Πώς περιέγραψε τα φρικτά εγκλήματα του ο Θεόφιλος Σεχίδης


Η μαρτυρία του δράστη του πενταπλού φονικού παγώνει το αίμα. Πώς περιγράφει τις δολοφονίες και τα όσα ακολούθησαν. Το μιντιακό τσίρκο, η ζωή του μέσα στη φυλακή, ο… φόβος αποφυλάκισης και το τέλος

«Η κοινωνία θέλει να πιστεύει ότι μπορεί να αναγνωρίσει τους μοχθηρούς ανθρώπους ή αυτούς που θα κάνουν κακό αλλά δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει στην πράξη. Δεν υπάρχουν στερεότυπα» έχει δηλώσει ο Τεντ Μπάντι, ίσως ο πλέον διαβόητος κατά συρροή δολοφόνος των ΗΠΑ.

O Θεόφιλος Σεχίδης, ο πλέον διαβόητος serial killer της Ελλάδας, ταιριάζει απόλυτα σε αυτό που είπε ο Μπάντι. Ένας νεαρός χαμηλών τόνων με καλλιτεχνικές ανησυχίες, ένα φοιτητής νομικής που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα γίνει ο δράστης ίσως της μεγαλύτερης κτηνωδίας στην ιστορία της ελληνικής εγκληματολογίας.

Με πρωτοφανή αγριότητα ο 24χρονος τότε Σεχίδης ξεκλήρισε την οικογένεια του και μέχρι το τέλος, υποστήριζε πως βρισκόταν σε άμυνα. «Τους ξέκανα, για να μην με ξεκάνουν» επαναλάμβανε. Στη δεύτερη ομολογία του ο Σεχίδης μίλησε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το φρικτό πενταπλό του έγκλημα. Εκεί απογυμνώνονται οι εμμονές του και τα ψυχολογικά του προβλήματα αλλά και το γεγονός πριν και μετά το έγκλημα έδρασε συστηματικά με στόχο να αποφύγει τις συνέπειες.

Ένα οικογενειακό δράμα

Πριν όμως φτάσουμε στην περιγραφή του Σεχίδη πρέπει να μπούμε σε «όλο το πλαίσιο», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος. Στις συνθήκες που οδήγησαν την ήδη εύθραυστη ψυχική του υγεία στην κατάρρευση.  

Ο Θεόφιλος Σεχίδης γεννήθηκε το 1972 στον Λιμένα της Θάσου. Ο πατέρας του Δημήτρης είχε πάει στο νησί ως  έφεδρος ανθυπολοχαγός. Γνώρισε τη μελλοντική σύζυγο του Μαρία και έκαναν τρία παιδιά. Την Ερμιόνη, τον Θεόφιλο και τον Βαγγέλη. Η μοναδική αναφορά που υπάρχει για τον τελευταίο είναι στην ομολογία του Θεόφιλου.

Ο Δημήτρης Σεχίδης ήταν δάσκαλος και εργαζόταν ως διευθυντής στο τετραθέσιο δημοτικό σχολείο στο χωριό Ποταμιά. Πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας υποστηρίζουν ότι ήταν απογοητευμένος με την τοπική κοινωνία γιατί δεν τον στήριξε να γίνει διευθυντής στο Δημοτικό Σχολείο του Λιμένα, όπως επιθυμούσε διακαώς. Το 1998 θα έπαιρνε σύνταξη και ήθελε να χτίσει ένα μικρό ξενοδοχείο και να ασχοληθεί με τον τουρισμό. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν καλή καθώς είχαν μεγάλη ακίνητη περιουσία.

Για πολλά χρόνια η οικογένεια Σεχίδη βίωνε ένα δράμα με την Έμμυ, όπως αποκαλούσαν την Ερμιόνη, μεγαλύτερη αδελφή του Θεόφιλου. Το κορίτσι στην Α’ Λυκείου παρουσίασε σημάδια σχιζοφρένειας η οποία εξελίχθηκε ραγδαία. Νοσηλεύτηκε πολλές φορές σε ψυχιατρικές κλινικές και από ένα σημείο και μετά ακολουθούσε μόνιμα φαρμακευτική αγωγή. Η Έμμυ άρχισε να φεύγει από το σπίτι και να φέρεται αλλοπρόσαλλα με την τοπική κοινωνία να θεωρεί ότι έχει μπλέξει με ναρκωτικά.

Το σοβαρό πρόβλημα του κοριτσιού οδήγησε την οικογένεια να απομονώνεται κοινωνικά. Ο Θεόφιλος (τρία χρόνια μικρότερος από την Έμμυ) ήταν η μεγάλη ελπίδα του πατέρα του. Παιδί ιδιαίτερα οξυδερκές με καλλιτεχνικές ανησυχίες (τις οποίες δεν ενέκρινε ο Δημήτρης Σεχίδης).

Ζωγράφιζε αφαιρετικούς πίνακες και του άρεσε η κλασική μουσική. Όσοι τον γνώριζαν μιλούν για ένα παιδί με κλειστό χαρακτήρα που του άρεσε η μοναξιά. Μεγαλώνοντας έγινε ακόμα πιο ιδιόμορφος. Δεν του άρεσε το αλκοόλ και ο καφές και έπινε μόνο γάλα, φορούσε λευκά πουκάμισα και απεχθανόταν το τσιγάρο. Άφησε μακριά μαλλιά και μούσια και σπάνια μιλούσε. Περπατούσε σκυφτός με γοργό βήμα και κάποιες φορές μουρμούριζε.

Όπως αποκαλύφθηκε ο Θεόφιλος με τα χρόνια απέκτησε μια εμμονή ότι ήταν εξώγαμο παιδί και επέμενε να μάθει ποια ήταν η πραγματική του μητέρα. Την πρώτη φορά που έδωσε Πανελλήνιες εξετάσεις πέρασε στη Θεολογική Σχολή και επέλεξε να δώσει και πάλι. Τη δεύτερη φορά πέρασε στη Νομική Σχολή Κομοτηνής. Μετακόμισε εκεί και άρχισε να παρακολουθεί τα μαθήματα.

