Η τηλεοπτική σειρά-ορόσημο άνοιξε μια χαραμάδα και μας παρουσίασε το σύστημα γυμνό. Είκοσι χρόνια μετά το «The Wire» ξεχωρίζει ως ένα δημιούργημα που παρουσίασε, όσο κανένα άλλο, μέρος των παθογενειών της αμερικανικής κοινωνίας
Κάποιοι ζωγράφοι δημιουργούν μια ολόκληρη σχολή, ορδές
θαυμαστών τους επιχειρούν να πατήσουν πάνω στα βήματα τους. Σπανίως εμφανίζεται
κάποιος καλλιτέχνης που βλέπει ένα χρώμα το οποίο, έως τότε αλλά και μετά από
αυτόν, κανείς δεν κατάφερε να «συλλάβει». Η σειρά «The Wire» είναι ακριβώς
αυτός ο καλλιτέχνης. Έκανε πρεμιέρα στις 2 Ιουνίου 2002 και είκοσι χρόνια μετά
κανείς δεν προσπάθησε ή δεν θέλησε να την αντιγράψει. Ίσως γιατί έβαλε τον πήχη
πολύ ψηλά, ίσως γιατί η ωμή πραγματικότητα και ο ρεαλισμός δεν αποτελεί συνταγή
επιτυχίας στην αδηφάγα για νούμερα βιομηχανία του θεάματος.
Άλλωστε το «The Wire» απέκτησε την αποδοχή που του άξιζε
αφότου ολοκληρώθηκε. Την εποχή που μεταδιδόταν τα νούμερα δεν ήταν υψηλά και οι
κριτικές, στην πλειονότητα τους, μέτριες. Προτάθηκε για μόλις δύο βραβεία Emmy
και δεν πήρε κανένα. Όμως όπως έλεγε η ήρεμη δύναμη της σειράς, ο Λέστερ Φρίμαν
«Χτίζουμε κάτι εδώ. Το χτίζουμε από το μηδέν. Κάθε κομμάτι μετράει». Το
οικοδόμημα του «The Wire» έλαμψε τελικά μόλις ολοκληρώθηκε γιατί πράγματι είχε
δοθεί σημασία σε κάθε κομμάτι, κάτι που αναγνωρίστηκε με την πάροδο του χρόνου.
Για να εκτιμήσεις τη σειρά πρέπει να δείξεις υπομονή.
Πράγματι το πρώτο επεισόδιο της είναι ίσως το πιο βαρετό από κάθε άλλη κορυφαία
σειρά στην ιστορία της τηλεόρασης. Βαρετό και σκληρό όπως η καθημερινότητα.
Πρέπει όμως να σκεφτείς τι δεν ήταν το «The Wire». Δεν είχε καμία σχέση με τα
αστυνομικά σόου που υπήρχαν πριν από αυτό. Δεν προσέφερε την ικανοποίηση ενός
εβδομαδιαίου happy end με μια λυμένη υπόθεση. Για τη μεγάλη εικόνα του «The
Wire» δεν έκανε ιδιαίτερη διαφορά αν τελικά οι υποθέσεις λύνονταν και οι κακοί
οδηγούνταν στη φυλακή.
Αυτό που επίσης δεν είχε η σειρά ήταν συμβατικούς ήρωες ή αντιήρωες. Οι χαρακτήρες του ήταν τόσο ρεαλιστικοί όσο και μοναδικοί. Βασισμένοι κάποιοι σε πραγματικά πρόσωπα (περίπτωση Ομάρ Λιτλ) συμμετείχαν σε μια σύγχρονη αρχαιοελληνική τραγωδία όπου τους θριάμβους και τις τολμηρές επιλογές τους σαμποτάριζε μόνιμα το στρεβλό σύστημα μέσα στο οποίο ζούσαν.
Δεν άφησε κλειστές τις πόρτες που κάθε άλλο αστυνομικό σόου
δεν πλησίασε καν. Ασχολήθηκε με την εργασία, τη μόρφωση, την πολιτική και τα
μίντια. Ήταν πολιτικό- νομικό δράμα και την ίδια ώρα ένα σύγχρονο γουέστερν με
επικές «μονομαχίες».
Την απάντηση στο ερώτημα «τι ήταν στην πραγματικότητα το The
Wire;» την προδίδει μια από τις πρώτες σκηνές της σειράς. Ο ντετέκτιβ Τζίμι
ΜακΝάλτι βρίσκεται στο σημείο που δολοφονήθηκε ο Ομάρ Αζάια Μπετς. Ένα μάρτυρας
του λέει πως ο Μπετς επιχείρησε να κλέψει τα χρήματα από μια ομάδα τζογαδόρων.
Κάθε Παρασκευή η ομάδα έπαιζε και κάθε εβδομάδα ο Μπετς προσπαθούσε να τους
κλέψει.
«Γιατί τον άφησες να μπει στο παιχνίδι;» ρωτά ο ΜακΝάλτι.
«Έπρεπε. Αυτή είναι η Αμερική αδελφέ» απαντά ο μάρτυρας.
