Δύο« «έξυπνες βόμβες» σκότωσαν 408 αμάχους. Ένα έγκλημα πολέμου για το οποίο δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη
Την 13η Φεβρουαρίου
1991 στις 4:30 το πρωί δύο F-117 της αμερικανικής
αεροπορίας πέταξαν πάνω από την Βαγδάτη. Τα ραντάρ δεν έπιασαν τα «αόρατα μαύρα
πουλιά». Το καθένα κουβαλούσε από μια «έξυπνη βόμβα»
Η πρώτη βόμβα τρύπησε το τσιμεντένιο ταβάνι, η δεύτερη την ακολούθησε και έσκασε βαθιά μέσα στο καταφύγιο. Συνολικά 408 άτομα σκοτώθηκαν, μεταξύ τους 52 παιδιά και 261 γυναίκες.
Ήταν τέτοια η σφοδρότητα της έκρηξης και η θερμοκρασία που δημιούργησε που τα σωστικά συνεργεία μάζεψαν κυρίως απανθρακωμένα κομμάτια. «Η μυρωδιά από την καμένη σάρκα έμεινε στην περιοχή για μέρες» θυμάται ένας κάτοικος της Αλ Αμιρίγια.
«Οι βόμβες χτύπησαν
εκεί που είχε προγραμματιστεί»
Το αμερικάνικό Πεντάγωνο ανακοίνωσε πως «η επιχείρηση ήταν απολύτως επιτυχής καθώς και οι δύο βόμβες χτύπησαν εκεί που έχει προγραμματιστεί». Τόνισαν πως οι υπηρεσίες πληροφοριών είχαν παρουσιάσει στοιχεία που αποδείκνυαν ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν χρησιμοποιούσε το Καταφύγιο Νο.25 ως κέντρο συντονισμού και μέσα σε αυτό βρίσκονταν μόνο στρατιωτικοί και όχι άμαχοι. «Εντοπίστηκαν ηλεκτρονικά σήματα και κινήσεις οχημάτων από και προς αυτό» ανέφεραν οι στρατιωτικοί των ΗΠΑ.
Όταν οι δημοσιογράφοι επισκέφθηκαν τον τόπο του μακελειού διαπίστωσαν ότι όσα έλεγε το Πεντάγωνο δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Στην Αλ Αμιρίγια είχε συντελεστεί ένα έγκλημα πολέμου κατά αμάχων. Μέσα στο καταφύγιο βρίσκονταν μόνο πολίτες, χωρίς εξοπλισμό ή όπλα.
Όταν πλέον η αλήθεια άρχισε να έρχεται στο φως η εκπρόσωπος της κυβέρνησης Μπους άλλαξε το αφήγημα. «Δεν γνωρίζουμε γιατί πολίτες βρίσκονταν σε αυτή την τοποθεσία. Ξέρουμε όμως ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν ασπάζεται τις αξίες μας για την ιερότητα της ανθρώπινης ζωής. Σκοτώνει τους πολίτες του επίτηδες και με συγκεκριμένο σκοπό», υποστήριξε. Στο ίδιος μήκος κύματος και ο τότε υπουργός Άμυνας, Ντικ Τσέινι (μετέπειτα αντιπρόεδρος και εμπνευστής της δεύτερης επίθεσης στο Ιράκ). «Ο Σαντάμ βάζει επίτηδες πολίτες σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις» τόνισε ισχυριζόμενος πως το μακελειό την Αλ Αμιρίγια ήταν ενορχηστρωμένο από τον Ιρακινό ηγέτη για να αμαυρώσει την εικόνα των ΗΠΑ και να κερδίσει την παγκόσμια συμπάθεια.
«Η αξιολόγηση δεν άξιζε ούτε ένα σκατό»
Τα στοιχεία όμως ήταν εκεί για να τον διαψεύσουν. Το Καταφύγιο Νο.25 χρησιμοποιούνταν μόνο από αμάχους από την εποχή του πολέμου του Ιράκ με το Ιράν. Το 1991 δεν είχε γίνει καμία τροποποίηση, ούτε είχε καμουφλαριστεί, όπως υποστήριξαν κάποιοι στρατιωτικοί των ΗΠΑ.
