Ο Καζούνο Οντάτσι είναι ένα από τα τελευταία εν ζωή μέλη μιας ομάδας που δεν προβλεπόταν να επιζήσει. Στα 94 του πλέον μιλάει για τα παιχνίδια της μοίρας που τον κράτησαν ζωντανό και όλα εκείνα τα παιδιά που θυσιάστηκαν για έναν χαμένο σκοπό.
Πάντα τις τελευταίες έξι δεκαετίες ο Καζούο Οντάτσι κρατούσε ένα μεγάλο μυστικό. Σε ηλικία 17 ετών έγινε πιλότος καμικάζι, ένας από τους χιλιάδες νεαρούς Ιάπωνες που έπρεπε να θυσιάσουν τη ζωή τους σε αποστολές αυτοκτονίας στο τελευταίο διάστημα του Β' Παγκοσμίου.
Μετά τον πόλεμο έφτιαξε οικογένεια και έγινε αστυνομικός στο Τόκιο. Δεν αποκάλυψε σε κανέναν το μυστικό του, ούτε ακόμα και στη σύζυγο του η οποία γνώριζε μόνο ότι υπηρέτησε στον ιαπωνικό στρατό ως πιλότος. Ένιωθε πως θα ήταν πολύ δύσκολο να το εξηγήσει σε μια κοινωνία που στην πλειονότητα της έβλεπε τους καμικάζι σαν μανιακούς φανατικούς που έκαναν εθελοντικά μια αδιανόητη θυσία.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και η περίπλοκη σχέση της Ιαπωνίας με τον πόλεμο διαφοροποιήθηκε, ο κ. Οντάτσι άρχισε σταδιακά να μοιράζεται την ιστορία του με τους πολύ κοντινούς φίλους του. Το 2016 κυκλοφόρησε τα απομνημονεύματα του όπου εξιστόρησε το πώς έπεφτε κάθε βράδυ για ύπνο και αναρωτιόταν αν την επόμενη μέρα θα ήταν η σειρά του να πεθάνει για έναν χαμένο σκοπό. Τον Σεπτέμβριο του 2020 το βιβλίο του «Οι αναμνήσεις ενός καμικάζι» κυκλοφόρησε και στα αγγλικά.
Οι καμικάζι ως σύμβολο
Στα 94 του πλέον ο Οντάτσι ήταν από τα τελευταία εν ζωή μέλη της ομάδα των καμικάζι, μιας ομάδας που δεν προβλεπόταν να επιζήσει. Λέει πως ελπίδα του είναι, μέσω των απομνημονευμάτων του, ο κόσμος να καταλάβει πως οι καμικάζι ήταν νεαροί άντρες των οποίων τις αξίες και τον πατριωτισμό εκμεταλλεύτηκαν. «Δεν θέλω κανείς να ξεχάσει πως αυτή η υπέροχη χώρα που έχει γίνει σήμερα η Ιαπωνία χτίστηκε πάνω στα θεμέλια των θανάτων τους» τονίζει.
Οι καμικάζι αποτελούν ένα σύμβολο του πολέμου για την Ιαπωνία, ένα παράδειγμα των κινδύνων που ελλοχεύουν από τον ακραιφνή εθνικισμό και τον στρατιωτικό φανατισμό. Καθώς όμως η γενιά που έζησε την περίοδο του πολέμου φεύγει οι πολιτικοί στην Ιαπωνία ανταγωνίζονται στο πώς θα επανερμηνεύσουν τους καμικάζι. Το κοινό παραμένει διαχωρισμένο σχετικά με το ποια είναι η κληρονομία που άφησε ο πόλεμος.
Για την Δεξιά οι καμικάζι είναι ένα σύμβολο των παραδοσιακών αρετών και του πνεύματος της αυτοθυσίας το οποίο, όπως πιστεύουν, λείπει από τη σύγχρονη Ιαπωνία. Για την Αριστερά είναι μέρος μια γενιάς που καταστράφηκε από τον ιαπωνικό μιλιταρισμό και μια ισχυρή υπενθύμιση του πόσο σημαντικό είναι να διατηρηθεί η φιλειρηνική πολιτική που υιοθέτησε η χώρα μετά τον πόλεμο. «Οι καμικάζι είναι ένα ιστορικό γεγονός και ένα ισχυρό σύμβολο απ' όποια πλευρά και αν χρησιμοποιηθεί» λέει ο Μ.Τζ.Σέφτολ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Σιζουαόκα και συγγραφέας του «Blossoms in the Wind», μια συλλογή συνεντεύξεων Ιαπώνων πιλότων.