Η επιστολή στον θείο του

Η συμπεριφορά του είχε θορυβήσει την οικογένεια που του ασκούσε πιέσεις να αλλάξει. Ο θείος του, Βασίλης ήταν ένα από τα άτομα που επικοινωνούσαν μαζί του και τον πίεζαν να «σοβαρευτεί». Ο ίδιος ο Θεόφιλος Σεχίδης έχει υποστηρίξει ότι ο 58χρονος θείος του τον είχε κακοποιήσει λεκτικά και σωματικά. Σε μια επιστολή μάλιστα που του είχε στείλει, έναν χρόνο πριν τα εγκλήματα, ανέφερε: «Μην έχεις ποτέ σου τύψεις για το ότι με χτύπησες. Έτσι ΕΠΡΕΠΕ να γίνει. Εγώ ο ίδιος το προκάλεσα επίτηδες και σου ζήτησα συγνώμη που σε χρησιμοποίησα μ’ αυτόν τον τρόπο αλλά ήταν κι αυτό μέσα στο σχέδιό μου. Ήξερα ότι θα σε καλέσει ο αδελφός σου πριν ακόμη το κάνω και εξάλλου του το’ πα, και από την πρώτη στιγμή που πάτησες το πόδι σου περίμενα να συμβεί το σημερινό. Μην σε ανησυχεί λοιπόν, και σου ζητώ ΣΥΓΝΩΜΗ για τους λόγους που θα σου ήταν αδύνατο να κατανοήσεις. Και όμως το παρατράβηξες. Σου έλεγα ‘‘φτάνει τώρα, εντάξει’’ καθώς είχε επιτευχθεί ο σκοπός ΜΟΥ αλλά εσύ συνέχιζες. Δεν μπορεί, κάποιο σφάλμα θα έγινε στα άστρα που κυβερνάω, κάποια επιπλοκή. Με ΑΓΑΠΗ ο ανεψιός σου. Στον αγαπημένο μου θείο το παλλήκαρά που τα βάζη με τους υποσητιζόμενους. Εγώ όμως σε ΑΓΑΠΩ (το περίστροφο της φωτογραφίας είναι ψεύτικο, μη φοβάσαι)». Μαζί με την επιστολή ο Θεόφιλος Σεχίδης έστειλε μια παιδική του φωτογραφία όπου φορούσε αποκριάτικη καουμπόικη στολή και κρατούσε ψεύτικο πιστόλι (σε αυτή αναφέρεται στο τέλος).

Ο Βασίλης Σεχίδης φτάνει στη Θάσο στις 9 Μαΐου 1996. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο αδελφός του, Δημήτρης, τού είχε ζητήσει και πάλι βοήθεια για να διαχειριστεί την κατάσταση με τον Θεόφιλο.

Η ομολογία

Το πενταπλό έγκλημα έγινε τη 19η και 20η Μαΐου 1996. Στη δεύτερη και πιο λεπτομερή ομολογία του ο Θεόφιλος Σεχίδης αναφέρει: «Αναφέρομαι στην από 8 Αυγούστου 1996 ανωμοτί κατάθεση που έδωσα στην υπηρεσία σας της οποίας το περιεχόμενο επιβεβαιώνω και θέλω να προσθέσω και να διευκρινίσω ότι τα δύο μαχαίρια και τα δύο ψαλίδια που βρέθηκαν στον πορτ-μπαγκάζ του υπ’ αριθμόν ΚΒΑ 2714 ιδιωτικής χρήσης επιβατικού αυτοκινήτου που χρησιμοποιώ τα είχα μαζί μου για άμυνα μου επειδή ταξιδεύω πολύ. Το άδειο χαρτοκούτι που απέμεινε από τα πέντε φυσίγγια μόνόβολα που αγόρασα. Για τις άδειες σακούλες σκουπιδιών και το σιδεροπρίονο θα σας πω παρακάτω.

Θέλω τώρα να σας πω με περισσότερες λεπτομέρειες το πώς, γιατί και πότε έκανα τις ανθρωποκτονίες που αναφέρω στην ανωμοτί κατάθεση μου. Όπως σας έχω πει είμαι φοιτητής στη νομική Κομοτηνής και μένω στην Οδό Αλεξανδρείας στην Κομοτηνή σε οικοδομή που δεν θυμάμαι τον αριθμό αλλά βρίσκεται απέναντι από το ξενοδοχείο Ξενία. Περί τη 15η Μαΐου 1996 ήρθαν στην Κομοτηνή και με επισκέφθηκαν ο πατέρας μου μαζί με τον αδελφό μου Βαγγέλη. Μου ζήτησαν να δώσω το αυτοκίνητο του πατέρα μου και είναι αυτό στο οποίο βρήκατε τα μαχαίρια, πράγμα που έπραξα. Σε αυτή μας τη συνάντηση δεν δημιουργήθηκε κανένα πρόβλημα.

Την επόμενη, 16/5 του ’96 τους πήρα τηλέφωνο και ύστερα από τις επίμονες απαιτήσεις τους δέχθηκα να τους επισκεφθώ στη Θάσο. Πράγμα που έκανα, αν θυμάμαι καλά στις 17/5 του ’96. Στη Θάσο που πήγα έμεινα στο σπίτι του πατέρα μου που βρίσκεται στο Λιμένα Θάσου. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Φλώρινα και ήταν διευθυντής στο Δημοτικό σχολείο Ποταμιάς Θάσου. Στο ίδιο σπίτι έμεναν μαζί μας η μητέρα μου Μαρία, η αδελφή μου Ερμιόνη και ο αδελφός του πατέρα μου, Σεχίδης Βασίλειος, που είναι συνταξιούχος και κάτοικος Βελγίου και βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές. Η γιαγιά μου, μητέρα της μητέρας μου που ονομάζεται Καλαμαρά Ερμιόνη του Νικολάου, μένει στο ίδιο χωριό και σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από το δικό μας σπίτι, μόνη της.

Από την πρώτη στιγμή που έφτασα στη Θάσο κατάλαβα ότι όλοι ήταν αρνητικοί απέναντι μου και η ατμόσφαιρα επιβαρυμένη. Ειδικότερα ήθελαν να κουρευτώ και να ξυριστώ, να σταματήσω τη ζωγραφική και τη μουσική, όμως εγώ καταλάβαινα πως όλα αυτά ήταν πρόφαση για να με βγάλουν από τη μέση και ότι η ζωή μου απειλείται άμεσα από μια συνωμοσία που έστησαν οι παραπάνω συγγενείς μου εις βάρος μου. Επιβεβαίωση της σε βάρος μου συνωμοσίας ήταν το ότι από το δωμάτιο μου είχαν αφαιρέσει όλα τα έργα ζωγραφικής μου, ακόμα και διατριβές μου πάνω στη φυσική.

