«Να γυρίσουμε σε τι; Δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Η Μαριούπολη τελείωσε!»


Ένα ζευγάρι αφηγείται τα όσα έζησε κατά την πολιορκία της πόλης, μιλάει για τη διαδικασία... φιλτραρίσματος των Ρώσων αλλά και την παλιά τους ζωή που καταστράφηκε οριστικά


Η Σβιτλάνα και ο Βιτάλι έμειναν στην Μαριούπολη μέχρι την ημέρα που στρατιώτες της επονομαζόμενης Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ μπήκαν στο υπόγειο που κρύβονταν. «Έχετε 15 λεπτά να ετοιμαστείτε και μετά φεύγετε» τους είπε ένας από αυτούς, κουνώντας το όπλο του. Σύμφωνα με το ρωσικό αφήγημα ήταν η μέρα που το ζευγάρι απελευθερώθηκε παρότι σε καμία περίπτωση δεν ένιωθαν έτσι.

H εισβολή διέλυσε τη ζωή τους και μετά την πτώση της Μαριούπολης ξεκίνησε ένα τρομακτικό ταξίδι στα πλαίσια αυτού που οι Ρώσοι αποκαλούν «φιλτράρισμα». Εξαναγκάστηκαν να μεταβούν στη Ρωσία και όπως λένε, να αφήσουν για πάντα πίσω την πόλη τους.

Το ζευγάρι ζούσε σε ένα διαμέρισμα στην ανατολική πλευρά της Μαριούπολης. Η Σβιτλάνα, η οποία έχει δύο παιδιά από προηγούμενο γάμο, εργαζόταν σε σχολείο και ο Βιτάλι σε εργοστάσιο. Ήταν τριών μηνών έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Μέσα σε δύο μήνες έχασαν σχεδόν τα πάντα.

Δεν είχαν δώσει ιδιαίτερη σημασία στις προειδοποιήσεις ότι οι Ρώσοι ήταν αποφασισμένοι για πόλεμο. Θεωρούσαν ότι είναι υπερβολές αλλά μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από την εισβολή, ο πόλεμος έφτασε στη Μαριούπολη.

Όλοι οι ένοικοι του κτιρίου που έμειναν μετέφεραν τα στρώματα τους στο κλιμακοστάσιο και κοιμούνταν εκεί. Ήταν πολύ επικίνδυνο να κοιμούνται μέσα στα διαμερίσματα. Το πρώτο διάστημα μπορούσαν να βγουν έξω και να αναζητήσουν τρόφιμα και μαγείρευαν ανάβοντας φωτιά στον ακάλυπτο.

Σταδιακά όμως ο βομβαρδισμός έγινε πιο συχνός. Κάθε φορά που έβγαιναν από το κτίριο κινδύνευαν. Ο Βιτάλι πήγαινε κάθε δύο μέρες να φέρει νερό από ένα πηγάδι και κάποιες φορές έπαιρνε μαζί του τον 13χρονο γιο της Σβιτλάνα για να κουβαλήσουν όσο γίνεται περισσότερο. Το κρύο ήταν τόσο ισχυρό που το νερό πάγωνε στα μπουκάλια.

Μια μέρα, καθώς κατέβαζε τον κουβά του στο πηγάδι, είδε μέσα πτώματα. Θεώρησε ότι είχαν προσπαθήσει να βρουν εκεί καταφύγιο για να γλιτώσουν από τον βομβαρδισμό. Αναγκάστηκε να ψάξει για άλλο πηγάδι.

Σε μια έξοδο του για νερό ένα βλήμα έσκασε σε ελάχιστη απόσταση και τον έριξε στο έδαφος. «Επέστρεψε σπίτι και ήταν σαν τρελός.  Δεν έβγαζες νόημα από αυτά που έλεγε. Πίστεψα ότι τον έχασα για πάντα» λέει η Σβιτλάνα. Ευτυχώς συνήλθε αλλά για τους επόμενους δύο μήνες δεν θα άκουγε από το δεξί του αυτί.

