«Η νύχτα των βασανιστηρίων»: Το πογκρόμ του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν για να εδραιώσει την εξουσία του

 

Το 2017 ο νέος διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας Μοχαμεντ μπιν Σαλμάν εξαπέλυσε ένα μεγάλο πογκρόμ, για να βγάλει εκτός όσους απειλούσαν τη θέση του

Τον Ιούνιο του 2017 ο βασιλιάς Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας προήγαγε τον γιο του Μοχαμεντ μπιν Σαλμάν στη θέση του διαδόχου του θρόνου κάνοντας έτσι τον 31χρονο τότε πρίγκιπα μελλοντικό βασιλιά και θέτοντας εκτός τον ανιψιό του βασιλιά Μοχάμεντ μπιν Ναγιέφ.

Ο νεαρός φιλόδοξος πρίγκιπας δεν άργησε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του: να βγάλει από την μέση όποιον θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την άνοδό του στο θρόνο. Έτσι, στις αρχές Νοεμβρίου 2017 περίπου 400 από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους της Σαουδικής Αραβίας, μεταξύ των οποίων πρίγκιπες, υπουργοί και μεγιστάνες, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο πεντάστερο ξενοδοχείο του Ριάντ Ritz-Carlton.

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι στο ίδιο ξενοδοχείο ένα χρόνο πριν, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν είχε  παρουσιάσει το φιλόδοξο σχέδιό του «Vision 2030» για την αναδιαμόρφωση της σαουδαραβικής κοινωνίας μέσα από μεταρρυθμίσεις που θα άνοιγαν την χώρα στον υπόλοιπο κόσμο.

Αυτό που ξεκίνησε εκείνη την ημέρα πολλοί στη συνέχεια το ονόμασαν ως την μεγαλύτερη και πιο αμφιλεγόμενη εκκαθάριση στην σύγχρονη ιστορία του βασιλείου, ένα πραγματικό πογκρόμ που περιελάμβανε βασανιστήρια, εκβιασμούς και εξαντλητικές ανακρίσεις. Ο ίδιος ο Μπιν Σαλμάν επιμένει μέχρι και σήμερα ότι όλοι οι συλληφθέντες ήταν υπόλογοι για διαφθορά και η σύλληψή τους δεν είχε καμία σχέση με την δική του ισχυροποίηση στην εξουσία. Στόχος ήταν μόνο να επιστραφούν στο κράτος τα χρήματα που αυτοί οι άντρες είχαν κλέψει. Ακόμα κι έτσι, οι μέθοδοι που ακολουθήθηκαν δεν ήταν οι πλέον… νομότυπες.

Αλλαγή σε μια παράδοση αιώνων

Οι συλλήψεις σόκαραν την κοινωνία της Σαουδικής Αραβίας καθώς έθεσαν στο στόχαστρο την ελιτ του βασιλείου, άτομα τα οποία βρίσκονταν πάντα στο απυρόβλητο ως τότε. Αξιωματούχοι καθαιρέθηκαν από τις θέσεις τους, περιουσίες κατασχέθηκαν και τεράστιες επιχειρηματικές αυτοκρατορίες κατέρρευσαν σε ένα βράδυ. Η παραδοσιακή συμμαχία που ίσχυε πάντα μεταξύ του κράτους και της ελιτ της κοινωνίας διαλύθηκε.

Τρία χρόνια μετά το πογκρόμ, ο Guardian παρουσιάζει μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν εκείνο το βράδυ. Πρώην συλληφθέντες, πολλοί από τους οποίους έχασαν τις περιουσίες τους, περιγράφουν τα βασανιστήρια, εξαναγκασμούς και τις «χαοτικές προσπάθειες» -όπως τις χαρακτηρίζουν- των βασιλικών συμβούλων να καταλάβουν πώς λειτουργούν οι επενδύσεις πίσω από τον πλούτο των πιο σημαινουσών οικογενειών του βασιλείου, ώστε στη συνέχεια να κατάσχουν ό,τι μπορούσαν.

Σύμφωνα με τον Guardian, οι πληροφορίες για όσα συνέβησαν στο ξενοδοχείο έφτασαν σε αυτόν από μερικούς από τους πιο ισχυρούς επιχειρηματίες της Σαουδικής Αραβίας μέσω μεσάζοντων. Αυτοί υποστηρίζουν ότι ξυλοκοπήθηκαν και δέχθηκαν απειλές και εκφοβισμό από τους άντρες ασφαλείας, ενώ δύο υπουργοί – στενοί συνεργάτες του πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν- παρακολουθούσαν ό,τι συνέβαινε.

