Τι λένε οι ιστορικοί της νησιωτικής χώρας. Η επιστολή, ο καφές και οι 100 εθελοντές. Τι δείχνουν τα στοιχεία για την ιστορία στην οποία έχουμε πέσει... θύματα (σχεδόν) όλοι μας
Η Ελλάδα το 2021 γιορτάζει τα 200 χρόνια από την αρχή του αγώνα για την Ανεξαρτησία της. Στο πλαίσιο αυτό έχουν έρθει στο φως ξανά πολλές ιστορίες σχετικά με τα όσα συνέβησαν πριν κατά τη διάρκεια και μετά το 1821, όταν και ξεκίνησε επίσημα ο αγώνας για την απελευθέρωση. Μια από τις ιστορίες που ακούστηκε ξανά έντονα αφορά την προσφορά του μικρού κράτους της Αϊτής στον ελληνικό αγώνα.
Εδώ στον Janus
ένα χρόνο πριν τον εορτασμό της επετείου των 200 ετών είχαμε ασχοληθεί με το
θέμα της προσφοράς της Αϊτής. Αποδεδειγμένα, η Αϊτή είναι η πρώτη χώρα που
αναγνώρισε επίσημα την ελληνική επανάσταση και το δικαίωμα των Ελλήνων για
αυτοδιάθεση πολύ πριν το πράξει οποιοδήποτε άλλο κράτος στον κόσμο. Ωστόσο, μια
ακόμα άκρως διαδεδομένη ιστορία που συνοδεύει τα γεγονότα γύρω από την συμβολή
της Αϊτής στην ελληνική επανάσταση τελικά ελέγχεται γύρω από την ακρίβειά
της.
Πρόκειται για την αποστολή 100 εθελοντών από την Αϊτή ώστε
να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων καθώς και 45 τόνων καφέ. Αναζητώντας
κάποιος καλύτερα τις ιστορικές πηγές και φτάνοντας πίσω μέχρι τους σύγχρονους
με την Ελληνική Επανάσταση Αϊτινούς ιστορικούς μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι
πιθανότατα η ιστορία περί εθελοντών και καφέ μάλλον δεν συνέβη ποτέ.
Η αρχή της σχέσης
Αϊτής – Ελλάδας
Στις 20 Αυγούστου του 1821, λίγους μήνες αφού ξεκίνησε η
επανάσταση στην Ελλάδα η Ελληνική
Επιτροπή των Παρισίων και τα μέλη του «διευθυντηρίου» της με επικεφαλής τον Αδαμάντιο
Κοραή, μαζί με τους Κωνσταντίνο Πολυχρονιάδη, Αλέξανδρο Βογορίδη και Χρήστο
Κλωνάρη προσπαθούν να βρουν διακαώς χρηματοδότες για την επανάσταση αλλά και
σημαντικές προσωπικότητες που θα την αναγνωρίσουν. Έτσι, στέλνουν επιστολές
ζητώντας βοήθεια.
Μια από αυτές τις επιστολές έχει ως παραλήπτη τον ηγέτη της
Αϊτής, Ζαν Πιερ Μπουαγέ (ή Βόγιερ κατά τον τότε εξελληνισμό του ονόματος). Η
Αϊτή πολύ λίγα χρόνια πριν είχε αποκτήσει κι αυτή την ανεξαρτησία της (1
Ιανουαρίου 1804) με τους ντόπιους κατοίκους του νησιού να έχουν διώξει τους
Γάλλους εποίκους. Πρόκειται μάλιστα για το πρώτο ανεξάρτητο κράτος εγχρώμων στο
Νέο Κόσμο και το πρώτο που κατήργησε τη δουλεία (1794). Οι διαμάχες στη χώρα
συνεχίζονται μέχρι και το 1820 τόσο με τους Γάλλους πρώην εποίκους όσο και με
τους Ισπανούς. Ωστόσο μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον μιγά Μπουαγέ, η
κατάσταση έχει αρχίσει και ηρεμεί, αν και η χώρα είναι ακόμα βυθισμένη στη
φτώχεια ύστερα από τόσες δεκαετίες πολέμων.
Σε αυτήν την κατάσταση βρίσκει τον Μπουαγέ η επιστολή του
Κοραή με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1821. Οι Έλληνες ζητούν από την Αϊτή βοήθεια
με 30.000 τυφέκια ή χρήματα και στρατό. Η επιστολή κλείνει ως εξής:
«Γενναίοι Αϊτινοί, έχετε υποφέρει τους πόνους της δουλείας
που προ ολίγου σας βάραινε. Τέκνα της Αφρικής, της οποίας οι ακτές πρόσκεινται
σε εκείνες της Ελλάδος, ελάτε να μας βοηθήσετε· 30.000 τυφέκια και χρήματα μας
είναι απαραίτητα. Κι αν σε αυτό το δώρο ή δάνειο προσετίθετο η άφιξη ενός των
ταγμάτων σας, ορμώμενου από την καρδιά της Αμερικής, τούτο θα έφερνε τον τρόμο
στην ψυχή των λιπόψυχων βασανιστών μας. Το νησί της Ύδρας είναι το λιμάνι στο
οποίο μπορείτε να στείλετε την βοήθειά σας.
»Η Ελλάς θα σας ήταν υπόχρεη για αυτές τις θυσίες. Μια
τρυφερή φιλία θα παγιωνόταν ανάμεσα στους απογόνους σας και στους δικούς μας ως
τα βάθη των αιώνων. Θα τους κληροδοτήσουμε την ευγνωμοσύνη μας. Η ιστορία θα
επαναλαμβάνει στις μελλοντικές γενιές ότι η σημαία της Αϊτής, κυματίζουσα στην
Μεσόγειο, ήρθε να ενωθεί με εκείνη της αναστημένης Ελλάδος. Θα ήταν μια εποχή
δόξας για τα δύο έθνη, και ένας από τους ωραιότερους θριάμβους της δικαιοσύνης
και της ανθρωπιάς» .
Ο Μπουαγιέ απαντά στην επιστολή του Κοραή και των υπολοίπων
στις 15 Ιανουαρίου 1822. Η επιστολή του είναι ύψιστης σημασίας καθώς μέσα από
αυτή χαιρετίζει τον αγώνα των Ελλήνων και γίνεται ο πρώτος ηγέτης ανεξάρτητου
κράτους που αναγνωρίζει την Ελληνική Επανάσταση. Η επιστολή διασώθηκε στα
ελληνικά στον τέταρτο τόμο του βιβλίου του Ιωάννη Φιλήμονος «Δοκίμιον Ιστορικόν
περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», το οποίο εκδόθηκε το 1861 και περιλαμβάνεται
σήμερα στα δημόσια ιστορικά αρχεία του κράτους. Μια πιο εμπλουτισμένη μορφή της
επιστολής παρουσιάζεται από τον Αϊτινό ιστορικό και σύγχρονο του Μπουαγιέ, Τόμας
Μαντιού, στο ογκώδες έργο του «Ιστορία της Αϊτής» και συγκεκριμένα στον έκτο τόμο.
Παρακάτω παρατίθεται η επιστολή όπως περιέχεται στο βιβλίο του Μαντιού:
«Ζαν Πιερ Μπουαγέ, πρόεδρος της Αϊτής
Προς τους Πολίτες της Ελλάδος Α. Κοραή, Κ. Πολυχρονιάδη, Α.
Βογορίδη και Κ. Κλωνάρη,
Πριν λάβουμε την επιστολή σας από το Παρίσι, με ημερομηνία
την 20η Αυγούστου του παρελθόντος έτους, έφθασε σε εμάς η είδηση ότι η Ελλάς, της
επανάστασης των συμπολιτών σας κατά του δεσποτισμού, ο οποίος διήρκησε επί
τρεις περίπου αιώνες. Με μεγάλο ενθουσιασμό μάθαμε ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε
επιτέλους να πάρει τα όπλα της, για να διεκδικήσει την ελευθερία της και την
θέση που κατείχε ανάμεσα στα έθνη.
Ένας σκοπός τόσο δίκαιος, ο οποίος προπάντων συνοδεύτηκε από
τις πρώτες επιτυχίες, δεν θα μπορούσε να ήταν αδιάφορος στους Αϊτινούς, οι
οποίοι, όπως οι Έλληνες, έσκυβαν επί πολύ καιρό το κεφάλι κάτω από έναν ζυγό
επονείδιστο και οι οποίοι με τις αλυσίδες αυτές συνέτριψαν την κεφαλή της τυραννίας.
Έπειτα από 30 έτη αιματηρού πολέμου, είμαστε σήμερα απελεύθεροι, ανεξάρτητοι,
συμφιλιωμένοι. Νικήσαμε τους δυνάστες μας με την δύναμη των όπλων και με την
φιλελευθερία των θεσμών μας φέραμε στην πατρίδα μας την γλυκιά ειρήνη.
Αρχίζουμε να απολαμβάνουμε τους καρπούς των κόπων μας.
Είστε ευτυχέστεροι από εμάς, τέκνα της Ελλάδας, καθώς έχετε
δέκα αιώνες δόξας που αναπτερώνουν το θάρρος σας. Τα βουνά μας, οι πεδιάδες μας
δεν ανακαλούν στην μνήμη μας τίποτε περισσότερο από την μανία των τυράννων μας
και τις ταλαιπωρίες των πατέρων μας. Οι Θερμοπύλες, ο Μαραθώνας, η Σαλαμίνα, οι
Πλαταιές ακόμη σας υπενθυμίζουν τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων σας. Μάταια
οι βάρβαροι επικυρίαρχοί σας μόχθησαν να σας στερήσουν μέχρι και την επιρροή
των μνημείων, υποκαθιστώντας τα διάσημα αυτά ονόματα με ονόματα βαρβαρικά·
μάταια κολάκευσαν τους εαυτούς τους καταστρέφοντας τα αθάνατα αυτά μνημεία: οι
πρώτες σας νίκες τούς δείχνουν επαρκώς πως δεν είστε απόγονοι εκφυλισμένοι.
Ωστόσο, στην χαρά που μας εμπνέει η ευγενής αποφασιστικότητα
που σας διέπει προστίθεται ένα οδυνηρό συναίσθημα, καθώς βλέπουμε τους λαούς
που σας οφείλουν τόσο τον πολιτισμό τους όσο και την ευημερία τους να
παραμένουν αδρανείς θεατές του αγώνα σας και να προδίδουν δια της απραξίας τους
τον σκοπό της δικαιοσύνης και της θρησκείας.
Πώς γίνεται! Η Αθήνα, η Λακεδαίμονα να αγωνίζονται με τις
αλυσίδες τους ενάντια στις πολυάριθμες στρατιές του δεσποτισμού, να ικετεύουν
για βοήθεια και η πολεμική Ευρώπη, η εύπορη Ευρώπη να τους αρνείται ένα
στήριγμα! Το λάβαρο του Σταυρού έχει ποδοπατηθεί από τον μουσουλμάνο, και η
χριστιανική Ευρώπη διστάζει να εκδικηθεί τον Θεό της! Αν η κραυγή της Ελλάδος
πραγματικά ήχησε γι’ αυτή, η Αϊτή συγκινήθηκε από αυτό βαθύτατα. Ναι, πολίτες,
φλεγόμαστε από την θέληση να υπερασπιστούμε τους συμπατριώτες σας. Μακάρι να
μπορούσαμε να δώσουμε πρώτοι το όμορφο αυτό παράδειγμα στον υπόλοιπο κόσμο.