Όταν τον ρωτούν πόσοι σκοτώθηκαν στο κτίριο τους ο Βιτάλι μετρα:«Ένας, δύο, τρείς... Οκτώ άτομα που γνωρίζαμε προσωπικά μόνο από τη δική μας πλευρά του κτιρίου. Στις άλλες πλευρές ήταν πολύ, πολύ χειρότερα».

Από τα σπασμένα παράθυρα έβλεπαν παντού στην πόλη να σηκώνονται στήλες καπνού. Η Σβιτλάνα φοβόταν για τους γονείς της που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της Μαριούπολης. Δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους καθώς δεν υπήρχε ρεύμα και τα τηλέφωνα ήταν νεκρά. Δεν γνώριζε καν αν είναι ζωντανοί.

Πότε θα τελειώσει;

Όταν είχαν κάποιον νεκρό μια ομάδα ανδρών είχε αναλάβει να τον μεταφέρει στον ακάλυπτο και να τον θάβει. Οι ηλικιωμένοι ήταν αυτοί που «έφυγαν» πρώτοι. «Ήξερα αυτές τις ηλικιωμένες κυρίες όλη μου τη ζωή. Κάθονταν στα παγκάκια έξω από το κτίριο και συζητούσαν. Ξαφνικά πρέπει να τους κλείσεις τα μάτια και να τις θάψεις στην ίδια την αυλή τους» λέει ο Βιτάλι.

Πέντε φορές πύραυλοι Grad χτύπησαν το κτίριο τους. Οι Ρώσοι προσπαθούσαν να πετύχουν Ουκρανούς στρατιώτες που είχαν οχυρωθεί κάπου κοντά. Το διαμέρισμα της Σβιτλάνα και του Βιτάλι έπιασε φωτιά μετά από ένα από τα χτυπήματα. Καταστράφηκαν τα πάντα, ακόμα και οι εσωτερικοί τοίχοι.

Με το κρύο, την έλλειψη τροφίμων και τους συνεχείς βομβαρδισμούς η κατάσταση ήταν ανυπόφορη. Η κόρη της Σβιτλάνα άρχισε να έχει υστερικά ξεσπάσματα. Ένας ηλικιωμένος ρωτούσε συνέχεια «Πότε θα τελειώσει;». Σε έναν άλλο όροφο μια κυρία μεγάλης ηλικίας σταμάτησε να τρώει. Είναι καλύτερα έτσι για να τελειώσει πιο σύντομα, έλεγε.

Η αποβολή και η νεκρή μητέρα

Στις 17 Μαρτίου το κτίριο δέχθηκε μια ακόμα επίθεση και η Σβιτλάνα απέβαλε. Αιμορραγούσε, είχε πυρετό και γιατρός δεν υπήρχε. Ένας γείτονας της έδωσε να κάνει ένεση με Oxytocin. Η Σβιτλάνα έκανε μόνη της την ένεση και η αιμορραγία σταμάτησε. Πιθανότατα της έσωσε τη ζωή. Τις επόμενες μέρες όλοι την πρόσεχαν και της έφερναν τρόφιμα .

Ένα πρωινό το κτίριο βομβαρδίστηκε από αεροπλάνο. Ολόκληρο το τεράστιο οικοδόμημα συγκλονίστηκε και έπεσαν κομμάτια του. Καθώς όλοι προσπαθούσαν να συνέλθουν ακούστηκε μια κραυγή από τον ένατο όροφο όπου μια γυναίκα έμενε με τον 11χρονο γιό της.

Ο Βιτάλι ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Είδε τα χέρι και τα πόδια του παιδιού. Το σώμα και το κεφάλι του ήταν εγκλωβισμένα κάτω από συντρίμμια. Κατάφερε να το απεγκλωβίσει. Ήταν σε κατάσταση σοκ αλλά σχετικά καλά. Η μητέρα του όμως ήταν νεκρή. Ήταν υπέρβαρη και δεν μπορούσαν να την κατεβάσουν εννέα ορόφους. Την άφησαν θαμμένη κάτω από τα συντρίμμια.

