Μια μέρα σαν σήμερα το 2011 έφυγε ο δικός άνθρωπος. Μέσα από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει δώσει αποκαλύπτεται ο άνθρωπος πίσω από την περσόνα
Ο Θανάσης του... πανιού και ο Θανάσης της πραγματικότητας. Έμοιαζαν τελικά αυτοί οι δύο; Την απάντηση μπορεί να τη δώσει μόνο ο ίδιος. Όταν έφυγε στις 2 Μαΐου του 2011 άφησε πίσω του ένα έργο που δίνει απαντήσει μόνο για τον πρώτο Θανάση, εκείνον που μόνιμα έτρεχε, δεχόταν τις καρπαζιές της ζωής με χαμόγελο, χάριζε γέλιο και ενίοτε προβλημάτιζε. Για τον δεύτερο, τον Θανάση της πραγματικότητας, πρέπει κανείς να ψάξει πιο βαθιά. Να πάει πίσω στην περίοδο που έδινε συνεντεύξεις καθώς το τελευταίο διάστημα της ζωής του είχε επιλέξει να μην μιλάει δημόσια. Μέσα από τα δικά του λόγια αποκρυπτογραφείται ο πραγματικός Θανάσης, εκείνος που θεωρούσε ότι «δεν έχει κανέναν ταλέντο αλλά μόνο φάτσα», που στιγματίστηκε από μια οικονομική καταστροφή και αγάπησε τον κινηματογράφο όσο λίγοι.
Ακολουθούν αποσπάσματα (και σε κάποιες περιπτώσεις συρραφή απαντήσεων σε παρόμοιες ερωτήσεις) από συνεντεύξεις που είχε δώσει κατά καιρούς. Για το περιοδικό «Ψυχαγωγία» το 1970, για το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» το 1971 , για την κάμερα της ΕΡΤ το 1975 και για το Βήμα το 1978 και είκοσι χρόνια μετά,
Αυτός είναι ο πραγματικός Θανάσης:
Για το ξεκίνημα του:
«Ο Κούνδουρος. Ο Νίκος Κούνδουρος. Αν δεν συναντιόμαστε στο Στρατό, δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης, ούτε Βέγγος. Δούλευα σ’ ένα πατάρι τα δέρματα. Στο Στρατό μαζευτήκαμε μια ομάδα για να σκαρώσουμε μια παράσταση. Ο Κούνδουρος ήταν σκηνογράφος. Μια μέρα μου λέει: «Θανάση, όταν απολυθούμε θα παίξεις σε μια ταινία που θα φτιάξω». Γύρισα στο πατάρι κι ούτε που το θυμόμουνα. Έτσι, όταν ήρθε να με βρει, δεν είχα καμιά διάθεση πια κι αρνήθηκα. Η επιμονή του όμως ήταν τέτοια, που στο τέλος με κατάφερε. Γυρίστηκε η «Μαγική Πόλη» και βρέθηκα μέσα σ’ ένα καινούργιο κόσμο, που ταυτόχρονα αποτελούσε και μια λύση για το οικονομικό μου πρόβλημα. Έπαιζα τρίτους ρόλους και δούλευα σαν φροντιστής για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή είναι η αρχή. Χειρότερες μέρες δε θυμάμαι στη ζωή μου. Γυρίστηκε και ο «Δράκος». Μέσα σε δυο χρόνια έπαιξα 22 μικρούς ρόλους που μ’ είχαν τσακίσει. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο, οπωσδήποτε κάτι πιο σημαντικό. Είχα κάποια επιτυχία και μου δώσαν ρόλους πρωταγωνιστή. Πνιγόμουνα εκεί μέσα, καταλάβαινα πως δεν ήμουν εγώ, αλλά κάποιος ηθοποιός Βέγγος που τον μεταχειριζόντουσαν όπως ήθελαν. Σε τέτοιο σημείο φτάσανε τα πράγματα, και σκέφτηκα να κάνω μια δική μου εταιρία παραγωγής, όπου οι ταινίες θα γινόντουσαν όπως πάνω-κάτω ήθελα. Με βοήθησαν πολύ δύο σκηνοθέτες που κατάλαβαν και πίστεψαν σ’ αυτά που σκεφτόμουνα. Ο Πάνος Γλυκοφρύδης και ο Ερρίκος Θαλασσινός. Ταινίες σαν τον «Παπατρέχα» ή το «Μην Είδατε τον Παναή» δεν θα ’βγαιναν χωρίς αυτούς. Και μέχρις ένα σημείο ήμουνα ήσυχος. Είχα δυο ανθρώπους που μπορούσαν να με καταλάβουν και να προωθήσουν τις σκέψεις μου πάνω στο φτιάξιμο μιας ταινίας.
