Πώς απέκτησαν τα ονόματά τους οι πλανήτες;

Γιατί ο κάθε Θεός επιλέχθηκε για έναν συγκεκριμένο πλανήτη και ποιοι ήταν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν και ονόμασαν τους πλανήτες;


Αυτό που εμείς ονομάζουμε Γη και είναι το σπίτι μας είναι ένα μέρος μόνο του άκρως αρμονικού συνόλου του σύμπαντος, του Ηλιακού Συστήματος. Σχεδόν και οι οχτώ πλανήτες που «χορεύουν» ακατάπαυστα γύρω από τον Ήλιο, το άστρο της οικογένειάς μας, είχαν γίνει πεδίο παρατήρησης ήδη από πολύ νωρίς στην αρχαιότητα και όπως για όλα τα πράγματα οι άνθρωποι θέλησαν να τους δώσουν ένα όνομα. Εύκολα κανείς παρατηρεί ότι όλοι οι πλανήτες έχουν ονόματα αρχαίων Ελλήνων θεών είτε του δωδεκάθεου είτε της πρώτης γενιάς θεών (Γη, Κρόνος). Για ποιο λόγο όμως ο κάθε θεός έδωσε το όνομά του στον αντίστοιχο πλανήτη και πώς ξεκίνησε αυτή η ονομασία είναι κάτι που κρύβει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία.

Οι πλανήτες στην ιστορία

Οι πρώτοι άνθρωποι που φέρεται να παρατήρησαν τους πλανήτες με την σταθερή κυκλική τους τροχιά ήταν οι Βαβυλώνιοι, οι οποίοι έζησαν στη Μεσοποταμία την πρώτη και τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. και έθεσαν τα θεμέλια για τη σημερινή «δυτική αστρολογία». Σε βαβυλωνιακές πλάκες που χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ. είναι φανερό ότι αυτός ο λαός είχε προχωρημένες γνώσεις στον τομέα της αστρονομίας και των μαθηματικών.

«Έγραφαν αναφορές για όσα έβλεπαν στον ουρανό. Το έκαναν αυτό για μια μεγάλη χρονική περίοδο, επί αιώνες» δηλώνει ο συντάκτης μιας σχετικής έκθεσης για τους Βαβυλώνιους, καθηγητής Ματιέ Οσεντράιβερ του Πανεπιστημίου Χούμπολτ του Βερολίνου. Έτσι, οι Βαβυλώνιοι ήταν ο πρώτος λαός που εντόπισε και τους πέντε πλανήτες που είναι ορατοί με γυμνό μάτι από τη Γη και ήταν οι μόνοι γνωστοί μέχρι την εφεύρεση του τηλεσκοπίου στην πρώιμη σύγχρονη εποχή: την Αφροδίτη, τον Ερμή, τον Άρη, τον Δία και τον Κρόνο.

Οι Αρχαίοι Έλληνες στη συνέχεια γνωρίζοντας πιθανότατα την παράδοση των Βαβυλωνίων και κάνοντας τις δικές τους παρατηρήσεις αποκάλεσαν αυτά τα ουράνια σώματα με τις σταθερές περιοδικές εμφανίσεις «πλανήτες αστέρες» ή απλά «πλανήτες» από το επίθετο «πλάνης» που σημαίνει περιπλανώμενος. Όπως και οι Βαβυλώνιοι έτσι και οι Αρχαίοι Έλληνες βασίστηκαν στα ονόματα των Θεών τους για να ονομάσουν τους πλανήτες, ενώ το ίδιο συνέβη στη συνέχεια και με τους Ρωμαίους, οι οποίοι αντικατέστησαν τα ονόματα με αυτά των Θεών από το δικό τους θρησκευτικό σύστημα. Αν και οι Πυθαγόρειοι, τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., φαίνεται ότι είχαν αναπτύξει τη δική τους ανεξάρτητη πλανητική θεωρία, στην οποία η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη και οι άλλοι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από μία «Κεντρική Φωτιά» στο κέντρο του Σύμπαντος και από την άλλη ο Αρίσταρχος ο Σάμιος πρότεινε τον 3ο αιώνα π.Χ. το ηλιοκεντρικό μοντέλο για πολλούς αιώνες θεωρούνταν ότι όλοι οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τη Γη. Για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους υπήρχαν επτά γνωστοί πλανήτες, καθένας από τους οποίους περιβάλλει τη Γη. Ήταν, κατά αύξουσα σειρά από τη Γη (όπως ορίστηκαν από τον Πτολεμαίο τον 2ο αιώνα μ.Χ.): η Σελήνη, ο Ερμής, η Αφροδίτη, ο Ήλιος, ο Άρης, ο Δίας και ο Κρόνος.

