Η Μύκονος το 1700 είχε ζήσει το δικό της... δράμα με έναν βρυκόλακα που στοίχειωνε το νησί. Η ιστορία όπως την περιέγραψε Γάλλος περιηγητής που ζούσε τότε εκεί
Το πιο γνωστό βαμπίρ της ιστορία είναι ίσως ο Κόμης
Δράκουλας, μια μορφή βασισμένη στον Βλαντ Τσέπες της Τρανσιλβανίας. Ο μύθος των
βαμπίρ, των απέθαντων πλασμάτων που τρέφονται με αίμα και δεν αντέχουν το φως
του ήλιου, ήταν ευρέως διαδεδομένος την εποχή του Μεσαίωνα σε ολόκληρη την
Ευρώπη, ιδίως τις εποχές που κάποια πανδημία χτυπούσε τις πόλεις και οι
ασθένειες έκαναν τα θύματά τους να αιμορραγούν.
Ωστόσο, την Ελλάδα την ίδια περίπου εποχή «ζούσαν» κάποια
διαφορετικά απέθαντα πλάσματα: οι βρυκόλακες. Αν και θυμίζουν κατά πολύ τα
βαμπίρ της δυτικής Ευρώπης, οι βρυκόλακες των Βαλκανίων είναι λίγο
διαφορετικοί. Πρόκειται για νεκρούς που βγαίνουν το βράδυ από τους τάφους τους και
μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές ζώων, ιδιαίτερα κατοικίδιων π.χ. σκύλου ή
κατσικιού με απώτερο σκοπό να φοβίσουν ή να ενοχλήσουν τους ζωντανούς συγγενείς
τους ή και ξένους, περιφερόμενοι στους χώρους που διαβιούσαν. Έτσι συνδέονται
άμεσα με το κακό και τον Σατανά. Τρέφονται κυρίως με αίμα ανθρώπων, αλλά και
γάλα ή αλεύρι, «μαγαρίζουν» το σπίτι συγγενικών τους προσώπων και σκοτώνουν
πρώτα τους συγγενείς τους. Δεν τους επηρεάζει ο ήλιος, αλλά φοβούνται τα Θεία
και, κατά κάποιες ελληνικές παραδόσεις, η μόνη ημέρα που γυρίζουν στον τάφο
τους είναι το Σάββατο ή η Κυριακή. Δεν μπορούν να διασχίσουν νερό, ειδικά
θαλασσινό.
Σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας κυκλοφορούσαν ιστορίες για τους
απέθαντους «βουρκόλακες», όπως ονομάζονταν αλλιώς, ωστόσο στη Μύκονο του 1700 η
κατάσταση με έναν τέτοιο ζωντανό-νεκρό οδήγησε σε ομαδική παράκρουση και
υστερία, όταν όλοι οι κάτοικοι πίστεψαν ότι ένας συγχωριανός τους επέστρεψε από
τους νεκρούς για να τους στοιχειώσει.
Την ίδια εποχή βρέθηκε στην Μύκονο ο Γάλλος περιηγητής Ζοζέφ
Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, ο οποίος ταξίδευε μεταξύ άλλων στα νησιά των Κυκλάδων με σκοπό να
γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή και τους κατοίκους στην περιοχή, το οποίο ονομάστηκε
«Αφήγηση για ένα ταξίδι στην Εγγύς Ανατολή».
Ο Τουρνεφόρ είχε λάβει χρηματοδότηση από το Γαλλικό Στέμμα
και συγκεκριμένα τον Λουδοβίκο ΙΔ’, για να ερευνήσει τη φυσική ιστορία αλλά και
τα ήθη και έθιμα των λαών. Έτσι, ξεκίνησε μία διετή αποστολή από το ελληνικό
Αρχιπέλαγος και την Κωνσταντινούπολη μέχρι τα σύνορα της Περσίας. Μία από τις
στάσεις του ανάμεσα στα 38 ελληνικά νησιά που επισκέφθηκε ήταν η Μύκονος, όπου μπροστά
στα μάτια του διαδραματίστηκε η ιστορία με τον βρυκόλακα.
