Γιατί ο Μαρκ Τσάπμαν σκότωσε τον Τζον Λένον


Ποιός ήταν ο δολοφόνος του Λένον και γιατί αποφάσισε να τον σκοτώσει. Οι εμμονές,  η οργή για μια ατάκα του και ο Φύλακας στη Σίκαλη

«Ήταν πολύ καλός μαζί μου. Είναι ειρωνικό. Πολύ καλός και πολύ υπομονετικός με εμένα. Η λιμουζίνα τον περίμενε και αυτός πήρε τον χρόνο του μαζί μου. Έπιασε το στυλό και υπέγραψε το άλμπουμ που του έδωσα. Με ρώτησε αν χρειάζομαι κάτι άλλο. Του είπα "οχι, όχι κύριε" και έφυγε. Πολύ εγκάρδιος και καλός άνθρωπος» θα πει ο Μαρκ Τσάπμαν για την πρώτη του συνάντηση με τον Τζον Λένον. Ήταν λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα την 8η Δεκεμβρίου 1980. Περίπου έξι ώρες μετά θα τον πυροβολούσε πισώπλατα. Αυτή είναι η ιστορία του δολοφόνου του θρυλικού καλλιτέχνη.

Ο Φύλακας στη Σίκαλη

O Μαρκ Ντέιβιντ Τσάπμαν γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1955 στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του νοσοκόμα. «Ζούσα με τον φόβο του πατέρα μου. Ήταν κακοποιητικός απέναντι στη μητέρα μου και δεν έδειχνε αγάπη σε εμένα και την αδελφή μου» θα πει ο ίδιος. Στα 14 του άρχισε να παίρνει ναρκωτικά και να μην παρακολουθεί τα σχολικά μαθήματα. Για ένα διάστημα δύο εβδομάδων έφυγε από το σπίτι και έζησε στους δρόμους της Ατλάντα. Το 1971 άρχισε να ασχολείται ενεργά με τη θρησκεία και μοίραζε Βίβλους. Δούλεψε ως επιτηρητής σε κατασκήνωση στη Τζόρτζια και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής με τα παιδιά που τον αποκαλούσαν «Νίμο» (Nemo).

Ορόσημο για τη ζωή του αποτελεί η στιγμή που διάβασε το κλασικό βιβλίο της αμερικάνικης λογοτεχνίας «Ο Φύλακας στη Σίκαλη» του Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ. Τον επηρέασε πάρα πολύ και κατά δήλωση του αποφάσισε να ζήσει όπως ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, Χόλντεν Κόλφιλντ. Μετά το σχολείο μετακόμισε στο Σικάγο και εργάστηκε στον οργανισμό World Vision. Δούλεψε με Βιετναμέζους πρόσφυγες, ταξίδεψε στον Λίβανο και συναντήθηκε ακόμα και με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζέραλντ Φορντ.

Όσο περνούσαν τα χρόνια ο Τσάπμαν γινόταν πιο θρησκόληπτος και έφτασε στο σημείο να νιώθει τύψεις για το γεγονός ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις. Παρουσίασε αυτοκτονικές τάσεις και έφυγε από τη δουλειά του. Το 1977 μετακόμισε στη Χαβάη και εργάστηκε ως φύλακας. Λίγο μετά την εγκατάσταση του στο νησί έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Συνέδεσε την εξάτμιση του αυτοκινήτου του με λάστιχο και το έβαλε στην καμπίνα. Το λάστιχο όμως έλιωσε και ο Τσάπμαν απλά έχασε τις αισθήσεις του. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου διαγνώστηκε με κατάθλιψη. Το 1973, αφού είδε την ταινία «Around the World in 80 Days», αποφάσισε να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Μέσα σε έξι εβδομάδες επισκέφθηκε το Τόκιο, τη Σεούλ, το Χονγκ Κόνγκ, τη Σιγκαπούρη, τη Μπανγκόκ, το Δελχί, τη Βηρυτό, τη Γενεύη, το Λονδίνο, το Παρίσι και το Δουβλίνο. Στο ταξιδιωτικό γραφείο που απευθύνθηκε εργαζόταν η Αμερικανοϊαπωνέζα, Γκλόρια Άμπε. Ερωτεύτηκαν και στις 2 Ιουνίου 1979 παντρευτηκαν.

