψηφιακή απεικόνιση με σύγχρονο τομογράφο που έγινε από
Άγγλους και Έλληνες ειδικούς αποκάλυψε ένα εντυπωσιακό εσωτερικό με 30
οδοντωτούς τροχούς οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από 10 άξονες. Η λειτουργία
του μηχανισμού κατέληγε σε τουλάχιστον 5 καντράν, με έναν ή περισσότερους
δείκτες για το καθένα. Μια προσπάθεια που έγινε το 2021 για ανακατασκευή του
έκανε τους επιστήμονες να μιλούν για τη «δημιουργία μιας ιδιοφυίας, η οποία
συνδυάζει στοιχεία από την αστρονομία των Βαβυλωνίων, τα μαθηματικά της Ακαδημίας
του Πλάτωνα και τις αστρονομικές θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων». Ο μηχανισμός
είχε τη δυνατότητα να υπολογίζει τις ελλειπτικές τροχιές του φεγγαριού και του
ήλιου, τις φάσεις του φεγγαριού, τις συνόδους των πλανητών, τον Μετωνικό κύκλο
των 235 συνοδικών μηνών, ο οποίος ισούται με 19 ηλιακά έτη, την τετραετή
περίοδο των Ολυμπιάδων και πολλά ακόμα.
Το ατσάλινο ξίφος που
δεν σπάει
Τον 9ο αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους στην Μέση
Ανατολή τα ξίφη από ατσάλι της Δαμασκού ή αλλιώς «δαμασκηνά ξίφη». Τα ξίφη αυτά
φημίζονταν για την εμφάνισή τους αλλά και την ανθεκτικότητά τους καθώς ήταν
δέκα φορές πιο ισχυρά και κοφτερά από τα ξίφη που χρησιμοποιούσαν οι Δυτικοί στις
Σταυροφορίες τους. Οι ιστοριογράφοι των Σταυροφοριών βεβαιώνουν ότι τα
δαμασκηνά σπαθιά των Σαρακηνών μπορούσαν να κόψουν τη σιδερένια πανοπλία των
ιπποτών με ένα χτύπημα, να λυγίσουν σε 90 μοίρες και να επανέλθουν στη θέση
τους και να κόβουν το ίδιο καλά ύστερα από άπειρα χτυπήματα.
Το όνομά τους δεν προέρχεται μόνο από την ομώνυμη πόλη της Συρίας αλλά και από το χυτό σχήμα της επιφάνειάς τους που θυμίζει νερό που τρέχει μιας και «Δαμασκός» στα αραβικά σημαίνει «γη γεμάτη με νερό». Το ιδιαίτερο αυτό σχέδιο της λάμας δημιουργούνταν χάρη σε μια μοναδική διαδικασία σφυρηλάτησης. Ωστόσο, η ακριβής προέλευση του ατσαλιού και η μέθοδος κατεργασίας του ήταν μυστικά που οι Ευρωπαίοι του Μεσαίωνα δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν, ενώ το μυστήριο παρέμεινε για αιώνες. Η ζήτηση για τα δαμασκηνά ξίφη ήταν έντονη μέχρι τη στιγμή που έκαναν την εμφάνισή τους τα πυροβόλα όπλα και μέχρι το 1850 η μυστική συνταγή της δημιουργίας του είχε πια χαθεί.
Τελικά, το 1998 οι ερευνητές Βερχόεβεν, Πέντρεϊ και Ντάουκς
του Πανεπιστημίου της Αϊόβας δημοσίευσαν στην «Journal of Metallurgy» το
πόρισμα των αναλύσεων που έκαναν σε δαμασκηνά σπαθιά του Μουσείου της Βέρνης. Οι
επιστήμονες κατέληξαν ότι τα δαμασκηνά σπαθιά φτιάχνονταν από εισαγόμενο ατσάλι
που παραγόταν από το 500 π.X. στην περιοχή Καρνατάκα, στο Χαϊντεραμπάντ της N.
