Χρήστος Τσουτσουβής: Δυο παγωμένα, ανοιχτά μάτια


Η ζωή και το τέλος του. Το παιδί από την ορεινή Κορινθία που ονειρευόταν να αλλάξει τον κόσμο με τη βία 


Η πιο γνωστή φωτογραφία του Χρήστου Τσουτσουβή, μια από τις ελάχιστες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, είναι και το αποτέλεσμα των επιλογών που έκανε στη ζωή του. Νεκρός στα 32 του πάνω σε ένα κρεβάτι νεκροτομείου με τα μάτια ανοιχτά και παγωμένα. Ο Τσουτσουβής αδυνατούσε να ενταχθεί και αρνούταν να συμβιβαστεί ακόμα και μέσα στους κόλπους της τρομοκρατίας. Ανήκε σε εκείνους οι οποίοι, απογοητευμένοι από τα «προδομένα»-ουτοπικά οράματα της μεταπολίτευσης, πήραν τελικά τα όπλα. Έγινε αυτόκλητος τιμωρός του συστήματος και αποκόπηκε ακόμα και από τους συντρόφους του όταν δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες του. Αμετανόητος τρομοκράτης (ασυμβίβαστος επαναστάτης λένε όσοι τον επικροτούν έως σήμερα) με μια πορεία που σημαδεύτηκε από καταστροφές και κυρίως θάνατο.

Από το ΠΑΣΟΚ στον ΕΛΑ

O Χρήστος Τσουτσουβής γεννήθηκε το 1953 στον Άγιο Βασίλειο, ένα μεγάλο για τα δεδομένα της Κορινθίας χωριό κοντά στη Νεμέα. Ανήσυχο πνεύμα από πολύ μικρός, λένε όσοι τον γνώρισαν. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φεύγει για σπουδές στο Γκρατς της Αυστρίας. Εκεί γνωρίζει άλλους Έλληνες φοιτητές και γίνεται μέλος του ΠΑΚ, οργάνωση-προάγγελος του ΠΑΣΟΚ με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου. Πιθανότατα στη Αυστρία έλαβε εκπαίδευση σε όπλα και εκρηκτικούς μηχανισμούς.


Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εντάσσεται στο ΠΑΣΟΚ και μάλιστα γίνεται εκλογικός αντιπρόσωπος του στις πρώτες εκλογές μετά την πτώση της Χούντας (αυτό χρησιμοποιήθηκε μετέπειτα από τον λεγόμενο δεξιό Τύπο).

Σταδιακά όμως αποστασιοποιείται από το κόμμα και τελικά το αποκηρύσσει πλήρως κατηγορώντας το για συμβιβασμούς και ιδεολογικές εκπτώσεις. Βλέποντας κορυφαία στελέχη της Χούντας να έχουν «ξεπλυθεί» και νιώθοντας προδομένος αποφασίζει πλέον να περάσει στην τρομοκρατία και το 1976 εντάσσεται στον Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα, οργάνωση που είχε πρωτοεμφανιστεί τον Απρίλιο του 1975 με μια βομβιστική επίθεση. Μαζί με τον Τσουτσουβή,  μέλος του ΕΛΑ γίνεται και ο φίλος του ο οικονομολόγος Χρήστος Κασσίμης

Νεκρός ο Κασσίμης στη μάχη του Ρέντη

Μαζί οργανώνουν και εκτελούν, τον Οκτώβριο του 1977, την επιχείρηση στο εργοστάσιο της γερμανικής εταιρίας ΑΕG, το οποίο λειτουργούσε στην περιοχή του Ρέντη κοντά στη λαχαναγορά, Η επίθεση γίνεται ως αντίποινα για τον θάνατο τριών μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης RAF (Baader-Meinfoff) οι οποίοι βρέθηκαν νεκροί στα κελιά τους.

Επικεφαλής της επιχείρησης είναι ο Κασσίμης. Συμμετέχει ο Τσουτσουβής και δύο ακόμα άτομα. Το βράδυ της 20στής Οκτωβρίου επιβιβάζονται σε ένα λευκό Fiat 128 και φτάνουν στο εργοστάσιο. Οι αρχές περιμένουν τρομοκρατικό χτύπημα και οι αστυνομικοί Στεργίου και Πλέσσας τους εντοπίζουν ενώ περιπολούν με ένα συμβατικό όχημα γύρω από τις εγκαταστάσεις οι οποίες είχαν κριθεί πιθανός στόχος. Κατεβαίνουν από το όχημα τους και πλησιάζουν το Fiat με τα όπλα προτεταμένα. Η ομάδα των τεσσάρων τους αντιλαμβάνεται και ο οδηγός πατάει γκάζι.