Μια μέρα ο Γλυκοφρύδης μου είπε πως ήταν αδύνατο να συνεχίσει μαζί μου, γιατί δεν πίστευε πως οι ταινίες αυτές ανταποκρίνονταν στις απόψεις που είχε για το σινεμά. Η επιτυχία τού «Με τη λάμψη στα μάτια» σιγούρεψε τη στάση του. Λίγο κατόπιν οι δουλειές του Θαλασσινού δεν του αφήναν περιθώρια ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Τότε βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Δεν είχα εμπιστοσύνη σε άλλο άνθρωπο και το χειρότερο, πίστευα πως δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος που να με καταλαβαίνει. Έτσι πέρασα στη σκηνοθεσία. Πάλεψα όσο μπόρεσα, το αποτέλεσμα το ξέρεις: 4.000.000 δραχμές χρέος, αυτή ήταν η αμοιβή μου. Τρεις κλητήρες κάθε πρωί έξω απ’ την πόρτα μου κι από ολόκληρη την εταιρία έμεινε μονάχα ένα τηλέφωνο. Σ’ αυτήν την τραγική κατάσταση, ο Φίνος ήταν μια λύση. Του εκχώρησα όλες μου τις ταινίες. Τώρα του χρωστάω γύρω στα 2.000.000 και γυρίζω ταινίες για λογαριασμό του έναντι του χρέους.Όμως υπάρχει κι ο Κατσουρίδης. Μετά τον «Δρα Ζιβέγγο» πείστηκα ότι είναι ο καινούργιος μου άνθρωπος. Αφέθηκα σ’ αυτόν και αισθάνομαι μια σιγουριά. Φτιάχνουμε συμπαραγωγές και παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας του μένω πιστός και θα του μένω για όσες ταινίες θελήσει. Ώσπου να βαρεθεί».
Για το πέρασε του από
την σκηνοθεσία:
«Θα σου πω κάτι. Ο Κούνδουρος στη «Μαγική Πόλη», όταν πήγε να στήσει τη μηχανή έφαγε καρπαζιά με το κουτάλι. Δεν είχε ιδέα τι του γινόταν. Στο τρίτο γύρισμα ήτανε ξεφτέρι. Δασκάλευε και τους δασκάλους του. Αυτό σημαίνει πως περισσότερο μετράει αν έχεις κάτι μέσα σου για να πεις. Τα υπόλοιπα μαθαίνονται. Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος. Ίσως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο.Μπαίνω στο πλατώ και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω: η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι η μηχανή θα σταθεί εδώ. Αφού τελειώσει η λήψη, δε θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Η μηχανή στήθηκε εδώ, πάει και τελείωσε. Αν δω τη σκηνή στην οθόνη, ίσως να μη μ’ αρέσει. Την επόμενη φορά η μηχανή θα στηθεί σ’ άλλο μέρος. Εκεί που θα ’μαι σίγουρος, χωρίς να ξέρω γιατί ότι πρέπει να στηθεί.