Όμως δεν μας επιτρέπεται να δικαιώσουμε τις προσδοκίες σας και τον πόθο που μας
φλέγει! Με την απεραντοσύνη της θάλασσας να μας χωρίζει από την Ελλάδα,
στερούμενοι των πόρων που κάνουν τα έθνη που συνορεύουν με αυτήν υπερήφανα,
περιβαλλόμενοι από την γαλήνη μας και μην διαθέτοντας άλλα όπλα πέραν αυτών που
κυριεύσαμε στα πεδία των μαχών, περιοριζόμαστε στο να συντάξουμε ευχές.
Τουλάχιστον, ακούγοντας μόνο την φωνή της Τιμής, εκφράζουμε ενώπιον του
σύμπαντος ολόκληρου τις ευχές εκείνες που η πολιτική πνίγει μέσα στην καρδιά
των ευρωπαϊκών εθνών και ζητάμε από τους ουρανούς τον θρίαμβο του καταπιεσμένου
επί του καταπιεστή, της ελευθερίας επί της τυραννίας, της θρησκείας επί του
φανατισμού.
Και εσείς, γενναίοι Έλληνες, θυμηθείτε την δύναμη των
προγόνων σας όταν στρατιές πιο πολυάριθμες από αυτές που απειλούν εσάς έφεραν
στα σπίτια τους τόσο τον σίδηρο όσο και την φλόγα. Θυμηθείτε ότι 300 Σπαρτιάτες
έσωσαν την πατρίδα τους. Μην φοβάστε λοιπόν καθόλου την ισχύ των αριθμών, θα
υποχωρήσει μια μέρα μπροστά στην αξία σας. Καταπλήξτε την Ευρώπη, αποσπάστε τον
θαυμασμό της με την ακλόνητη επιμονή σας στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων σας.
Τότε, σύντομα θα την δείτε πιστή στις αρχές της να σας προσφέρει η ίδια την
βοήθεια που σας αρνείται σήμερα, και τότε θα έχετε θριαμβεύσει. Μαθαίνοντάς το,
η Αϊτή θα αγαλλιάσει με το ευτυχές σας πεπρωμένο. Θα έχει την τιμή να ενώσει με
μια συνθήκη φιλίας τα παιδιά της με τους υιούς της Ελλάδος»
Παράλληλα, ο Ιωάννης Φιλήμων στην δική του, πιο σύντομη
μεταφορά της επιστολής ολοκληρώνει με αυτές τις τρεις παραγράφους που δεν
περιέχονται στην επιστολή που παραθέτει ο Μαντιού (σημ. σε νεοελληνική απόδοση):
«Προσευχόμενοι προς τον ουρανό να υπερασπιστεί τους
απογόνους του Λεωνίδα, συζητήσαμε για να βοηθήσουμε τις γενναίες σας δυνάμεις,
αν όχι με στρατεύματα και πολεμοφόδια, τουλάχιστον με χρήματα, τα οποία θα ήταν
χρήσιμα για την προμήθεια όπλων, τα οποία έχετε ανάγκη. Γεγονότα όμως που
έθεσαν την πατρίδα μας σε μεγάλη ανάγκη χρειάστηκαν όλα τα οικονομικά μας
εφόδια και γι’ αυτό η Διοίκηση δεν μπορεί να καταβάλει κάποιο ποσό.
»Σήμερα είναι ακόμα σε εξέλιξη η επανάσταση, η οποία συνεχίζεται στο ανατολικό μέρος, και
υπάρχει νέο εμπόδιο για την εκτέλεση αυτού του σκοπού, επειδή το μέρος το οποίο
ενώθηκε με Δημοκρατία, στην οποία προεδρεύω, βρίσκεται σε μεγάλη φτώχεια και
απαιτεί δικαίως μεγάλη δαπάνη από τα ταμεία μας. Εάν ωστόσο γίνουν κατάλληλες
οι περιστάσεις, όπως επιθυμούμε, τότε θα βοηθήσουμε με τιμή τα τέκνα της Ελλάδας,
όπως επιθυμούμε.
»Πολίτες, ενημερώστε τους συμπατριώτες σας με τις πιο θερμές
ευχές μας, τις οποίες ο λαός της Αϊτής στέλνει για την ελευθέρωση αυτών. Οι
μεταγενέστεροι Έλληνες ελπίζουν τρόπαια άξια με αυτά της Σαλαμίνας για την
αναγεννημένη ιστορία τους. Μακάρι να αποδειχθούν όμοιοι με τους προγόνους τους,
οι οποίοι βρίσκονταν υπό τις διαταγές του Μιλτιάδη, και να μπορέσουν να
πετύχουν στο πεδίο ενός νέου Μαραθώνα τον θρίαμβο της ιερής τους υπόθεσης, την
οποία επιχειρούν για τα δικαιώματά τους, την θρησκεία και την πατρίδα τους.
Μακάρι, τέλος να μνημονεύονται στην ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των
αρετών των προγόνων».
Και από τις δύο εκδοχές, τόσο αυτή που παραθέτει ο Μαντιού όσο αυτή που παραθέτει ο Φιλήμων ένα πράγμα είναι φανερό πέραν πάσης αμφιβολίας: ο Μπουαγιέ στην συγκεκριμένη απαντητική επιστολή είπε ξεκάθαρα στον Κοραή ότι δεν μπορεί να στείλει κάποια βοήθεια στους Έλληνες για τον αγώνα τους, ούτε χρηματική, ούτε σε πολεμοφόδια ούτε σε στρατιώτες όπως του είχε ζητηθεί.
Η ιστορία συνεχίζεται
(;)
Η ιστορία ωστόσο δεν σταματάει εκεί. Αναφορές που έχουν
κυκλοφορήσει ευρέως υποστηρίζουν ότι τελικά οι Αϊτινοί έστειλαν βοήθεια στους Έλληνες
σε δεύτερο χρόνο. Συγκεκριμένα, η ιστορία αναφέρει ότι η Αϊτή έστειλε στη χώρα μας
100 εθελοντές Αϊτινούς στρατιώτες, για να πολεμήσουν μαζί με τους επαναστατημένους,
καθώς και 45 τόνους καφέ, ώστε να πουληθούν και να αγοραστούν πολεμοφόδια.
Αυτοί οι 100 εθελοντές όμως δεν φτάνουν τελικά ποτέ στην
Ελλάδα καθώς πέθαναν όλοι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, σύμφωνα με την
συγκεκριμένη ιστορία. Σχετικά με την αιτία του θανάτου τους υπάρχουν τρεις
εκδοχές που κυκλοφορούν. Υποστηρίζεται ότι πέθαναν όταν το πλοίο τους δέχθηκε
την επίθεση πειρατών ή εξαιτίας των κακουχιών ή του σκορβούτου από το οποίο
αρρώστησαν κατά τη διάρκεια του μεγάλου τους ταξιδιού. Τέλος, ως εκδοχή
αναφέρεται ότι το πλοίο των Αϊτινών δέχθηκε την επίθεση γαλλικών πολεμικών
πλοίων στη Μεσόγειο, με αποτέλεσμα αυτό να βυθιστεί και οι εθελοντές να
πνιγούν.
Αναζητώντας τις ρίζες και τις πηγές για τη συγκεκριμένη
ιστορία των εθελοντών και των 45 τόνων καφέ μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο
πλήθος δημοσιευμάτων στα οποία γίνεται απλή αναφορά στο περιστατικό. Το 2010
μάλιστα η συγκεκριμένη ιστορία καταγράφεται στο βιβλίο «Η Αϊτή και η Ελληνική
Επανάσταση του 1821» του κ. Γρηγόρη Ζώρζου. Παράλληλα αρχίζουν να εμφανίζονται και στο
διαδίκτυο τα πρώτα δημοσιεύματα που μιλούν για τους 100 εθελοντές και τους 45
τόνους καφέ από την Αϊτή στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Το 2016 η ιστορία αρχίζει να εξαπλώνεται ακόμα περισσότερο. Στις
23 Μαρτίου 2016 το υπουργείο Εθνικής Άμυνας διοργάνωσε μια μεγάλη ημερίδα στο
μουσείο της Ακρόπολης με θέμα «Φιλελληνισμός, μια ιδέα αφορμή για τη διεθνή
αλληλεγγύη». Παρών ήταν ο τότε επίτιμος πρόξενος της Ελλάδας στην Αϊτή, Ιβέλτ
Λεμπρέν. Ο Λεμπρέν, ο οποίος πλέον δεν βρίσκεται στη ζωή, ανέγνωσε την επιστολή
του Μπουαγιέ προς τους Έλληνες εκπροσώπους με την οποία αναγνωρίζεται για πρώτη
φορά η Ελληνική Επανάσταση. Παράλληλα, αναφέρθηκε στις πληροφορίες για την
αποστολή εθελοντών και καφέ.
«Ο Κοραής είχε ζητήσει βοήθεια από την Αϊτή η οποία όμως ως
μια φτωχή χώρα δεν ήταν δυνατόν να στείλει χρήματα στην Ελλάδα. Όμως
ανταποκρίθηκε θερμά με συμβολικό τρόπο», είχε πει τότε ο επίτιμος πρόξενος και είχε
συμπληρώσει ότι σύμφωνα με στοιχεία είχαν αποσταλεί μερικοί Αϊτινοί για να
πολεμήσουν μαζί με τους αγωνιστές αλλά είναι αμφίβολο εάν έφτασαν τελικά στην
Ελλάδα.
Μετά και την αναφορά από τον Λεμπρέν, η ιστορία για τους 100
εθελοντές και τους 45 τόνους καφέ αναπαράχθηκε από όλα τα έγκριτα μέσα
ενημέρωσης, ενώ παρουσιάστηκε και από την επίσημη επιτροπή «Ελλάδα 2021» που
δημιουργήθηκε για να συντονίσει τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια από την
Ελληνική Επανάσταση. Στην επίσημη ιστοσελίδα της επιτροπής αναφέρεται
συγκεκριμένα: «Στην απάντησή του (σημ. στην επιστολή Κοραή), ο πρόεδρος της
Αϊτής δήλωσε γνώση της επανάστασης, την επαίνεσε και έστειλε 45 τόνους καφέ,
προς πώληση, για την αγορά όπλων και 100 εθελοντές, που πέθαναν όμως στο ταξίδι».
Παράλληλα, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 ετών από την
Επανάσταση του 1821, ο βουλευτής της Ν.Δ. κ. Κωνσταντίνος Μπογδάνος ζήτησε από
το υπουργείο Εξωτερικών να τιμήσει η χώρα μας την Αϊτή και τους 100 εθελοντές
που φέρεται να έχασαν τη ζωή τους στο ταξίδι τους στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, ο
βουλευτής της Ν.Δ. πρότεινε να τοποθετηθεί μαρμάρινη αναθηματική πλάκα στη
βουλή και να αποδοθούν 100 υποτροφίες σε φοιτητές της Αϊτής για ελληνικά
εκπαιδευτικά ιδρύματά.
Στο πλαίσιο αυτό και με αυτές τις πηγές το θέμα
παρουσιάστηκε και από την ομάδα του Janus τον Μάρτιο του 2020. Ωστόσο, περαιτέρω έρευνα που κάναμε μετά και από παρότρυνση αναγνώστη μας, θέτουν πλεον
εν αμφιβόλω το κατά πόσο μπορεί να αποδειχθεί με ιστορικά τεκμήρια ότι πράγματι
εστάλησαν οι 100 αυτοί εθελοντές και οι 45 τόνοι καφέ από την Αϊτή στην Ελλάδα.
Αναζητώντας την
αλήθεια
Ερευνώντας την επιστολική συνομιλία Κοράη – Μπουαγέ αυτή
αποδεδειγμένα εξαντλείται μόνο σε δύο επιστολές. Σε αυτήν του Κοραή και του
Διευθυντηρίου στο Παρίσι με την οποία ζητούν βοήθεια και σε αυτήν του Μπουαγιέ
που με την απάντησή του αναγνωρίζει την επανάσταση και ξεκαθαρίζει μετά λύπης
του ότι η χώρα του δεν έχει την δυνατότητα να στείλει βοήθεια – χρηματική ή σε
στρατό- στην Ελλάδα.
Όσο σπουδαία κι αν ήταν η κίνηση της Αϊτής, η οποία
αδιαμφισβήτητα υπήρξε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση και
το δικαίωμα των Ελλήνων για την αυτοδιάθεσή τους πολύ πριν το πράξουν οι Μεγάλες
Δυνάμεις, δεν προκύπτει από πουθενά ότι σε κάποιο δεύτερο χρόνο στάλθηκε τελικά
– συμβολικά όπως αναφέρεται- η βοήθεια με τους 100 εθελοντές και τους 45 τόνους
καφέ. Δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε καμία επιστολή ή κανένα επίσημο έγγραφο από
εκείνη την εποχή που να αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας κάτι τέτοιο.
Την ίδια στιγμή μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία του
ιστορικού Τόμας Μαντιού (Thomas Madiou), του ιστορικού που έχει γράψει το πληρέστερο,
όπως θεωρείται, ιστορικό έργο για την ιστορία της Αϊτής «Histoire d'Haïti», η
οποία περιλαμβάνει τα έτη 1492-1846. Η
μαρτυρία του Μαντιού –ο οποίος είδαμε ότι διασώζει και την επιστολή του
Μπουαγιέ- είναι εξόχως σημαντική καθώς ζει την εποχή που οι Έλληνες ξεκινούν
τον αγώνα τους και γράφει την ιστορία του μόλις 20 χρόνια μετά τα γεγονότα.
Ήταν μάλιστα στενός φίλος με τον ίδιο τον Μπουαγιέ και για την καταγραφή της
ιστορίας του ήρθε σε επαφή με πρωτογενείς πηγές και μάρτυρες. Ο ίδιος ο Μαντιού
αφού έχει παρουσιάσει την επιστολή του Κοραή και των υπολοίπων της επιτροπής
και πριν παραθέσει την απαντητική επιστολή του Μπουαγιέ στους Έλληνες σχολιάζει
την απόφαση του Αϊτινού να μην παρέχει βοήθεια:
«Η απάντηση (ενν. του Μπουαγιέ), που πρόκειται να αναπαράγουμε,
δεν αντικατοπτρίζει τα συγκινητικά και ηρωικά συναισθήματα που υπαγόρευσαν αυτό
το ευγενές γράμμα. Σε αυτήν, ο ψυχρός υπολογισμός μιας φτωχικής οικονομίας
υποβοηθείται από την ρητορεία για να προκαλέσει ενθουσιασμό. Δεν μπορούσαμε, είναι
αλήθεια, να κάνουμε μεγάλες θυσίες για χάρη της Ελλάδας, αλλά είχαμε την
δυνατότητα να της αποστείλουμε κάποια κεφάλαια, τα οποία όμως δεν στείλαμε. Το
ποσό των 40.000 πιάστρων, το οποίο θα μπορούσαμε να διαθέσουμε, θα είχε διατεθεί
για την απόκτηση 8.000 καλών όπλων, τα οποία οι (Έλληνες) ήρωες που πέθαιναν άοπλοι
στο πεδίο των μαχών, θα είχαν δεχθεί μετά τη μεταφορά τους ευλογώντας μας. Τα
λόγια που θα μας απηύθυναν αντικρίζοντας τον θάνατο «Θα κληροδοτήσουμε στους
απογόνους μας την ευγνωμοσύνη μας», δεν άγγιξαν τις καρδιές μας. Αν ο Πετιόν ζούσε,
δεν θα μας είχαν απευθύνει μάταια (σημ.
αναφέρεται στον Αλεξάντερ Πετιόν, πρώην αγωνιστή και ηγέτη της ελεύθερης Αϊτής
που είχε πεθάνει το 1818 από κίτρινο πυρετό. Ο Πετιόν ως πρόεδρος της Αϊτής
είχε στείλει το 1815 στρατεύματα και πολεμοφόδια για να βοηθήσει την επανάσταση
του Μπολίβαρ ζητώντας του ως αντάλλαγμα να απαγορεύσει την δουλεία στην
Βενεζουέλα). Όσο περισσότερο κυλούσαν τα πράγματα, τόσο περισσότερο
βλέπουμε πόσο σπάνιες είναι οι υψηλές αρετές της καρδιάς, οι οποίες μόνο αυτές
παράγουν τα ωραία και τα σημαντικά».
Ο Μαντιού συνεχίζει και σχολιάζει ταυτόχρονα και την απόφαση
να μην σταλεί στρατός στη χώρα μας για να βοηθήσει στον πόλεμο. Από τον τρόπο
που γράφει μάλιστα φαίνεται ότι στη χώρα είχε προηγηθεί αρκετή συζήτηση σχετικά
με το αν έπρεπε ή όχι να σταλεί στρατός και είχαν ακουστεί διάφορες απόψεις, οι
οποίες ωστόσο όλες αντιτίθονταν σε αυτό. Συγκεκριμένα αναφέρει συνεχίζοντας:
«Όσον αφορά την αποστολή στρατευμάτων προς αυτούς υπό την
σημαία μας, οι λόγοι που αντετίθεντο σε αυτό ήταν πολιτικοί. Εάν η Ευρώπη
εκείνης της εποχής λάμβανε υπ’ όψιν το διεθνές δίκαιο βάσει του οποίου δεν
έπρεπε να παρεμβαίνει άμεσα στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδος, εμείς είχαμε
έναν ακόμη σοβαρότερο λόγο για τον οποίο έπρεπε να διατηρήσουμε την ουδετερότητά
μας, μιας και η σημαία μας δεν είχε ακόμη αναγνωρισθεί από τις ξένες δυνάμεις.
»Όμως, έχει γραφτεί και έχει ειπωθεί ότι αν είχαμε στείλει
στην Ελλάδα ένα από τα τάγματά μας, το χρώμα των στρατιωτών μας θα ήταν λόγος
για να μην γίνουν αποδεκτοί. Η Επιτροπή των Παρισίων απευθυνόμενη στους
Αϊτινούς ήξερε καλά ότι δεν είμαστε λευκοί. Και στις συγκρούσεις της Ανατολής,
δεν έχουν συνηθίσει να βλέπουν μαύρους στρατιώτες; Υπήρξαν πολλοί από αυτούς στα
μουσουλμανικά στρατεύματα το 1821, όπου τάγματα με εξ ολοκλήρου μαύρους
στρατιώτες είχαν στρατολογηθεί στο
Νταρφούρ, και σώματα με αμιγώς μαύρους στρατιώτες είχαν στρατολογηθεί στους
βερβερικούς πληθυσμούς. Εάν ήταν δυνατό να στείλουμε στην Ελλάδα κάποια από τις
ταξιαρχίες μας, δεν θα ήταν το χρώμα των στρατιωτών μας που θα τους καθιστούσε
αντικείμενο αποδοκιμασίας. Στην Νάπολη, υπό τον Μυρά (σημ. Ζοακιμ Μυρά, στρατάρχης
του Ναπολέοντα), το Βασιλικό Αφρικανικό Σύνταγμα δεν είχε αποκτήσει αδερφική
σχέση με τον λαό;», καταλήγει αποδοκιμάζοντας τις απόψεις που ήθελαν την
απόρριψη του αϊτινού στρατού εξαιτίας του χρώματος του δέρματός τους. Ωστόσο, φαίνεται
να συμφωνεί με την μη αποστολή στρατού καθώς αυτό ίσως θεωρούνταν πρόκληση από τις
ισχυρές δυνάμεις εκείνης της εποχής.
(Ο τόμος του Μαντιού μπορεί να βρεθεί εδώ, σελ. 219-224)
Με παρόμοιο τρόπο παρουσιάζει τα γεγονότα και ένας ακόμα Αϊτινός
ιστορικός της εποχής αυτής. Πρόκειται για τον Μπομπρέν Αρντουέν (Beaubrun
Ardouin), ο οποίος το 1850-1860 εξέδωσε το εντεκάτομο έργο του «Μελέτες στην
Ιστορία της Αϊτής» (Etudes sur l'Histoire d'Haïti). Στον ένατο τόμο του έργου
του σχολιάζοντας την απάντηση του Μπουαγιέ στους Έλληνες αναφέρει:
«Είναι σίγουρο ότι ο Μπουαγιέ δεν ήταν αναίσθητος απέναντι στα
δεινά που υπέφεραν οι Έλληνες, ούτε ήταν αδιάφορος σχετικά την επιτυχία, την
οποία όλες οι γενναιόδωρες καρδιές τούς εύχονταν στον αγώνα τους ενάντια στους
καταπιεστές τους τον ίδιο εκείνο χρόνο και περισσότεροι του ενός Αϊτινοί
αισθάνονταν την ίδια συμπάθεια. Όμως, ο πρόεδρος της Αϊτής είχε καθήκοντα προς
την χώρα του να εκπληρώσει πρώτα, πριν σκεφθεί να βοηθήσει έναν εξεγερμένο λαό
που βρισκόταν πάνω από 2.500 λεύγες μακριά. Η λογική του Κράτους έπρεπε να
υπερισχύσει του ενθουσιασμού. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την προσάρτηση του
Βορρά, σε μια χρονική στιγμή που όλα πήγαιναν προς εκείνη της Ανατολής, θα
έστελνε αϊτινά στρατεύματα στην Ελλάδα για να πολεμήσουν κατά των Τούρκων; Και
πού θα είχε βρει τον στόλο που θα χρειαζόταν για να τα μεταγάγει εκεί; Και ποιο
θα ήταν το κόστος μιας τέτοιας επιχείρησης, εάν η εκτέλεσή της είχε καταστεί
δυνατή; Ο Πρόεδρος θα είχε εξαντλήσει τα οπλοστάσια της χώρας για να στείλει
στους Έλληνες τα 30.000 τουφέκια που αιτήθηκαν εκείνοι που ζούσαν στο Παρίσι
—το δημόσιο θησαυροφυλάκιο και τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί στον Βορρά μετά
τον θάνατο του Κριστόφ;».
