Αποτέλεσε ένα μεγάλο ιστορικό μυστήριο εδώ και σχεδόν 700 χρόνια. Ωστόσο τώρα οι ερευνητές θεωρούν ότι έφτασαν στη λύση του.
Το 1338 ή το 1338 η Bačaq «μια πιστή γυναίκα» στα 40 της με ύψος που μετά βίας
ξεπερνούσε το 1.40μ. πέθανε και θάφτηκε στο νεκροταφείο του μικρού χωριού
Καρά-Τζιγκάχ, περίπου 10 χιλιόμετρα έξω από το Μπίσκεκ, την πρωτεύουσα αυτού
που σήμερα είναι το Κιργιστάν. Η επιτύμβια στήλη του τάφου με το όνομά της ήταν
χαραγμένη στη συριακή γλώσσα, μια αραμαϊκή διάλεκτο. Η ίδια ήταν μόνο μια από τους
114 ανθρώπους που θάφτηκαν εκεί μέσα σε μόλις δύο χρόνια- αριθμός που αποτελεί
το ένα τέταρτο των ανθρώπων που θάφτηκαν στο συγκεκριμένο νεκροταφείο καθ’ όλη
τη διάρκεια της λειτουργίας του από το 1245 έως το 1345. Ο τάφος της Bačaq δεν αναφέρει την αιτία θανάτου,
ωστόσο οι τάφοι άλλων ανθρώπων που πέθαναν μαζί της γράφουν: Mawtānā. Με άλλα λόγια: Πανούκλα.
Σήμερα, σχεδόν 700 χρόνια μετά τον θάνατό της, η Bačaq και άλλοι άνθρωποι που πέθαναν μαζί της
βοήθησαν τους επιστήμονες να δώσουν απάντηση σε ένα ερώτημα που αποτελούσε
μυστήριο ως τώρα: από πού ξεκίνησε η χειρότερη ίσως πανδημία που έχει γνωρίσει
η ανθρωπότητα και έμεινε γνωστή ως «Μαύρος Θάνατος». Η βουβωνική πανώλη
(πανούκλα) σάρωσε την Ευρώπη, την Ασία και την βόρεια Αφρική κατά τον Μεσαίωνα
και σκότωσε μέχρι και εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Ωστόσο μέχρι σήμερα
κανείς δεν ήξερε από πού προήλθε.
Μια νέα γερμανική επιστημονική έρευνα με επικεφαλής μια Ελληνίδα
της διασποράς μελέτησε τώρα το DNA επτά ανθρώπων-μεταξύ των οποίων και η Bačaq- που είχαν πεθάνει τον 14ο αιώνα από
την πανώλη και κατέληξαν ότι η ασθένεια προήλθε από την περιοχή του σημερινού
βορείου Κιργιστάν, η οποία αποτελούσε μια στάση στον δρόμο του Μεταξιού.
Η λεγόμενη «μαύρη πανώλη», που προκλήθηκε από το βακτήριο
Yersinia pestis, εξόντωσε έως το 60% του ευρωπαϊκού πληθυσμού μεταξύ 1346-1353
μ.Χ. Μελετητές υπολογίζουν τον αριθμό των ανθρώπων που πέθαναν από 75 έως 200
εκατομμύρια. Παρά τις προσπάθειες των επιστημόνων εδώ και χρόνια να εντοπίσουν
την γεωγραφική προέλευση της πανδημίας αυτό παρέμενε αβέβαιο με τις πιθανές
περιοχές προέλευσης να εκτείνονται από τη Δυτική Ευρασία μέχρι την Ανατολική
Ασία και την Κίνα. Για παράδειγμα η περιοχή της Κάφα στην κριμαϊκή χερσόνησο
κατέγραψε ένα από τα πρώτα ξεσπάσματα της πανδημίας κατά της διάρκεια της πολιορκίας
από τον στρατό της μογγολικής αυτοκρατορίας το 1346. Ο Καύκασος και περιοχές της
κεντρικής Ασίας είχαν επίσης προταθεί ως πιθανά επίκεντρα. Από την άλλη η Κίνα
είχε παρουσιάσει μερικά από τα πιο γενετικά διαφοροποιημένα στελέχη του
βακτηρίου Yersinia pestis. Όλα όμως μέχρι σήμερα ήταν υποθέσεις.
Σημάδια της πανώλης
Αρκετά χρόνια πριν, ο Φίλιπ Σλάβιν, ένας ιστορικός με
ειδίκευση στην οικονομία και το περιβάλλον του Πανεπιστημίου Στίρλινγκ στη Μ.
Βρετανία, άρχισε να μελετά μια σειρά αρχείων από νεκροταφεία του Κιργιστάν, τα
οποία θεωρούσε ότι μπορεί να περιέχουν στοιχεία για τις ρίζες του «Μαύρου
Θανάτου». Τα νεκροταφεία, γνωστά ως Καρά-Τζιγκάχ και Μπουράνα, είχαν έναν πολύ
μεγάλο αριθμό ταφόπλακων από το 1338 και το 1339 και τουλάχιστον δέκα από αυτές
έκαναν αναφορά στην πανώλη.