Ακολουθεί κυνηγητό και στην οδό Κονδύλη το αυτοκίνητο των αστυνομικών πλευρίζει το λευκό Fiat. Ανταλλάσουν πυρά και τα οχήματα σταματούν. Ακολουθεί συμπλοκή. Τελικά το Fiat απομακρύνεται με τρεις όμως επιβάτες. Μένει πίσω πολύ σοβαρά τραυματισμένος ο Χρήστος Κασσίμης. Θα υποκύψει λίγο αφότου μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο (φωτό).  Οι δύο αστυνομικοί έχουν τραύματα αλλά δεν θα κινδυνεύσει η ζωή τους.

Η ιατροδικαστική έκθεση αναφέρει ότι ο θάνατος του Κασσίμη επήλθε «συνεπεία διαμπερούς τραύματος κεφαλής εκ βλήματος πυροβόλου όπλου μικρού διαμετρήματος». Ο Κασσίμης ήταν 34 ετών, παντρεμένος και πατέρας ενός κοριτσιού. Σύμφωνα με πληροφορίες κατά την συμπλοκή τραυματίστηκαν και δύο από τα μέλη του ΕΛΑ που διέφυγαν. Η «μάχη του Ρέντη», όπως την αποκάλεσε ο Τύπος, ήταν η πρώτη σοβαρή αναμέτρηση των ελληνικών Αρχών με την εγχώρια τρομοκρατία και ο Κασσίμης το πρώτο μέλος οργάνωσης που σκοτώνεται.

Η εκτέλεση του Μπάμπαλη

Το 1977 αποφυλακίζεται ένας εκ των αρχιβασανιστών της Χούντας ο Πέτρος Μπάμπαλης. Αρχικά φεύγει για το εξωτερικό αλλά τελικά επιστρέφει. Ο ΕΛΑ αποφασίζει την εκτέλεση του. Σύμφωνα με πληροφορίες στο Επαναστατικό Συμβούλιο του ΕΛΑ υπήρχε διχογνωμία για το αν έπρεπε να εκτελεστεί ο Μπάμπαλης. Έγινε ψηφοφορία και η επιχείρηση εγκρίθηκε με μόλις μια ψήφο. Στις 21:35 το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου 1979 ο Μπάμπαλης κατέβηκε από το σπίτι του στον Άγιο Σώστη της Νέας Σμύρνης, προκειμένου να παρκάρει το αυτοκίνητο του στο υπόγειο γκαράζ. Δύο μέλη του ΕΛΑ τον περίμεναν, ο ένας ήταν ο Χρήστος Τσουτσουβής. Τον πλησίασαν και του έριξαν, με 45άρια πιστόλια, συνολικά οκτώ σφαίρες. Ο Μπάμπαλης εξέπνευσε, μέσα σε περιπολικό κατά την μεταφορά του στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Από την ιατροδικαστική έρευνα προέκυψε ότι τον πυροβόλησαν αρχικά στην πλάτη και όταν αυτός γύρισε κι έπεσε αιμόφυρτος του έδωσαν τις χαριστικές βολές. Στη συνέχεια αφού επιχείρησαν αποτυχημένα να διαφύγουν με το κλεμμένο αυτοκίνητο τους, το εγκατέλειψαν και απομακρύνθηκαν πεζή.

Δίπλα στο Μπάμπαλη βρέθηκε δακτυλογραφημένη προκήρυξη πέντε σελίδων με υπογραφή «Ομάδα: Ιούνης '78». Αυτό συνέβη γιατί η απόφαση για τη δολοφονία του δεν ήταν ομόφωνη. Το 1985 ο ΕΛΑ αποδέχθηκε και επίσημα την πατρότητα της δολοφονικής ενέργειας.