Την επόμενη μέρα η ατμόσφαιρα ήταν το ίδιο επιβαρυμένη και έγινε ένας καυγάς ανάμεσα σε εμένα, στον πατέρα μου και στον αδελφό μου. Αιτία του καυγά μας ήταν ότι μου είχαν πετάξει τα έργα τέχνης μου από το δωμάτιο μου. Θέλω να διευκρινίσω εδώ ότι οι ημερομηνίες που σας αναφέρω είναι όπως τις θυμάμαι και δεν είμαι σίγουρος ότι ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγματικότητα.

Στις 19 Μαΐου του ’96 και περί ώρα 4:30 το μεσημέρι ξεκινήσαμε με το θείο μου, μετά από πρόταση του, να πάμε μια βόλτα στο αρχαίο θέατρο Θάσου και στην ακρόπολη. Επειδή κατάλαβα ότι ήθελε να με πάει εκεί για να με σκοτώσει πήρα μαζί μου ένα ψαλίδι για άμυνα. Ανάμεσα στο θέατρο και την ακρόπολη υπάρχει ένα τμήμα αρχαίου τείχους. Ενώ βρισκόμασταν στη γωνία του τείχους, ύστερα από λογομαχία, τον έσπρωξα, όταν πήγε να με χτυπήσει με πέτρα, και έπεσε στο κενό ύψους περίπου δέκα μέτρων. Κατέβηκα να δω από κοντά πώς είναι. Διαπίστωσα ότι ήταν ετοιμοθάνατος και για να μην υποφέρει, με το ψαλίδι που είχα μαζί μου, του έκοψα τον λαιμό και τον έκρυψα σε κάτι θάμνους που υπήρχαν τριγύρω. Περί τις 6:30 έφυγα από το σημείο για να γυρίσω στο σπίτι.

Επειδή γνώριζα ότι όλοι οι άλλοι με περίμεναν στο σπίτι για να με σκοτώσουν, πριν πάω σε αυτό, πέρασα από το κατάστημα Αχεσόρι και αγόρασα, με χρήματα που είχα μαζί μου, ένα μονόκανο κυνηγετικό όπλο για την άμυνα μου.  Μαζί με το όπλο αγόρασα και δύο κουτιά φυσίγγια των πέντε φυσιγγίων το καθένα, μονόβολα. Αφού αγόρασα το όπλο πήγα στο κτήμα μας στην Αγία Μαρία, που έχουμε διάφορα εργαλεία σε μια καλύβα, και έκοψα την κάνη και το κοντάκι με πριόνι που είχα αγοράσει από το ίδιο μαγαζί που αγόρασα το όπλο. Τα κομμάτια της κάνης και του κοντακίου που έκοψα τα πέταξα στην πάνω πλευρά του κτήματος όπου ίσως είναι ακόμα.

Γύρισα στο σπίτι όπου δεν ήταν κανένας και έκρυψα το όπλο στο δωμάτιο μου. Περί τις 7:30 ήρθε στο σπίτι ο πατέρας μου, μόνος του. Λογομαχήσαμε στο διάδρομο και όταν απομακρύνθηκε πήγα το όπλο στην τουαλέτα γιατί ήμουν σίγουρος ότι πήγε να πάρει κάποιο όργανο για να με σκοτώσει. Πράγματι ερχόταν, με μαχαίρι που το είχε στην τσέπη του, και μου είπε ότι θα πάει στην τουαλέτα και μετά θα μιλήσουμε. Πριν μπει στην τουαλέτα πήρα το όπλο από την τουαλέτα, που ήταν γεμάτο, χωρίς να με δει και τον περίμενα να βγει. Βγαίνοντας μου επιτέθηκε με μαχαίρι και εγώ του έριξα στο κεφάλι από απόσταση περίπου ενός μέτρου ενώ η πλάτη του έβλεπε προς το εσωτερικό της τουαλέτας. Έπεσε κάτω νεκρός και τον έσυρα μέσα στην τουαλέτα όπου και τον άφησα. Η σφαίρα που έριξα στον πατέρα μου, όπως είδα, τρύπησε και την πόρτα.

Μετά από 15 λεπτά ήρθαν η μητέρα μου μαζί με την αδελφή μου. Η αδελφή μου πήγε κατευθείαν στον δωμάτιο της, η δε μητέρα μας ρώτησε πού είναι ο πατέρας και ο θείος μου. Της είπα ότι δεν ξέρω και αυτή έβγαλε μαχαίρι να με χτυπήσει. Εγώ όμως πρόλαβα και έβγαλα ένα μαχαίρι που είχα στην τσέπη μου και της έκοψα τον λαιμό. Η αδελφή μου, που άκουσε τη φασαρία, μου επιτέθηκε με ένα σταχτοδοχείο για να με χτυπήσει στο κεφάλι. Εγώ την έσπρωξα, έπεσε κάτω και πήρα το όπλο που εν τω μεταξύ είχα ξαναγεμίσει μετά τη δολοφονία του πατέρα μου και το είχα αφήσει δίπλα στην κονσόλα στο διάδρομο. Την πυροβόλησα στο στήθος ενώ βρισκόταν στο σαλονάκι. Είδα ότι δεν είχε πεθάνει και αφού γέμισα πάλι το όπλο την πυροβόλησα πάλι στο στήθος. Με τον δεύτερο πυροβολισμό είδα ότι συνέχισε να αναπνέει και τότε της έκοψα την καρωτίδα για να μην τυραννιέται. Μετά από αυτά μετέφερα τη μητέρα μου και τον πατέρα μου στο υπνοδωμάτιο όπου τη μητέρα μου την έβαλα στο κρεβάτι και τον πατέρα μου τον άφησα στα πάτωμα. Την αδελφή μου την έβαλα στο σαλονάκι και σκούπισα τα αίματα στο διάδρομο με πατσαβούρες τις οποίες τις πέταξα στα σκουπίδια.  Όταν έγιναν αυτά τα περιστατικά φορούσα γκρίζο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο με ρίγες που βρισκόταν στη Θάσο στο σπίτι μου. Στη συνέχεια έπεσα για ύπνο.