Το αγόρι έδειξε ελάχιστα συναισθήματα. Δεν έκλαψε. Έλεγε ευχαριστώ όταν κάποιος του έδινε φαγητό. Τις νύχτες όμως έβγαζε κραυγές που πάγωναν το αίμα ενώ κοιμόταν.

Μετά από αυτό τον βομβαρδισμό η Σβιτλάνα και ο Βιτάλι μεταφέρθηκαν στο υπόγειο ενός κοντινού σπιτιού. Πήραν το αγόρι μαζί τους.

Φιλτράρισμα...

Στο κελάρι είχαν βρει καταφύγιο και άλλα άτομα. Έμειναν εκεί περίπου μια εβδομάδα με τους Ρώσους να έχουν εντατικοποιήσει τον βομβαρδισμό. Στις 31 Μαρτίου στρατιώτες μπήκαν στο καταφύγιο και διέταξαν τους πάντες να βγουν έξω.

Τους ανάγκασαν να περπατήσουν περίπου για μισή ώρα κουβαλώντας τα υπάρχοντα τους ενώ τα βλήματα συνέχιζαν να πέφτουν. Συναντήθηκαν με μια άλλη ομάδα ατόμων από την περιοχή. Οι γυναίκες και τα παιδιά μπήκαν σε λεωφορεία και οι άντρες συνέχισαν με τα πόδια. Όταν έφτασαν στο χωριό Σαρτάνα τους... φόρτωσαν σε φορτηγά.

Η Σβιτλάνα με τον Βιτάλι βρέθηκαν πάλι στην πόλη Νοβααζόφσκ που βρίσκεται μέσα στην επονομαζόμενη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονιέτσκ. Τους έβαλαν σε ένα σχολείο, 20 άτομα σε κάθε τάξη, Οι στρατιώτες κατάσχεσαν κάθε τηλέφωνο.

Στο Νοβοαζόφσκ άφησαν το αγόρι, θα ερχόταν να το παραλάβει ο Ρώσος πατέρας του. Τουλάχιστον έτσι τους είπαν.

Μετά από λίγες μέρες τους μετέφεραν, μαζί με τα δύο παιδιά της Σβιτλάνα, με λεωφορεία στην πόλη Ντοκουτσάγεφσκ όπου βρήκαν εκατοντάδες ανθρώπους να περιμένουν σε ένα Σοβιετικό κτίριο. Εκεί θα γινόταν η διαδικασία τους «φιλτραρίσματος».

Η Σβιτλάνα πήγε στην αίθουσα με τις γυναίκες και τα παιδιά και ο Βιτάλι έμεινε στο χολ όπου κρατούνταν οι άντρες. Οι συνθήκες είναι τραγικές. Όλοι κοιμούνταν στα πάτωμα ή σε καρέκλες. Πολλά από τα παιδία ήταν άρρωστα, έκαναν εμετό και είχαν διάρροια. Για πρωινό τους έδιναν τσάι και το μεσημεριανό ήταν νερό και ένα μπισκότο.

Μετά από δύο μέρες ήρθε η σειρά του Βιτάλι για φιλτράρισμα. Τον πήγαν στον αστυνομικό τμήμα και του ζήτησαν να βγάλει όλα τα ρούχα του. Ήθελαν να τον εξετάσουν για τυχόν τατουάζ που θα πρόδιδαν σχέση με ουκρανικής εθνικές οργανώσεις. Στη συνέχεια τον ανέκριναν, τον φωτογράφισαν και πήραν τα δαχτυλικά του αποτυπώματα. Η διαδικασία διήρκησε πέντε ώρες και όταν ολοκληρώθηκε η οικογένεια μεταφέρθηκε με λεωφορείο στα σύνορα με τη Ρωσία.