«Όταν έχεις ένα ή δύο χρόνια πολύ αυξημένης θνησιμότητας,
αυτό σημαίνει ότι κάτι περίεργο συμβαίνει εκεί», αναφέρει ο Σλάβιν.
Για να προσδιορίσουν αν οι ταφές αυτές σχετίζονται με τον
Μαύρο Θάνατο, ο Σλάβιν και ο Γιόχανες Κράουζε, ένας παλαιογενετιστής του
ινστιτούτου Μαξ Πλανκ της Εξελεκτικής Ανθρωπολογίας στη Λειψία, προσπάθησαν να εντοπίσουν
τα λείψανα που είχαν ταφεί τότε στο νεκροταφείο, αλλά τις δεκαετίες του 1880
και 1890 είχαν μεταφερθεί στην Αγία Πετρούπολη στη Ρωσία στο Μουσείο
Ανθρωπολογίας.
Η ανάλυση
Αφού τα λείψανα εντοπίστηκαν, οι ερευνητές με επικεφαλής τη
δρα Μαρία Σπύρου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια του γερμανικού Πανεπιστημίου του
Τίμπινγκεν και του Τμήματος Αρχαιογενετικής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την
Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση
στο περιοδικό «Nature», προσδιόρισαν την περιοχή Τιαν Σαν της Λίμνης Ισίκ-Κουλ
του σημερινού Κιργιστάν ως το πιθανότερο επίκεντρο της πανούκλας.
Στην εν λόγω περιοχή έχουν βρεθεί από τους αρχαιολόγους
απρόσμενα πολλοί τάφοι της περιόδου 1338-1339 με ενδείξεις, όπως οι επιγραφές στις
ταφόπλακες, που παραπέμπουν στην πανώλη ως αιτία θανάτου. Αξίζει να σημειωθεί
ότι η επίσημη έναρξη της πανδημίας τοποθετείται λίγο αργότερα στο 1346. Σε
συνδυασμό με τη νέα γενετική ανάλυση αρχαίου DNA από τα δόντια επτά σκελετών (πέντε
γυναίκες-δύο άντρες) σε δύο νεκροταφεία αυτής της περιοχής και την ανίχνευση
του βακτηρίου Yersinia σε τρεις από αυτούς, η μελέτη κατέληξε στην εκτίμηση ότι
το σημείο εκείνο έπαιξε τον κομβικό ρόλο στο ξέσπασμα της επιδημίας.
Οι ερευνητές συνέκριναν το στέλεχος του Y. pestis που βρήκαν στα λείψανα με 203 σύγχρονα και 47 ιστορικά
γονιδιώματα του βακτηρίου. Το στέλεχος που εντόπισαν φαίνεται να είναι ο
πρόγονος των στελεχών που εξελίχθηκαν εκείνη την εποχή με το λεγόμενο γεγονός της
διαφοροποίησης, το οποίο θεωρούνταν ανέκαθεν ότι συνδέεται με την αρχή της πανδημίας.
Αυτά τα στελέχη έχουν εντοπιστεί και σε λείψανα θυμάτων απ’ όλη την Ευρώπη- όπως
σε έναν άντρα που η ομάδα είχε μελετήσει το 2011 και είχε πεθάνει στο Λονδίνο-
ενώ εντοπίζονται ακόμα και σήμερα σε λιγότερο επιθετικές μορφές.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι το στέλεχος που βρέθηκε στο
Κιργιστάν μοιάζει πάρα πολύ με αυτό που εντοπίζεται μέχρι και σήμερα στα ζώα της
περιοχής, η Σπύρου και οι συνεργάτες της προτείνουν ότι η περιοχή της Τιαν Σαν
είναι το σημείο που το βακτήριο «μεταπήδησε» από τα ζώα στον άνθρωπο.
Φαίνεται ότι αυτό το στέλεχος από την συγκεκριμένη περιοχή
του Κιργιστάν οδήγησε σε μια «έκρηξη» διαφοροποίησης στα στελέχη του Y. pestis λίγο πριν την πανδημία. «Ήταν σαν
το big
bang της πανώλης», λέει ο Γιόχανες Κράουζε, ο οποίος συμμετείχε
στην έρευνα.
«Είναι σα να βρίσκεις το μέρος όπου όλα τα στελέχη ενώθηκαν,
όπως με τον κοροναϊό που είχαμε όλα τα στελέχη της Άλφα, Δέλτα και Όμικρον να
έρχονται από αυτό το στέλεχος της Γιουχάν», λέει ο Κράουζε.