Την επομένη που πρέπει να είναι 20 Μαΐου του ’96, ξύπνησα περί ώρα 7:30 το πρωί. Δέκα λεπτά αργότερα ήρθε η γιαγιά μου στο σπίτι, χτύπησε το κουδούνι και της άνοιξα την πόρτα. Πριν ανοίξω την πόρτα πήρα μαζί το ίδιο μαχαίρι που είχα χρησιμοποιήσει στις προηγούμενες περιπτώσεις. Όταν μπήκε η γιαγιά μου μέσα λογομάχησα μαζί της επειδή δεν απαντούσα πού είναι οι άλλοι και όταν κινήθηκε για να πάρει ένα μαχαίρι από την κονσόλα της έκοψα τον λαιμό με αποτέλεσμα να πέσει νεκρή. Και τότε τη μετέφερα δίπλα στην αδελφή μου.

Στη συνέχεια πήρα ένα κόκκινο αλυσοπρίονο από την αποθήκη αλλά όταν το έβαλα μπρος κόπηκε η αλυσίδα τη στιγμή που επιχειρούσα να κόψω τον λαιμό του πατέρα μου μέσα στο υπνοδωμάτιο. Αναγκάστηκα να το παρατήσω και να συνεχίσω με το σιδεροπρίονο που έκοψα το όπλο- και είναι αυτό που βρήκατε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου μου- και με ένα άλλο πριόνι για ξύλα. Έκοψα το κάθε πόδι του πατέρα μου σε τρία κομμάτια. Στο ύψος της κνήμης και του γόνατου και του γοφού. Στη συνέχεια έκοψα τα χέρια του από τους ώμους, στο ύψος των αγκώνων και στο ύψος των καρπών. Το κυρίως σώμα το έκοψα στο ύψος του διαφράγματος οριζόντια και στη συνέχεια το στέρνο το έκοψα με κάθετη τομή σε δεξιά και αριστερά κομμάτια.

Το κεφάλι ήταν ήδη κομμένο με το σιδεροπρίονο. Με τον ίδιο τρόπο τεμάχισα και τα υπόλοιπα πτώματα που ήδη τα είχα μεταφέρει. Από τα κεφάλια του πατέρα μου, της αδελφής και της γιαγιάς μου έβγαλα τα μυαλά και τα έβαλα στην κατάψυξη μέσα σε ένα πιάτο με σκοπό να τα μελετήσω και να τα φάω για να τους τιμωρήσω και να ικανοποιήσω την περιέργεια μου.

Τα κρανιά της γιαγιάς μου και της αδελφής μου τα άνοιξα με το σιδεροπρίονο. Πριν αρχίσω τον τεμαχισμό πήγα στο σούπερ μάρκετ στο Λιμένα και αγόρασα τρία ή τέσσερα πακέτα σακούλες σκουπιδιών μαύρες των δέκα τεμαχίων το καθένα. Επίσης πήγα και σε άλλο σούπερ μάρκετ στον Πρίνο όπου αγόρασα ίδια ποσότητα όμοιων σακουλών, 16 από τις οποίες βρέθηκαν στο αυτοκίνητο μου. Αγόρασα σακούλες από δύο διαφορετικά σούπερ μάρκετ για να μην κινήσω υποψίες.

Με τον τεμαχισμό ασχολήθηκα την 20στή Μαΐου του ’96 και τελείωσα την ίδια μέρα. Την 21η από το πρωί άρχισα να τους βάζω σε σακούλες διπλές και απογευματινές ώρες τελείωσα τη συσκευασία και έβαλα όλες τις σακούλες στην τουαλέτα. Μόλις τελείωσα πήρα το αυτοκίνητο και πήγα στο Λιμένα Θάσου έχοντας σκοπό να μάθω που βρίσκεται ο σκουπιδότοπος Καβάλας. Για να πληροφορηθώ το μέρος ρώτησα σε ένα πρατήριο βενζίνης στην Καβάλα όπου και ενημερώθηκα σχετικά. Το άτομο που ρώτησα στο πρατήριο για τον σκουπιδότοπο, αν θυμάμαι καλά, ήταν ηλικίας 40 ετών περίπου, κανονικού αναστήματος και δεν θυμάμαι άλλα χαρακτηριστικά του.

Στη συνέχεια πήγα είδα τον σκουπιδότοπο, που είναι πίσω από τις εγκαταστάσεις πετρελαίων, και διαπίστωσα ότι δεν είχε ούτε φύλακες, ούτε και φωτισμό. Στη συνέχεια πήγα στην Καβάλα και με το τελευταίο φέρι-μποτ πέρασα στον Πρίνο Θάσου. Πήγα στο σπίτι και κοιμήθηκα. Την επόμενη, περί ώρα 4 το μεσημέρι, φόρτωσα τις μισές σακούλες στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου μου, περίπου 10 με 15. Η αυλή του σπιτιού είναι έτσι διαμορφωμένη ώστε άτομο απ’ έξω δεν μπορούν να δουν εντός. Οι σακούλες που γέμιζα φρόντιζα να μην είναι πολύ βαριές. Με το φέρι εκείνη την ημέρα, μέσω Κεραμωτής, πήγα στην Καβάλα. Εδώ θέλω να διευκρινίσω ότι δεν έφυγα με το τελευταίο φέρι αλλά αμέσως μετά το φόρτωμα και περί ώρα 4:30. Φτάνοντας στην Καβάλα σκέφτηκα μήπως είναι προτιμότερο να πάω τις σακούλες στα σκουπίδια Θεσσαλονίκης κάπου στο Σχολάρι. Φθάνοντας εκεί διαπίστωσα ότι ήταν περιφραγμένα και υπήρχε φύλακας στην είσοδο και γι’ αυτό ξαναγύρισα στην Καβάλα και τις άφησα (σακούλες) στον εκεί σκουπιδότοπο και στο σημείο που υπέδειξα.