Μεταξύ των 381 συλληφθέντων ήταν και ο δισεκατομμυριούχος πρίγκιπας Αλ Ουαλίντ μπιν Ταλάλ, ο οποίος παρέμεινε κρατούμενος για πάνω από 80 μέρες στην αυτοσχέδια φυλακή, αλλά και ο πρώην επικεφαλής της Εθνοφρουράς, Πρίγκιπας Μιτέμπ μπιν Αμπντουλάχ, που απελευθερώθηκε μετά από «διακανονισμό» για ποσό άνω του ενός δισ. δολαρίων.

Η βραδιά του πογκρόμ

Πριν τις συλλήψεις προηγούνταν σχεδόν πάντα ένα τηλεφώνημα. Ο ισχυρός άντρας ενημερωνόταν ότι ο ίδιος ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν ήθελε μια ιδιωτική συνάντηση μαζί του. Σε μια άλλη περίπτωση, δύο ισχυροί επιχειρηματίες αναφέρουν ότι τους έδωσαν οδηγίες για μια συνάντηση σε ένα σπίτι όπου θα εμφανίζονταν ένας σύμβουλος του βασιλιά. Αντίθετα, εμφανίστηκαν άντρες της ασφαλείας και τους οδήγησαν στο ξενοδοχείο των 5 αστέρων που θα γινόταν η φυλακή τους.

«Την πρώτη νύχτα είχαν όλοι δεμένα τα μάτια και όλοι σχεδόν υποβληθήκαν σε αυτό που οι μυστικές υπηρεσίες της Αιγύπτου αποκαλούν ‘η νύχτα των βασανιστηρίων΄», αναφέρει μια πηγή που γνωρίζει πολύ καλά όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ. «Ρωτούσαν τον κόσμο αν ήξεραν γιατί βρίσκονται εκεί. Κανείς δεν γνώριζε. Οι περισσότεροι ξυλοκοπήθηκαν, κάποιοι μάλιστα πολύ άγρια. Υπήρχαν άνθρωποι δεμένοι στους τοίχους με τα χέρια τεντωμένα. Αυτό συνεχιζόταν για ώρες κι όλοι οι βασανιστές ήταν Σαουδάραβες. Όλο αυτό είχε σχεδιαστεί για να τους ‘σπάσει’. Την επόμενη ημέρα έφτασαν οι ανακριτές», τονίζει η πηγή στον Guardian.

Την επόμενη μέρα, οι συλληφθέντες είχαν ήδη διαμοιραστεί στα δωμάτια του ξενοδοχείου. «Υπάρχει μια παρανόηση ότι όλοι οι ανακριτές έφτασαν στο ξενοδοχείο γνωρίζοντας τα πάντα κι έχοντας μαζί τους εκατοντάδες σελίδες με στοιχεία και πληροφορίες. Αυτό δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα ήξεραν πολύ λίγα. Ήξεραν αρκετά για τις περιουσίες στην Σαουδική Αραβία, αλλά ήταν παντελώς άσχετοι για τις offshore», αναφέρει η πηγή.

Κάποιοι από τους συλληφθέντες μίλησαν υπό την απειλή ότι θα δημοσιεύσουν προσωπικές τους πληροφορίες, όπως εξωσυζυγικές σχέσεις ή ύποπτες επιχειρηματικές συμφωνίες που δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές ούτε και από το παλιό σύστημα. Σκοπός ήταν να συναινέσουν στην εκχώρηση σημαντικού μέρους της περιουσίας τους στο κράτος.

Η έλλειψη κατανόησης του συστήματος επενδύσεων από τους ανακριτές εξέπληξε μερικούς από τους συλληφθέντες που ανακρίνονταν. «Ουσιαστικά μάντευαν την περιουσία αυτών που ανέκριναν. Σε κάποιο σημείο, έδωσαν στους συλληφθέντες πρόσβαση στα τηλέφωνά τους και στα email τους και τους είπαν να επικοινωνήσουν με τους τραπεζίτες τους στη Γενεύη για να ζητήσουν να σταλούν μεγάλα ποσά. Οι τραπεζίτες τούς είπαν ότι δεν έχουν αρκετά χρήματα στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και οι ανακριτές θεώρησαν ότι είχαν όλη την περιουσία τους κάπου κρυμμένη σε μετρητά», ανέφερε η πηγή στον Guardian.