Ο κ.Οντάτσι ενδιαφέρεται ελάχιστα για την πολιτική. Σε όσους τον επισκέπτονται στο σπίτι του στο Τόκιο, εξιστορεί με πάθος σκηνές από τον πόλεμο. Τον βλέπεις να κουνά τα πόδια του, όπως έκανε με τα πεντάλ του αεροπλάνου και να προσποιείται ότι τραβά τον μοχλό πτήσης. Η ιστορία του αψηφά τα στερεότυπα που χρησιμοποιούν οι συντηρητικοί και οι προοδευτικοί της χώρας.
Μπήκε εθελοντικά στη μάχη ενός πολέμου που πίστευε ότι η χώρα του δεν μπορεί να κερδίσει. Ήταν έτοιμος να πεθάνει για να προστατεύσει αυτούς που αγαπούσε αλλά όχι να πετάξει τη ζωή του.
Σήμερα είναι φανατικά κατά του πολέμου και θεωρεί ότι το φιλειρηνικό σύνταγμα της Ιαπωνίας δεν πρέπει να αλλάξει. Από την άλλη υποστηρίζει με πάθος το δικαίωμα της χώρας στην αυτοάμυνα. Δεν μετανιώνει για την απόφαση του να μπει εθελοντικά στον στρατό και επισκέπτεται πολλές φορές κάθε χρόνο το μνημείο για τους πεσόντες του πολέμου, ακόμα κι αν μεταξύ τους βρίσκονται κάποιοι διαβόητοι εγκληματίες πολέμου. Το κάνει λέει για τις ψυχές των φίλων του που πέθανε στη μάχη.
Τα άνθη της κερασιάς
Μεγαλώνοντας σε ένα χωριό δίπλα σε μια αεροπορική βάση εντυπωσιαζόταν από τα μαχητικά και όταν ξεκίνησε ο πόλεμος αποφάσισε ότι θα πιλοτάρει ένα αυτά. Το 1943 κατατάχθηκε στις ιαπωνικές ένοπλες δυνάμεις και μπήκε στην επίλεκτη ομάδα Γιοακαρέν που εκπαίδευε πιλότους υπό την αιγίδα του ιαπωνικού Ναυτικού.
Οι Γιοκαρέν ήταν διαφορετικοί από τους άλλους καμικάζι, λέει ο κ.Οντάτσι. Δεν ήταν μαθητές που πήραν από τα σχολεία και τους έστειλαν στον θάνατο με ελάχιστη εκπαίδευση. Βέβαια και τα μέλη της Γιοκαρέν ήταν καταδικασμένα να πεθάνουν σε αερομαχίες, πριν η Ιαπωνία στραφεί στις απεγνωσμένες αποστολές αυτοκτονίας.
Οι δόκιμοι αποκαλούνταν «άνθη κερασιάς». Ήταν ένας τραγικός συμβολισμός καθώς τα συγκεκριμένα άνθη είναι πανέμορφα αλλά αντέχουν ελάχιστα. Ακόμα και τα κουμπιά στις στολές τους είχαν ανάγλυφα άνθη κερασιάς σαν μια υπενθύμιση ότι θα πεθάνουν σύντομα στη μάχη.
«Όλοι γνωρίζαμε ότι αυτό που λένε "κι έζησαν αυτοί καλά" ήταν κάτι απίθανο. Η μοίρα μας ήταν να μην ζήσουμε πολύ» λέει ο κ.Οντάτσι.
Όταν έφτασε στην υπό ιαπωνική κατοχή Ταϊβάν, τον Αύγουστο του 1944, ο πόλεμος είχε μπει στον τελικό του στάδιο. Οι ιαπωνικές δυνάμεις είχαν καθηλωθεί από την αμερικανική τεχνολογική ανωτερότητα και την τρομακτική ικανότητα παραγωγής της πολεμικής της μηχανής. Η νίκη των Συμμάχων φαινόταν όλο και περισσότερο αναπότρεπτη και οι ιαπωνικές τακτικές άρχισαν να απαιτούν ακόμα μεγαλύτερη αυτοθυσία.
Οι αποστολές
«Στις αερομαχίες είχε οδηγία να χτυπάμε τον εχθρό με τους έλικες μας. Φυσικά αν αυτό συνέβαινε ήταν βέβαιος θάνατος αλλά τουλάχιστον θα είχαμε πάρει τον εχθρό μαζί μας» θυμάται ο κ.Οντάτσι. Αυτή η τακτική βασιζόταν στην πίστη ότι οι Ιάπωνες πιλότοι ήταν πιο πρόθυμοι να πεθάνουν από τους αντίπαλους τους.