Εδώ θέλω να διευκρινίσω ότι όταν άφησα τις σακούλες υπήρχαν λοφίσκοι σκουπιδιών ενώ όταν σας έδειξα το μέρος ο χώρος αυτός είχε ισοπεδωθεί προφανώς από τα αρμόδια συνεργεία. Όταν άφησα τις σακούλες από το αυτοκίνητο γύρισα στην πόλη της Καβάλας και κοιμήθηκα στο αυτοκίνητο περιμένοντας το πρώτο φέρι για να περάσω στον Πρίνο, πράγμα που έκανα. Πήγα στο σπίτι μου, κοιμήθηκα και το απόγευμα περί ώρα 6:30 φόρτωσα και τις υπόλοιπες σακούλες. Με το τελευταίο φέρι από τον Λιμένα πήγα στην Κεραμωτή και από εκεί γύρω στα μεσάνυχτα έφυγα για τον σκουπιδότοπο όπου όταν έφτασα είδα ότι οι προηγούμενες σακούλες ήταν όπως τις άφησα. Σε απόσταση τριών μέτρων περίπου άδειασα και τις καινούργιες. Από Κεραμωτή κινούμενος για Καβάλα στην εθνική οδό σε κάποιο σημείο που υπάρχει πινακίδα που δείχνει ένα εργοστάσιο κονσερβών έστριψα αριστερά κινούμενος σε άσφαλτο κι όταν περνούσα μια γέφυρα έστριψα δεξιά σε χωματόδρομο και μετά από λίγο άδειασα τις σακούλες. Μετά το τελευταίο άδειασμα των σακουλών διανυκτέρευσα στην Καβάλα και το πρωί, με το πρώτο φέρι, πέρασα στον Πρίνο και πήγα στο σπίτι να ξεκουραστώ.

Απογευματινές ώρες πήρα το σιδεροπρίονο και το μαχαίρι και πήγα στο σημείο που είχα κρύψει το πτώμα του θείου μου με σκοπό να το τεμαχίσω. Έκοψα από τον κυρίως κορμό το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια και τα σκόρπισα στους γύρω θάμνους, σε κοντινές αποστάσεις. Όταν έφτασα ο θείος μου ήταν σε κατάσταση αποσύνθεσης και για να διευκολυνθώ στον τεμαχισμό έκοψα και πέταξα τα ρούχα του εκεί γύρω. Σκοπός του τεμαχισμού ήταν να καθυστερήσω ή να ματαιώσω την ανεύρεση του. Μετά από 2-3 μέρες όλα τα ρούχα των νεκρών, όπως και τα πατάκια και τα χαλιά, επειδή μύριζαν τα έβαλα στις σακούλες και ακολουθώντας τα προηγούμενα δρομολόγια τα μετέφερα στον ίδιο σκουπιδότοπο όπου διαπίστωσα ότι όλες οι προηγούμενες σακούλες ήταν όπως τις είχα αφήσει. Ακολούθως με τον ίδιο τρόπο επέστρεψα στη Θάσο.

Έναν μήνα μετά από αυτές τις πράξεις αγόρασα ένα δεύτερο όπλο κυνηγετικό από την Κομοτηνή, το οποίο επίσης έκοψα. Τα δύο αυτά όπλα μου τα πήρε η αστυνομία Θάσου όταν με έπιασε. Συνέχισα να μένω στη Θάσο σκεπτόμενος να παραδοθώ όταν καταλαγιάσει το πράγμα. Αυτά που έκανα δεν τα είπα σε κανέναν, ούτε έχω πει σε κάποιον ότι φοβόμουν μήπως με σκοτώσουν. Θέλω να διευκρινίσω ότι η σφαίρα από τον πρώτο πυροβολισμό της αδελφής μου έκανε τρύπα στο τζάμι του παραθύρου που υπάρχει στο σαλόνι. Ο μπιντές που είναι σπασμένος στο μπάνιο του σπιτιού στη Θάσο είναι σπασμένος από εμένα σε κάποια στιγμή που ήθελα να ξεσπάσω κάπου. Όσα αντικείμενα χρησιμοποίησα για τον τεμαχισμό των πτωμάτων, εκτός από το σιδεροπρίονο που βρέθηκε στο αυτοκίνητο, τα έπλυνα και τα έχω στην αποθήκη του σπιτιού μου στη Θάσο.

Στη γυναίκα του θείου μου Βασίλη, που σκότωσα, όταν μου τηλεφωνούσε της έλεγα ότι είχε φύγει για Ιταλία και ότι η δική μου οικογένεια βρίσκεται στη Γερμανία. Η γυναίκα του θείου μου λέγεται Ελένη. Όσοι με ρωτούσαν που βρίσκεται η οικογένεια μου τους έλεγα ότι για λόγους υγείας της αδελφής μου βρίσκονται στη Γερμανία. Με την οικογένεια δεν είχα διαφορές οικονομικού χαρακτήρα, ούτε κληρονομικά. Στην ανωμοτί κατάθεση μου ανέφερα ότι και τα πέντε θύματα τα έχω πετάξει στον σκουπιδότοπο σκοπεύοντας, όταν θα πάμε επί τόπου να σας πω ότι τον θείο μου τον έχω στη Θάσο και είμαι πρόθυμος να σας υποδείξω το ακριβές σημείο το οποίο άλλωστε τηλεφωνικά υπέδειξα και περιέγραψα μέσω της υπηρεσίας σας σε αστυνομικό του τμήματος Θάσου. Ό,τι έκανα το έκανα εν αμύνη και γι’ αυτό δεν μετανιώνω και ό,τι σας έχω πει είναι αλήθεια πέρα για πέρα. Άλλο τίποτα δεν έχω να προσθέσω».