Τα πέρασαν, ακολούθησε νέα ανάκριση και πέρασαν το βράδυ σε καταυλισμό. Το επόμενο πρωί ένα άλλο λεωφορείο τους πήγε στον σιδηροδρομικό σταθμό της ρωσικής πόλης Ταγκάνρογκ.

Στα στρατόπεδα διαλογής οι Ρώσοι είπαν στους κατοίκους της Μαριούπολης ότι θα τους δοθούν χρήματα ώστε να ξεκινήσουν μια νέα ζωή σε όποιο μέρος της ρωσικής ομοσπονδίας επιθυμούν. Όταν όμως έφταναν στον σταθμό του Ταγκάνρογκ υπήρχε μόνο ένα τρένο και ένας προορισμός. Η πόλη Σαράνσκ, 350χλμ ανατολικά της Μόσχας. Το Σαράνσκ ήταν η μοναδική επιλογή. Εξαντλημένοι και απογοητευμένοι επιβιβάστηκαν στο τρένο για μια νέα-άγνωστη ζωή

Να γυρίσουμε σε τι;

Η Σβιτλάνα κατάφερε να βρει μια καλύτερη επιλογή για την οικογένεια. Επικοινώνησε με έναν φίλο που είχε έναν συνεργάτη στο Ταγκάνρογκ. Αυτός συμφώνησε να φιλοξενήσει την οικογένεια για λίγες μέρες. Για πρώτη φορά μετά από δύο μήνες κοιμήθηκαν σε κρεβάτι και έκαναν ζεστό ντους.

Η υγεία όμως της Σβιτλάνα ήταν επιβαρυμένη. Αιμορραγούσε συχνά και κάποια στιγμή το δέρμα της πήρε μια μπλε απόχρωση και τα πόδια της πρήστηκαν. Σε μια περίπτωση λιποθύμησε. Παρ' όλα αυτά δεν ζήτησε ιατρική βοήθεια και το μοναδικό της μέλημα ήταν να φύγει από το Ταγκάνρογκ. Πήραν ένα τρένο για τη Μόσχα και από εκεί ταξίδεψαν στην Αγία Πετρούπολη. Τελικά κατάφεραν να περάσουν στην Εσθονία και να βρεθούν σε μια ανεξάρτητη ευρωπαϊκή χώρα. Εκεί πλέον θα προσπαθήσουν να φτιάξουν το νέο τους σπιτικό.

Στην Εσθονία η Σβιτλάνα έκανε επέμβαση και η ζωή της οικογένειας έχει αρχίσει να ομαλοποιείται. Τα παιδιά έχουν ηρεμήσει. Σχεδόν κάθε βράδυ όμως η Σβιτλάνα βλέπει εφιάλτες με βλήματα και πυραύλους. Ξυπνά τρομοκρατημένη.

Πολλοί από τους φίλους του ζευγαριού έχουν εξαφανιστεί. Είναι ακόμα στη Μαριούπολη, είναι νεκροί ή τους άδειασαν σε κάποια γωνία της Ρωσίας; Δεν γνωρίζουν.

Η Σβιτλάνα δεν γνωρίζει καν αν οι γονείς της επέζησαν. Δεν έχει μιλήσει μαζί τους από την αρχή του πολέμου. Έμαθε μέσω της αδελφής της ότι τηλεφώνησαν δύο φορές αλλά πλέον έχει περάσει καιρός.

Φυσικά το Σβιτλάνα και το Βιτάλι δεν είναι τα πραγματικά τους ονόματα. Ζήτησαν να μην αποκαλυφθούν γιατί φοβούνται.

Στόχος τους είναι να περάσουν σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα και οι δύο δηλώνουν σίγουροι ότι ποτέ δεν θα επιστρέψουν στην πόλη τους, την Μαριούπολη.

«Να γυρίσουμε σε τι; Δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Τίποτα. Τελείωσε. Η Μαριούπολη τελείωσε» λένε.