Μετά από έναν καυγά ο Τσάπμαν απολύθηκε από το νοσοκομείο όπου εργαζόταν και έπιασε δουλειά ως νυχτοφύλακας. Εκείνη την περίοδο άρχισε να πίνει και οι εμμονές του εντάθηκαν. Μιλούσε συνέχεια για τέχνη, για τον Φύλακα στη Σίκαλη και τον Τζον Λένον. Τον Σεπτέμβριο του 1980 σε μια επιστολή που έστειλε στη φίλη του Λίνα Άιρις έγραψε ότι νιώθει ότι τρελαίνεται...

Η απόφαση

Οι εμμονές του Τσάπμαν με τη θρησκεία και τον Φύλακα στη Σίκαλη τον οδήγησαν στο να στοχοποιήσει τον Λένον.

«Άκουγα τη μουσική του και εξοργιζόμουν μαζί του γιατί έλεγε ότι δεν πιστεύει στον Θεό. Ότι πιστεύει μόνο και εαυτό του και την Γιόκο και όχι στους Beatles. Ήταν κάτι που με θύμωνε παρότι ο συγκεκριμένος δίσκος με το τραγούδι "God" είχε κυκλοφορήσει πριν δέκα χρόνια. Ήθελα να ουρλιάξω δυνατά: Ποιός νομίζει ότι είναι και λέει τέτοια πράγματα για τον Θεό, τον Παράδεισο και τους Beatles; Να λέει ότι δεν πιστεύει στον Ιησού και τέτοια πράγματα. Εκείνη την περίοδο το μυαλό μου ήταν σκοτεινό γεμάτο θυμό και οργή. Όλα αυτά ενώ βρισκόμουν σε αυτό το περιβάλλον του Φύλακα στη Σίκαλη και είχα την νοοτροπία του Χόλντεν Κόλφιλντ κατά των ψεύτικων ανθρώπων» θα πει ο Τσάπμαν. Η δήλωση του Λένον (το 1966) πως οι Beatless είχαν γίνει πιο δημοφιλείς από τον Ιησού γύριζε συνέχεια στο μυαλό του.

Αυτό που επίσης εξόργιζε τον Τσάπμαν ήταν το γεγονός ότι θεωρούσε τον Λένον υποκριτή,. «Μας έλεγε να φανταστούμε μια ζωή χωρίς υπάρχοντα και αυτός είχε εκατομμύρια δολάρια και γιότ και φάρμες. Γελούσε με τους ανθρώπους σαν κι εμένα που είχαν πιστέψει τα ψέματα του, αγόραζαν τους δίσκους και είχαν χτίσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους γύρω από τη μουσική του» θα πει ο Τσάπμαν. 

To πιθανότερο σενάριο είναι να αποφάσισε να δολοφονήσει τον Λένον στα τέλη του καλοκαιριού του 1980. Τον Οκτώβριο ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη με σκοπό να βρει τον καλλιτέχνη. Είχε μαζί το όπλο του, ένα 38άρι ρεβόλβερ. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι βλέποντας την ταινία «Ordinary People» αποφάσισε να μην προχωρήσει το σχέδιο του. Επέστρεψε στην Χαβάη και εκμυστηρεύτηκε στη σύζυγο του ότι έχει εμμονή με τον Λένον και τη δολοφονία του. Της έδειξε το όπλο και τις σφαίρες. Αυτή όμως δεν επικοινώνησε με την αστυνομία ή κάποιον ψυχίατρο.