Το μιντιακό τσίρκο

Η σύζυγος του Βασίλη Σεχίδη, Ελένη,  ήταν η πρώτη που ενημέρωσε τις αρχές, αρχικά τις βελγικές και στη συνέχεια της ελληνικές. Ο ανιψιός της δεν μπορούσε να της δώσει μια πειστική εξήγηση για το πού βρίσκεται ο θείος και η υπόλοιπη οικογένεια. Υποστήριζε ότι όλοι λείπουν σε ταξίδι. Η Ελένη Σεχίδη μαζί με τον γιό της (Θεόφιλος και αυτός) ταξιδέψαν τελικά στη Θάσο. Η εικόνα του Θεόφιλου και το γεγονός ότι μιλούσε αλλοπρόσαλλα τους έπεισαν ότι αυτός κρύβεται πίσω από την εξαφάνιση. Ο Θεόφιλος έπαιζε θέατρο ότι πλέον ανησυχούσε για την οικογένεια του αλλά οι αρχές είχαν ήδη αρχίσει να τον ερευνούν. Αρχικά συνελήφθη στις 21 Ιουλίου 1996 για παράνομη οπλοκατοχή αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Τελικά στις 8 Αυγούστου 1996, προσήχθη στην ασφάλεια Θεσσαλονίκης ως ύποπτος για την δολοφονία των μελών της οικογένειας και του θείου του.  Μετά απο πολύωρη ανάκριση ομολόγησε το έγκλημα του.

Η γνωστοποίηση της υπόθεσης προκάλεσε φρενίτιδα στα ελληνικά ΜΜΕ. Δημοσιεύθηκαν σενάρια περί ανθρωποθυσιών και εμπλοκή του Θεόφιλου Σεχίδη με τον σατανισμό. Από την άλλη γράφτηκαν διάφορά για την οικογένεια και τους λόγους που θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει στο φρικτό έγκλημα. Η αστυνομία έπαιξε σημαντικό ρόλο στο μιντιακό τσίρκο που εξελίχθηκε καθώς σε κάθε μεταγωγή του Σεχίδη επέτρεπε στους δημοσιογράφους να τον πλησιάζουν και να του ζητούν επίμονα εξηγήσεις. Αυτός ψύχραιμος και λαλίστατος απαντούσε σαν να αναφερόταν σε κάτι καθημερινό και ξεκάθαρο.


«Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω.  Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου ‘λεγαν την αλήθεια. Έπρεπε να φύγω από τη μέση με κάθε τρόπο. Είχαν το στίγμα από το πρόβλημα της αδελφής μου, αν προστίθετο και το δικό μου, θα ήταν καταστροφή. Θα αποδεικνυόταν ότι ο πατέρας μου, ο ατσαλάκωτος διευθυντής του σχολείου, στη ζωή του ήταν ένας βρώμικος άνθρωπος. Εξάλλου, έξω στην κοινωνία, έτσι κι αλλιώς, δεν τον πολυσυμπαθούσαν» αναφέρει σε μια εμφάνιση του. Σε συνέντευξη του στα Νέα τονίζει μεταξύ άλλων: «Την αντίδραση του κόσμου την είδα αστεία. Αστεία και γελοία, διότι δεν μπορείς κατευθείαν ν’ αποδοκιμάζεις κάποιον πριν γνωρίσεις τι ακριβώς έχει γίνει. Ξέρεις ότι υπάρχουν πέντε πτώματα, ότι υπάρχει ένας δράστης, που τους έχει καθαρίσει. Ξέρεις, όμως, γιατί έχει γίνει αυτό το φονικό και κάτω από ποιες συνθήκες έγινε; Θέλω να καταλάβω αυτόν που με αποδοκίμαζε: αν πάει κάποιος και τον απειλήσει να τον σφάξει με μαχαίρι κι έχει όπλο, θα του πει του άλλου ‘‘σφάξε με;’’. Δεν θα του πει έτσι». Όσο για την ποινή που περιμένει τονίζει: «Η ποινή μπορεί να είναι από ισόβια μέχρι θανατική. Και η θανατική δεν με φοβίζει καθόλου. Είμαι πρόθυμος να την ακολουθήσω με χαμόγελο. Ίσως τότε χαμογελώ πιο πολύ απ’ όταν με συνέλαβαν. Από τη στιγμή που έχω το δίκιο με το μέρος μου, θα φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο ξέροντας ότι στον άλλο που θα πάω δεν θα ‘χω κανένα πρόβλημα … Εγώ αυτό που περιμένω είναι η θανατική ποινή. Σε ποια περίπτωση; Στην περίπτωση που δεν γίνουν πιστευτά αυτά τα οποία λέω».

Κωμικοτραγικές είναι οι σκηνές κατά την παρουσία του στο σκουπιδότοπο στην Καβάλα όπου κάνει διάλογο με τους δημοσιογράφους. Μέσα από τις δηλώσεις του η υπόθεση διανθίζεται με πιο φρικτές λεπτομέρειες. Οι εγκέφαλοι στο ψυγείο που αλλοιώθηκαν γιατί το ψυγείο είχε χαλάσει, η λέξη «Λάθος» που είχε γράψει ο Σεχίδης με μπογιά σε τοίχο του σπιτιού και η δήλωση«Το λάθος σημαίνει λάθος, τίποτα περισσότερο», ο Τσαϊκόφσκι που άκουγε καθώς τεμάχιζε τα πτώματα και η ατάκα «χαμογελάτε είναι μεταδοτικό» που είπε σε δημοσιογράφους.

«Απουσιάζει όμως το συναίσθημα…»

Στις 12 Αυγούστου 1996 τον μεταφέρουν στις Δικαστικές Φυλακές Κομοτηνής, όπου για προληπτικούς λόγους τοποθετήθηκε στην απομόνωση. Σύμφωνα με δημοσίευμα από τους αστυνομικούς ζήτησε μόνο «να ακούει Μπαχ ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, κλασική μουσική και να διαβάζει βιβλία» ενώ για τη διατροφή του επέλεξε γάλα και όσπρια. Ακολούθησε η ψυχιατρική του αξιόλογη ώστε να κριθεί αν είναι σε θέση να περάσει από δίκη.