Μετά, δε μπορώ να χωνέψω τις ιστορίες του Θανάση, γραμμένες
σ’ ένα χαρτί από έναν άνθρωπο που δεν έχει σχέση με το γύρισμα. Τελευταία με
τον Κατσουρίδη το βάλαμε σε κάποιον δρόμο. Το σενάριο χτενίζεται από τρία χέρια
μέχρι ν’ αρχίσουμε το γύρισμα. Στο τέλος το πετάμε στα σκουπίδια κι
αυτοσχεδιάζουμε. Πίστεψέ με, τα πράγματα βγαίνουν μόνα τους. Τα τελευταία
Για το Θανάση ως
ηθοποιό
«Κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά
και διάβασε. Εδώ είν’ αποτυπωμένη όλ’ η μιζέρια, όλ’ η δυστυχία, όλος ο πόνος
του ασήμαντου Έλληνα. Κάποιο βράδυ με πλησιάζει εξ’ απ’ το σινεμά ένας γέρος.
«Καλέ μου άνθρωπε», μου λέει, «είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου
τις ταινίες σου. Σ’ ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω απ’ το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για
τρεις μέρες». Αυτό το καλέ μου άνθρωπε έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση. Έτσι,
αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στο
χώρο που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στα σινεμά κ.λπ. Είναι
ψέμα να ισχυριστώ πως δεν απευθύνουμε σ’ αυτούς. Μόνο που τελευταία μου κάνουν
νερά. Ενώ οι ταινίες μου δουλεύουν στα κεντρικά σινεμά και στην τελευταία
προβολή, αντίθετα χάνουν στη συνοικία. Ενώ κερδίζω τους διανοούμενους που
αρχίζουν να ασχολούνται μαζί μου – κι είναι αυτό κάτι σαν τιμή για μένα που
προκάλεσα την προσοχή των ειδικευμένων κριτικών – αντίθετα η περιμετρική ζώνη
αντιδράει στο καινούργιο μου πρόσωπο. Όμως θα συνεχίσω, γιατί πιστεύω σ’ αυτό
που κάνω. Και με το ίδιο πνεύμα θα προσπαθήσω να τους τραβήξω πάλι με το μέρος
μου. Δε σταματώ, γιατί βλέπω τη δουλειά μου να καλυτερεύει κάθε τόσο. Είναι
κέρδος και του κοινού. Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήθελα να
είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες. Δεν είναι θέμα ταλέντου
ό,τι γίνεται. Το έχω πει επανειλημμένα ότι δεν είναι θέμα ταλέντου, αλλά αυτός
ίσως ο πρωτογονισμός που έχω μέσα μου. Πώς γίνεται και ο κόσμος με ανέχεται
τόσα χρόνια; Το ξαναλέω. Είναι θέμα φάτσας και όχι ταλέντου.
Και κάτι άλλο. Ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι πάνω στον Βέγγο υπάρχει μια εντιμότητα, ότι ο Βέγγος δεν έχει προσπαθήσει ποτέ να τον κοροϊδέψει. Πίσω από κάθε προσπάθεια υπάρχει η ηθική προσπάθεια που με καταβάλλει.
Από την άλλη δεν είμαι σωστός καλλιτέχνης .Δεν είμαι δηλαδή επαγγελματίας ηθοποιός. Καθαρά και ξάστερα. Είμαι ερασιτέχνης. Ενας ερασιτέχνης που είναι παθιασμένος με τη δουλειά του. Είμαι ένας άνθρωπος που δίνεται ολόκληρος σε αυτό που κάνει. Και πάθος για την τελειότητα. Την τελειότητα που πολλές φορές δεν χρειάζεται…Δεν χρειάζεται να ξεσκονίζω το ντεκόρ πριν από το γύρισμα ενός πλάνου. Εγώ το ξεσκονίζω. Κάποτε έβαλα όλο το συνεργείο να ξεσκονίσει τις Θερμοπύλες. Ναι, μα τον Θεό. Ξεσκονίσαμε τις Θερμοπύλες. Που λέτε, μη δω σκόνη και στραβό πράγμα. Η σκόνη στη Μακρόνησο ήταν άλλο πράμα. Από τα μαγειρεία, για να πας στο αντίσκηνο, ο αέρας έπαιρνε τα φασόλια από την κατσαρόλα και έμενε μόνο η σκόνη».