Ερμής, ο ταχυδρόμος των θεών

Ο πιο κοντινός πλανήτης στον Ήλιο είναι ο Ερμής. Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του ελληνικού θεού Ερμή, γιου του Δία και μιας από τις κόρες του Άτλαντα, της νύμφης Μαίας, ενώ οι Ρωμαίοι τον βάφτισαν με το όνομα του αντίστοιχου Mercurius, ο οποίος όπως και ο Έλληνας θεός ήταν ο «ταχυδρόμος» των θεών και υπεύθυνος για τις συναλλαγές και τους ταξιδιώτες. Νωρίτερα οι Βαβυλώνιοι είχαν ονομάσει τον πλανήτη Ναμπού από τον αντίστοιχο Θεό, ο οποίος ήταν επίσης γιος του πατέρα των θεών, Μαρδούκ, και ήταν θεός της γραφής και της σοφίας, στοιχεία που αποδίδονταν και στον Ερμή.

Όπως και ο θεός Ερμής μετέφερε πολύ γρήγορα τα μηνύματα των θεών έτσι και ο πλανήτης με το όνομά του είναι ο πιο «γρήγορος» στο ηλιακό μας σύστημα και αυτό ήταν κάτι που σίγουρα οι αρχαίοι Έλληνες το παρατήρησαν. Ο Ερμής ολοκληρώνει την περιστροφή του γύρω από τον Ήλιο σε μόλις 88 ημερολογιακές ημέρες, ενώ κινείται με ταχύτητα 50 km/sec γρηγορότερα από τους υπόλοιπους πλανήτες.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στην Αρχαία Ελλάδα μέχρι και πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ. ο πλανήτης είχε δύο ονόματα καθώς εμφανίζεται εναλλάξ και στις δύο πλευρές του Ήλιου. Έτσι, το βράδυ ήταν ο Ερμής και το πρωί ο Απόλλων, ο θεός που ταυτίζεται με τον Ήλιο και το φως. Την ονομασία του Απόλλωνα χρησιμοποιούσε ιδιαίτερα ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Θεωρείται ότι πρώτος ο Πυθαγόρας διατύπωσε την άποψη ότι πρόκειται για τον ίδιο πλανήτη.

Αφροδίτη, ο ερωτικός πλανήτης

Οι Βαβυλώνιοι και πάλι ήταν οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με αυτόν τον πλανήτη. Στο αρχαιότερο σημαντικό αστρονομικό κείμενο που υπάρχει- την πλάκα 63 του Enuma Anu Enlil ή πλάκα της Αφροδίτης της Ammisaduqa του 7ου αιώνα π.Χ.- καταγράφεται η πρώτη και τελευταία καθημερινή εμφάνιση της Αφροδίτης σε περίοδο 21 μηνών (η πρώτη απόδειξη ότι τα αστρικά φαινόμενα είναι περιοδικά). Οι Βαβυλώνιοι ονόμασαν τον πλανήτη «Ίσταρ», δίνοντας το όνομα της θεάς του που ήταν η προσωποποίηση της γυναίκας, του έρωτα και της ομορφιάς. Αντίστοιχα και οι Αρχαίοι Έλληνες ακολούθησαν χρησιμοποιώντας το όνομα της Αφροδίτης, ενώ και το Venus των Ρωμαίων παραπέμπει στην αντίστοιχη θεά της ρωμαϊκής μυθολογίας που αντικατέστησε την Αφροδίτη. Είναι φανερό ότι ο όμορφος και λαμπερός αυτός πλανήτης δεν θα μπορούσε να έχει άλλο όνομα πέρα από αυτό της θεάς της ομορφιάς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όπως και με τον Ερμή, οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες αλλά και οι Κινέζοι είχαν θεωρήσει την Αφροδίτη ως δύο άστρα, διότι ήταν ορατή πρώτα στον πρωινό και κατόπιν στο βραδινό ουρανό. Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον πρωινό αστέρα Εωσφόρο ή Φωσφόρο (αυτός που φέρνει το φως) και το βραδινό αστέρα Έσπερο, αλλά πριν από το 500 π.Χ. ο Πυθαγόρας, ο Έλληνας φιλόσοφος, είχε διαπιστώσει ότι τα δύο αστέρια ήταν ουσιαστικά το ίδιο.

Άρης, κόκκινος σαν το αίμα του πολέμου

Ο έτερος γείτονας της Γης ξεχώριζε από την αρχαιότητα λόγω του κόκκινου χρώματός του, το οποίο τον έκανε να διαφέρει από τους άλλους πλανήτες. Οι Βαβυλώνιοι αφιέρωσαν τον πλανήτη αυτό στον θεό τους Νεργκάλ, ο οποίος συνδεόταν κατά κύριο λόγο με τον πόλεμο, τον θάνατο και τις ασθένειες. Οι αρχαίοι Έλληνες ακολουθώντας την ίδια λογική έδωσαν στον κόκκινο σαν αίμα πλανήτη το όνομα του δικού τους θεού που διψούσε για αίμα, του Άρη, και αντίστοιχα οι Ρωμαίοι του δικού του θεού του πολέμου, του Mars.

O Πλίνιος είχε γράψει χαρακτηριστικά για τον Άρη ότι «καίγεται στη φωτιά». Ο Πλίνιος πίστευε ότι ο Άρης ήταν πολύ κοντά στον ήλιο, καθώς αυτός και άλλοι Ρωμαίοι της εποχής ακολουθούσαν το γεωκεντρικό μοντέλο του Πτολεμαίου που έθετε τη Γη στο κέντρο του σύμπαντος.

Δίας, κυρίαρχος στους θεούς και στον ουρανό

Ο αέριος γίγαντας του πλανητικού μας συστήματος αν και τόσο μακριά από τη Γη ξεχωρίζει όσο λίγοι στον νυχτερινό ουρανό με το λαμπερό του φως. Όταν φαίνεται από τη Γη, ο Δίας μπορεί να φτάσει σε τέτοιο μέγεθος με το οποίο γίνεται κατά μέσο όρο το τρίτο φωτεινότερο αντικείμενο τη νύχτα στον ουρανό μετά από τη Σελήνη και την Αφροδίτη. Αυτή η μεγαλειώδης εμφάνισή του ακόμα και με γυμνό μάτι οδήγησε όλους τους αρχαίους λαούς να του δώσουν το όνομα του βασιλιά των Θεών. Έτσι, οι Βαβυλώνιοι τον ονόμασαν Μαρδούκ, ο οποίος θεωρούνταν ο μέγιστος θεός της Βαβυλώνας ήδη από την εποχή του πιο γνωστού Βαβυλώνιου βασιλιά και νομοθέτη, Χαμουραμπί (1792-1750 π.Χ.). Οι Αρχαίοι Έλληνες αντίστοιχα του έδωσαν το όνομα του Δία, του πατέρα όλων των Θεών, και οι Ρωμαίοι το όνομα του αντίστοιχου δικού τους «πατέρα», του Jupiter.

Κρόνος, ο αργοπορημένος

Ο πατέρας του Δια που έτρωγε τα παιδιά του έχει δώσει το όνομα στον πιο απομακρυσμένο πλανήτη που ήταν γνωστός από την αρχαιότητα. Ο Κρόνος μιας και είναι τόσο απομακρυσμένος φαίνεται να κινείται τόσο αργά γι’ αυτό και μπόρεσε να μελετηθεί επισταμένα ήδη από την αρχαιότητα. Πιθανότατα η ετυμολογία του ονόματός του συνδέεται με τη λέξη «χρόνος» και μεταξύ άλλων ο Κρόνος είναι πιθανό να θεωρούνταν διαχειριστής του χρόνου και των εποχών. Οπότε η αργή κίνηση του πλανήτη οδήγησε πιθανότατα στην επιλογή του ονόματος. Αντίστοιχα οι Ρωμαίοι έδωσαν στον πλανήτη το όνομα Saturn, ο οποίος ήταν πατέρας του δικού τους Δία, Jupiter. Οι Βαβυλώνιοι από την άλλη ονόμαζαν τον πλανήτη προς τιμήν του θεού Νινούρτα, έναν διαφορετικό θεό από τον Κρόνο, ο οποίος αρχικά συνδεόταν με την γεωργία και στη συνέχεια με τον πόλεμο.

Αυτοί οι πλανήτες- εκτός από τη Γη- ήταν οι μόνοι αναγνωρισμένοι σε όλη την αρχαιότητα. Έτσι, όταν πολύ αργότερα ανακαλύφθηκαν με πιο σύγχρονα μέσα οι υπόλοιποι πλανήτες ακολουθήθηκε το ίδιο μοντέλο ονοματοδοσίας από τους αρχαίους ελληνικούς θεούς.