«Βρήκαμε το πηγαίο στέλεχος του Μαύρου Θανάτου και το
σημαντικό είναι ότι γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία του (1338)», δήλωσε η
Σπύρου, η οποία έχει εξειδικευθεί στην ιστορία και εξέλιξη των λοιμωδών νόσων,
ιδίως της πανώλης. «Παρά τον κίνδυνο περιβαλλοντικής μόλυνσης (των δειγμάτων
DNA) και την ανυπαρξία εγγυήσεων ότι τα βακτήρια θα είχαν μπορέσει να
διατηρηθούν, καταφέραμε να αλληλουχίσουμε αρχαίο DNA από επτά άτομα από δύο
νεκροταφεία και βρήκαμε το DNA του βακτηρίου της πανώλης σε τρία από αυτά»,
πρόσθεσε.
Ο καθηγητής Κράουζε από την άλλη επεσήμανε ότι «ακριβώς όπως
η Covid, ο Μαύρος Θάνατος υπήρξε μια αναδυόμενη νόσος και η αρχή μιας τεράστιας
πανδημίας που συνεχίστηκε για περίπου 500 χρόνια. Είναι πολύ σημαντικό να
κατανοήσουμε πραγματικά υπό ποιές συνθήκες η πανώλη εμφανίστηκε».
Το βακτήριο της πανώλης κυρίως μεταφέρεται μέσω των
τρωκτικών και οι άνθρωποι εμφανίζουν βουβωνική πανώλη μόνο όταν κάποιος ενδιάμεσος
ξενιστής, όπως οι μύγες, μεταφέρουν τη μόλυνση. Ο Κράουζε υποψιάζεται ότι η στενή
επαφή των ανθρώπων σε αυτές τις περιοχές με μολυσμένες μαρμότες (είδος τρωκτικού
που ζει σε αφθονία στην Ευρασία) προκάλεσε την έξαρση της πανδημίας, όπου οι «αμαθείς»
στην ασθένεια οργανισμοί των τρωκτικών στην υπόλοιπη Ευρώπη μετέφεραν πολύ
γρήγορα την πανώλη.
Σύμφωνα με τον Σλάβιν, η συγκεκριμένη περιοχή μοιάζει λογικό
να είναι το επίκεντρο της ασθένειας. Η περιοχή βρίσκεται πάνω στον δρόμο του
Μεταξιού και οι τάφοι του Κιργιστάν περιείχαν ακόμα και πέρλες από τον Ινδικό
Ωκεανό, κοράλλια από την Μεσόγειο και ξένα νομίσματα κάτι που σημαίνει ότι προϊόντα
από μακρινές περιοχές περνούσαν από εκεί. Μάλιστα ακόμα και οι νεκροί που
τάφηκαν εκεί δεν ήταν όλοι ντόπιοι. Κάποιοι φαίνεται ότι προέρχονταν από την
Κίνα, την Μογγολία, την Αρμενία και από αλλού. «Μπορούμε να υποθέσουμε ότι το
εμπόριο, τόσο το μακρινό όσο και το ντόπιο, θα πρέπει να έπαιξε σπουδαίο ρόλο
στην μετάδοση του παθογόνου βακτηρίου στα δυτικά», αναφέρει ο Σλάβιν.
Το 1347 η πανώλη εισήλθε στη Μεσόγειο μέσω του θαλάσσιου
εμπορίου και των πλοίων που μετέφεραν προϊόντα από τις περιοχές της Μαύρης
Θάλασσας που τότε βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της μογγολικής Χρυσής Ορδής. Στη
συνέχεια, η πανώλη εξαπλώθηκε στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια
Αφρική. Το πρώτο αυτό κύμα είχε τη συνέχεια του σε ένα μακρόχρονο δεύτερο κύμα
που διήρκεσε έως τον 19ο αιώνα.
Πάντως, αρκετοί ερευνητές αν και υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό
τη νέα μελέτη τονίζουν ότι θα πρέπει να μελετηθούν κι άλλα δείγματα από ακόμα
περισσότερες περιοχές καθώς μπορεί και κάπου αλλού να εντοπιστεί κάποιο ακόμα
παλιότερο στέλεχος.
Η Σπύρου και η ομάδα της από την άλλη τώρα λένε ότι
σκοπεύουν να αναπαραστήσουν όλο ταξίδι των σχεδόν 3.000 χιλιομέτρων του βακτηρίου
από την Κεντρική Ασία στην Ευρώπη. Γι’ αυτό θα βασιστούν στα στοιχεία από την
ιστορία και τη γενετική αρχαιολογία. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι θα πρέπει
πρώτα να βρουν αυτά τα στοιχεία. Ελέγχοντας ξανά παλιές συλλογές, όπως έκαναν
στο Κιργιστάν, ίσως αυτό τους δώσει αυτό που ψάχνουν. «Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν
παρόμοιες, πρόσθετες συλλογές τις οποίες θα έχουμε την ευκαιρία να μελετήσουμε
στο μέλλον. Πραγματικά το ελπίζω», λέει η Σπύρου.