Μια από τους τελευταίους 'Ελληνες επιζώντες του Άουσβιτς έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 2020. Η ιστορία της παραμένει μια δυνατή γροθια στο στομάχι
Τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου του 1944 η Γκεστάπο εισβάλει στην εβραϊκή συνοικία των Ιωαννίνων. Οι Γερμανοί στρατιώτες έχουν μαζί τους Έλληνες χωροφύλακες που τους βοηθούν να εντοπίσουν και τον τελευταίο Εβραίο που κρύβεται εκεί. Ελάχιστοι έχουν καταφέρει να διαφύγουν στα βουνά και έχουν ενταχθεί στις αντάρτικες ομάδες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Τα φορτηγά περιμένουν και τελικά γεμίζουν περίπου με 1.870 άντρες, γυναίκες και παιδιά. Στο φορτηγό εκείνη την ημέρα ανεβαίνει και η Εσθήρ Κοέν, μια 20χρονη κοπέλα, μαζί με όλη της την οικογένεια: οι γονείς της και τα έξι αδέρφια της αλλά και θείοι, θείες, νύφες και γαμπροί. Όλοι μαζί ξεκινούν το μακρύ ταξίδι για το Άουσβιτς-Μπιρκενάου.
Έναν χρόνο μετά, μόνο αυτή και η αδερφή της θα επιστρέψουν σκελετωμένες
στα Ιωάννινα. Η Εσθήρ Κοέν έμεινε ζωντανή απόδειξη όσων άντεξε στο κολαστήριο
του Άουσβιτς μαζί με τους 162 υπόλοιπους συμπατριώτες της που κατάφεραν να
επιζήσουν. Χθες σε ηλικία 96 ετών έφυγε από τη ζωή της και ένας από τους μεγαλύτερους
φόβους της τελικά επαληθεύτηκε…
Η κοινότητα των
Εβραίων των Ιωαννίνων
Η ιστορία των Εβραίων που έμεναν στα Ιωάννινα χάνεται
κυριολεκτικά στα βάθη των αιώνων. Μένουν στην πόλη αυτή πολύ πριν οι
Σεφαραδίτες Εβραίοι εγκατασταθούν σε άλλες μεγάλες πόλεις , όπως η Θεσσαλονίκη.
Κάποιοι εντοπίζουν την εγκατάστασή τους εκεί ακόμα και στον 3ο αι.
μΧ, ενώ το πρώτο επίσημο έγγραφο που αναφέρεται σε αυτούς προέρχεται από τον 10ο
αιώνα. Πρόκειται για ένα χρυσόβουλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου με το
οποίο αναγνωρίζονται «προνόμια στους Εβραίους των Ιωαννίνων». Σε αυτό το
χρυσόβουλο εξάλλου γίνεται και η πρώτη γραπτή αναφορά εν γένει στην πόλη των
Ιωαννίνων.
Από τότε οι Εβραίοι της συγκεκριμένης κοινότητας κινούνται
μαζί με την χριστιανική της πόλης, ενώ μιλούν εξ ολοκλήρου ελληνικά. Έρχονται σε
επαφή με τον τοπικό λαϊκό πολιτισμό και τις παραδόσεις τις οποίες συνδυάζουν με
τα δικά τους ήθη και έθιμα. Έτσι, δημιουργούν τον ιδιαίτερο ελληνικο-εβραϊκό
πολιτισμό και παίρνουν ήδη από τα βυζαντινά χρόνια το προσωνύμιο «Ρωμανίτες
Εβραίοι» υποδηλώνοντας την ελληνική τους καταγωγή.
