Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως μια ιστορία φρίκης, κανιβαλισμού και εκδίκησης
Κεντρικό Μεξικό, πολιτεία Τλασκάλα. Μισή χιλιετία πριν η περιοχή αποτελούσε μέρος του βασιλείου των Αζτέκων και την κατοικούσε η φυλή των Ακολούα. Κοντά στην πρωτεύουσα Τεσκόκο βρισκόταν η πόλη Σολπετέκ. Στην τοπική γλώσσα Ναουάτλ το όνομα σήμαινε «στο βουνό των ορτυκιών».
Κάποια γεγονότα όμως σημάδεψαν τόσο βαθιά την πόλη που το όνομα της άλλαξε σε Τεκοάκε, το οποίο μεταφράζεται "εκεί που έφαγαν ανθρώπους".
Η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε την ιστορία πίσω από την αλλαγή της ονομασίας, μια ιστορία φρίκης και εκδίκησης με θυσίες, κανιβαλισμό και δολοφονίες αμάχων.
Το καραβάνι
Το 1520 ο Ερνάν Κορτές προετοίμαζε την επιστροφή του στην πρωτεύουσα των Ατζέκων, Τενοτστιτλάν και έδωσε εντολή σε ένα καραβάνι να προπορευθεί. Την αποστολή αποτελούσαν 15 Ισπανοί στρατιώτες, 50 γυναίκες, 10 παιδιά και μια δύναμη περίπου 400 πεζών πολεμιστών (ιθαγενείς και Αφρικανοί σκλάβοι).
Ενώ το καραβάνι όδευε προς την Τενοτστιτλάν οι δυνάμεις του Κορτές επιτέθηκαν στην πρωτεύουσα των Ακολούα και σκότωσαν τον βασιλιά τους, Κακαματζίν. Αυτό εξόργισε τον λαό που ζητούσε εκδίκηση.
Θυσίες επί έξι μήνες
Το καραβάνι περνούσε από μια ορεινή περιοχή όταν δέχθηκε επίθεση από ιθαγενείς. Τους αιχμαλώτισαν όλους και τους μετέφεραν στην Σολτεπέκ. Εκεί ξεκίνησε η παραδοσιακή διαδικασία που ακολουθούσαν οι Αζτέκοι για τους αιχμαλώτους πολέμου.
Αρχικά τους φέρονταν καλά και τους τάιζαν επαρκώς και στη συνέχεια τους θυσίαζαν. Επί έξι μήνες γίνονταν θυσίες των ατόμων που συμμετείχαν στο καραβάνι.
Πολεμιστές της πόλης τρυπούσαν αρχικά το θύμα με λόγχες και σπαθιά και όταν πλέον είχε καταρρεύσει ένα ιερέας το σκότωνε και του έβγαζε την καρδιά. Στη συνέχεια το σώμα διαμελιζόταν και κομμάτια του βράζονταν με καλαμπόκι και μοιράζονταν στους πολεμιστές και σε μέλη των οικογενειών που συνέβαλαν στην διατροφή των κρατουμένων. Τα κρανία τοποθετούνταν μαζί σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Από το δέρμα και τα κόκαλα των νεκρών έφτιαχναν ενδύματα και εργαλεία τελετουργικής χρήσης.
Οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν ότι κάποια από τα άτομα που είχαν θυσιαστεί είχαν στη συνέχεια παραδοθεί στη φωτιά ή είχαν κοπεί στα δύο. Αυτό έχει να κάνει με τον θεό στον οποίο γινόταν η θυσία. Για παράδειγμα ένας από τους σκελετούς βρέθηκε καμένος καθώς η θυσία αφορούσε τον επονομαζόμενο «Πέμπτο Ήλιο».
Από τις θυσίες δεν γλίτωσαν ούτε τα παιδιά. Μάλιστα οι Ακολούα θυσίασαν και έφαγαν και τα άλογα που είχε το καραβάνι μαζί του αλλά όχι τα γουρούνια. Τα σκότωσαν και τα έθαψαν καθώς αντιμετώπιζαν τα συγκεκριμένα ζώα με μεγάλη καχυποψία.
Η εκδίκηση
Μετά από αρκετό διάστημα ο Ερνάν Κορτές πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί. Στις αρχές του 1521 έδωσε εντολή στον Γκονσάλο ντε Σανδοβάλ να επιτεθεί στην πόλη και να την καταστρέψει ολοκληρωτικά. Όπως αποκαλύπτουν οι αρχαιολογικές έρευνες οι κάτοικοι της Σολτεπέκ ενημερώθηκαν για την επικείμενη επίθεση και έκαναν κάποια οχυρωματικά έργα το οποία όμως δεν σταμάτησαν τους Κονκισταδόρες. Μάλιστα, όπως τονίζει ο υπεύθυνος της ανασκαφής Ενρίκε Μαρτίνες Βάργκας οι κάτοικοι της πόλης επιχείρησαν να εξαφανίσουν τις αποδείξεις των θυσιών και πέταξαν τα κόκαλα σε πηγάδια.
Όταν ο στρατός του Ντε Σανδοβάλ μπήκε στην Σολτεπέκ ακολούθησε η απόλυτη φρίκη. Κάποιοι από τους πολεμιστές φαίνεται ότι κατάφεραν να διαφύγουν. Οι γυναίκες και τα παιδιά έμειναν και ήταν τα κυρίως θύματα της επίθεσης. Δεκάδες σκελετοί γυναικών βρέθηκαν πάνω σε σκελετούς μικρών παιδιών με τους αρχαιολόγους να τονίζουν ότι προσπαθούσαν να τα προστατέψουν.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι κάτοικοι δολοφονήθηκαν μαζικά και στη συνέχεια θάφτηκαν πρόχειρα. Οι ναοί και τα σπίτια κάηκαν ενώ αγάλματα βρέθηκαν αποκεφαλισμένα.
Φρίκη
Στη συνέχεια ο Κορτές διέταξε την αλλαγή του ονόματος της πόλης από Σολτεπέκ και Τεκοάκε για να θυμίζει πως στο συγκεκριμένο μέρος θυσίασαν και έφαγαν τους συντρόφους του. Πεντακόσια χρόνια μετά οι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως αυτή την ιστορία φρίκης και εκδίκησης. «Σκεφτείτε ότι από τη μια μιλάμε για μια συνεχή θυσία έξι μηνών. Οι αιχμάλωτοι άκουγαν τους συντρόφους τους να θυσιάζονται και περίμεναν τη σειρά τους. Από την άλλη μιλάμε για μια σφαγή. Ο κόσμος προσπαθούσε να ξεφύγει αλλά δεν τα κατάφερε. Γυναίκες επιχειρούσαν να γλιτώσουν τα παιδιά τους και πέθαναν μαζί τους» αναφέρει ο Ενρίκε Μαρτίνες Βάργκας.