Επί πέντε μήνες ο καθηγητής ψυχιατρικής Γιώργος Καπρίνης, μαζί με τον ψυχίατρο Χρήστο Σκαρόπουλο παρακολούθησαν το Θεόφιλο Σεχίδη και συνέταξαν σχετική πραγματογνωμοσύνη. Σύμφωνα με αυτή, στον 24χρονο φοιτητή καταλογίστηκε πλήρης ευθύνη και επίγνωση των πράξεών του, καθώς  ήταν «άτομο προσανατολισμένο στο χώρο, το χρόνο και τον εαυτό του και έχει καλά οργανωμένο λόγο, απαντά με ευθύτητα, έχει χιούμορ, απουσιάζει όμως το συναίσθημα». Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν ήταν πως δεν πάσχει από σχιζοφρένεια, αλλά από σχιζότυπη διαταραχή, η οποία θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε σχιζοφρένεια, όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο. «Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι στην περίπτωσή του είχε μειωμένες αντιστάσεις στην ιδέα διάπραξης των εγκλημάτων. Πάντως, δε χρήζει θεραπευτικής αγωγής. Στις συζητήσεις που κάναμε μάς είπε ότι είχε τη γνώμη πως είναι νόθο παιδί και γι’αυτό ήθελε να τους εξοντώσει».  Πέρα από την κατάσταση τού ίδιου του Θεόφιλου, όμως, σημασία δόθηκε και στην οικογενειακή κατάσταση, καθώς όπως δήλωσε ο Χρήστος Σκαρόπουλος: «η οικογένεια Σεχίδη είχε πολλές ιδιομορφίες και ο Θεόφιλος διαβίωσε σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες».

Πέντε φορές ισόβια

Στη δίκη, που έγινε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας στις 20 Ιουνίου 1997, ο  Σεχίδης παρουσιάζεται αμετανόητος και επιμένει στο αφήγημα περί αυτοάμυνας. Είχε αρνηθεί να ορίσει συνήγορο υπεράσπισης κι έτσι το ρόλο αυτό ανέλαβε ο αυτεπαγγέλτως διορισθείς δικηγόρος Καβάλας Τάσος Κοεμτζίδης. Μετά από 11 ώρες ακροαματικής διαδικασίας, το δικαστήριο βρήκε τον κατηγορούμενο ομόφωνα ένοχο για όλες τις κατηγορίες και εξέδωσε την απόφασή του, σύμφωνα με την οποία τον καταδίκαζε σε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη για τις ανθρωποκτονίες κατά συρροή και ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοχρησία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και πρόστιμο 360.000 δρχ για περιύβριση νεκρού. Παράλληλα επιδίκασε και 50 εκατ. δρχ. ως αποζημίωση σε καθένα από τους πολιτικούς ενάγοντες (την Ελένη Σεχίδη και τον γιο της Θεόφιλο).

Η έφεση

Ο Θεόφιλος Σεχίδης θα εκτίσει στη φυλακές Κορυδαλλού. Το 1997 μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην ψυχιατρική πτέρυγα των φυλακών για ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς παρουσίασε ψυχολογικές διαταραχές και δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία στον εγκέφαλο η οποία έδειξε «εγκεφαλικά ευρήματα που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φυσιολογικά». Σύμφωνα με κάποιες αναφορές παρόμοια ευρήματα είχαν βρεθεί σε αξονική που είχε κάνει το 1992. Ύστερα από τις ψυχιατρικές γνωματεύσεις μετακινήθηκε μόνιμα στο ψυχιατρείο του σωφρονιστικού καταστήματος Κορυδαλλού.

Στις 2 Ιουνίου 1998 ο Θεόφιλος Σεχίδης βρέθηκε στην αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, στην Κομοτηνή, όπου επρόκειτο να εκδικαστεί η υπόθεσή του σε δεύτερο βαθμό. «Δεν θέλω να ταλαιπωρώ άδικα τη Δικαιοσύνη. Ήρθα απλά για να αποσύρω την έφεση που είχα κάνει. Καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό. Φοιτητής Νομικής ήμουν. Ούτε καν ήθελα να ασκήσω έφεση, αλλά το έκανα κατόπιν επιμονής του δικηγόρου μου. Δεν έχω τίποτα καινούργιο να παρουσιάσω στο δικαστήριο. Γνωρίζω πως δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να στηρίζει τον ισχυρισμό μου περί ανακλαστικής αμύνης.  Όταν υπάρχουν πέντε πτώματα από πίσω, τι ρόλο μπορεί να παίζει ο πρότερος έντιμος βίος. Ασφαλώς θα με ενδιέφερε να μειωθεί η ποινή. Αλίμονο. Αλλά, η υπόθεση είναι εσχάτως σοβαρή. Τι μπορεί να γίνουν οι πέντε φορές ισόβια; Είτε τρις, είτε δις ισόβια, μια ζωή στη φυλακή είναι πάλι» δηλώνει. Οι ψυχίατροι αποφαίνονται ότι «έχει καταλογισμό των συνεπειών της πράξης του και ως εκ τούτου γνωρίζει τι συνεπάγεται το να παραιτείται του δικαιώματος της εφέσεως» και το δικαστήριο επικυρώνει την πρωτόδικη ποινή.


Η… μάχη για την περιουσία

Στις 19 Νοεμβρίου 1998 το Πενταμελές Εφετείο Θράκης στην Κομοτηνή, μετά από σχετική αίτηση που είχαν υποβάλει η Ελένη Σεχίδη και ο γιος της Θεόφιλος, αποφάσισε να μετατρέψει από καταδικαστική σε υποχρεωτική την πρωτόδικη απόφαση για καταβολή αποζημίωσης 100 εκατ. δρχ. σε αυτούς, από τα περιουσιακά στοιχεία του Θεόφιλου Σεχίδη. Σύμφωνα με ορισμένα δημοσιεύματα της εποχής, υπολογιζόταν πως η περιουσία και τα μετρητά που είχε κληρονομήσει ο Θεόφιλος Σεχίδης υπερέβαιναν τα 800 εκ. δρχ. (περίπου 2,5 εκ. ευρώ). Ο ίδιος θα δηλώσει: «Το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειάς μου θα πρέπει να δοθεί στους φτωχούς συγγενείς των θυμάτων και όχι στη θεία του Ελένη και τον συνώνυμο εξάδελφό του Θεόφιλο Σεχίδη, γιατί αυτοί έχουν τα οικονομικά μέσα για να ζήσουν άνετα σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους». Στις 29 Ιανουαρίου 2001, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας, τον έκρινε ανάξιο να κληρονομήσει τα ακίνητα και τα κινητά περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας και έδωσε το δικαίωμα στους κληρονόμους της οικογένειας (τον Γιάννη Σεχίδη, την κόρη του Αναστασία, την Ελένη Κασκαμανίδου και την κόρη της Αναστασία) να τα διεκδικήσουν με κληρονομητήριο.