Αυτή είναι η Αμερική που ήθελε να παρουσιάζει το «The Wire».
Ένα χάος εγκλημάτων με εκπληκτική συνέπεια όπου κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι
διαφορετικό γιατί έτσι είναι τα πράγματα. Μέσα σε αυτή τη μικρή στιχομυθία
συνοψίζεται η μοιρολατρία, το μαύρο χιούμορ και η αναγνώριση ότι το σύστημα δεν
δουλεύει αλλά συμμετέχουμε σε αυτό με περηφάνεια.
Στην πρώτη της σεζόν η σειρά εστίασε σε μια συμμορία εμπορίας
ναρκωτικών στη Βαλτιμόρη και την προσπάθεια των αρχών να τους παγιδέψει μέσω
ηλεκτρονικής παρακολούθησε (εξού και το wire). Μια χρονοβόρα διαδικασία που
δεν άρεσε στη διοίκηση της αστυνομίας η οποία ζητούσε άμεσα αποτελέσματα έστω
και αν οι συλληφθέντες ήταν ασήμαντα βαποράκια. Οι χαρακτήρες δεν θύμιζαν σε
τίποτα όσα είχαμε δει ως τότε. Ο αυτόνομος γκέι εκτελεστής Ομάρ Λιτλ σίγουρα
ξεχώριζε αλλά γενικότερα στη σειρά κάθε ρόλος μετρούσε και αντιπροσώπευε ένα
κομμάτι του παζλ.
Το «The Wire» είχε επίσης ιδεολογικό υπόβαθρο. Αντιμετώπιζε το εμπόριο ναρκωτικών ως μια ωμή μορφή καπιταλισμού. Ένα περιζήτητο προϊόν, ένα αιχμαλωτισμένο καταναλωτικό κοινό και ένα αναλώσιμο εργατικό δυναμικό. Κανείς δεν αντιπροσωπεύει αυτό το σύστημα καλύτερα από τον χαρακτήρα του Στρίνγκερ Μπελ, ένας γκάνγκστερ ο οποίος λόγω της γνώσης του στα οικονομικά γίνεται πιο πραγματιστής και πιο κτηνώδης. Αποφεύγει τη βία όταν θα βλάψει τα έσοδα αλλά όταν θα πάει σε πόλεμο είναι μια ψυχρή μηχανή. Άλλωστε απλά είναι μια επιχείρηση.
Πολλές από τις σκηνές της σειράς λειτουργούν σαν μια σκληρή
παραβολή. Ο αρχηγός της συμμορίας Ντ’ Άντζελο Μπάρσκντεϊλ μαθαίνει στα
βαποράκια σκάκι αναλογικά με τον κόσμο των ναρκωτικών. Τα πιόνια πεθαίνουν
πρώτα, ανεβαίνουν ψηλά σπάνια και δεν κερδίζουν ποτέ. «Ο βασιλιάς παραμένει ο
βασιλιας» τους λέει. Σε μια άλλη σκηνή ένα ντίλερ τρώει μια κοτομπουκιά από τα
McDonalds και λέει ότι αυτός που την ανακάλυψε πρέπει να είναι πλούσιος. Ο Ντ’
Άντζελο, που γνωρίζει το σύστημα, του απάντα: «Ο Ronald McDonald (ο
κλόουν-σήμα κατατεθέν της αλυσίδας) είναι πλούσιος. Ο κ.Κοτομπουκιάς ακόμα
δουλεύει στο υπόγειο με βασικό μισθό και ψάχνει τρόπους να κάνει πιο νόστιμες
τις τηγανιτές πατάτες».
Στον κόσμο του «The Wire» όποιος δεν είναι στην κορυφή,
αστυνομικός, έμπορος ναρκωτικών ή γραφειοκράτης βρίσκεται στο υπόγειο και
προσπαθεί να βρει τρόπους (νόμιμους ή παράνομους) να διατηρήσει χαρούμενο τον
Ronald McDonald. Ο κλόουν παραμένει ο κλόουν…
Όσο προχωρά προς την ολοκλήρωση της η σεζόν θέτει το ερώτημα: Παίζουν όλα αυτά τελικά κάποιο ρόλο; Η συμμορία συνεχίζει τη δράση της υπό νέα διεύθυνση, ο ΜακΝάλιτ εξορίζεται και η διαδρομή του παράνομου χρήματος προς τους πολιτικούς δεν αποκαλύπτεται. Οι 13 ώρες της πρώτης σεζόν δεν δίνουν λύσεις στη δυσλειτουργία της πόλης.
H δεύτερη σεζόν διεύρυνε το πεδίο και με ελληνικές πινελιές
παρουσίασε την κατάσταση στο λιμάνι. Στην τρίτη βλέπουμε την προσπάθεια και την
αποτυχία ενός πρωτοποριακού προγράμματος για τον περιορισμό της πώλησης
ναρκωτικών. Η τέταρτη αποτελεί μαχαιριά στην καρδιά της αμερικάνικης κοινωνίας.