Ο Τουρνεφόρ έφτασε στην Μύκονο τον Οκτώβριο του 1700 και
έμεινε εκεί μέχρι τον Ιανουάριο του 1701 μαζί με τους συνοδοιπόρους του: τον
Γάλλο ζωγράφο Κλοντ Ομπριέ και τον Γερμανό γιατρό Αντρέας Γκουντελσέιμερ. Ο Τουρνεφόρ
περιγράφει τη Μύκονο ως άγονη, αλλά ευχάριστη ως διαμονή για τους ξένους, με
εξαιρετικά σταφύλια και ένα μαλακό τυρί που τον τρέλανε, με περισσότερες
γυναίκες από άντρες. Οι άντρες μάλιστα του νησιού σύμφωνα με τον περιηγητή
είχαν μείνει φαλακροί από τα 20-25 τους χρόνια! Οι κάτοικοι ήταν επίσης βαθιά
Ορθόδοξοι με ιερείς που επέμεναν σε εκκλησιαστικά γιατροσόφια αντί για ιατρικές
θεραπείες.
Στο πλαίσιο αυτό ο Τουρνεφόρ περιγράφει και την συνάντησή
του με τον… βρυκόλακα του νησιού.
«Υπήρξα μάρτυρας στη Μύκονο, μιας σκηνής πολύ παράδοξης που
αφορά την επιστροφή στον κόσμο ενός νεκρού και ενταφιασμένου. Τέτοιου είδους
φαντάσματα οι βόρειοι λαοί τα λένε βαμπίρ, ενώ οι Έλληνες τα λένε βρυκόλακες», γράφει
ο Τουρνεφόρ.
Ο Γάλλος περιηγητής αναφέρει ότι εκείνη την εποχή ζούσε στη Μύκονο ένας χωρικός ο οποίος δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα. Ήταν οξύθυμος, νευρίαζε και μάλωνε με το παραμικρό, και γενικά δεν λογάριαζε τίποτε και κανέναν. Μια μέρα αυτός ο οξύθυμος χωρικός βρέθηκε δολοφονημένος κάτω από ένα δέντρο μέσα σε ένα χωράφι στην εξοχή κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
«Δυο μέρες μετά την κηδεία και τον ενταφιασμό του στο νεκροταφείο κυκλοφόρησε μια φήμη που έλεγε ότι πολλοί κάτοικοι τον είχαν δει να περιφέρεται τη νύχτα στα χωριά και τα στενά της χώρας».
Οι φήμες φυσικά κυκλοφόρησαν αστραπιαία στο νησί. Όλο και
περισσότεροι κάτοικοι άρχισαν να υποστηρίζουν ότι τον είδαν κι αυτοί την
προηγούμενη νύχτα να διασχίζει με μεγάλα βήματα τα δρομάκια, να μπαίνει στα
σπίτια, να τρομοκρατεί τον κόσμο, να αναποδογυρίζει έπιπλα, να ρίχνει πιάτα στο
πάτωμα, να σβήνει τις λάμπες και να σκουντά τους κατοίκους στην πλάτη για
πλάκα. Δε φαινόταν να είναι επικίνδυνος, παρά μόνο άτακτος και γι’ αυτό στην
αρχή οι κάτοικοι γελούσαν με όλα αυτά θεωρόντας ότι είναι ανοησίες. Όταν όμως διάφοροι προύχοντες και
αξιόπιστοι κάτοικοι του νησιού άρχισαν να υποστηρίζουν ότι και εκείνοι δέχτηκαν
επίθεση από τον βρυκόλακα ή ότι τον είδαν να περιφέρεται, τότε άρχισαν όλοι να παίρνουν
το πράγμα πιο σοβαρά.
Ο κόσμος άρχισε να καταλαμβάνεται από μαζική παράκρουση. Όλο
και περισσότεροι έτρεχαν στις εκκλησίες και ζητούσαν από τους ιερείς να κάνουν
εξορκισμούς στο σπίτι τους για να μην πατήσει ο βρυκόλακας. Ωστόσο οι «ζημιές»
του βρυκόλακα συνεχίζονταν, ενώ κι άλλοι κάτοικοι έλεγαν ότι τον είχαν δει.