Για τον Θανάση ως άνθρωπο:
«Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Σου είπα για το Γλυκοφρύδη και το Θαλασσινό. Το ίδιο τώρα με τον Κατσουρίδη. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος. Ούτε μπορώ να ζω όπως η Λάσκαρη με δυο δημοσιογράφους στο κατόπι. Είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω, ας πούμε, γύρω από τη δουλειά μου κι αυτό φανερώνει πως δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τους ανθρώπους αν δε μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Κατά τα άλλα, προσπαθώ να τελειώνω τις δουλειές μου πριν με πάρουν είδηση. Σου δίνουν το σενάριο και μόλις ακούσουν πως θα το κοιτάξει κάποιος ειδικός, να το διασκευάσει για το σινεμά, φριάζουν, ωρύονται, σου λένε «αυτός ο άσχετος θα πιάσει το σενάριό μου»; Καταλαβαίνεις, με τέτοια νοοτροπία δε μπορείς να κάνεις εύκολα ό,τι θέλεις. Οι ιδέες όμως πάντα είναι δικές μου, μέσα απ’ τον ελληνικό χώρο. Κανένας μέχρι τώρα δεν μ’ έχει πει Κύριε Βέγγο. Για όλους είμαι ο Θανάσης.
Ξέρω καλά ότι πολλοί, μα πάρα πολλοί έχουν επωφεληθεί από την υπόθεση Βέγγος. Εγώ ελάχιστα. Εγώ δεν έχω φερθεί ωραία στον Βέγγο. Είμαι καλός επαγγελματίας, αλλά δεν ήμουν ποτέ καλός οικογενειάρχης. Οχι, δεν υπήρξα καλός οικογενειάρχης. Στον Βέγγο δεν έχω φερθεί καθόλου καλά. Τον ταλαιπωρώ συνέχεια με τον πιο βάναυσο τρόπο χρόνια ολόκληρα. Ξέρεις κάτι; Έχω έναν ειδικό τρόπο να βρίσκομαι πάντα μπερδεμένος στις δουλειές μου. Να, αυτή η ταινία που παίζεται τώρα («Από πού πάνε για τη χαβούζα;») με έχει μουδιάσει. Δεν τη χαίρομαι την επιτυχία. Δεν νιώθω όπως ένιωθα στο “Θανάση, πάρε τ΄ όπλο σου” και στο “Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;”. Οχι, δεν χαίρομαι. Φοβάμαι, σου λέω. Πού θα πάει το πράγμα; Δώστε μου εσείς την απάντηση. Η ευθύνη όλη γι΄ αυτό που συμβαίνει σήμερα βαραίνει άλλους. Ποτέ δεν τη ζήτησα αυτή την επιτυχία. Ποτέ δεν έτρεξα πίσω από την επιτυχία. Δεν μου ταιριάζει, βρε αδελφέ, η επιτυχία αυτή. Αλλιώς ξεκίνησα και αλλιώς βρίσκομαι σήμερα… Χτυπιέμαι γιατί η ταινία το ξαναλέω- δεν αξίζει τα εισιτήρια που έχει κάνει. Ο Σταματίου έχει δίκιο που έγραψε στα “Νέα”: “Οχι, Θανάση!”. Και δεν έχει δίκιο ο Πάρλας που έγραψε στο “Βήμα” ότι δεν έχασα ίχνος από τη ζωντάνια και την ταχύτητά μου. Βρίσκομαι στη μισή μου ταχύτητα».
Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα έτοιμος, ποτέ. Σε ό,τι και αν έκανα. Μια ζωή στην τσίτα ήμουν. Δεν ηρεμώ ποτέ. Είμαι της… αγχωτικής κωμωδίας εγώ. Όπως μου το είχε γράψει ο Γιάννης Σολδάτος. Το άγχος είναι η σπεσιαλιτέ μου. Σήμερα πλέον ο κόσμος δεν γελάει με τίποτε. Έχει πολλά προβλήματα. Δεν γελάει όπως γελούσε. Έχει ανάγκη να γελάσει, και μεγαλύτερη από παλιά, αλλά δεν γελάει. Είναι πικραμένος ο κόσμος. Του δίνουμε αυτό που χρειάζεται του κόσμου; Δεν νομίζω.