Υπέρβαρος, λιγομίλητος και μανιώδης καπνιστής

Μέσα στα επόμενα χρόνια κυκλοφόρησαν σποραδικά κάποιες πληροφορίες για τη ζωή του Σεχίδη στη φυλακή. Η εικόνα του ήταν εντελώς διαφορετική. Υπέρβαρος πλέον (πάνω από 140 κιλά) έτρωγε ακατάπαυστα και κάπνιζε μανιωδώς. Με πολύ λιγότερα μαλλιά ζούσε, σε ένα ιατρικά ελεγχόμενο περιβάλλον, με μόνιμη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Τα τελευταία 10 χρόνια δεν είχε παρουσιάσει υποτροπή, η ψυχιατρική εικόνα του ήταν σταθερή και συντηρούνταν με την χορήγηση μίας ένεσης μία φορά τον μήνα. Οι μετακινήσεις του εντός του ψυχιατρείου ήταν περιορισμένες. Από τον θάλαμο στο κυλικείο και από εκεί στο καφενείο. Λιγομίλητος με όλους χωρίς ποτέ να έχει αναφερθεί ή συζητήσει με κανέναν οτιδήποτε για την πενταπλή δολοφονία στη Θάσο.

«Ο Θεόφιλος Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια»

Το 2010 ο ψυχίατρος στον ΟΚΑΝΑ του Αττικού Νοσοκομείου, Γεώργιος Τζεφεράκος, ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του στα καταστήματα κράτησης της ψυχιατρικής πτέρυγας Κορυδαλλού εκείνη την περίοδο, εξέφρασε την άποψή του για το αν τελικά είναι ψυχικά υγιής ο Θεόφιλος Σεχίδης ή όχι. «Ο Θεόφιλος Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια. Μερικές φορές, ειδικά στις αρχικές φάσεις της ψυχικής νόσου, είναι δύσκολο να τεθεί μια οριστική διάγνωση. Στις ψυχιατρικές διαγνώσεις ο παράγοντας ‘’χρόνος’’ παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί η κλινική εικόνα του ασθενούς εμπλουτίζεται ή και αλλάζει». Μιλώντας για τα χαρακτηριστικά της σχιζοφρένειας ο κ. Τζεφεράκος τόνισε: «Η σχιζοφρένεια χαρακτηρίζεται από παραληρητικές ιδέες, τις οποίες πιστεύει με απόλυτη βεβαιότητα ο ασθενής, και ψευδαισθήσεις, η αίσθηση δηλαδή ότι υπάρχει ένα αισθητηριακό ερέθισμα, χωρίς αυτό να υπάρχει στην πραγματικότητα. Η σχιζοτυπική διαταραχή είναι διαφορετική από τη σχιζοφρένεια. Πρόκειται, δηλαδή, για διαταραχή προσωπικότητας, που μοιάζει με τη σχιζοφρένεια, όμως δεν είναι». Σχετικά με την ετυμηγορία της δίκης ο κ. Τζεφεράκος σχολιάζει: «Οι δικαστές στηρίζονται κυρίως στις γνωματεύσεις των ειδικών, επομένως όταν υπάρχουν πολλές διαφορετικές γνωματεύσεις μπορούν να τους μπερδέψουν. Αυτή είναι όμως και η θέση των δικαστών να κρίνουν, μαζί με αλλά στοιχεία, και να βγάλουν μια απόφαση».

Αίτηση αποφυλάκισης και τρόμος

Το 2016 ο Θεόφιλος Σεχίδης, εκμεταλλευόμενος τον επονομαζόμενο «νόμο Κοντονή» θα καταθέσει αίτηση αποφυλάκισης τον Μάιο του 2017. Έχοντας συμπληρώσει 19 έτη εγκλεισμού είχε το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση απόλυσης υπό όρους. Τα ελληνικά ΜΜΕ παθαίνουν παράκρουση. Παρουσιάζουν ως δεδομένη την αποφυλάκιση του Σεχίδη και μιλούν για την επιστροφή του μακελάρη. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική και αποδεικνύεται. Η αίτηση απορρίπτεται έναν μήνα μετά. Ουσιαστικά ο Σεχίδης δεν είχε ποτέ ελπίδα να φύγει από το ψυχιατρείο.

Όταν αποκαλύφθηκε η αίτηση αποφυλάκισης ο αρχιφύλακας της ψυχιατρικής πτέρυγας των φυλακών Κορυδαλλού, Αντώνης Αραβαντινός μιλάει για τον Σεχίδη τονίζοντας: «Επικοινωνεί κανονικότατα. Δε βρίσκεται στην απομόνωση. Αν με δει εδώ θα μου πει ‘’Αντώνη δώσε μου ένα τσιγαράκι’’. Θέλει πολλά τσιγάρα. Από το 2011 παίρνει αγωγή σε ένεση. Αλομπερτίνη ντεκανουάζ. Αυτά είναι τα φάρμακά του. Χάπια έχει να πάρει από το 2010. Τα παίρνει, όμως, σε ένεση. Από το 2010, λοιπόν, αυτός ζει στην αυταπάτη ότι παίρνει βιταμίνες. Ο ίδιος το ξέρει ότι λέει ψέματα. Άμα τον κουβεντιάσεις, σε μια άλλη φάση, θα σου πει ‘’φάρμακα μου δίνουν και αυτοί μου λένε έτσι και εγώ τα παίρνω’’. Έχει μία ξαδέρφη στη Θάσο και λέει ότι θα πάει να μείνει σε αυτή, καθώς δεν του έχει μείνει κανένα περιουσιακό στοιχείο». Ο Σεχίδης δεν θα επέστρεφε ποτέ στο νησί.

Το τέλος

Στις 12 Φεβρουαρίου 2019 ο  Θεόφιλος Σεχίδης εντοπίστηκε νεκρός από συγκρατουμένους του στα λουτρά του Ψυχιατρείου των φυλακών Κορυδαλλού, την ώρα του μπάνιου. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή.  Μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο κρατουμένων, όπου εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Αιτία θανάτου η ανακοπή καρδιάς. Πέθανε σε ηλικία 46 ετών μετά από 21 χρόνια εγκλεισμού. Δεν τον επισκέφθηκε ποτέ  κάποιο συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο.