Καλάβρυτα, 13 Δεκεμβρίου 1943


Η συγκλονιστική μαρτυρία του Αλέξη Μασούλα ο οποίος ως παιδί πέντε ετών υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της σφαγής

Ο Αλέξης Μασούλας γεννήθηκε το 1938. Στα πέντε του, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943, έζησε τη φρίκη, το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων. Επέζησε αλλά το τραύμα δεν επουλώθηκε ποτέ. Το 2016 μίλησε στην ιστοσελίδα Protagon.gr για τη μέρα της μεγάλης σφαγής. Μια συγκλονιστική μαρτυρία για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα των Ναζί στη χώρα μας.

 «Εκείνη την ημέρα οι καμπάνες χτύπησαν πολύ νωρίς το πρωί. Ημουν στο σπίτι των θείων μου. Μας ειδοποίησαν να κατέβουμε όλοι στο δημοτικό σχολείο με τροφή για μια ημέρα και μια κουβέρτα. Κανένας δεν γνώριζε το γιατί. Οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι οι Γερμανοί θα έπαιρναν ομήρους τους άντρες. Το ίδιο έλεγε και ο θείος μου που είχε και ένα πρόβλημα αναπηρίας. Το σπίτι μας ήταν από τα μεγαλύτερα στα Καλάβρυτα γιατί η οικογένεια του πατέρα μου είχε 13 παιδιά. Στη βάση της σκάλας λοιπόν υπήρχε μια αποθηκούλα. Φεύγοντας, η θεία μου είπε στον άντρα της να μπει εκεί για να κρυφτεί. Αυτός αρνήθηκε: “Δεν θα μας κάνουν τίποτα”. Στο σχολείο έγινε ο διαχωρισμός. Τους άντρες του έβαζαν δεξιά στο προαύλιο και τις γυναίκες με τα μικρά παιδιά αριστερά. Αμα το παιδί ήταν λίγο πιο ψηλό, το έβαζαν με τους άντρες. Εγώ φυσικά πήγα μαζί με τις γυναίκες. Ημουν μόλις 5 ετών. Θυμάμαι ένα μεγαλύτερο παιδί που ήρθε μαζί μας γιατί κατάφερε να μπει κάτω από την ποδιά της μάνας του.

«Γυναίκες πετούν τα παιδιά τους από το παράθυρο για να τα σώσουν»

Μπήκαμε στο σχολείο και μας έκλεισαν εκεί. Τους άντρες, όπως μάθαμε αργότερα, τους ανέβασαν ψηλά, στον τόπο της εκτέλεσης. Ισως φοβούμενοι τους αντάρτες, κράτησαν εμάς κλεισμένους σαν αιχμαλώτους. Δεν είχαμε ιδέα τι θα συμβεί.  Σύντομα άρχισαν να μας πνίγουν πυκνοί καπνοί. Επικράτησε πανικός. Μετά από λίγο άρχισε να καίγεται και το πάτωμα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να βάλουν φωτιά και στο σχολείο με τα γυναικόπαιδα. Αυτό δεν έχει ακουστεί. Θυμάμαι γυναίκες να πηδούν από τα παράθυρα, να πετούν τα παιδιά τους για να τα σώσουν. Νομίζαμε ότι θα πεθάνουμε μέχρι που κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα από την πίεση. Ο φρουρός δεν αντέδρασε. Κανείς δεν ξέρει γιατί. Εγώ με την θεία μου και μια ψυχοκόρη που είχε, λίγο μεγαλύτερη από εμένα, κρυφτήκαμε σε ένα χαντάκι. Βλέπαμε όλα τα σπίτια στα Καλάβρυτα να καίγονται. Μετά από λίγη ώρα ακούσαμε τραγούδια και τις μπότες του γερμανικού αποσπάσματος. Κατέβαιναν από τον τόπο της εκτέλεσης.

Καπούτ...

Η θεία μου, που ήταν ένας πολύ τολμηρός άνθρωπος, βγήκε από το χαντάκι και έτρεξε προς τον επικεφαλής του αποσπάσματος. Τον ρώτησε σχεδόν απειλητικά «που είναι οι άντρες;». Αυτός της έδειξε προς τον λόφο και της είπε μία λέξη: «καπούτ». Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε προς τον λόφο. Στον δρόμο συναντήσαμε και άλλες γυναίκες που έτρεχαν πανικόβλητες στην ανηφόρα. Αυτό που αντικρίσαμε τότε, δεν περιγράφεται. Ηταν ένας σωρός από κομμάτια ανθρώπων. Οι στρατιώτες των ναζί είχαν στήσει πολυβόλα και ένας είχε ανέβει σε μία ταράτσα για να δώσει το σήμα. Οι άντρες δεν ήξεραν ότι θα τους εκτελούσαν. Ο γυμνασιάρχης του σχολείου ήξερε γερμανικά και πήγε να μιλήσει με τους στρατιώτες. Τους ρώτησε τι θα τους έκαναν. “Δεν θα σας κάνουμε τίποτα” ήταν η απάντηση. “Σας δίνω τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής” του είπε ένας επικεφαλής. Εμαθα και για μια άλλη ιστορία με ένα μικρό παιδί που μετά τα πρώτα πυρά έτρεξε προς τους Γερμανούς και έπεσε στα πόδια κάποιου φωνάζοντας “είμαι παιδί, μην με σκοτώσετε”. Ο γερμανός στρατιώτης το κλώτσησε και το πυροβόλησε χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Μάζευαν κομμάτι κομμάτι τα σώματα των αγαπημένων τους προσώπων»

Αφού θέρισαν τα πολυβόλα, άρχισε η χαριστική βολή από την οποία σκοτώθηκαν και οι περισσότεροι. Ο θείος μου πέθανε από χαριστική βολή στα χέρια μας. Η εικόνα που είδα εκεί πραγματικά δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Ηταν ένας σωρός από εκατοντάδες πτώματα. Μερικοί ακόμα βογκούσαν από τα τραύματα, άλλοι προσπαθούσαν να κουνηθούν προτού ξεψυχήσουν. Οι γυναίκες που έφτασαν στον τόπο της σφαγής τσαλαβουτούσαν ανάμεσα σε πτώματα για να βρουν τους δικούς τους. Θυμάμαι γυναίκες να μαζεύουν κομμάτι κομμάτι τα σώματα των αγαπημένων τους προσώπων. Εμένα η θεία μου δεν με άφησε να μπω ανάμεσα στα πτώματα. Οι σκηνές όμως δεν σβήνουν. Ο θείος μου ήταν κάτω από πολλά άψυχα σώματα με τρεις ή τέσσερις σφαίρες στο πρόσωπό και την καρωτίδα. Είχαμε μαζί μας μια κουβέρτα, τον τυλίξαμε και κατεβήκαμε στο νεκροταφείο. Εκανε φοβερό κρύο και το χώμα ήταν παγωμένο όμως έπρεπε να τον θάψουμε. Ολες οι γυναίκες έσκαβαν με τα χέρια και με κάποιες μυτερές πέτρες. Μείναμε τρία με τέσσερα βράδια στο νεκροταφείο για να μην έρθουν τα τσακάλια και ορμήσουν στα πτώματα. Κάθε γυναίκα έθαβε τους δικούς της, τον άντρα της, τα παιδιά της. Ακουγες έναν συνεχή θρήνο, άναρθρες κραυγές και κατάρες.