Για το γεγονός ότι
έφτιαξε την δική του εταιρία:
«Στην εταιρεία μου είχα πολύ μεράκι για τις ταινίες, τις έκανα όπως εγώ τις ήθελα.Όταν έφτιαξα την εταιρεία δεν το έκανα για να κερδίσω, μα για να σταθώ σαν καλλιτέχνης. Η μεγαλύτερη χαρά ήταν όταν άνοιξα το γραφείο μου κι η μεγαλύτερη πίκρα τώρα, που αναγκάστηκα να το κλείσω. Η χειρότερη στιγμή ήταν που ξήλωνα την ταμπέλα που έλεγε Θανάσης Βέγγος, στιγμές γέλιου στην πλατεία Κάνιγγος, που σήμαινε τη διάλυση της δουλειάς μου, του γραφείου παραγωγής. Το μακελειό αυτό, γιατί περί σφαγής επρόκειτο, έχασα 6.400.000 δραχμές , το σπίτι μου και λίγο από το κέφι μου, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση νομίζω αξίζει πάρα πολλά. Μου τα πήραν όλα. Ένα τηλέφωνο μου 'μεινε απ' αυτή την ιστορία».
Για το αν αυτοσχεδίαζε μόνιμα:
«Όχι, καλέ μου άνθρωπε. Αυτά γίνονται πριν το γύρισμα, πριν απ' το πλάνο. Αλλάζουμε το σενάριο πολλές φορές εκείνη τη στιγμή, εμπνεόμαστε από μια κουβέντα, από ένα σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου. Πολλά είναι βέβαια αυτοσχέδια. Θυμάστε τη σκηνή με τον Ζαμπέτα; Αυτός ο Ζαμπέτας πόσο μ' αρέσει! Αυτός είναι καλλιτέχνης. Ωραία ιστορία ο Ζαμπέτας. Και μια φορά που γυρίζαμε το Δόκτωρ Ζι-Βέγγος ο Κατσουρίδης με μια μηχανή στο χέρι, εγώ, 45 τούρτες, 25 γιαούρτια και 6 ώρες κέφι – κάναμε μια σκηνή πολύ ωραία αυτοσχεδιάζοντας».
Για την ταινία που
ονειρευόταν να γυρίσει:
«Εγώ γυρίζω κωμωδίες. Αυτή η λέξη είναι για πολύ ψηλών στόχων έργα. Έχω πάντως δύο θέματα δικά μου στο συρτάρι και θα τα γυρίσω, όταν θα έχω πάλι την ευκαιρία. Δεν πρόλαβα. Το ένα είναι σάτιρα των γουέστερν και έχει τον τίτλο Βίβα λας Βέγγος, ενώ το άλλο έχει τίτλο Καλοί μου Άνθρωποι, Το Παιδί. Αυτό δεν είναι κωμωδία. Είμαι εγώ κι ένα παιδί. Ένας φουκαράς, άτυχος, ξέμπαρκος από δουλειά, βρίσκει ένα παιδί, το περιμαζεύει και το μεγαλώνει μόνος του. Κι ενώ είναι άτυχος, από 'κείνη τη στιγμή και πέρα όλα του πάνε καλά».
Για το ποιες ταινίες
του αγαπά περισσότερο:
Το «Ποιος Θανάσης!!». Είναι σαν θέατρο, αλλά μ' αρέσει πολύ. Και ο «Θου-Βου Φαλακρός Πράκτωρ / Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ» έχει στιγμές κινηματογραφικές, αλλά εγώ προτιμώ το άλλο.
Για το τι θέλει να
γράφουν γι' αυτόν οι ιστορικοί του θεάτρου:
«Ο ιστορικός του θεάτρου νομίζω πως έχει άλλα πολύ πιο ενδιαφέρονται από εμένα να ασχοληθεί»
Για τον ποιόν ρόλο
θέλει να δίνει στο κοινό
«Τον Έλληνα προς θεού, τον σημερινό τον καθημερινό, τον ταλαίπωρο, τον χτικιασμένο, τον χαρούμενο, τον δυσαρεστημένο, τον κεφάτο, τον πικραμένο».