Τόσο ο Μαντιού όσο και ο Αρντουέν γράφουν κάποια χρόνια μετά
την καταγεγραμμένη επικοινωνία Μπουαγιέ-Κοραή οπότε αν στο μεσοδιάστημα από τις
επιστολές μέχρι την συγγραφή της ιστορίας τους είχε σταλεί τελικά κάποια
βοήθεια προς τους Έλληνες και οι δύο θα πρέπει να το γνώριζαν. Άλλωστε και ο
Αρντουέν ήταν μια κεντρική πολιτική προσωπικότητα της Αϊτής, ενώ από τη
δεκαετία του 1840 είχε διατελέσει συχνά βουλευτής. Σε κανένα σημείο ωστόσο του
έργου τους δεν γίνεται καμία αναφορά σε κάποιου είδους βοήθεια της Αϊτής προς τους
Έλληνες μετά τις επιστολές. Και οι δύο άλλωστε φαίνεται να συμφωνούν με την
απόφαση του Μπουαγιέ καθώς θεωρούν, ίσως όχι και αδικαιολόγητα, ότι η
νεοσύστατη ανεξάρτητη Αϊτή θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, τόσο διπλωματικά
όσα και οικονομικά, αν «παρασυρόταν από το συναίσθημα» και έστελνε τελικά
βοήθεια.
Τι απέγιναν οι 45
τόνοι καφέ
Στα παραπάνω αποσπάσματα από το έργο του Μαντιού και του
Αρντουέν δεν γίνεται καμία αναφορά για την προσφορά βοήθειας στους Έλληνες με
την παροχή κάποιας ποσότητας καφέ, τον οποίο η Αϊτή διαθέτει σε αφθονία. Μια αναφορά
ωστόσο υπάρχει σε άλλο σημείο στο έργο του Μαντιού, ωστόσο η αποστολή αυτής της
ποσότητας δεν σχετίζεται- τουλάχιστον όχι άμεσα- με την Ελλάδα.
Εδώ αξίζει να αναφερθούμε σε ένα άλλο πρόσωπο της ιστορίας. Πρόκειται
για τον πρώην επίσκοπο της πόλης Μπλουά στη Γαλλία, Ανρι Γκρεγκουάρ. Ο Γκρεγκουάρ
ήταν μια από τις ηγετικές μορφές της Γαλλικής Επανάστασης και ήταν φανατικός
υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας και της υπεράσπισης των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό διατηρούσε στενές σχέσεις τόσο με τους Έλληνες
της Επιτροπής των Παρισίων όσο και με την κυβέρνηση της Αϊτής. Ήταν μέλος της
Société des Amis des Noirs (Εταιρία των Φίλων των Μαύρων), υπερασπιζόταν την
ανεξαρτησία της Αϊτής και φιλοξενούσε Αϊτινούς επισκέπτες στο Παρίσι. Είχε
στενές σχέσεις τόσο με τον πρόεδρο Πετιόν όσο και με τον Μπουαγιέ. Έτσι, μεσολάβησε ώστε ο Κοραής να στείλει την
επιστολή του στον Μπουαγιέ με την ελπίδα ότι ο ηγέτης μιας πρόσφατα
απελευθερωμένης χώρας θα συναισθανθεί την ανάγκη των Ελλήνων. Και όντως ο
Μπουαγιέ με την επιστολή του συντέλεσε στο να αναγνωριστεί για πρώτη φορά
επίσημα η Ελληνική Επανάσταση.
Ο Μαντιού στον έκτο τόμο του έργου του, λίγες σελίδες πριν
αναφερθεί στις επιστολές του Κοραή και του Μπουαγιέ αναφέρει μια άλλη ιστορία. Παραθέτει
ότι ο Μπουαγιέ πρότεινε στον 70χρονο τότε Γκρεγκουάρ να πάει να ζήσει στην Αϊτή.
Λόγω της ηλικίας του ο Γκρεγκουάρ αρνήθηκε και ο Μπουαγιέ αντιπρότεινε να του
στείλει δύο πορτραίτα του, προκειμένου να τα αναρτήσει στους τοίχους του
προεδρικού του ανακτόρου και της Γερουσίας στην πρωτεύουσα της Αϊτής,
Πορτ-ο-Πρενς. Αν και ο Γκρεγκουάρ απεχθανόταν την προσωπολατρία δέχθηκε
διστακτικά και ο Μπουαγιέ για να δείξει την ευγνωμοσύνη του τού έστειλε 25.000
λίβρες καφέ, δηλαδή περίπου 11 κιλά καφέ, ένας αριθμός πολύ μακριά από τους 45
τόνους.
Στο συγκεκριμένο σημείο ο Μαντιού καταγράφει:
«Ο Γκρεγκουάρ ζήτησε να του στείλουν από την Χάβρη (σημ. το γαλλικό λιμάνι όπου παραδόθηκε ο
καφές) δύο λίβρες καφέ από τις 25.000. Συγκέντρωσε αρκετούς από τους φίλους
του και ευχαριστήθηκε πολύ με το να τους προσφέρει μια γεύση αϊτινού καφέ. Ο
υπόλοιπος θα παρέμενε στον ίδιο· τον χρησιμοποίησε για να καλύψει τα έξοδα για
την έκδοση αρκετών βιβλίων περί ηθικής, τα οποία έστειλε αφιλοκερδώς στην Αϊτή
και για να βοηθήσει τους Έλληνες ενάντια στην Οθωμανική Πύλη».
Αυτή είναι η μοναδική αναφορά που συνδέει την προσφορά
αϊτινού καφέ με την επανάσταση των Ελλήνων και αυτό γίνεται μέσω του Γκρεγκουάρ
και για πολύ μικρότερη ποσότητα καφέ. Ωστόσο, ο Μαντιού δεν αναφέρεται
περισσότερο στο θέμα ούτε και στο πόση ήταν η ποσότητα του καφέ που χρησιμοποίησε ο Γκρεγκουάρ «για να βοηθήσει
τους Έλληνες ενάντια στην Οθωμανική Πύλη».
Σε μια πρόσφατη μελέτη του το 2004, ο ιστορικός Ζαν Φρανσουά
Μπριέρ στο βιβλίο του «Αββάς Γρηγόριος και Αϊτινή Επανάσταση» αναφέρεται στο
θέμα της αποστολής καφέ από τους Αϊτινούς στον Γκρεγκουάρ χωρίς ωστόσο να κάνει
καμία αναφορά για αποστολή χρημάτων ή καφέ στην Ελλάδα:
«Η αποστολή του καφέ έφερε τον πρώην επίσκοπο Βλαισών (σημ. η πόλη Μπλουά) σε δύσκολη θέση,
καθώς οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι λάμβανε χορηγίες από την κυβέρνηση
της Αϊτής. Χωρίς να πίνει καφέ ο ίδιος, πούλησε ένα μέρος του φορτίου για να
βοηθήσει τους Μαρτινικανούς Μπισέτ, Βολνί και Φαμπιάν, οι οποίοι είχαν
κατηγορηθεί το 1823 ότι είχαν εκδώσει ένα φυλλάδιο που ζητούσε πολιτικά
δικαιώματα για τους μαύρους, και δώρισε τον υπόλοιπο στους φίλους του».
Συμπέρασμα
Στηριζόμενοι αποκλειστικά στις ιστορικές πηγές δεν φαίνεται
να αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η Αϊτή κατάφερε να στείλει κάποια
στιγμή βοήθεια στην χώρα μας, όσο και να ήθελε κάτι τέτοιο. Είτε εξαιτίας της οικονομικής
της δυσπραγίας και των ανοιχτών πολεμικών μετώπων που υπήρχαν ακόμα στη χώρα,
είτε εξαιτίας του φόβου για διπλωματική απομόνωση από τις Μεγάλες Δυνάμεις είτε
ακόμα και εξαιτίας του χρώματος των στρατιωτών, η Αϊτή πιθανότατα δεν έστειλε
ποτέ αυτούς τους 100 εθελοντές, αλλά ούτε και τους 45 τόνους καφέ.
Ωστόσο, αυτό δεν μειώνει σε τίποτα τη σπουδαία προσφορά της Αϊτής
στην Ελλάδα. Η μικρή χώρα του αρχιπελάγους της Καραϊβικής, αν και 9.000
χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα συναισθάνθηκε περισσότερο από κάθε άλλο την
δίψα των Ελλήνων για ελευθερία. Η επιστολή του Μπουαγιέ δεν συνοδεύτηκε από
χρήματα, όπλα ή στρατιώτες. Ωστόσο έφερε μαζί της κάτι πολύ πιο σημαντικό. Στις
15 Ιανουαρίου 1822 ένα ελεύθερο κράτος αναγνώρισε την
Ελληνική Επανάσταση και το δικαίωμα των Ελλήνων για ανεξαρτησία την ώρα που οι
Μεγάλες Δυνάμεις φοβούνταν ακόμα και ψελλίσουν τις λέξεις. Αντίθετα μάλιστα. Έχοντας
ήδη ζήσει την Γαλλική Επανάσταση, τους πολέμους του Ναπολέοντα και με τις
επαναστάσεις σε Ιταλία και Ισπανία να βρίσκονται σε εξέλιξη, οι Ευρωπαίοι
καταδίκασαν αρχικά την ελληνική επανάσταση φοβούμενοι ότι ήταν κοινωνική, όπως
όλες οι υπόλοιπες, και όχι εθνικοαπελευθερωτική. Την ίδια στιγμή, μια
ενδεχόμενη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα ανέτρεπε ριζικά τις
ισορροπίες στην Ευρώπη κάτι που κανείς από τους «μεγάλους» δεν ήθελε.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 1823 και την δράση του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας,
Τζορτζ Κάνινγκ, ώστε η Αγγλία πρώτη να αναγνωρίσει και να στηρίξει την
Επανάσταση και να αναγνωρίσει τους Έλληνες ως εμπόλεμη δύναμη, κάτι που γίνεται
μόνο για οργανωμένα και αναγνωρισμένα κράτη. Κι όμως περισσότερο από έναν χρόνο
νωρίτερα ένα μικρό σε μέγεθος κράτος είχε τολμήσει αυτό που οι ισχυροί της Ευρώπης
φοβούνταν να κάνουν. Αυτό το κράτος ήταν η Αϊτή.
Με στοιχεία από την ιστοσελίδα Cognosco Team και το άρθρο του Θεόδωρου Παπαδόπουλου, Αϊτή και Ελληνική Επανάσταση: Αλήθειες και ψέματα