Πριν τη σφαγή

Αυτά που έγιναν πριν από την σφαγή των Καλαβρύτων, για μένα έχουν μεγάλη σημασία. Στα μέσα Οκτωβρίου του 1943 έγινε μια μάχη στην Κερπινή. Εκεί οι αντάρτες εγκλώβισαν έναν λόχο Γερμανών και πήραν περίπου 80 αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και τραυματίες. Οι γερμανοί έβγαλαν αμέσως μια ανακοίνωση με την οποία ζητούσαν να αντιμετωπιστούν οι αιχμάλωτοι ως “αιχμάλωτοι πολέμου”. Μάλιστα έλεγαν: “Μην τους σκοτώσετε γιατί τότε η επαρχία Καλαβρύτων θα σβήσει”. Ενα βράδυ λοιπόν κάποιοι αντάρτες πήγαν και πήραν τους τραυματίες αιχμαλώτους και τους εκτέλεσαν. Τους υπόλοιπους αιχμαλώτους τους περιέφεραν τις επόμενες ημέρες στην πόλη των Καλαβρύτων. Οι κάτοικοι τους ζητούσαν να σταματήσουν γιατί φοβόντουσαν για την ζωή τους. Οπως έγινε γνωστό αργότερα έγιναν κάποιες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αντάρτες και τους Γερμανούς για ανταλλαγή αιχμαλώτων που όμως δεν ολοκληρώθηκαν. Στις 8 Δεκεμβρίου οι αιχμάλωτοι Γερμανοί ήταν στα Μαζέικα. Εκεί έφτασε κάποιος αντάρτης που ήταν απεσταλμένος από τον καπετάν Μίχο, αξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας και διοικητή του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Τους είπε ότι ήταν διαταγή οι Γερμανοί να εκτελεστούν. Μάλιστα λέγεται ότι τους έστειλαν και μια αντάρτισσα για βοήθεια. Τους πήραν και τους πήγαν σε ένα μικρό χωριό, στο Μάζι και τους έριξαν από κάτι βάραθρα. Γλίτωσε μόνο ένας. Από εκεί και πέρα η τύχη των Καλαβρύτων ήταν προδιαγεγραμμένη. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι θα έκαναν οι Γερμανοί ναζιστές αν δεν είχαν εκτελεστεί οι αιχμάλωτοι. Είναι γεγονός ότι ακόμα και τις προηγούμενες ημέρες πριν φτάσουν στα Καλάβρυτα, είχαν προβεί σε απίστευτες φρικαλεότητες σε άλλες περιοχές. Ομως ειδικά μετά τα γεγονότα στο Μάζι, τα Καλάβρυτα δεν είχαν καμία τύχη.

«Μας σκοτώσατε τους άντρες, μας κάψατε τα σπίτια, δεν μας αφήνετε ήσυχες τώρα;»

Τις επόμενες ημέρες μετά την σφαγή ξεκίνησε ένας άλλος αγώνας, αυτός της επιβίωσης. Τα σπίτια μας ήταν καμένα, ήταν βαρυχειμωνιά και δεν είχαμε ρούχα ούτε φαγητό. Μέναμε σε υπόστεγα και κάποια χαμόσπιτα που είχαν γλιτώσει. Κάποια στιγμή η θεία μου συνάντησε μια φίλη της η οποία είχε ένα σπιτάκι στις παρυφές της πόλης. Πήγαμε εκεί και μείναμε. Οι Γερμανοί ακόμα και μετά την απίστευτη σφαγή και την καταστροφή της πόλης δεν συμπεριφέρθηκαν σαν στρατιώτες που απλά εκτελούσαν εντολές ανωτέρων. Θυμάμαι ότι έρχονταν τα βράδια, 2 και 3 ώρα για να τους μαγειρέψουμε κρέατα που είχαν μαζί τους. Η θεία μου κάποια μέρα πήγε στο διοικητήριο των Γερμανών για να βρει τον διοικητή. Του είπε σε σπαστά αγγλικά: “Μας σκοτώσατε τους άντρες, μας κάψατε τα σπίτια, δεν μας αφήνετε ήσυχες τώρα;”. Αυτός την ρώτησε τι συμβαίνει και του είπε για τους στρατιώτες που χτύπαγαν την πόρτα μετά τα μεσάνυχτα για να τους μαγειρέψουμε να φάνε. Ο διοικητής της είπε «εντάξει» και από τότε κανένας δεν μας ενόχλησε. »Μείναμε εκεί για λίγο καιρό ακόμα και μετά ταξιδέψαμε στην Αθήνα με τον πατέρα μου. Από τότε, σχεδόν κάθε χειμώνα ταξιδεύω στα Καλάβρυτα. Κάθε φορά είναι το ίδιο δύσκολο και επίπονο. Όμως ίσως θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο αν δεν βρισκόμουν εκεί. Εξάλλου σας είπα, οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάμε…»