Ινδίας. Γνωστό ως ούκου (ή γουτς αργότερα στους Ευρωπαίους), το ατσάλι αυτό
είχε προσμίξεις σιμεντίτη (Fe3C) κατά 1,5% και φωσφόρου, χαλκού, θείου,
νικελίου και πυριτίου σε ποσότητες κάτω της μονάδας. Κατά τη σφυρηλάτησή του
στα μεταλλουργεία της Δαμασκού στην αιχμή της λάμας συγκεντρώνονταν καρβίδια
(που της έδιναν την αξεπέραστη κόψη), ενώ εγκαρσίως στη λάμα ο σιμεντίτης
διαμοιραζόταν σε στενές λωρίδες πάχους 6 mm και σε απόσταση 30-70 mm. Αυτές οι
λωρίδες ξεχώριζαν από το υπόλοιπο ατσάλι καθώς ήταν ανοιχτόχρωμες. Μετά την
επεξεργασία και το γυάλισμα η λάμα αποκτούσε το ιδιαίτερο γκρι-ασημί της χρώμα
με τα ιριδίζοντα νερά.
Σήμερα ωστόσο είναι δύσκολο να ανακατασκευαστεί ένα ακριβές
αντίγραφο αυτό του μετάλλου καθώς το ατσάλι ούκου έχει πλέον χαθεί.
Ο πρώτος σεισμογράφος
Οι σεισμοί ανέκαθεν ταλαιπωρούσαν τους ανθρώπους και ειδικά στην περιοχή της Κίνας ήτα ιδιαίτερα συχνοί όπως και σήμερα. Έτσι, πριν από 2.000 χρόνια ο Κινέζος μαθηματικός και αστρονόμος, Τσανγκ Χενγκ (78-139 μ.Χ.), συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός μηχανήματος που θα κατέγραφε όλους τους σεισμούς που θα γίνονται. Έτσι κατασκεύασε τον πρώτο σεισμογράφο του κόσμου! Ο Χενγκ ως αρχιαστρονόμος στη δυναστεία των Ανατολικών Χαν δημιούργησε το μηχάνημα Houfeng Didong Yi (το οποίο σημαίνει σεισμικός δείκτης), το οποίο ουσιαστικά έμοιαζε με ένα χάλκινο βαρέλι με διάμετρο περίπου δυόμισι μέτρα.
Οχτώ κεφάλια από δράκοντες εξείχαν
από οχτώ διευθύνσεις. Κάθε δράκος κρατούσε μια χάλκινη σφαίρα στα δόντια του.
Κάτω από κάθε δράκο ήταν ένας φρύνος με ανοιχτό στόμα. Μέσα στο βαρέλι υπήρχε
ένας ευαίσθητος μηχανισμός με εκκρεμή και μοχλούς. Όταν γινόταν αισθητή μια
δόνηση, ακόμη και πολύ ασθενής ή σχετικά μακριά (μπορούσε να εντοπίσει σεισμούς
έως και δεκάδες χιλιόμετρα μακριά), η σφαίρα κυλούσε από το στόμα του δράκου
στο στόμα του φρύνου και έδειχνε από ποια κατεύθυνση ερχόταν ο σεισμός. Έτσι, η
αυτοκρατορία θα μπορούσε να στείλει σύντομα βοήθεια.
Ο σεισμογράφος του Χενγκ θεωρείται ορόσημο στον κόσμο των
εφευρέσεων αφού όχι μόνο μπορεί να καταγράψει το γεγονός ενός σεισμού, αλλά
εντοπίζει και το πού σημειώθηκε.
Το τσιμέντο που δεν
σπάει ποτέ
Οι μεγαλεπήβολες αρχιτεκτονικές κατασκευές της Ρώμης δεν θα
ήταν δυνατό να ολοκληρωθούν και να διατηρηθούν στον χρόνο μέχρι και σήμερα
χωρίς ένα κρίσιμο συστατικό: το ρωμαϊκό τσιμέντο. Το τσιμέντο των Ρωμαίων,
γνωστό στα λατινικά ως opus caementicium,
ήταν ένα μοναδικό μείγμα και σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο μετέτρεπε τα
ξεχωριστά κομμάτια της πέτρας σε μια δυνατή αδιάσπαστη μάζα, η οποία όταν
δεχόταν τα κύματα της θάλασσας γινόταν όλο και πιο σκληρή μέρα με τη μέρα. Γι’
αυτό άλλωστε οι Ρωμαίοι το χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στα λιμάνια τους, αλλά και
σε μεγάλα κτίρια.
