Το νόμισμα της γειτονικής χώρας έχει χάσει πάνω από το 40% της αξίας του. Ο ρόλος του Ερντογάν, οι προβλέψεις και η έκθεση στην Ευρωζώνη
Στις 30 Νοεμβρίου 2021 η τουρκική λίρα έφτασε στο απόλυτο χαμηλό της έναντι των ισχυρών νομισμάτων. Για να αγοράσεις ένα δολάριο χρειαζόσουν 13,51 τουρκικές λίρες και ένα ευρώ 15,30. Η Τουρκία έχει βυθιστεί σε μια πρωτοφανή νομισματική κρίση με την λίρα να έχει χάσει πάνω από το 40% της αξίας της έναντι του δολαρίου μέσα στο 2021. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό και τι αναφέρουν οι προβλέψεις για το μέλλον της οικονομίας της γειτονικής μας χώρας;
Η μείωση του επιτοκίου
Η πρόσφατη νομισματική κατάρρευση προκλήθηκε από την απόφαση της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας, στις 18 Νοεμβρίου, να χαμηλώσει το βασικό επιτόκιο για μια ολόκληρη μονάδα (από το 16% στο 15%). Ήταν η τρίτη μείωση από το Σεπτέμβριο και ήδη έχει ανακοινωθεί πως θα γίνει μια ακόμα μέσα στον Δεκέμβριο.
Όταν μια κεντρική τράπεζα μειώνει τα επιτόκια τότε το χρήμα γίνεται πιο φθηνό προς δανεισμό αλλά παράλληλα χάνει την αξία του έναντι των άλλων νομισμάτων. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος της ανάπτυξης μιας οικονομίας μόνο αν ο πληθωρισμός είναι πολύ χαμηλός.
Θεωρητικά τα χαμηλά επιτόκια ενθαρρύνουν τον κόσμο να δανειστεί περισσότερο και να αγοράσει προϊόντα. Παράλληλα πιο εύκολα δανείζονται και οι επιχειρήσεις ώστε να επεκταθούν και να προσλάβουν περισσότερους υπαλλήλους.
Τα χαμηλά επιτόκια κάνουν επίσης τις εξαγωγές λιγότερες ακριβές άρα πιο ανταγωνιστικές σε σύγκριση με άλλες χώρες. Όλο αυτό το πακέτο, σε θεωρητικό επίπεδο πάντα, ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη.
Η παγίδα του
πληθωρισμού
Γιατί όμως δεν λειτούργησε για την τουρκική λίρα; O πληθωρισμός στη γειτονική χώρα «τρέχει» αυτή τη στιγμή με περίπου 20% και είναι αδύνατο έτσι να λειτουργήσει η πολιτική των μειωμένων επιτοκίων. Όπως όλες οι οικονομίες παγκοσμίως έτσι και η τουρκική δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από την άνοδο των τιμών στις μεταφορές, την τροφοδοσία και τα υλικά.
Όταν λοιπόν μειώνεις το βασικό επιτόκιο με τον πληθωρισμό τόσο ψηλά θεωρείται δεδομένο ότι θα τον ενισχύσεις. Από τις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες μόνο η Τουρκία επιμένει σε μείωση του βασικού επιτοκίου. Χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Ρωσία, η Βραζιλία, το Μεξικό και η Ουγγαρία το αύξησαν για να σταθεροποιήσουν τον πληθωρισμό.
Θυσία στα νούμερα της
ανάπτυξης
Όλα ξεκινούν από την εμμονή του Ταγίπ Ερντογάν με τα ποσοστά ανάπτυξης και την πίστη ότι το χαμηλό επιτόκιο θα αποτελέσει αντίβαρο στον πληθωρισμό και θα προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη με εξαγωγές και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Ο Τούρκος πρόεδρος αντιτείνει ότι η οικονομία της χώρας είχε στο τρίτο τρίμηνο του 2021 ανάπτυξη 7,4% και οι εξαγωγές πήγαν πολύ καλά.
Αυτό όμως δεν μεταφράζεται σε καλύτερη καθημερινότητα για τον Τούρκο πολίτη που βλέπει τα χρήματα του να χάνουν την αξία τους και τα πάντα να είναι πιο ακριβά.
Ο κατώτατος καθαρός μηνιαίος μισθός στην Τουρκία (2.825,90 λίρες) ισοδυναμούσε την 1η Ιανουαρίου με περίπου 380 δολάρια. Σήμερα δεν αξίζει πάνω από 215.
Τεράστιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι επιχειρήσεις που πρέπει να εισάγουν υλικά και προϊόντα. Με τόσο ανίσχυρη λίρα το κόστος έχει εκτοξευθεί και έχει περάσει στον καταναλωτή. Είδη βασικά πρώτης ανάγκης και ενέργεια είναι πλέον απλησίαστα για τους Τούρκους των οποίων το εισόδημα πλέον δεν αρκεί και οι αποταμιεύσεις μειώνονται.
Με την τουρκική οικονομία να είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από την εξωτερική χρηματοδότηση οι επιχειρήσεις που έχουν χρέη σε ευρώ ή δολάριο βλέπουν το κόστος αποπληρωμής να εκτοξεύεται όσο αποδυναμώνεται το νόμισμα τους. Όσο για την ανάπτυξη οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν ότι και αυτή θα επηρεαστεί από την συρρίκνωση της αξίας της λίρας.