«Έβλεπα τηλεόραση και ξαφνικά το μήνυμα "ου φονεύσεις" εμφανιζόταν. Το έβλεπα και σε έναν τοίχο. Έκλεισα ραντεβού με έναν ψυχολόγο αλλά ποτέ δεν πήγα» λέει ο Τσάπμαν. Στις 6 Δεκεμβρίου 1980 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. «Σκεφτόμουν να ανέβω στο Άγαλμα της Ελευθερίας και να πέσω αλλά δεν το έκανα» θα υποστηρίξει. Την 7η Δεκεμβρίου τριγυρνούσε στην πόλη. Σε έναν σταθμό του μετρό προσέγγισε τον τραγουδιστή Τζέιμς Τέιλορ και σε έντονο ύφος άρχισε να του μιλάει για τον Τζον Λένον. «Με είχε ουσιαστικά κολλήσει στο τοίχο. Ήταν ιδρωμένος και μιλούσε τρομακτικά για τον Λένον. Μου είπε ότι θα ερχόταν σε επαφή μαζί του» θα πει ο Τέιλορ. Το βράδυ εκείνη της ημέρα τηλεφώνησε στη σύζυγο του και συμφώνησαν ότι πρέπει να ζητήσει βοήθεια για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Της είπε ότι πρώτα πρέπει να δουλέψει πάνω στη σχέση του με τον Θεό...


8 Δεκεμβρίου 1980

Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου ο Τσάπμαν έφυγε από το δωμάτιο του στο ξενοδοχείο Σέρατον. Άφησε πίσω προσωπικά του είδη τα οποία ήθελε να βρει η αστυνομία. Αγόρασε ένα αντίτυπο του Φύλακα στη Σίκαλη στο οποίο έγραψε "Αυτή είναι η κατάθεση μου" υπογράφοντας σαν Χόλαντε Κόλφιλντ.

Κατευθύνθηκε στο κτίριο Ντακότα, στο οποίο έμενε ο Λένον με την Γιόκο Όνο. Δεν τον είδε να βγαίνει από ένα ταξί και να μπαίνει στο κτίριο. Συνομίλησε με τον θυρωρό και με θαυμαστές του Λένον που βρίσκονταν εκεί. Αργότερα συνάντησε την οικονόμο του Λένον που γύρισε στο σπίτι μαζί με τον 5χρονο γιό του καλλιτέχνη Σον. Στάθηκε μπροστά στην οικονόμο, έπιασε το χέρι του παιδιού και του είπε ότι είναι ένα όμορφο αγόρι.

Μέσα στο διαμέρισμα ο Λένον και η Όνο φωτογραφίζονταν από την Άνι Λίμποβιτς για το εξώφυλλο του περιοδικού Rolling Stone. Από αυτή τη φωτογράφιση προέκυψε και η θρυλική πλέον εικόνα του γυμνού Λένον να αγκαλιάζει τη Γιόκο Όνο. Η Λίμποβιτς έφυγε από το διαμέρισμα στις 15:30 και στη συνέχεια ο Λένον έδωσε την τελευταία συνέντευξη της ζωής του μιλώντας στον dj Ντέιβ Σόλιν. 

Στις 17:00 βγήκαν από το διαμέρισμα με προορισμό το στούντιο Record Plant. Στην είσοδο του κτιρίου συνάντησαν τον Τσάπμαν. Κρατούσε το άλμπουμ του Λένον «Double Fantasy» και ζήτησε αυτόγραφο. Όταν ο καλλιτέχνης υπέγραφε ο ερασιτέχνης φωτογράφος Πολ Γκόρες τράβηξε κάποιες λήψεις. Σε μια από αυτές φαινόταν και ο Τσάπμαν (κεντρική φωτό).

Όταν πια ο Λένον μπήκε στη λιμουζίνα ο Τσάπμαν ζήτησε από τον Γκόρες να μείνει για να μιλήσουν. Ο φωτογράφος τον απέφυγε. Λίγο μετά ζήτησε από μια κοπέλα να βγουν το βράδυ και έλαβε αρνητική απάντηση. Ο Τσάπμαν δήλωσε πως αν ένας από τους δύο του έλεγε «ναι» δεν θα δολοφονούσε τον Λένον. Ήταν όμως τέτοια η εμμονή του που πιθανότατα θα το επιχειρούσε μια άλλη μέρα.