Οι εμπρησμοί των καταστημάτων

Τα ξημερώματα της 19ης Δεκεμβρίου 1980 εμπρηστικοί μηχανισμοί πυροδοτούνται στα  πολυκαταστήματα της Αθήνας, «Μινιόν» και «Κατράντζος» τα οποία καταστρέφονται ολοσχερώς. Την ευθύνη αναλαμβάνει η πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση «Οχτώβρης '80». Θα χτυπήσει άλλες τρεις φορές μέσα στο 1981. Στη ΔΕΗ Αγίων Αναργύρων (που μερικά χρόνια αργότερα χτυπήθηκε και με ρουκέτα από τη 17 Νοέμβρη), στο φαρμακείο Μαρινόπουλος επί της οδού Πατησίων, και σε έξι φορτηγά που ανήκαν σε φαρμακευτική εταιρεία. Από εκεί πέρα θα εξαφανιστεί. Ουσιαστικά πρόκειται για.. μίμηση παρόμοιων εμπρηστικών επιθέσεων σε Παρίσι και Φρανκφούρτη από την οργάνωση «Μαύρα Τριαντάφυλλα για την Μπουρζουαζία» και την «Φράξια Κόκκινος Στρατός – RAF» αντίστοιχα.

Οι εμπρησμοί στον Κλαουδάτο, το Ατενέ στην Αθήνα και η μικρότερης έκτασης στον Δραγώνα και τους αδελφούς Λαμπρόπουλους στον Πειραιά την ίδια χρόνια θα μείνουν «ορφανοί» και είναι άγνωστο αν σχετίζονται με τους άλλους.

Η «17 Νοέμβρη» επικρίνει τις εμπρηστικές ενέργειες της «Οχτώβρης '80» τονίζοντας ότι είναι «επιχειρησιακά ασυντόνιστες, όχι κατάλληλα προετοιμασμένες και πολιτικά επιβλαβείς». Ακολουθούν επικρίσεις και από τον ΕΛΑ που αποκάλυψε στο περιοδικό «Αντιπληροφόρηση» ότι η εμπρηστική ουσία έχει εισαχθεί από την Ολλανδία και χρησιμοποιείτο για την επιτάχυνση της φωτιάς σε πετρελαιοπηγές.

Οι εμπρησμοί αποδίδονται στις ζυμώσεις που γίνονταν εκείνη την εποχή στον χώρο. Οι αρχές θεωρούν πως οι επιθέσεις έγιναν από μέλη του ΕΛΑ που επιθυμούσαν πιο εντυπωσιακές ενέργειες αλλά επειδή, όπως και στην περίπτωση του Μπάμπάλη, δεν υπήρχε ομοφωνία παρουσιάστηκαν ως «Οχτώβρης '80». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στην υπόθεση των εμπρησμών τοποθετείται και ο Τσουτσουβής χωρίς να έχει αποδειχθεί κάτι.

Η αποχώρηση από τον ΕΛΑ και η Αντικρατική Πάλη

Η διαφωνία που προέκυψε πάνω στη δολοφονία του Μπάμπαλη και γενικότερα την επιχειρησιακή δράση άνοιξε ένα μεγάλο ρήγμα στον ΕΛΑ. Αρκετά μέλη άσκησαν κριτική στην ήπια τακτική της οργάνωσης με αναίμακτες βομβιστικές επιθέσεις μικρομεσαίου βεληνεκούς και ζήτησαν κλιμάκωση. Τελικά η σύγκρουση οδήγησε στην απόσχιση πολλών μελών από τον ΕΛΑ (κάποιοι μιλούν για 40 έως 50). Ένα από αυτά ήταν και ο Χρήστος Τσουτσουβής ο οποίος, κάποια στιγμή μέσα στο 1980, πήρε μεγάλο μέρος του οπλισμού της οργάνωσης, αυτονομήθηκε και ίδρυσε την ομάδα «Αντικρατική Πάλη» που αριθμούσε περίπου δέκα μέλη.

Στο στόχαστρο τους μπαίνει ο εισαγγελέας Γιώργος Θεοφανόπουλος. Την 1η Απριλίου 1985 ο Θεοφανόπουλος επιστρέφει από τη δουλειά στο σπίτι του στην οδό Λυκούργου στην Καλλιθέα. Επιβαίνοντας σε μια κόκκινη μηχανή τον περιμένουν δύο μέλη της οργάνωσης. Πιθανότατα ο ένας ήταν ο Τσουτσουβής.