Μέχρι το 1940, οι Εβραίοι της πόλης ζούσαν ειρηνικά και σε
αρμονία με τους χριστιανούς συμπολίτες τους. Εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις
ειδικά κατά τη δεκαετία του ’30 με την ίδρυση της ακροδεξιάς εθνικιστικής και
αντισημιτικής οργάνωσης Εθνική Ένωσις Ελλάς (ΕΕΕ ή 3Ε), οι οποίοι προσπαθούσε
να βλάψει και να εκτοπίσει τους πετυχημένους Εβραίους εμπόρους της πόλης.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη στις 20
Απριλίου 1943 (ως τότε ήταν υπό ιταλική κατοχή), τα Γιάννενα αριθμούσαν περί
του 1.950 Ρωμανίτες Εβραίους. Αρκετοί νέοι Εβραίοι είχαν ήδη φύγει στα βουνά
και είχαν ενταχθεί στις αντάρτικες ομάδες πολεμώντας τις δυνάμεις κατοχής. Όσοι
προέβλεπαν την καταστροφή προσπαθούσαν να διαφύγουν. Σε αρκετές περιπτώσεις οι
χριστιανοί ιερείς βοήθησαν τους Εβραίους συντοπίτες τους. Ο Μητροπολίτης
Σπυρίδων διέσωσε πολλά αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία και αρκετές ραπτομηχανές,
από τα εγκαταλελειμμένα εβραϊκά νοικοκυριά. Ένας απλός κληρικός, ο πάτερ
Αθανάσιος, εξέδωσε ψεύτικες αστυνομικές ταυτότητες με χριστιανικά ονόματα, τα
οποία διένειμε σε όσους Εβραίους πρόλαβαν.
Τελικά, τα ξημερώματα της 25ης Μαρτίου και εν
μέσω χιονόπτωσης 97 σκεπαστά φορτηγά παίρνουν μαζί τους περίπου 1870 Ρωμανιώτες
Εβραίους –μεταξύ των οποίων και η Εσθήρ- ξεριζώνοντας μια ιστορία τουλάχιστον
10 αιώνων της πόλης. Μέσω Τρικάλων φτάνουν στη Λάρισα και εν συνεχεία με τρένο
κάτω από άθλιες συνθήκες στο Άουσβιτς. Ένα χρόνο μετά το 92% του ρωμανιώτικου
εβραϊσμού των Ιωαννίνων δεν υπάρχει πια.
«Δεν μας αγάπησε
κανείς»
Η Εσθήρ Κοέν επέστρεψε ζωντανή από το Άουσβιτς. Ωστόσο μέχρι
και την τελευταία της στιγμή δεν έπαψε να έχει αναπάντητα ερωτηματικά γι’ αυτήν
την θηριωδία που συντελέστηκε ενάντια σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους. Το 2014 σε
μια συγκλονιστική συνέντευξη στην Καθημερινή και στον Σταύρο Τζίμα περιέγραψε
όχι μόνο τα όσα έζησε στο κολαστήριο του Άουσβιτς αλλά και την τραγική
αντιμετώπιση που έλαβε από τους συγχωριανούς Ιωαννίτες τόσο πριν φύγει αλλά
κυρίως όταν τελικά επέστρεψε.
«Κανένας δεν πόνεσε, ούτε ένα δάκρυ. Τι τους κάναμε; Δεν
τράβηξε κανείς γείτονας το κουρτινάκι να δει να μας σέρνουν στους δρόμους»,
λέει περιγράφοντας την ημέρα της σύλληψης και μεταφοράς των Ρωμανιωτών Εβραίων
των Ιωαννίνων στο Άουσβιτς και την αντίδραση των συγχωριανών της.
«Φτωχοί άνθρωποι ήμασταν, κύριε, στη μεγάλη πλειοψηφία,
νοικοκυραίοι, δεν είχαμε πειράξει κανέναν, αιώνες ολόκληρους ζούσαμε στα
Γιάννενα. Δεν μας αγάπησε κανείς…», έλεγε με παράπονο σε ηλικία 90 ετών κυρίως
για τους υπόλοιπους Ιωαννίτες που δεν έκαναν τίποτα για να τους βοηθήσουν να
γλιτώσουν από την εκκαθάριση.