Για το γεγονός ότι τον τρόμαζε το βόλεμα:
«Στην περίοδο του μεγάλου χτικιού μου, όταν χρωστούσα τα εκατομμύρια, όταν μου είχαν πάρει το σπίτι και όταν στην πλατεία του θεάτρου που έπαιζα- τον «Τρελό του λούνα παρκ»- οι δεκαπέντε από τους θεατές ήταν δικαστικοί κλητήρες, ένιωθα πιο άνετα! Κάποια στιγμή που θα βολευτώ φοβάμαι λοιπόν ότι θα πάρω την κάτω βόλτα.
Από τη στιγμή που θα είμαι βολεμένος θα πάψει να υπάρχει ο Βέγγος. Το φοβάμαι αυτό το βόλεμα. Από τώρα έχουν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια. Κάτι δεν πάει καλά σε μένα. Αυτό το βόλεμα, η σκέψη ότι σε λίγο θα έχω τακτοποιηθεί, με ενοχλεί. Όντας βολεμένος, με δικό μου σπίτι, φοβάμαι πως θα πάψω να λειτουργώ σαν Βέγγος, που με ξέρει ο καθένας. Αλλά είπαμε, υπάρχει η οικογένεια και χρειάζομαι χρήματα για να επανέλθω. Και θα επανέλθω οπωσδήποτε σαν παραγωγός των ταινιών μου. Ναι, φίλε μου, θα επανέλθω. Θα ξανακρεμάσω την ταμπέλα: Θανάσης Βέγγος, ταινίες γέλιου».
Για το γεγονός ότι λάτρευε το σινεμά:
«Ναι, αλήθεια, βλέπω πολύ σινεμά. Έξη με εφτά ταινίες τη βδομάδα. Δε γίνεται αλλιώς, εκεί μέσα καταλαβαίνεις καλύτερα τα πράγματα. Παίζω στο θέατρο επειδή έχω ανάγκη από λεφτά. Τίποτα δε με συγκινεί εκεί και δεν έχω σκοπό να συνεχίσω. Εγώ δεν έχω θητεία στο θέατρο. Δεν το ξέρω. Είμαι παιδί του κινηματογράφου. Ο κινηματογράφος είναι το ωραιότερο κομμάτι της ζωής μου. Προτιμώ κατό φορές τον κινηματογράφο. Πανηγύρι, καλέ μου φίλε. Ξέρεις τι γίνεται στο γύρισμα; Ωραία ιστορία!
Λοιπόν, κι ο Κούνδουρος έβλεπε πολύ σινεμά. Αυτό έχει αξία. Ξέρω πως είμαι πρωτόγονος, όσον αφορά τη νοοτροπία μου στο σινεμά, κι άλλη λύση από το ίδιο το σινεμά δεν υπάρχει για να βελτιωθώ. Τελευταία είδα το «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» του Μανθούλη. Δεν μ’ άρεσε πια ο Βέγγος εκεί μέσα. Τώρα θα έπαιζα διαφορετικά το ρόλο. Αυτό είναι κέρδος, δεν νομίζεις;»
Για το τι προσέφερε
στο σινεμά:
«Τι προσέφερα; Τι να σου πω… Δεν ξέρω».
Για αυτά που δεν άντεχε:
«Την υποκρισία και την ψυχική μιζέρια. Αυτό, το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους».
Για το μεγαλύτερο δώρο
που πήρε στη ζωή του:
«Πείνασα πολύ κι εγώ και η οικογένειά μου. Πολλά χρόνια. Μην
κοιτάτε πού μένω τώρα. Γεννήθηκα στο Νέο Φάληρο, το ’27. Για μια 20ετία η
φτώχεια ήταν πολύ μεγάλη. Στην αρχή, με τη γυναίκα μου, μέναμε σε ένα δωμάτιο.
Γενικά όμως μπορώ πω ότι πέρασα καλά στη ζωή μου. Απέκτησα δυο γιους, τον
Βασίλη και τον Χάρη. Από τον Βασίλη έχω δύο εγγόνια που λατρεύω. Την Αγγελική
και τον Θανασάκο.
Γι το τι κρατάει από
τη ζωή του;
«Ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω».