Η απίστευτη ιστορία με τον εκκεντρικό ποιητή που είχε πιστέψει ότι μπορεί να επαναφέρει κάποιον στη ζωή
Μεγάλος ποιητής αλλά και απολύτως εκκεντρικός ως άνθρωπος. Ο
Άγγελος Σικελιανός, ο οποίος έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν σήμερα, έζησε
αντισυμβατικά και κυνήγησε με κάθε τρόπο τα όνειρα του. Μεγάλο κομμάτι της ζωής
του το πέρασε στο παραλιακό χωριό Συκιά της Κορινθίας. Εκεί, η σύζυγος του Εύα
Πάλμερ χρηματοδότησε και ο ίδιος σχεδίασε τη γνωστή «βίλα» η οποία βρίσκεται
στις παρυφές του Πευκιά Ξυλοκάστρου και αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά
αξιοθέατα της περιοχής.
Στη Συκιά φιλοξένησε πολλές φορές τον επιστήθιο φίλο του
Νίκο Καζαντζάκη. Μαζί, περπατώντας ή ιππεύοντας άλογα, επισκέπτονταν τα
γειτονικά χωριά και κυρίως το κοντινό Θαλερό (για το οποίο έχει γράψει ένα από
τα γνωστότερα του ποιήματα) για να ρεμβάσουν αλλά και να φλερτάρουν κορίτσια.
Οι ιστορίες για την εκκεντρικότητα του Σικελιανού είναι πάρα
πολλές και η πλειονότητα τους αφορά τη λατρεία του σε βαθμό εμμονής στην Αρχαία
Ελλάδα αλλά και την έντονη ερωτική του ζωή. Αυτή όμως που σίγουρα ξεχωρίζει
είναι η προσπάθεια του Σικελιανού να αναστήσει έναν νεκρό ράφτη, τον οποίο τον
έστειλε μέσα σε φέρετρο η Εύα Πάλμερ (ΦΩΤΟ μαζί του), όταν έμεναν στη Συκιά. Ο ποιητής είχε
πιστέψει ότι μπορεί, με τη δύναμη του πνεύματος του, να επαναφέρει κάποιον στη
ζωή. Το προσπάθησε επί ώρες και στο τέλος αποκαμωμένος και ηττημένος αποδέχθηκε
ότι δεν μπορεί να το κάνει.
Την ιστορία αφηγείται στο βιογραφικό του «Αναφορά στον Γκρέκο» ο Νίκος Καζαντζάκης. Με την εκπληκτική του γραφή παρουσιάζει την πίστη αλλά και την αγωνία του φίλου του που πίστεψε ότι μπορεί να δώσει ζωή.
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το σχετικό απόσπασμα από την Αναφορά
στον Γκρέκο-κεφ ΙΘ΄.
«Αυτός θεατρίνος; Θα’ταν θεατρίνος αν έκανε τον απλό και το
μετριόφρονα. Μα ήταν ο πιο ειλικρινής άνθρωπος στον κόσμο· το διαπίστωσα μια
μέρα παρακολουθώντας ένα περιστατικό που ξεπερνούσε τα όρια του κωμικού κι
έμπαινε στην επικίντυνη πύρινη περιοχή της παραφροσύνης.
Μέναμε οι δυο σ’ ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας. Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Όμηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους· ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμιάς μας, τ΄αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο να μην μπορεί ν’ αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυό σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη· μονάχα που αυτός νόμιζε πως η ψυχή η δική του, εγώ πως η ψυχή του ανθρώπου.
Ένα δειλινό που ετοιμαζόμασταν για το βραδινό μας περίπατο
και στεκόμασταν ακόμα στο κατώφλι και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να σου και
καταφτάνει τρεχάτος ο ταχυδρόμος του χωριού· έβγαλε από την τσάντα του κι έδωκε
ένα γράμμα στο φίλο μου κι ύστερα έσκυψε στο αφτί του, ταραγμένος:
-Έχετε κι ένα μεγάλο δέμα.... είπε με φοβισμένη φωνή.
Ο φίλος μου δεν τον άκουσε· διάβαζε το γράμμα, και το
πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι, μου το’ δωκε:
- Διάβασε... μου’ πε.
Πήρα το γράμμα, διάβασα: «Βουδάκι μου, ο καημένος ο γείτονάς
μας, ο ράφτης, πέθανε· σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις», του ‘γραφε
η γυναίκα του. Ο φίλος μου με κοίταξε με αγωνία:
- Νομίζεις, είναι δύσκολο; έκαμε.
Σήκωσα τους ώμους:
-Δεν ξέρω, αποκρίθηκα· πάντως είναι δύσκολο πολύ.
Μα ο ταχυδρόμος βιάζουνταν.
-Τι να το κάμω το δέμα; ρώτησε και σήκωνε το πόδι του να
φύγει.
-Φέρ’το! είπε ο φίλος μου απότομα και στράφηκε πάλι και με
κοίταξε, λες και περίμενε να του δώσω κουράγιο.