Περιγράφοντας στην Καθημερινή την τελευταία εκείνη μέρα στα
Ιωάννινα θυμάται:
«Όρμησαν στα σοκάκια ουρλιάζοντας και πυροβολώντας,
χτυπώντας πόρτες και σπάζοντας τζάμια… Πάρτε από έναν μπόγο και σε μια ώρα να
είστε όλοι στην πλατεία. Τι να πρωτοκάνουμε σε μια ώρα; Ήμασταν εφτά αδέρφια
και οι γονείς μου. Η νύφη μου ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα, ήταν μία τρέλα. Η
μητέρα μου δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν, να μην πάει ημέρα
Σάββατο να προσκυνήσει στην συναγωγή. Φέρε παιδί μου τα παπούτσια να πάω να
προσκυνήσω. Μαμά, το καταλαβαίνεις πρέπει να φύγουμε, μας πιάνουν. Εγώ θα
προσκυνήσω τον θεό και θα γυρίσω. Τραβώντας την σέρνουμε και την πάμε στην
πλατεία του Μαβί. Ο ένας πίσω από τον άλλον, άλλος με παντόφλες, άλλος
ξυπόλυτος, άλλος με πυτζάμες, τα μωρά να σκούζουν. Μια κουρτίνα κύριε,
καταλαβαίνετε, να την τραβήξουν, να δω ένα δάκρυ, κανένας δεν πόνεσε, λυπούμαι
που το λέω. Υποφέρω πιο πολύ, που πήγα στη Γερμανία από αυτούς. Γιατί παρακαλέσαμε
πολλούς να μείνουμε κάπου εκτός των εβραϊκών συνοικιών μέχρι να περάσει η μπόρα
αλλά δεν μας δέχτηκαν. Θα είχαμε γλιτώσει…».
Με τα φορτηγά φτάνουν στην Λάρισα, όπου επί έντεκα μέρες θα
τους κλείσουν σ’ ένα χάνι, χωρίς στέγη και παράθυρα και ενώ έξω οι θερμοκρασίες
είναι κοντά στο μηδέν.
«Πέθαναν μωρά και μεγάλοι στο χάνι. Δεν είχαμε τίποτα. Τρεις
φορές την ημέρα με τα όπλα στα χέρια στην γραμμή όλοι να μας κάνουν έρευνα.
Καθένας κάτι είχε κρύψει για μια δύσκολη ώρα. Στα κοφίνια για τα καρπούζια
έβαζαν οι Γερμανοί και οι χωροφύλακες τα χρυσαφικά. Αυτοί που ερχόντουσαν και
καθάριζαν του καμπινέδες πρέπει να έγιναν βαθύπλουτοι. Γιατί από πείσμα ρίχναμε
τα χρήματα και τα χρυσαφικά στον καμπινέ να τα βρουν οι Έλληνες και να μην τα
πάρουν οι Γερμανοί. Μας βαλαν στα τρένα. Εκεί που χωρούσαν δυο άλογα, έβαλαν
εβδομήντα πέντε άτομα. Χωρίς φως στο βαγόνι, χωρίς νερό, γέροι, νέοι. Έντεκα
μέρες ταξίδι χωρίς φαγητό, νερό, στα παγωμένα βαγόνια».
Τελικά μπαίνουν στα τρένα του θανάτου και φτάνουν στο
Άουσβιτς σταματώντας στη ράμπα του κοντινού Μπίρκεναου, ενώ το χιόνι πέφτει
πυκνό. Είναι η στιγμή που βλέπει για τελευταία φορά την οικογένειά της.
«Τους έβαλαν σε μεγάλα αυτοκίνητα, όσα παιδιά πρόλαβαν και
σκαρφάλωσαν τα φόρτωσαν και εκείνα. Κοριτσάκι εγώ, μικρό, πως μπορούσα ν ανέβω;
Εκείνη την ώρα είδα την μητέρα μου όρθια στο αυτοκίνητο… Καθώς απομακρυνόταν
μας φωνάζει: “προσέξτε, είστε κορίτσια, την τιμή σας”», περιγράφει για την
τελευταία φορά που τους είδε.