Παρουσιάζει πώς το σύστημα έχει εγκλωβίσει τα παιδιά που δεν ανήκουν στις
υψηλότερες τάξεις, πώς οι προσπάθειες τους είναι μοιραίο να αποτύχουν και
ξεμένουν χωρίς επιλογές. Στο φινάλε (πέμπτη σεζόν) το «The Wire» βάζει στο
παιχνίδι και τα ΜΜΕ και παρουσιάζει τους λόγους που όλη αυτή η στρεβλή
κατάσταση δεν παρουσιάζεται επαρκώς και στη σωστή της βάση.
Σε ένα κοινό γαλουχημένο με happy ends και στρογγυλοποιήσεις είναι δύσκολο να πουλήσεις ωμό ρεαλισμό και σκληρή πραγματικότητα. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι το κάθε άτομο μπορεί να κάνει τη διαφορά. Έχουμε μάθει ως τηλεθεατές να περιμένουν χαρακτήρες που ελέγχουν τη μοίρα τους. Αυτό το «The Wire» δεν μας το προσφέρει.
Εκτός ίσως από τον αγαπημένο του κοινού Ομαρ Λιτλ που ζει με
το δικό του κώδικα. Ένας απόκληρος γκέι εκτελεστής που δεν δίνει λογαριασμό σε
κανέναν και δεν ονειρεύεται να ανελιχθεί στην ιεραρχία. Είναι η μόνη ελπίδα πως
είναι ίσως πιθανό κάποιος να επιζήσει εκτός συστήματος. Το τέλος του όμως είναι
η πιο σκληρή προσγείωση.
«Είναι ένας σκληρός κόσμος και τίποτα που μετράει δεν
φτιάχνεται από το σύστημα» θα πει ο δημιουργός της σειράς, Ντέιβιντ Σάιμον.
Υπάρχει όμως και μια χαραμάδα ελπίδας. Ο Νέιμοντ Μπράις φαίνεται να καταφέρνει
να ξεφύγει από τη ζωή με τις συμμορίες και ο Μπάμπλς βγαίνει από το υπόγειο της
αδελφής του. Το σύστημα στο «The Wire» δεν αλλάζει αλλά έστω κάποια
συγκεκριμένα άτομα διασώζονται.
Βέβαια αυτό το «τίποτα δεν αλλάζει στην Αμερική του The
Wire» δεν είναι απολύτως αληθές. Κάποια πράγματα γίνονται χειρότερα. Κάθε νέα
γενιά που αναλαμβάνει την ηγεσία των συμμοριών είναι πιο κτηνώδης από αυτή που
εκθρόνισε. Τα σχολεία, τα αστυνομικά τμήματα και ο τύπος πασχίζουν να
επιβιώσουν με λιγότερα χρήματα. «Δεν παίρνεις περισσότερα με λιγότερα»
ακούγεται στην πέμπτη σεζόν. Απλά παίρνεις λιγότερα…
Είναι μια ζοφερή άποψη την οποία όμως τα είκοσι χρόνια που πέρασαν δεν την έχουν καταρρίψει. Ακόμα και η δημοκρατία πλέον στην Αμερική βρίσκεται σε κίνδυνο ενώ η οικονομική κρίση και η πανδημία έδειξαν την ατροφία του συστήματος προστασίας και εμπιστοσύνης. Το «The Wire» δεν θέλησε να παρουσιάσει τη θεραπεία της κοινωνίας αλλά έκανε μια ακριβέστατη διάγνωση της ασθένειας.
Ίσως και για αυτό το «The Wire» δεν βρήκε τηλεοπτικούς
μιμητές. Ελάχιστοι επιχείρησαν να δημιουργήσουν κάτι ανάλογο ή να το εξελίξουν.
Υπήρχε ο φόβος της χαμηλής τηλεθέασης αλλά και το δύσκολο έργο να παρουσιάσεις
μια σειρά που θα κριτικάρει το σύστημα χωρίς να έχει τη μορφή κηρύγματος. Είναι
μια εξαιρετικά απαιτητική δουλειά και τα οικονομικά οφέλη τουλάχιστον αμφίβολα.
Είκοσι χρόνια μετά η συντριπτική πλειονότητα όσων το έχει
παρακολουθήσει αναγνωρίζει ότι το «The Wire» ήταν κάτι μεγάλο. Δεν άλλαξε την
τηλεόραση, άλλωστε δεν διεκδικούσε αυτό τον ρόλο. Έγινε όμως μια σπανιότατη
περίπτωση όπου, μέσα από στην οθόνη μας άνοιξε ένα παράθυρο στην πραγματικότητα.
Είδαμε τη σκληρότητα του συστήματος και την αντίσταση του στις αλλαγές. Είδαμε
τις αποτυχημένες προσπάθειες ανθρώπων που ζουν στα υπόγεια να βγουν στο φως και
τους ρομαντικούς να γίνονται ρεαλιστές. Από μια χαραμάδα είδαμε το σύστημα
γυμνό. Αυτή είναι η κληρονομία του« «The Wire».
Για επίλογο κρατάμε μια φράση του Ομάρ Λιτλ: «Όμως το
παιχνίδι είναι εκεί έξω, είτε το παίζεις, είτε σε παίζει».