Η δύναμη αυτής της πεποίθησης δοκιμάστηκε τον Οκτώβριο του 1944 όταν η διοίκηση του ιαπωνικού στρατού αποφάσισε να ρισκάρει τα πάντα για να σταματήσει την προέλαση των αμερικανικών δυνάμεων στις Φιλιππίνες, κατά τη διάρκεια της Μάχης του Κόλπου Λέιτε.
Οι αξιωματικοί εξήγησαν στον κ. Οντάτσι και την ομάδα το σχέδιο των αποστολών αυτοκτονίας και ζήτησαν εθελοντές. Ήρθαν αντιμέτωποι με μια σοκαριστική σιωπή.
«Μόνο όταν οι αξιωματικοί άρχισαν να μας επιπλήττουν βγήκαν οι πρώτοι άντρες μπροστά. Κάποιοι άλλοι ουσιαστικά μας καλόπιαναν ώστε να αυτοκτονήσουμε» γράφει στο βιβλίο του ο Οντάτσι.
Στις 25 Οκτωβρίου είδε την πρώτη ομάδα καμικάζι να απογειώνεται από έναν βομβαρδισμένο διάδρομο στις Φιλιππίνες. Σύντομα όμως τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά κατέστρεψαν πολλά από τα μαχητικά των Ιαπώνων και ο Οντάτσι και η ομάδα του βρέθηκαν καθηλωμένοι.
Στις 4 Απριλίου 1945 πήρε την πρώτη του εντολή να πετάξει σε
αποστολή αυτοκτονίας. Το Zero του φορτώθηκε με μια βόμβα
Στην επόμενη αποστολή η ομάδα του δεν κατάφερε να εντοπίσει κάποιο στόχο. Το ίδιο συνέβη έξι φορές ακόμα.
Μετά από κάθε αποστολή ακολουθούσε αναμονή εβδομάδων μέχρι να έρθουν οι νέες εντολές. Κάθε βράδυ όμως οι αξιωματικοί ανακοίνωναν ότι θα πετάξουν την επόμενη μέρα. «Νιώθαμε σαν να μας ανακοίνωναν την θανατική μας ποινή. Μας γυρνούσε το στομάχι. Στο τέλος αντιμετωπίζαμε με ψυχρότητα το θέμα της ζωής και του θανάτου. Το μόνο που μας ενδιέφερε είναι να κάνουμε τις τελευταίες μας στιγμές να μετρούν» τονίζει.
Ένα σπαθί στη φωτιά
Η θανατική καταδίκη όμως δεν εκτελέστηκε ποτέ. Στην τελευταία του αποστολή και ενώ ήταν ήδη στο διάδρομο έτοιμος να απογειωθεί το προσωπικό εδάφους έτρεξε προς το μέρος του φωνάζοντας να σταματήσει. Του είπαν ότι ο αυτοκράτορας ανακοίνωσε την παράδοση της Ιαπωνίας. Θα επέστρεφε στο σπίτι του.
Στο δρόμο της επιστροφής πέρασε με το τρένο μέσα από τα απομεινάρια της κατεστραμμένης Χιροσίμα. Τότε πείστηκε ότι ο πόλεμος είχε πραγματικά τελειώσει. Όταν έφτασε στο σπίτι του στο Τόκιο πήρε το τελετουργικό του σπαθί που είχε ως καμικάζι και το έριξε στο αναμμένο τζάκι.
Όπως λέει τα μόνα αντικείμενα που κράτησε από τον πόλεμο ήταν κάποιες φωτογραφίες και ένα μαντήλι που του είχε κάνει δώρο μια κοπέλα στην Ταϊβάν. Είναι φτιαγμένο από ύφασμα αλεξίπτωτου και έχει πάνω άνθη κερασιάς και μια άγκυρα, τα σύμβολα της ομάδας Γιοκαρέν η οποία βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία του Ναυτικού.
Δεν αποκάλυψε ποτέ την ταυτότητα της κοπέλας. Είναι από τα λίγα πράγματα που ακόμα και σήμερα αρνείται να συζητήσει.
«Ο κόσμος συχνά θεωρεί ότι οι καμικάζι δεν εκτιμούσαν τις ζωές τους» τονίζει. Ελπίζει πως το βιβλίο του θα υπενθυμίσει όχι μόνο το κόστος της σύγκρουσης αλλά και την ανθρωπιά αυτών των νεαρών αντρών των οποίων οι ζωές θυσιάστηκαν.
«Ήμασταν στην ίδια ηλικία με παιδιά που πάνε σήμερα στο Λύκειο ή στα πρώτα χρόνια του Πανεπιστημίου. Δεν υπήρχε ούτε ένα άτομο μεταξύ μας που αποφάσισε από μόνο του να σκοτωθεί» τονίζει.