«Άκουγες Θεέ μου… κλάματα, έβλεπες γέρους με άσπρα μαλλιά να
τρέχουν… Με παρατεταμένα τα όπλα άρχισαν να ψάχνουν τις γυναίκες και τους
άνδρες και πήραμε το δρόμο της καταστροφής.. Γιατί Θεέ μου, γιατί; Γιατί μας
πονάς τόσο πολύ; Από τότε δεν έχω κανέναν. Ούτε τη μάνα μου, ούτε τα αδέρφια
μου ούτε κανέναν», αφηγούνταν από την άλλη στον Θωμά Σίδερη και το βιβλίο του «Τα
τρένα της σιωπής».
«Μείναμε άφωνες, δεν έβγαινε φωνή, είχε κολλήσει η γλώσσα, δεν ήξερες τι να πεις. Μας βάλανε στην γραμμή και εκεί μας έκαναν το τατουάζ στο χέρι. Να εδώ είναι το νούμερο: 77102. Το είχα μάθει και γερμανικά και το φώναζα σε κάθε προσκλητήριο. Δεν ήμουν πλέον ένας άνθρωπος, ήμουν ένα νούμερο. Δεν είχα όνομα, δεν με είχε γεννήσει μάνα, δεν είχα οικογένεια πλέον. Τελείωσε. Από εκεί μας πήγαν να μας κόψουν τα μαλλιά.
Εκεί ήταν πολλές Θεσσαλονικιές όμηροι, που είχαν πάει
γρηγορότερα. Κομμώτριες, δήλωσαν.. Σε παρακαλώ,
είπα σε μια κοπέλα που με κούρευε, που μπορεί να πήγαν τους γονείς μου; Θέλεις
τόσο γρήγορα να μάθεις; μου είπε. Ναι θέλω, σε παρακαλώ, της απάντησα και μου
δείχνει απέναντι.
Βλέπεις αυτή τη φλόγα; - Βλέπω. - Εκεί καίνε την μάνα σου
και την οικογένειά σου. Λιποθύμησα. Με συνέφεραν, κακήν κακώς με τράβηξαν και
ξημέρωσα σ’ ένα μπλοκ που ήτανε σαν το κοτέτσι. Και το πρωί σηκωνόμασταν η ώρα
τέσσερις και κάναμε προσκλητήριο και
καταμέτρηση στην βροχή.
Φώναζαν τα νούμερα. Έβρεχε, χιόνιζε, εσύ ήσουν ‘Απελ’, όλα
τα μπλοκ. Μας έβαναν στην δουλειά. Τι κάναμε; Σπάζαμε πέτρες, τις φορτώναμε σ
ένα βαγονάκι. Γεμάτο το βαγονάκι και εμείς κάναμε την μηχανή. Πέντε κορίτσια
αφού το γεμίζαμε το σπρώχναμε να το πάμε ένα χιλιόμετρο και τι να το κάνουμε;
Να το αδειάσουμε.
Σε μια άλλη συνέντευξή της στην ΕΡΤ είχε αναφέρει: «Βλέποντας
τις καμινάδες να καίνε κι απέξω στοίβα τα καμένα κορμιά είπα ‘Θεέ μου έχε
γούστο να έκαναν και στην μητέρα μου το ίδιο’. Μου λέει μια Θεσσαλονικιά: ‘Καλά
κορίτσι μου εσύ περιμένεις να ξαναβγείς από εδώ; Κι εσύ έτσι θα γίνεις’».