Ουρανός ή το αστέρι του Γεωργίου

Ο πλανήτης Ουρανός ανακαλύφθηκε «μόλις» το 1781 από τον Άγγλο αστρονόμο σερ Γουίλιαμ Χέρσελ. Αν και αρχικά ο Χέρσελ τον ονόμασε «Georgium Sidus» (Το αστέρι του Γεώργιου), προς τιμήν του Βασιλιά Γεωργίου του 3ου, δεν του επετράπη από την επιστημονική κοινότητα να κατοχυρώσει αυτό το όνομα. Ο Χέρσελ θεωρούσε ότι στη σύγχρονη εποχή που ζούσε, δεν επιτρεπόταν να επιλέγονται ονόματα αρχαίων θεοτήτων, ωστόσο τελικά επικράτησε η ονομασία που έδωσε ο Γερμανός αστρονόμος Γιόχαν Έλερτ Μπόντε, ο οποίος επαναπροσδιόρισε την τροχιά του νέου πλανήτη. Επέλεξε το όνομα «Ουρανός», προς τιμήν του πατέρα του Κρόνου και κυρίου του ουρανού. Στα αγγλικά η ονομασία του αντίστοιχα είναι Uranus.

Ποσειδώνας, ο θαλασσινός πλανήτης

Ο Ποσειδώνας είναι ο μοναδικός πλανήτης, ο οποίος δεν ανακαλύφθηκε με παρατήρηση, αλλά μέσω μαθηματικών υπολογισμών στις 23 Σεπτεμβρίου 1846 από τον Άγγλο μαθηματικό και αστρονόμο Τζον Κουτς Άνταμς σε συνεργασία με τον Γιόχαν Γκότφριντ Γκάλε. Πάντως υπόνοιες για την ύπαρξη ενός πλανήτη στη θέση του Ποσειδώνα είχε νωρίτερα και ο Γαλιλαίος.

Αρχικά ο Γκαλέ, πρότεινε ο πλανήτης να ονομαστεί Λε Βεριέ, προς τιμήν ενός Γάλλου συναδέλφου, ο οποίος είχε επίσης καταφέρει να προβλέψει τη θέση του Ποσειδώνα. Ωστόσο την ονομασία δεν δέχθηκε η διεθνής αστρονομική κοινότητα της εποχής. Τελικά ο ίδιος ο Γάλλος έδωσε τη λύση, προτείνοντας το όνομα «Ποσειδώνας». Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε μεθάνιο που έχει η ατμόσφαιρα του πλανήτη, αυτός αποκτά το γαλάζιο χρώμα της θάλασσας, οπότε η ονομασία του αρχαίου θεού των θαλασσών έμοιαζε ιδανική. Στη διεθνή του ονομασία πήρε το όνομα του αντίστοιχου Ρωμαϊκού θεού Neptune.

Ο μη… πλανήτης Πλούτωνας

Ο Πλούτωνας εντοπίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 20ου αιώνα και αν και στην αρχή θεωρήθηκε ο ένατος πλανήτης της μικρής μας γειτονιάς» τελικά από το 2006 έπαψε να θεωρείται επισήμως πλανήτης του Ηλιακού συστήματος, αλλά πλανήτης νάνος που ανήκει στη Ζώνη του Κάιπερ. Ωστόσο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πώς απέκτησε το όνομά του. Όταν η ανακάλυψη του έγινε γνωστή περί το 1906  γέμισε τα πρωτοσέλιδα σε όλο τον κόσμο και η Lowell Observatory, η οποία ηταν αυτή που θα αποφάσιζε το όνομα που θα δώσει στο νέο πλανήτη έλαβε πάνω από 1.000 προτάσεις από όλον τον κόσμο. Το όνομα Πλούτωνας, προς τιμήν του αρχαίου Έλληνα θεού του Κάτω Κόσμου, πρότεινε η εντεκάχρονη Βενετία Μπάρνεϊ από την Οξφόρδη, η οποία είχε μεγάλη αγάπη στην ελληνική μυθολογία. Το πρότεινε σε μια συζήτηση με τον παππού της, Φάλκονερ Μάνταν, έναν πρώην βιβλιοθηκάριο της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Αυτός το ανέφερε στον καθηγητή αστρονομίας Χέρμπερτ Χολ Τέρνερ, ο οποίος το είπε στους συναδέλφους του στις ΗΠΑ. Τα μέλη Lowell Observatory θα έπρεπε να ψηφίσουν το νέο όνομα επιλέγοντας μεταξύ του Μινέρβα (η αντίστοιχη Αθηνά της ρωμαϊκής μυθολογίας, ένα όνομα που είχε ήδη ένας αστεροειδής), το Κρόνος, το οποίο θεωρήθηκε διαφορετικό από το Saturn και τον Πλούτωνα. Όλα τα μέλη ψήφισαν το όνομα του Πλούτωνα και η ονοματοδοσία ολοκληρώθηκε την 1η Μαΐου 1930.