Μια υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή, που δεν θέλησε να κατονομαστεί, ανέφερε ότι στελέχη απ’ όλον τον τραπεζικό τομέα της Ελβετίας ξεκίνησαν έρευνα καθώς παρατήρησαν ασυνήθιστες κινήσεις στους τραπεζικούς λογαριασμούς την ίδια περίοδο. «Πολλές από αυτές τις μεταφορές χρημάτων φαινόταν να έχουν γίνει υπό την απειλή βίας. Κάποιες τις σταματήσαμε επειδή τα αιτήματα δεν ήταν συνηθισμένα. Αλλά αρκετές προχώρησαν», αναφέρει.

Πολλοί από αυτούς που είχαν συλληφθεί ανέφεραν ότι δεν ήταν σίγουροι για ποιο λόγο βρίσκονταν εκεί. Κάποιοι ήταν έμπιστοι της σαουδικής μοναρχίας εδώ και πολλές γενιές και είχαν επωφεληθεί από τις επαφές τους με μονάρχες και πρίγκιπες, οι οποίοι πάντοτε προσπαθούσαν να χτίζουν στενές σχέσεις με επιχειρηματίες. Όλοι οι Σαουδάραβες αριστοκράτες είχαν ανέκαθεν στενές σχέσεις με τις δυναστείες των βιομηχάνων «πουλώντας» πολιτική προστασία σε αντάλλαγμα. «Πρόκειται για απόλυτη μοναρχία κι αυτό σημαίνει ότι οι ηγέτες μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Οι άνθρωποι κερδίζουν χάρες μέσω ‘εθίμων’ που ισχύουν εδώ και πολύ καιρό», αναφέρει η πηγή.

«Συχνά οι ανακριτές δεν είχαν ιδέα τι ακριβώς έψαχναν. Σε κάποιες περιπτώσεις ήταν καθαρός εκβιασμός, αλλά κάποιοι συλληφθέντες αρνούνταν να υπογράψουν το οτιδήποτε. Δεν υπήρχε καμία νομική διαδικασία. Στο νομικό σύστημα της Σαουδικής Αραβίας δεν υπάρχει η λογική του δικαστικού διακανονισμού, αλλά αυτό προσπαθούσαν να πετύχουν».

Για το καλό του βασιλείου

Τρία χρόνια μετά, ο πρίγκιπας Μοχάμεντ επιμένει ότι όλοι όσοι υπέστησαν κατάσχεση των περιουσιών τους ήταν ένοχοι για διαφθορά. Οι αρχές λένε ότι επανακτήθηκαν  και επέστρεψαν στα ταμεία του κράτους μέχρι και 107 δισ. δολάρια από 87 άτομα.

Εντός της Σαουδικής Αραβίας πολλοί είδαν θετικά τις συλλήψεις και όσα ακολούθησαν καθώς ο πρίγκιπας Μοχάμεντ παραμένει δημοφιλής παρά τα όσα έχουν μεσολαβήσει αυτά τα τρία χρόνια, όπως η δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι εντός της πρεσβείας της χώρας στην Κωνσταντινούπολη.

Πάντως, τη στιγμή που ο πρίγκιπας Μοχάμεντ διαφημίζει τα 107 δισεκατομμύρια, πηγές που μίλησαν στον Guardian αναφέρουν ότι το ποσό που κατασχέθηκε δεν ξεπερνά τα 28 δισ. και υποστηρίζουν ότι το πογκρόμ προκάλεσε μεγαλύτερο κακό παρά καλό καθώς διέρρηξε για πάντα την εμπιστοσύνη μεταξύ της μοναρχίας και της επιχειρηματικής κοινότητας της χώρας.

«Όλο αυτό είχε να κάνει απλώς με την εδραίωση της εξουσίας του, τόσο απλά. Συνέβη πριν την κτηνωδία με τον Κασογκι και το γεγονός ότι τότε την γλίτωσε τού επέτρεψε να το επαναλάβει αργότερα. Οι ίδιοι φρουροί που ήταν στο ξενοδοχείο Ritz συμμετείχαν και στην δολοφονία του Κασόγκι. Η ιστορία δεν θα είναι ευγενική με τον πρίγκιπα Μοχάμεντ για τίποτα από τα δύο», αναφέρουν οι πηγές.