Αυτή που μας διηύθυνε ήταν πολιτική κρατούμενη αλλά είχε
δίπλα της άλλη Γερμανίδα “Φραω Οφζερ’ την αποκαλούσαν, με το γκλομπ στο χέρι,
πιστόλι, στολές σαν και αυτές που φορούν αυτά τα καθάρματα που βλέπω τώρα εδώ
στην πατρίδα μας», λέει εννοώντας τα «τάγματα εφόδου» της Χρυσής Αυγής:
«Δεν ξέρετε τι μου θυμίζουν κύριε αυτοί που βλέπω στην
τηλεόραση. Πως μπορούμε και ανεχόμαστε σ αυτήν την έρμη την Ελλάδα που τόσοι
ποιητές, τόσοι μεγάλοι άνθρωποι, την ύμνησαν την τραγούδησαν; Πού είναι η
Φιλική Εταιρία, που είναι εκείνοι οι ευεργέτες που έφυγαν από τα Γιάννενα και
αλλού ξυπόλητοι για την έρμη την Ελλάδα; γιατί την παρατήσαμε έτσι, τι μας
έφταιξε; Καταλαβαίνετε τι κάνουμε; σκοτώνουμε τον ίδιο μας το εαυτό. Εγώ θα
φύγω με πολύ πίκρα, κύριε. Εγώ είμαι Εβραία αλλά είμαι Ελληνίδα. Εγώ δεν έχω
σπορά από πουθενά, Ελληνίδα είμαι», τονίζει.
Το Άουσβιτς ελευθερώθηκε τον Ιανουάριο του 1945. Η Εσθήρ κατάφερε
να επιζήσει αυτούς τους μήνες χάρη στην ανθρωπιά μιας Γερμανίδας Εβραίας
γιατρού και κάποιων ομόθρησκών της νοσηλευτριών που την έκρυψαν, όταν οι Eς Ες
ζήτησαν από τον νοσοκομείο «έναν ολόκληρο θάλαμο για το κρεματόριο».
Σκελετωμένη και σε άθλια κατάσταση οδηγείται για να
αναρρώσει ένα διάστημα στην εβραϊκή κοινότητα στις Βρυξέλλες. Αμέσως μετά
επιστρέφει στο σπίτι της στα Ιωάννινα.
Επιστροφή στην
πατρίδα
Γυρνώντας στα Ιωάννινα το χτύπημα με το οποίο θα έρθει
αντιμέτωπη είναι εξίσου σοκαριστικό και πολύ πιο αναπάντεχο απ’ όσα είχε ήδη ζήσει.
Φτάνοντας στην οδό Γενναδίου 1 όπου βρισκόταν το πατρικό της σπίτι θα
ανακαλύψει ότι κάποιοι άλλοι, άγνωστοι, ζουν σε αυτό.
«Όταν έκανα να μπω μέσα εμφανίστηκε στο πρώτο σκαλοπάτι ένας
άγνωστος και μου είπε που πας; ‘Στο σπίτι μου’, του απάντησα. Μου λέει, μην
προχωρείς, θα σου πω κάτι. Λέω ορίστε. Ξέρεις αν η μαμά σου είχε φούρνο στην
κουζίνα; Όλο χαρά εγώ, απάντησα: βέβαια ψήναμε το ψωμί, δεν ξέρω το σπίτι μου;
Ε, αφού δεν σ έκαψαν
οι Γερμανοί θα σε κάψω εγώ αν τολμήσεις μπεις μέσα, μου είπε.
Τι ήταν αυτό; Έλληνας, να με κάψει; Αυτός εμένα; Θεέ μου…»,
αφηγείται η ίδια.
Η Εσθήρ έφυγε από το σπίτι της και δεν επέστρεψε ποτέ ούτε
ξαναείδε τον άγνωστο. Μετά την εξόντωση των Εβραίων της Ελλάδας, οι αρχές είχαν
εγκαταστήσει στα εβραϊκά σπίτια άλλους πολίτες. Στην περιοχή ήταν κυρίως ανταρτόπληκτοι
από τα ορεινά χωριά της Ηπείρου, που είχαν καταφύγει στην πόλη των Ιωαννίνων
για να γλιτώσουν καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ μαίνονταν. Φυσικά,
όταν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες τους επέστρεψαν κανείς δεν δέχτηκε να επιστρέψει τα
σπίτια και τις περιουσίες που ουσιαστικά είχαν κλαπεί.