Παρεμβατισμός και έλλειψη
εμπιστοσύνης
Ποιος είναι όμως ο ρόλος του Ερντογάν σε όλη αυτή την κρίση. Η πολιτική της μείωσης του βασικού επιτοκίου είναι επιλογή του Τούρκου προέδρου. Τα τελευταία δύο χρόνια έχει απολύσει τρεις διευθυντές της κεντρικής τράπεζας που διαφωνούσαν με την τακτική του. Ο τελευταίος, ο Νάτσι Άγκμπαλ είχε καταφέρει να σταθεροποιήσει το νόμισμα αλλά ο Ερντογάν του έδειξε την πόρτα της εξόδου μόλις τέσσερεις μήνες αφότου ανέλαβε.
Ο παρεμβατισμός του Τούρκου προέδρου έχει προκαλέσει κρίση στην εμπιστοσύνη των επενδυτών οι οποίοι βλέπουν πως οι πολιτικοί στόχοι ορίζουν το πώς θα κινηθεί η χώρα στο θέμα του επιτοκίου και όχι οι οικονομικές σταθερές.
«Αυτό που κάνουμε είναι
σωστό»
Παρά την κατάρρευση του νομίσματος ο Ερντογάν επιμένει και κατά την πάγια τακτική του μιλάει για εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς που προσπαθούν να σαμποτάρουν την τουρκική οικονομία. Σε ομιλία του στις 22 Νοεμβρίου 2021 τόνισε ότι η Τουρκία «βρίσκεται σε έναν οικονομικό πόλεμο ανεξαρτησίας και θα κερδίσει». Την 1η Δεκεμβρίου εμφανίστηκε πιο ήπιος λέγοντας: «Αυτό που κάνουμε είναι σωστό. Ακολουθήσαμε και ακολουθούμε ένα σχέδιο πολιτικά παρακινδυνευμένο, αλλά σωστό». Οι δηλώσεις του όμως προκαλούν ελεύθερη πτώση της λίρας καθώς εμφανίζεται να μην ενδιαφέρεται για τα οικονομικά δεδομένα αλλά μόνο για τα πολιτικά εν όψει και τον εκλογών το 2023.
Τι ακολουθεί;
Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι τι θα φέρει το μέλλον στην τουρκική οικονομία. Ο Ερντογάν δεν φαίνεται διατεθειμένος να αλλάξει πολιτική. Εμφανίζεται πεπεισμένος πώς θα βγει νικητής (και) από αυτή την κατάσταση. Όπως αναφέρουν αναλυτές «αντιμετωπίζει την κατάσταση σαν έναν ακόμα μεγάλο σκόπελο που θα περάσει και επιστρέψει στη νηνεμία που τελικά θα του δώσει την εκλογική νίκη». Ως τώρα πάντως δεν δικαιώνεται και για να πάρει «ανάσες» χρειάστηκε να βάλει νερό στο κρασί του σε διάφορα θέματα όπως συνέβη στην πρόσφατη συμφωνία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αυτό όμως δεν φαίνεται αρκετό με δεδομένο ότι επικείμενη ενίσχυση του δολαρίου θα συρρικνώσει ακόμα περισσότερο την αξία της λίρας.
Ισπανία η πιο εκτεθειμένη
Όσο για την έκθεση των χωρών της Ευρωζώνης στην Τουρκία η χώρα που επηρεάζεται ήδη και έχει το μεγαλύτερη ενδιαφέρον είναι η Ισπανία. Οι ισπανικές τράπεζες έχουν δανείσει 63 δισ. στην Τουρκία και αυτό αποτελεί εξήγηση για την πρόσφατη επίσκεψη του Πέδρο Σάντσεθ στη γειτονική μας χώρα και τις συμφωνίες που σύναψε με τον Ερντογάν. Η Γαλλία ακολουθεί με 26 δισ., η Γερμανία με 14 και η Ιταλία με έξι. Από το 2018 όμως όλες οι χώρες της Ευρωζώνης έχουν ακολουθήσει μια πολιτική περιορισμού της έκθεσης τους στην τουρκική οικονομία βλέποντας τις ανορθόδοξες τακτικές του Ερντογάν.
Το μεγάλο ρίσκο
Η οικονομία είναι το μεγάλο στοίχημα του Τούρκου προέδρου. Ένα ρίσκο του οποίου τα αποτελέσματα βιώνουν καθημερινώς οι πολίτες της χώρας. Ο Ερντογάν έχει τζογάρει πολλές φορές και έχει κερδίσει τις περισσότερες (κόντρα με τον Τράμπ, σχέσεις με Ρωσία, Συρία και Αζερμπατζάν). Νιώθει λοιπόν ότι θα επικρατήσει και πάλι τιθασεύοντας τον πληθωρισμό και εκτοξεύοντας τελικά την τουρκική οικονομία έως το 2023. Έως τώρα πάντως όχι μόνο δεν δικαιώνεται αλλά στη γειτονική χώρα ενισχύεται το αίσθημα για την ανάγκη κυβερνητικής αλλαγής μετά από περίπου είκοσι χρόνια.