Η δολοφονία

Λένον και Όνο έμειναν στο Record Plant για αρκετές ώρες. Επέστρεψαν στο κτίριο Ντακότα περίπου στις 22:50. Ο Λένον ήθελε να πει καληνύχτα στον γιό του και στη συνέχεια θα πήγαινε με τη σύντροφο του στο εστιατόριο Stage Deli. H λιμουζίνα τους σταμάτησε στην 72η οδό και κατέβηκαν. Ο Τσάπμαν τους περίμενε στην αψιδωτή είσοδο του κτιρίου (φωτό). Πρώτα είδε την Όνο και την χαιρέτησε με ένα κούνημα του κεφαλιού. Ακολούθησε ο Λένον ο οποίος τον κοίταξε για λίγο, πιθανότατα γιατί τον θυμήθηκε από την απογευματινή τους συνάντηση.

Ο καλλιτέχνης είχε προχωρήσει κάποια βήματα όταν ο Τσάπμαν έβγαλε το όπλο του και σημάδεψε. Δεν του είπε τίποτα και τον πυροβόλησε πέντε φορές στην πλάτη από απόσταση περίπου τριών μέτρων.

Μόνο η μία σφαίρα αστόχησε. Δύο βρήκαν τον Λένον στο κέντρο της πλάτης και άλλες δύο στον αριστερό ώμο. Έκανε πέντε βήματα, είπε "με πυροβόλησαν, με πυροβόλησαν" και έπεσε σκορπίζοντας τις κασέτες που κρατούσε στα χέρια του. Από το στόμα του έτρεχε αίμα.

Ο θυρωρός του κτιρίου, Χοσέ Περδόμο χτύπησε στο χέρι τον Τσάπμαν και στη συνέχεια κλότσησε μακριά το όπλο. Ο συντηρητής του Ντακότα, Τζέι Χάστινγκς προσπάθησε να βοηθήσει τον Λένον αλλά αιμορραγούσε ακατάσχετα.

Ο Τσάπμαν έβγαλε το παλτό του και έμεινε ακίνητος. Φορούσε ένα μπλουζάκι που είχε κυκλοφορήσει για την προώθηση του άλμπουμ του Τοντ Ράντγκρεν «Hermit of Mink Hollow». Ο Περδόμο φώναξε στον Τσάπμαν: «Καταλαβαίνεις τι έκανες;». «Μόλις πυροβόλησα τον Τζον Λένον» του απάντησε κυνικά. 

Ο αστυφύλακες Στίβεν Σπίρο και Πίτερ Κούλεν ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στο σημείο. Βρήκαν τον Τσάπμαν να στέκεται να διαβάζει τον Φύλακα στη Σίκαλη. Του πέρασαν χειροπέδες και τον έβαλαν στο περιπολικό. «Μας απολογήθηκε που μας κατέστρεψε τη βραδιά. Γύρισα και του είπα: Πρέπει να με κοροϊδεύεις. Ανησυχείς για τη βραδιά μας; Ξέρει τι μόλις έκανες στη ζωή σου;» θυμάται ο Κούλεν.

Ενώ ο Λένον ήταν ξαπλωμένος και αιμορραγούσε στο σημείο έφτασαν ακόμα τέσσερις αστυνομικοί. Τον έβαλαν στο περιπολικό για να τον μεταφέρουν στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Μαζί του πήγαν οι αστυφύλακες Μοράν και Γκέιμπλ. Ο πρώτος τον ρώτησε: «Είσαι ο Τζον Λένον;». Έβγαλε έναν πνιχτό ήχο και έχασε τις αισθήσεις του. Στο νοσοκομείο έγινε μεγάλη προσπάθεια να τον επαναφέρουν αλλά η μάχη είχε ήδη χαθεί. Στο πιστοποιητικό θανάτου που εκδόθηκε αναφέρεται ότι ο καλλιτέχνης ήταν νεκρός την ώρα της άφιξης του στο νοσοκομείο.

Η είδηση της δολοφονίας του ανακοινώθηκε για πρώτη φορά από το τηλεοπτικό δίκτυο ABC  κατά τη διάρκεια της μετάδοσης ενός αγώνα αμερικάνικου ποδοσφαίρου μεταξύ των New England Patriots και των Miami Dolphins. Ένας παραγωγός του καναλιού έτυχε να βρίσκεται στο νοσοκομείο την ώρα που έφτασε το περιπολικό με τον Λένον.