Πολύ σύντομα μετά τον εκτοπισμό των Εβραίων Ρωμανιτών
ξεκίνησε κι επίσημα η αρπαγή των περιουσιακών στοιχείων τους από την Γερμανική
Στρατιωτική Διοίκηση Ιωαννίνων με την πλήρη συνεργασία της ελληνικής Γενικής
Διοίκησης Ιωαννίνων.
«Συνήλθεν ο κ. Μπέκερ ανθυπολοχαγός του ΧΧΙΙου ορεινού, (της
μεραρχίας «Εντελβάις») και ο κ. Ιωάννης Στ………. ως αντιπρόσωπος της Γενικής
Διοικήσεως Ηπείρου, ως και η Ελληνική Χωροφυλακή και άνοιξαν τας κατοικίας και
τα καταστήματα των Ισραηλιτών και μετά, αφού ασφαλώς έκλεισαν, παρέδωσαν τα
κλειδιά εις τον αντιπρόσωπον της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου… Ο κ. αντιπρόσωπος
της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου, αναγνωρίζει την βοήθειαν των Γερμανών δια την
εξασφάλισιν των χρηματικών ποσών, άτινα ευρέθησαν εις τα διάφορα καταστήματα
(εμπορικά μαγαζιά των Γιαννιωτοεβραίων) και τα οποία ο ίδιος κατέθεσεν εις την
Τράπεζαν…», αναφέρεται σε έγγραφο της εποχής.
Η Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση Ιωαννίνων καθώς και οι
διάφορες Επιτροπές Απογραφής που λειτούργησαν παράλληλα με τους Γερμανούς σ’
αυτή την πρώτη «επίσημη αρπαγή»
κατέθεσαν το ποσό του 1.500.000.000 δραχμών στα τοπικά υποκαταστήματα
τραπεζών της πόλης των Ιωαννίνων.
Τις επόμενες μέρες δίνονται άδειες σε συνεργάτες των
Γερμανών να ανοίξουν τα μαγαζιά και να προχωρήσουν στο πλιάτσικο των αγαθών και
σε οτιδήποτε άλλο φαινόταν χρήσιμο. Μάλιστα, ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου Μιχαήλ
Τσιμπρής, που υπήρξε ο επίσημος συνεργάτης των Γερμανών, έδωσε εντολή για την
άμεση διανομή. Παράλληλα, οι Γερμανοί επέτρεψαν στους ντόπιους συνεργάτες τους
να γίνουν οι κύριοι ιδιοκτήτες τόσο στα εβραϊκά σπίτια όσο και στα καταστήματα.
Την κατάσταση προσπαθεί να αλλάξει η ΥΙ Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ,
η οποία σε στρατιωτική διαταγή τον Ιανουάριο του 1945 αναφέρει: «Από τούδε και
στο εξής, όποιος θα συλληφθεί να κλέβει περιουσιακά στοιχεία των
Γιαννιωτοεβραίων θα παραπεμφθεί και θα τιμωρηθεί αυστηρά από το Στρατοδικείο».
Όταν η Εσθήρ επιστρέφει χωρίς να έχει τίποτα πια, άρχισε να
ψάχνει για τα περιουσιακά στοιχεία των γονέων της. Όπως λέει στον κ. Τζίμα το κρασοπωλείο του πατέρα της το
είχε οικειοποιηθεί μια χριστιανή συγγενής της «που εμφάνισε δήθεν πωλητήριο της
μητέρας μου η οποία όμως είχε καεί στα κρεματόρια». Όταν πήγε στην τράπεζα να
αναζητήσει τις καταθέσεις τής είπαν ότι τις πήραν οι Γερμανοί και αναζητώντας
τις δυο Singer ραπτομηχανές που είχε για να ράβει και να βγάζει ένα μεροκάματο
έμαθε ότι είχαν καταλήξει στα «χέρια» της μητρόπολης που υποτίθεται ότι είχε
κρατήσει μέρη από τις περιουσίες των Εβραίων για να τις σώσει.