Ο ταξίαρχος Μπάστερ Γκλόσον, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τους στόχους που θα βομβαρδίζονταν, επιβεβαίωσε ότι τα στοιχεία που του παρουσίασαν για το καταφύγιο δεν τον έπεισαν. «Η αξιολόγηση δεν άξιζε ούτε ένα σκατό» θα σχολιάσει χαρακτηριστικά. Παρ' όλα αυτά στις 11 Φεβρουαρίου 1991 η διοίκηση του στρατηγού Νόρμαν Σβάρτσκοπφ αποφάσισε τον βομβαρδισμό του κτιρίου.
Μετά την αποκάλυψη της σφαγής των αμάχων πολλές χώρες αντέδρασαν. Ο φιλικές στο Ιράκ μίλησαν για θηριωδία και βαρβαρότητα. Κάποιες άλλες όπως η Ισπανία ζήτησαν από τις ΗΠΑ να εστιάζει τις επιχειρήσεις της στο κατεχόμενο Κουβέιτ και να μην καταστρέφει χωρίς λόγο τις πόλεις του Ιράκ. Δεν εισακούστηκε.
«Ξέραμε ότι εκεί
βρίσκονταν οικογένειες»
Τι πραγματικά όμως είχε οδηγήσει τους Αμερικάνους να βομβαρδίσουν το καταφύγιο 25 με αποτέλεσμα να σκοτώσουν 408 αμάχους;
Το ένα σενάριο μιλά για λάθος πληροφόρηση και υπερβάλλοντα ζήλο των υπηρεσιών να εντοπίσουν στόχους. Κυρίως από την πλευρά των ΗΠΑ
τονίζεται ότι η κίνηση οχημάτων από και προς το κτίριο, η περίφραξη με αγκαθωτό
σύρμα και μια κεραία που βρισκόταν σε απόσταση
Από την άλλη ο κορυφαίος Βρετανός δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φισκ επικαλούμενος κορυφαία στρατιωτική πηγή υποστηρίζει πως ο βομβαρδισμός αμάχων δεν ήταν λάθος αλλά τακτική των ΗΠΑ που ήθελαν να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. «Δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος στον αμερικανικό στρατό που να πιστεύει ότι ήταν ένα κέντρο ελέγχου. Θεωρούσαμε ότι ήταν ένα καταφύγιο προσωπικού και σε κάθε τέτοιο υπάρχουν πολίτες. Κάναμε επιθέσεις σε καταφύγια και γνωρίζαμε ότι εκεί βρίσκονται οικογένειες στρατιωτικών, γυναίκες και παιδιά που κρύβονταν εκεί» ανέφερε στον Φισκ ο υψηλόβαθμος στρατιωτικός. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα στη λίστα των στόχων υπήρχε και το καταφύγιο Αλ Φιρντός αλλά μετά την κατακραυγή η αποστολή ακυρώθηκε.
Έγκλημα χωρίς δικαιοσύνη
Όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις το καθεστώς Σαντάμ εκμεταλλεύτηκε επικοινωνιακά το μακελειό και έστησε ένα ολόκληρο επικοινωνιακό σόου. Συγκέντρωσε τα καμένα-διαμελισμένα πτώματα και κάλεσε τους δημοσιογράφους. Για αρκετά χρόνια το κατεστραμμένο κτίριο ήταν επισκέψιμο. Συγγενείς των θυμάτων πήγαιναν να προσευχηθούν και τιμήσουν τη μνήμη των νεκρών ενώ μια μητέρα που έχασε τα οκτώ παιδιά της στον βομβαρδισμό ήταν η ξεναγός. Πλέον το κτίριο είναι κλειστό και ουσιαστικά παρατημένο.
Συγγενείς θυμάτων κινήθηκαν νομικά κατά των ΗΠΑ. Κατέθεσαν μήνυση κατά του Τζορτζ Μπους, του τότε αρχηγού του στρατού Κόλιν Πάουελ (μετέπειτα υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ) και του στρατηγού Σβάρτσκοπφ. Τον Σεπτέμβριο του 2003 η υπόθεση απορρίφθηκε από βελγικό δικαστήριο (οι συγγενείς που κατέθεσαν τη μήνυση έμεναν στο Βέλγιο).
Τριάντα χρόνια μετά η σφαγή των αμάχων στην Αλ Αμιρίγια παραμένει ένα ακόμα έγκλημα πολέμου για το οποίο δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη. Μια ακόμα φρικτή απόδειξη πως το αμερικάνικό «might is right» είναι μια σκληρή πραγματικότητα.