Δίκη και φυλακή

Κατά την κατάθεση του Τσάπμαν ομολόγησε ότι χρησιμοποίησε συγκεκριμένου τύπου σφαίρες για να είναι σίγουρος ότι ο Λένον δεν θα επιζήσει. Η νομική του ομάδα ζήτησε ψυχιατρική αξιολόγηση και προσπάθησε να πείσει το δικαστήριο ότι πάσχει από σχιζοφρένεια. Ο ίδιος ο Τσάπμαν όμως σαμποτάρισε αυτή την προσπάθεια. Στις 22 Ιουνίου 1981 δήλωσε ένοχος. «Μου είπε ο Θεός να το κάνω και δεν θα αλλάξω αυτή τη δήλωση μου ούτε θα καταθέσω έφεση ανεξαρτήτως της ποινής» τόνισε. Στις 24 Αυγούστου 1981 το δικαστήριο συνεδρίασε για να του ανακοινώσει την ποινή. Όταν ο δικαστής τον ρώτησε αν θέλει να πει κάτι σηκώθηκε και διάβασε ένα μικρό απόσπασμα από τον Φύλακα στη Σίκαλη. Καταδικάστηκε σε ελάχιστη ποινή φυλάκισης 20 ετών. 

Τα πρώτα έξι χρόνια αρνήθηκε κάθε αίτημα για συνέντευξη καθώς, όπως είπε αργότερα, δεν ήθελε να φανεί ότι σκότωσε τον Λένον για να γίνει διάσημος. Έως σήμερα έχει μιλήσει πολύ λίγες φορές και επιμένει πως ήταν ένας συνδυασμός πραγμάτων που τον οδήγησαν στο να δολοφονήσει τον Λένον. Οι θρησκευτικές του αντιλήψεις, η απογοήτευση του για τον τρόπο ζωής του καλλιτέχνη και η εμμονή του με τον Φύλακα στη Σίκαλη. Θεωρείται πάντως δεδομένο ότι την περίοδο του εγκλήματος αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Δώδεκα απορρίψεις

Το 2000, μετά από είκοσι χρόνια στη φυλακή, ο Τσάπμαν απέκτησε το δικαίωμα να καταθέσει αίτημα αποφυλάκισης με αναστολή. Το έκανε άμεσα και απορρίφθηκε μετά από ακρόαση πενήντα λεπτών. Ακολούθησαν ακόμα δέκα αιτήματα (2002, 2004, 2006, 2008, 2010, 2012, 2014, 2016, 2018 και 2020). Απορρίφθηκαν όλα. Σε κάθε ακρόαση του αναγνωριζόταν ότι έχει δείξει καλή συμπεριφορά στη φυλακή αλλά δεν ήταν αρκετό για να επιστρέψει στο κοινωνικό σύνολο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν αποφυλακίζεται λόγω του ότι το θύμα του ήταν τόσο αγαπητό και διάσημο και κανείς δικαστής δεν θέλει να πάρει το βάρος πάνω του. Τον Αύγουστο του 2022, σε ηλικία 67 ετών πλέον, κατέθεσε νέο αίτημα. 

«Εκείνο το διάστημα η δολοφονία του Λένον ήταν η μεγάλη απάντηση μου σε όλα τα ερωτήματα που είχα. Δεν θα ήμουν πλέον ένας κανένας. Δεν θα κατηγορήσω κάποιον κάτι για το γεγονός ότι βρίσκομαι εδώ. Ήξερα τι έκανε και ήξερα ότι είναι κακό. Ήξερα ότι είναι λάθος αλλά ήθελα τι δόξα τόσο πολύ που ήμουν πρόθυμος να κάνω το οτιδήποτε, να αφαιρέσω και μια ανθρώπινη ζωή. Υπήρχε κακό στην καρδιά μου. Ήθελα να είμαι κάποιος και τίποτα δεν θα με σταματούσε. Πλήγωσα πάρα πολύ κόσμο και αν κάποιος θέλει να με μισεί το καταλαβαίνω» είπε στην επιτροπή. Το αίτημα του απορρίφθηκε…