«Πήγα στον μητροπολίτη και εκείνος με παρέπεμψε στη
νομαρχία. Εκεί μου είπαν πως δεν ξέρουν τι απέγιναν οι μηχανές και πως για να
τις βρουν έπρεπε να τους δώσουν τους αριθμούς τους. Πού να ξέρω εγώ αριθμούς;
Σήκωσα το μανίκι και τους έδειξα τον αριθμό του Άουσβιτς. Αυτόν τον αριθμό μόνο
θυμάμαι τους είπα και έφυγα…».
Κάποια στιγμή γνώρισε τον Σαμουήλ, ένα γειτονόπουλό της που είχε διαφύγει στα βουνά και πλέον έχει επιστρέψει. Παντρεύονται και μαζί θα ξεκινήσουν το σκληρό ταξίδι της επιβίωσης.
Η αδερφή της Ευτυχία, παντρεύτηκε ένα Εβραιόπουλο από τα
Γιάννενα που είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς εκείνη την ημέρα αλλά στην
διαδρομή προς την Λάρισα δραπέτευσε, έφυγε στα βουνά και εκεί εντάχθηκε στο
ΕΑΜ. Όταν επέστρεψε θέλησε να ανοίξει ένα καφεκοπτείο, το οποίο ονόμασε ο
«Δραπέτης», για να θυμίζει την παράτολμη ενέργεια που του έσωσε την ζωή. «Για
την επιγραφή αυτή τον έστειλαν εξορία στην Μακρόνησο ως κομμουνιστή, ενώ δεν
ήταν!», λέει για τον γαμπρό της η Εσθηρ.
Με τον Σαμουήλ, που μάζευε παλιοσίδερα και έφτιαχνε κούνιες,
απέκτησε ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Ωστόσο, ο γιος της θα πεθάνει σε ηλικία 34
χρόνων, και η κόρη της θα φύγει στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 για το Ισραήλ,
αηδιασμένη όπως λέει, από την στάση ενός καθηγητή στο Γυμνάσιο ο οποίος την
αποκάλεσε «παλιοεβραία..».
«Μια μέρα στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, ένας καθηγητής
θεολογίας στο γυμνάσιο αποκάλεσε "παλιοεβραία" την κόρη μου, επειδή
τη συνάντησε στον δρόμο μαζί μου, περασμένες εννιά το βράδυ, κάτι που
απαγορευόταν. Δεν άντεξε την προσβολή. Με το που τελείωσε η χρονιά, έφυγε στο
Ισραήλ. Έκτοτε δεν επέστρεψε», αναφέρει. Εκεί θα αποκτήσει έναν γιο ο οποίος θα
σκοτωθεί στα είκοσι του χρόνια πολεμώντας ως κληρωτός με τον ισραηλινό στρατό
εναντίον της Χεζμπολάχ στον Λίβανο.
Οι περισσότεροι Ρωμανίτες Εβραίοι που επέστρεψαν στα
Γιάννενα μετά την επιστροφή τους βυθίστηκαν στην σιωπή και στην προσπάθεια να
επιβιώσουν.
«Γιατί σιωπήσατε πολλά χρόνια, γιατί;» είχε ρωτήσει ο
κ.Τζίμας την Εσθήρ το 2014. «Γιατί φοβόμασταν. Δεν μας αγάπησε κανένας, δεν μας
πίστευαν, το καταλαβαίνετε αυτό;», είχε απαντήσει δακρυσμένη.