Όταν βλέπουν τον εισαγγελέα να έρχεται τον πλευρίζουν και ο συνοδηγός τον πυροβολεί τρεις φορές με 45άρι πιστόλι. Με τραύματα στο κεφάλι, τον λαιμό και τον θώρακα ο Θεοχαρόπουλος πέφτει νεκρός. Ήταν παντρεμένος και είχε δύο ανήλικα αγόρια. Οι δράστες αφήνουν πίσω μια προκήρυξη και εξαφανίζονται με την μοτοσικλέτα μέσα στα στενά της Καλλιθέας. Στο κείμενο τους αναφέρουν μεταξύ άλλων για την εκτέλεση του εισαγγελέα: «Ήταν ένας μισθοφόρος, που δεν δίσταζε να στέλνει τους άλλους, με απόλυτη ψυχρότητα, στη φυλακή, στα βασανιστήρια, ακόμα και στο θάνατο. Είχε πάρει για τον εαυτό του δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή και την τύχη των άλλων, δικαίωμα που εμείς σήμερα του στερήσαμε».

Το τέλος στου Γκύζη

Στις 12 Μαΐου 1985 αστυνομικοί που κάνουν περιπολία στου Γκύζη εντοπίζουν μια πράσινη μοτοσικλέτα Yamaha η οποία μετά από έλεγχο αποδεικνύεται ότι φέρει πλαστές πινακίδες και είχε κλαπεί από το Γαλάτσι στις 23 Απριλίου. Ξεκινά η παρακολούθηση του οχήματος σε 24ωρη βάση από αστυνομικούς με πολιτικά σε συμβατικό αυτοκίνητο της Κρατικής Ασφάλειας.

Το απόγευμα της Τετάρτης 15 Μαΐου η παρακολούθηση αποδίδει καρπούς. Δύο νεαροί άντρες πλησιάζουν τη μηχανή και ξεκλειδώνουν το λουκέτο που της είχαν βάλει. Ο ένας είναι ο Χρήστος Τσουτοσυβής, ο άλλος θα παραμείνει άγνωστος μέχρι σήμερα.

Με το αυτοκίνητο οι αστυνομικοί φρενάρουν δίπλα στη μηχανή και με τα όπλα προτεταμένα ζητούν από τους δύο νεαρούς να σηκώσουν τα χέρια. Ο Τσουτσουβής και ο σύντροφός του δεν αιφνιδιάζονται και αντιδρούν. Βγάζουν περίστροφά και πυροβολούν κατά των αστυνομικών οι οποίοι ανταποδίδουν τα πυρά. Ακολουθούν σκηνές από ταινία γουέστερν και ο επίλογος είναι τραγικός.

Ο αστυνομικός Βασίλης Μπούρας που οδηγούσε το αυτοκίνητο πέφτει νεκρός στο σημείο της συμπλοκής ενώ οι άλλοι δύο, ο Γιώργος Δουγένης και ο Γιώργος Γεωργίου μεταφέρονται βαριά τραυματισμένοι στον Ευαγγελισμό. Θα χάσουν τη μάχη και οι δύο. Νεκρός πέφτει και ο Δημήτρης Τσουτσουβής που δέχεται τρεις σφαίρες. Ο σύντροφος του θα καταφέρει να διαφύγει και δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ.

Το σκηνικό παρακολουθούν κάτοικοι της περιοχής. Όταν οι πυροβολισμοί σταματούν ένας από αυτούς μεταφέρει τον Τσουτσουβή στον Ευαγγελισμό. Φορά κοντομάνικο καρό πουκάμισο, τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια και δεν έχει πάνω του ταυτότητα, διαβατήριο ή δίπλωμα. Οι αρχές παίρνουν αποτυπώματα αλλά ο Τσουτσουβής δεν έχει συλληφθεί ποτέ και δεν έχει φάκελο. Η αστυνομία έχει ένα πτώμα αλλά δεν μπορεί να το αναγνωρίσει. Καταφεύγει λοιπόν σε μια πρωτοφανή λύση.

Φωτογραφίζει τον νεκρό με ανοιχτά μάτια και στις 17 Μαΐου το μακάβριο πορτραίτο δημοσιεύεται στις εφημερίδες μαζί με μια αγγελία. Οι αρχές ζητούν απ' όποιον γνωρίζει ή έχει πληροφορίες για τον εικονιζόμενο να επικοινωνήσει με την Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Οι γονείς του Τσουτσουβή βλέπουν στα δελτία ειδήσεων τη φωτογραφία του νεκρού γιού τους και επικοινωνούν. Είχαν να τον δουν πάνω από τέσσερα χρόνια. Τους τηλεφωνούσε σπάνια και έλεγε ότι δουλεύει στην Αυστρία, ότι πληρώνεται πολύ καλά αλλά δεν έχει χρόνο να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Τελικά όταν τον ξαναείδαν τα μάτια του ήταν ανοιχτά αλλά παγωμένα.