Η πιο παλιά αναφορά για αυτό το είδος τσιμέντου, το οποίο
αποτελούσε ένα μείγμα ηφαιστειακής στάχτης και ενεργού άσβεστου, σημειώνεται το
25 π.Χ. από τον Βιτρούβιο στα Δέκα Βιβλία Αρχιτεκτονικής του. Ο Βιτρούβιος
γράφει ότι οι κτίστες χρησιμοποιούν ηφαιστειακή τέφρα από την πόλη Ποτσουόλι (αρχαία
ελληνικά: Ποτίολοι) στη Νάπολη, την οποία ονόμαζαν ποζολάνη ή pulvis puteolanus στα λατινικά. Η ποζολάνη
ανακατευόταν με ασβέστη σε αναλογία 3:1 ή 2:1 αν η κατασκευή ήταν υποβρύχια.
Οι επιστήμονες τονίζουν πως, σε αντίθεση με το σημερινό
σκυρόδεμα -που μόλις έλθει σ’ επαφή με το αλμυρό νερό χάνει αμέσως τα αλκαλικά
του στοιχεία και ασβεστοποιείται- το τσιμέντο που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι
αποκτά μεγαλύτερη συμπύκνωση κι ανθεκτικότητα με την επαφή του με το θαλασσινό
νερό, χάρη στην αντίδρασή του με τα ηφαιστειακά υλικά της σύνθεσής του.
Η χρήση του έγινε ιδιαίτερα διαδεδομένη μετά το 64 μ.Χ. όταν
και ξέσπασε η πλέον καταστροφική φωτιά που έκαψε σχεδόν τα δύο τρίτα της πρωτεύουσας,
Ρώμης. Ο Νέρωνας μετά τη φωτιά έλαβε σημαντικά μέτρα για την ανοικοδόμηση της πόλης
χρησιμοποιώντας για τα νέα κτίρια κυρίως το ρωμαϊκό τσιμέντο και έτσι
κατασκευάστηκαν ή ανακατασκευάστηκαν μεγαλειώδη
αρχιτεκτονικά κατασκευάσματα που σώζονται ως σήμερα σχεδόν άθικτα καθώς όπως ανέφερε
και ο Πλίνιος το ρωμαϊκό τσιμέντο… δεν σπάει.
Ηλεκτροσόκ για
ανακούφιση από τον πόνο
Οι αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «Μπαταρία της Βαγδάτης»
(ή Μπαταρία των Παρθών ή Μπαταρία του Χου-τζουτ Ραμπουά) για να αναφερθούν σε
ένα πήλινο δοχείο που βρέθηκε το 1936 κατά τη διάρκεια ανασκαφών ενός παρθικού
οικισμού στη θέση του λόφου Κουτζούτ Ραμπού κοντά στη Βαγδάτη και χρονολογείται
από την εποχή της δυναστείας των Σασανιδών (224–650 μ.Χ.). Μαζί του υπήρχε και μια
σιδερένια ράβδος και ένας χάλκινος κύλινδρος. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι αυτά
τα τρία αντικείμενα συνδέονταν μεταξύ τους σε μια συσκευή με σκοπό να παράγεται
ηλεκτρισμός μια εποχή που αυτός δεν υπήρχε καν σαν σκέψη.
Αν και η χρήση της συσκευής δεν είναι σίγουρα γνωστή, η πιο διαδεδομένη
θεωρία προέρχεται από το 1993 και τον Πολ Κέισερ του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα.
Σύμφωνα με αυτόν, η συσκευή χρησιμοποιούνταν ως τοπικό αναλγητικό και μπορούσε
να μειώσει τον τοπικό πόνο μέσω της ηλεκτρικής διέγερσης. Είναι χαρακτηριστικό
ότι για τον ίδιο λόγο στην ελληνορωμαϊκή περίοδο χρησιμοποιούσαν τα ηλεκτροφόρα
ψάρια. Δυστυχως, το εύρημα χάθηκε το 2003 από το μουσείο και έκτοτε αγνοείται η τύχη του.
Οι φλόγες που δεν
σβήνουν ποτέ
Όταν ο στόλος των Αράβων από το Χαλιφάτο των Ομαγιαδών
προσπάθησε να κατακτήσει την πρωτεύουσα του ήδη εξασθενημένου Βυζαντίου ήρθαν
αντιμέτωποι με τη φωτιά. Όταν το 674 βρέθηκαν έξω από τα τείχη της
Κωνσταντινούπολης, τα πλοία τους άρχισαν να τυλίγονται στις φλόγες. Αρχικά, οι
ισλαμιστές μαχητές δεν ανησύχησαν καθώς η φωτιά ήταν κάτι που χρησιμοποιούνταν
συχνά στις μάχες και μπορούσε εύκολα να σβηστεί με χώμα ή νερό. Αυτή η φωτιά
όμως δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Μόλις ξεσπούσε δεν μπορούσε να σβηστεί με
τίποτα και έτσι όλος ο στόλος σιγά σιγά τυλίχθηκε στις φλόγες, ενώ ακόμα και η
θάλασσα πήρε φωτιά!
Οι Ομαγιάδες ήταν οι πρώτοι που ήρθαν αντιμέτωποι με αυτό που έγινε γνωστό ως «Υγρό Πυρ» ή «Ελληνική Φωτιά», μια μοναδική εφεύρεση των Βυζαντινών που τους έσωσε σε πολλές μάχες. Η εφεύρεση του υγρού πυρός αποδίδεται σε ένα χριστιανό, τον Καλλίνικο, ο οποίος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη από την μουσουλμανική Συρία το 668 μ.Χ.
Τα ακριβή συστατικά του υγρού ήταν ένα απόρρητο μυστικό και μέχρι
σήμερα δεν γνωρίζουμε την ακριβή σύνθεσή του. Ωστόσο, οι επιστήμονες πιστεύουν
ότι το πιο πιθανό συστατικό που χρησιμοποιούνταν ήταν το ακατέργαστο πετρέλαιο
ή νάφθα, που πιθανότατα προμηθεύονταν από την περιοχή της Κριμαίας. Άλλα υλικά
ήταν το οξείδιο του ασβεστίου, το θειάφι, η ρητίνη και το νιτρικό κάλλιο. Η
συνταγή του ήταν ένα καλά κρυμμένο κρατικό μυστικό το οποίο οι αυτοκράτορες
κληροδοτούσαν στους διαδόχους τους.
Ωστόσο, ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι και η κατασκευή της συσκευής
πυροδότησης που χρησιμοποιούσαν για να εκτοξεύουν το υγρό πυρ. Σήμερα δεν
γνωρίζουμε ακριβώς πώς ήταν κατασκευασμένη παρά μόνο ότι είχε χάλκινους σωλήνες
και περιελάμβανε αντλία σιφωνίου και περιστρεφόμενο ακροφύσιο. Η συσκευή φαίνεται
ότι ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη. Σύμφωνα με τα αρχεία, μία συσκευή μαζί με το υγρό
καύσιμο έπεσαν κάποτε στα χέρια των Βουλγάρων, αλλά δεν μπόρεσαν να τη
χρησιμοποιήσουν. Το 2006 κατασκευάστηκε ένα πλήρες αντίγραφο από τον Τ. Χάλντον
που χρησιμοποίησε ανακατασκευασμένα μέρη και "έλαιο Κριμαίας". Η
προσπάθεια ήταν επιτυχής, εκτοξεύοντας έντονες φλόγες από απόσταση 10 έως 15
μέτρων που ήταν ικανές να αποτεφρώσουν οτιδήποτε στο δρόμο τους μέσα σε
δευτερόλεπτα.