Και τέλος… η Γη

Ο πλανήτης που μας γέννησε όλους είναι η Γη. Πιθανότατα στην αρχαιότητα δεν υπήρχε η αντίληψη ότι η Γη ήταν κι αυτή ένας ακόμα πλανήτης στο αχανές σύμπαν αφού εξάλλου κατά κύριο λόγο προβαλλόταν ως το κέντρο όλου του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που οι αρχαίοι Έλληνες μετέτρεψαν τον τόπο που ζούμε στην πρώτη και πιο σημαντική θεότητα όλη της μυθολογίας τους, την Γαία. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, η Γαία προϋπήρχε μαζί με το Χάος και τον Έρωτα στη δημιουργία του Κόσμου. Κατά άλλους αυτές οι τρεις κοσμικές υπάρξεις γεννήθηκαν, κατά αντίστροφη σειρά, από το Κοσμικόν Ωόν όπως αναφέρεται στη Θεογονία του Ησίοδου, το οποίο προήλθε από το μηδέν, το τίποτε ή από τη Νύχτα. Ο Ησίοδος στη Θεογονία του τονίζει τη σημαντική θέση της Γαίας διότι από μόνη της γέννησε τα Όρη και τον Πόντο καθώς και σχεδόν όλους τους Θεούς, ενώ σε δεύτερη φάση γονιμοποιείται από τον γιο της τον Ουρανό και γεννά τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες. Έτσι, η Γαία θεωρείται ως αρχή της ζωής, σαν Μεγάλη Μητέρα (Γαία Μήτηρ ή ακόμα παμμήτωρ).

Στα αγγλικά η γη πήρε το όνομα «Earth». Αν και δεν υπάρχει η ακριβής ετυμολογία της λέξης, ως πιο πιθανό σενάριο προτείνεται η σχέση της με τη λέξη Ertha των αγγλοσαξονικών. Ertha «σημαίνει το έδαφος στο οποίο περπατάμε, το έδαφος στο οποίο σπέρνουμε τις καλλιέργειές μας», αναφέρει η αρχαιολόγος και ιστορικός Τζίλιαν Χόβελ. Η Ertha συνδέεται επίσης με ένα μέρος όπου αναδύεται η ζωή και ίσως ακόμη και με τους προγόνους που είναι θαμμένοι στο έδαφος, είπε η Χόβελ.

Άλλοι σύγχρονοι δημοφιλείς όροι για τη «Γη» προέρχονται από τα λατινικά, όπου «terra» σημαίνει γη - και πάλι, η γη στην οποία στέκεστε, καλλιεργείτε ή αλληλεπιδράτε», είπε η Χόβελ. Εκεί παίρνουμε τις σύγχρονες αγγλικές λέξεις «επίγειος», «υπόγειος», «εξωγήινος», ενώ από εκεί προέρχεται και η λέξη «γη» σε πολλές λατινογενείς γλώσσες όπως «tierra» στα ισπανικά, «terre» στα γαλλικά και «terra» στα ιταλικά.

Παράλληλα, όταν οι συγγραφείς ήθελαν να μιλήσουν για τη Γη ως σφαίρα χρησιμοποιούσαν τον όρo Orbis. «Ήξεραν ότι ήταν μια σφαίρα», είπε η Χόβελ για τους αρχαίους Ρωμαίους, οι οποίοι παρακολουθούσαν στενά την ελληνική επιστήμη.

«Ήταν μια υδρόγειος γης», είπε η Χόβελ για την έννοια του orbis. Orbis είναι η ρίζα της λέξης της σύγχρονης «τροχίας». Παράλληλα, υπήρχε ένας ακόμη όρος, ο mundus, ο οποίος προοριζόταν να περιγράψει ολόκληρο το σύμπαν.

«Ο κόσμος είναι ό,τι περιέχει εμάς τους ανθρώπους, αλλά ήταν προφανώς ξεχωριστός από τους πλανήτες», είπε η Χόβελ. Το mundus αντανακλάται στον σύγχρονο γαλλικό όρο monde (κόσμος), τον ιταλικό mondo, τον ισπανικό mundo και τον πορτογαλικό mundo, όροι που όλοι σημαίνουν γη» μεταξύ άλλων προγόνων της λατινικής «ρωμανικής γλώσσας».

Ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Gaius Plinius Secundus), ο οποίος έγραψε για τη φυσική ιστορία τον πρώτο αιώνα, χρησιμοποίησε αρκετά το mundus στις παρατηρήσεις του, είπε η Χόβελ.