Μα εγώ ένιωθα δυσφορία μεγάλη και σώπαινα.
Σταθήκαμε αμίλητοι και περιμέναμε· ο ήλιος έγερνε να
βασιλέψει, η θάλασσα είχε γίνει σκούρα τριανταφυλλιά· ο φίλος μου δάγκανε τα
χείλη και περίμενε. Σε λίγο δυό χωριάτες φάνηκαν και σήκωναν ένα φτωχικό
φέρετρο· ήταν μέσα ο ράφτης.
-Ανεβάστε τον απάνω! πρόσταξε ο φίλος μου και το λαμπρό
πρόσωπο του είχε σκοτεινιάσει. Στράφηκε πάλι και με κοίταξε:
-Τι λες; με ρώτησε πάλι και κάρφωσε στα μάτια μου τη ματιά
του, ανήσυχη· τι λες, θα μπορέσω;
-Δοκίμασε, αποκρίθηκα· εγώ θα πάω περίπατο.
Πήρα γιαλό γιαλό κι ανάσαινα βαθιά τη μυρωδιά του πεύκου και
της θάλασσας. «Τώρα θα φανεί, συλλογίζουμουν, αν είναι θεατρίνος ή αν είναι
επικίντυνα απότολμη ψυχή, έτοιμη να πεθυμήσει και να επιχειρήσει τα αδύνατα. Θα
δοκιμάσει ν’αναστήσει το νεκρό, ή, παμπόνηρος, θα φοβηθεί το γελοίο και θα πάει
κρυφά κι ήσυχα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του; Απόψε θα φανεί». Έτρεμα που
ζυγιάζουνταν έτσι μπροστά μου η ψυχή του φίλου μου και περπατούσα γρήγορα
γρήγορα, αναστατωμένος.
Ο ήλιος είχε πια βουτήξει· το πρώτο σκούξιμο της
κουκουβάγιας ακούστηκε μέσα από τα πεύκα, θλιμμένο και τρυφερό· οι μακρινές
βουνοκορφές άρχισαν να λιώνουν μέσα στο σούρουπο. Μάκρυνα επίτηδες τον περίπατο
μου, γιατί ένιωθα δυσφορία να γυρίσω σπίτι· πρώτα πρώτα μ’ενοχλούσε η παρουσία
του νεκρού· ποτέ δεν μπόρεσα ν’αντικρίσω νεκρό χωρίς ν’ανατριχιάσω από αηδία
και φόβο· κι ύστερα, γιατί ήθελα ν’αναβάλω όσο μπορώ να δω πως θα φερθεί στην
κρίσιμη αυτή στιγμή ο φίλος μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω
από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να
κοιμηθώ· μα πού να κλείσω μάτι! Από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά
μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει· κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω,
πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε
άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να
πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.
Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος·
άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω· ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο
τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα όταν τον είδα· δυό
μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός
χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν του μίλησα· κάθισα δίπλα του
στενοχωρημένος και περίμενα.
-Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να’θελε να
δικαιολογηθεί· θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε
ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε
την πνοή του και μούγκριζε· το ίδιο έκαμα κι εγώ... Σώπασε, και σε λίγο:
-Όλη νύχτα.... όλη νύχτα.... του κάκου!
Θαμασμός με είχε κυριέψει· κοίταζα το φίλο μου και τον
καμάρωνα· είχε μπει στο γελοίο, μα το’χε ξεπεράσει, είχε φτάσει στο τραγικό
σύνορο της παραφροσύνης, και τώρα γύριζε και κάθουνταν αντίκρα μου εξαντλημένος.
Σηκώθηκε, πρόβαλε ως το κατώφλι, κοίταξε μπροστά του τη θάλασσα, σφούγγιξε το
μέτωπο του που μαργαριτώνουνταν με χοντρές στάλες ιδρώτα.
-Και τώρα; στράφηκε και με ρώτησε· τι να κάμω;
-Φώναξε τον παπά να’ ρθει να τον θάψει, αποκρίθηκα· κι εμείς
πάμε να κάμουμε τη βόλτα μας στην άκρα της θάλασσας.
Τον πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε· βγάλαμε τα
παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε.
Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμα της
τον γαλήνευαν.
-Ντρέπουμαι.... μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι
παντοδύναμη;
-Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα· θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να
θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου· μα παλικαριά μεγάλη και
ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα
χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα
μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν...
-Εγώ θα ‘θελα να ‘ναι το κεφάλι μου που θα τα σπάσει, είπε
και πέταξε με πείσμα ένα μεγάλο χοχλάδι στη θάλασσα· εγώ, εγώ, φώναξε, κανένας άλλος!
Χαμογέλασα· «εγώ!εγώ!» αυτή ‘ταν η φοβερή φυλακή, χωρίς
πόρτες, χωρίς παράθυρα, του φίλου μου».