«Οι διαδόσεις είχαν ως αποτέλεσμα να συγκληθεί το συμβούλιο
των Δημογερόντων του νησιού. Σε αυτό παρευρέθηκαν και ιερείς». Οι δημογέροντες
μετά από τις συμβουλές των ιερέων λοιπόν αποφάσισαν να περιμένουν να περάσουν 9
νύχτες από την ημέρα της ταφής του χωρικού. Ως τότε οι ιερείς έκαναν συνεχώς
δεήσεις, αλλά μάταια.
Την δέκατη μέρα, έγινε λειτουργία στον ναό του νεκροταφείου και στη συνέχεια πήγαν στο μνήμα του χωρικού, το άνοιξαν και τον ξέθαψαν με σκοπό να αφαιρέσουν την καρδιά του. «Ο χασάπης της πόλης, αρκετά ηλικιωμένος και πολύ αδέξιος, άρχισε να ανοίγει την κοιλιά αντί για το στήθος», αναφέρεται σε απόσπασμα του κεφαλαίου «Η Παρούσα Κατάσταση της Ελληνικής Εκκλησίας». Ψαχούλεψε για πολλή ώρα τα εντόσθια, χωρίς να βρει εκεί εκείνο που έψαχνε. Στο τέλος, κάποιος του είπε ότι πρέπει να κόψει το διάφραγμα. Η καρδιά ξεριζώθηκε, προς θαυμασμό όλων των παρισταμένων».
Ωστόσο, μετά από αυτό οι φήμες έγιναν χειρότερες. Η δυσοσμία
του σώματος σε συνδυασμό με το λιβάνι που έκαψαν για να την εξουδετερώσουν,
ήταν τόσο έντονη που άρχισε να ζαλίζει όσους ήταν εκεί. Μέσα στη σύγχυση,
θεωρήθηκε ότι ο καπνός από το λιβάνι άχνιζε από το σώμα του νεκρού και σύντομα
ο κόσμος που βρισκόταν στην πλατεία έξω από την εκκλησία άρχισε να φωνάζει
«βρουκόλακας». Ο χασάπης στο μεταξύ τόνισε ότι το πτώμα ήταν πολύ ζεστό και το
αίμα του ακόμα κόκκινο και οι ιερείς αποφάνθηκαν ότι ο νεκρός είχε αμαρτάνει
βαριά και γι' αυτό δεν είχε πεθάνει τελείως, επιτρέποντας έτσι στον Διάβολο να τον
αναστήσει. Έτσι, άρχισε να διαδίδεται ότι το σώμα του ήταν άφθαρτο και
αναλλοίωτο.
Ο ίδιος ο Τουρνεφόρ και οι φίλοι του προσπάθησαν να
εξηγήσουν πως η θερμότητα των εντοσθίων του πτώματος ήταν φυσιολογική, ωστόσο
κανείς δεν τους άκουγε. Αποφασίστηκε να γίνει καύση της καρδιάς του στην παραλία,
όμως ούτε αυτό έπιασε. Αντίθετα τα πράγματα έγιναν χειρότερα.
«Τον κατηγόρησαν ότι έδερνε ανθρώπους τη νύχτα, παραβίαζε
πόρτες, αλλά και ταράτσες, ότι θρυμμάτιζε τζάμια, έσκιζε ρούχα και άδειαζε
στάμνες και μπουκάλια», περιγράφει ο βοτανολόγος. «Πιστεύω ότι δεν λυπήθηκε
παρά μόνον το σπίτι του προξένου όπου μέναμε! Παρ’ όλα αυτά, δεν έχω ξαναδεί
τίποτε το τόσο αξιοθρήνητο από την κατάσταση στην οποία βρέθηκε το νησί. Είχε
παραφρονήσει όλος ο κόσμος. Ακόμα και οι πιο συνετοί φαίνονταν το ίδιο
σαλεμένοι, όπως και οι άλλοι […] Έβλεπε κανείς ολόκληρες οικογένειες να
εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και να έρχονται στα άκρα της πόλης, φέρνοντας τα
κρεβάτια τους στην πλατεία, για να περάσουν εκεί τη νύχτα. Όλοι κλαίγονταν
συνεχώς για νέα έκτροπα. Μόλις βράδιαζε, δεν άκουγε κανείς παρά μόνο βογγητά». Μάλιστα,
ο Τουρνεφόρ αναφέρει πως ορισμένοι είχαν
φτιάξει τις αποσκευές τους για να μετακομίσουν στη Σύρο και την Τήνο.
«Κάθε βράδυ καλόγεροι και παπάδες περιφέρονταν στους δρόμους
και έψελναν ενώ ράντιζαν με τις αγιαστούρες τους τα σπίτια για να μην τα
επισκεφτεί ο βρυκόλακας», περιγράφει ο περιηγητής και σημειώνει ότι υποχρέωσαν τους
ιερείς να κάνουν αυστηρή νηστεία στην προσπάθειά τους να αποδιώξουν το κακό,
ενώ «πότιζαν» και το πτώμα με αγιασμό καθημερινά. Όπως λέει κάθε μέρα ξέθαβαν το
σώμα 3-4 φορές για να του μπήξουν γυμνά σπαθιά, μέχρι που ένας περαστικός Αλβανός
στο νησί πρότεινε να χρησιμοποιήσουν τουρκικά χαντζάρια. «Δε βλέπετε, καημένοι
τυφλοί», τους είπε με «ύφος ειδικού» όπως γράφει ειρωνικά ο Τουρνεφόρ, «ότι ο
προφυλακτήρας που έχουν τα σπαθιά αυτά σχηματίζει σταυρό με τη λαβή και
εμποδίζει τον διάβολο να βγει απ’ το κορμί;». Ωστόσο ούτε και τα τούρκικα
χαντζάρια έλυσαν το πρόβλημα.
«Εμείς οι ξένοι που ήμασταν στο νησί αποφασίσαμε να μην
μιλήσουμε και να μην εκφράσουμε γνώμη γιατί θα μας θεωρούσαν άπιστους. Ο
φανατισμός δεν έχει καμία λογική», αναφέρει ενώ αναρωτιέται: «Πώς να
ξαναφέρουμε έναν ολόκληρο λαό στα συγκαλά του;».
Οι Μυκονιάτες είχαν οργανώσει και περιπολίες στο νησί.
Ομάδες ατόμων με δάδες στα χέρια, με σταυρούς, ρόπαλα και σπαθιά όλο το βράδυ
τριγυρνούσαν στους δρόμους για να βρουν τον βρυκόλακα.
Τελικά ως έσχατη λύση αποφασίστηκε να κάψουν το πτώμα. Το ξέθαψαν
ακόμα μια φορά και το μετέφεραν στη διπλανή βραχονησίδα του Αγίου Γεωργίου –
σήμερα ονομάζεται Μπάος από τον πειρατή Γιώργο Μπάο – και το έκαψαν. Την
Πρωτοχρονιά του 1701, ο Τουρνεφόρ είδε τη φωτιά από μακριά καθώς επέστρεφε από
τη Δήλο και πλησίασε.
«Ήμασταν παρόντες στην μακάβρια αυτή σκηνή» έγραψε ο
περιηγητής και συνέχισε, «Ήταν η πρωτοχρονιά του 1701 όταν οι στάχτες του
Μυκονιάτη βρυκόλακα σκορπίστηκαν στη θάλασσα. Τότε μόνο οι άνθρωποι ξαναγύρισαν
στα σπίτια τους». Κάπως έτσι τελείωσε το «στοίχειωμα» από τον βρυκόλακα και το νησί ηρέμησε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μπάος ήταν, σύμφωνα με τον θρύλο,
τόπος εξορίας των βρυκολάκων, και τα πρόσωπά τους είναι ακόμα αποτυπωμένα στα
βράχια.