Το 2014 ο τότε πρόεδρος της Γερμανίας, Γιοακίμ Γκάουκ, είχε
επισκεφτεί τα Γιάννενα, για να αποτίσει φόρο τιμής στους κατοίκους του
μαρτυρικού χωριού Λυγγιάδες που σφαγιάστηκαν στην Κατοχή από γερμανικά
στρατεύματα.
Η Εσθήρ τον είχε συναντήσει και δεν δίστασε να του καταθέσει τα μεγάλα «γιατί» που της κατέτρωγαν ως το τέλος. «Θέλω να τον ρωτήσω πού βρέθηκε τόσο μίσος για να κάψουν ζωντανούς εκατομμύρια ανθρώπους επειδή έτυχε να έχουν διαφορετική θρησκεία. Πρέπει άραγε να δεχθώ τη συγγνώμη; Τίποτα δεν μπορεί να συγχωρέσει αυτό που μας έκαναν. Δεν απέμεινε συγγενής να με συνοδεύσει όταν θα πεθάνω. Δεν άφησαν κανέναν, τους έκαψαν όλους», είχε πει τότε στην Καθημερινή λίγο πριν τον συναντήσει. Η στιγμή που τον είδε απέναντί της δεν ήταν εύκολη γι’ αυτήν.
«Με το που στάθηκε μπροστά μου σηκώθηκα και σε στάση
προσοχής του συστήθηκα: ‘Ζιίμπεν Ζίμπτσιχ τάουζεν χουντάτ τσβάι’, του είπα στα
γερμανικά, δηλαδή αριθμός 77.102. Τη στιγμή εκείνη δεν είχα εικόνα ούτε του
εαυτού μου, ούτε των γύρω μου. Νόμιζα ότι βρισκόμουν στο στρατόπεδο
συγκέντρωσης…».
Ο πρόεδρος της Γερμανίας Γιόακιμ Γκάουκ, πρώην πάστορας της είπε:
«Εντσουλντιγκουνγκ (συγγνώμη), μου είπε και με αγκάλιασε δακρυσμένος».
«Παρακάλεσα τις διερμηνείς του να του πουν ότι το ελάχιστο
που πρέπει να κάνουν είναι να δώσουν λεφτά να γραφτούν βιβλία για να διαβάζουν
και να μαθαίνουν τα μικρά παιδιά ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα,
γιατί δυστυχώς η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται», έλεγε μετά.
Η Εσθήρ έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της πάντα στα
αγαπημένα της Ιωάννινα σε μια μικρή πολυκατοικία στην διασταύρωση των οδών Άννης
Κομνηνού και Γιοσεφ Ελιγα, όπου η Εβραϊκή Κοινότητα της παραχώρησε ένα
διαμερισματάκι, και μέχρι χθες ήταν η μια από τους δύο επιζήσαντες Ρωμανίτες
Εβραίους των Ιωαννίνων του Άουσβιτς.
Σήμερα στα Ιωάννινα δεν ζουν πάνω από είκοσι Ρωμανίτες
Εβραίοι. Πριν από τρία χρόνια έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος της Σαμουήλ. Η κόρη
τους παραμένει στο Ισραήλ και λόγω του κοροναϊού
δεν θα μπορέσει να ταξιδέψει για την κηδεία της. Αύριο, Πέμπτη, στην τελευταία της
κατοικία θα την συνοδεύσει ο πρόεδρος της μικρής Ισραηλιτικής Κοινότητας
Ιωαννίνων και δήμαρχος της πόλης, Μωυσής Ελισάφ.
«Τίποτα δεν μπορεί να συγχωρέσει αυτό που μας έκαναν. Δεν
απέμεινε συγγενής να με συνοδεύσει όταν θα πεθάνω. Δεν άφησαν κανέναν, τους
έκαψαν όλους», έλεγε η Εσθήρ το 2014. Και ο τελευταίος της φόβος επαληθεύτηκε
μαζί με όλα τα «γιατί» της να μένουν αναπάντητα.