Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για τις εκλογές στις ΗΠΑ


Το σύστημα, τα παράξενα, τα ρεκόρ και οι προβλέψεις. Γιατί επιμένουν στο σύστημα με τους εκλέκτορες και γιατί ο ηττημένος μπορεί να είναι τελικά ο πρόεδρος

Τον άνθρωπο που θα ηγηθεί της χώρας την τετραετία 2024-2028 θα επιλέξουν οι πολίτες των ΗΠΑ μέσα από μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και μήνες και θα ολοκληρωθεί την 5η Νοεμβρίου 2024. Ο Ντόναλντ Τραμπ διεκδικεί την επανεκλογή του και η Κάμαλα Χάρις παίρνοντας τα ηνία από τον Τζο Μπάιντεν ευελπιστεί να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ. Οι αμερικάνικες εκλογές αποτελούν ένα γεγονός παγκοσμίου ενδιαφέροντος καθώς ουσιαστικά προκύπτει ο ισχυρότερος ηγέτης του πλανήτη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος που έχει δομηθεί η εκλογική διαδικασία στη χώρα με τη λαϊκή ψήφο να μην ορίζει σε απόλυτο βαθμό τον νικητή.

Το σύστημα

Οι ΗΠΑ είναι μια ομοσπονδιακή, συνταγματική δημοκρατία. Στην εκτελεστική εξουσία ηγείται ο πρόεδρος, που δρα ανεξάρτητα από το νομοθετικό σώμα.

Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κογκρέσο, το οποίο αποτελείται από την Γερουσία και την Βουλή των Αντιπροσώπων. Το αμερικανικό Σύνταγμα ορίζει ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ πρέπει να είναι τουλάχιστον 35 ετών, πολίτης των ΗΠΑ και γεννημένος εκεί. Η θητεία του είναι τετραετής και έχει δικαίωμα επανεκλογής μόνο μία φορά.

Ο πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τζώρτζ Ουάσιγκτον, επέλεξε συνειδητά να μην θέσει υποψηφιότητα για μια τρίτη προεδρική θητεία, ισχυριζόμενος πως δύο θητείες ήταν αρκετές για να αναπτύξει ένας πρόεδρος την πολιτική του ατζέντα. Τον άγραφο αυτό νόμο ακολούθησαν όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι μέχρι το 1940. Ο Φράνκλιν Ρούσβελτ ήταν ο μόνος που εκλέχθηκε τέσσερις φορές, σε συνθήκες όμως οικονομικού κραχ και Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1947, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Ρούσβελτ, το Κογκρέσο πέρασε την Εικοστή Δεύτερη Τροπολογία που ορίζει το όριο των προεδρικών θητειών στις δύο.

Οι εκλογές στις ΗΠΑ τυπικά έγιναν για πρώτη φορά το 1788 και πραγματοποιούνται αυστηρά  κάθε τέσσερα χρόνια. Αυτό δεν άλλαξε ούτε κατά τον Εμφύλιο, ούτε κατά τον Β' Παγκόσμιο αλλά ούτε και σε περιπτώσεις όπως η δολοφονία Κένεντι ή η παραίτηση Νίξον.

Οι εκλογές διεξάγονται πάντα την Τρίτη που ακολουθεί την πρώτη Δευτέρα του Νοεμβρίου, σύμφωνα με νόμο του 1845.  Ο λόγος είναι η δυσκολία που υπήρχε εκείνη την εποχή στις μετακινήσεις, όταν οι ΗΠΑ ήταν κυρίως κράτος αγροτών. Το Σάββατο ήταν εργάσιμη ημέρα στο αγρόκτημα, την Κυριακή ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία οπότε δεν θα μπορούσαν να μετακινηθούν το Σαββατοκύριακο και η Τετάρτη ήταν ημέρα της εμποροπανήγυρης. Διάλεξαν λοιπόν την Τρίτη, ώστε να υπάρχει χρόνος (από τη Δευτέρα) για να ταξιδέψουν οι ψηφοφόροι μέχρι τα απομακρυσμένα εκλογικά τμήματα.

Σε κάθε πολιτεία οι κάλπες ανοίγουν στις επτά το πρωί και κλείνουν στις οκτώ το απόγευμα (ανάλογα φυσικά με τη ζώνη ώρας όπου βρίσκεται η κάθε πολιτεία).

Οι εκλέκτορες

Οι ψηφοφόροι δεν εκλέγουν απευθείας τον πρόεδρο αλλά με την ψήφο τους συγκροτούν το λεγόμενο «Κολέγιο των Εκλεκτόρων». Το συγκεκριμένο σώμα αποτελείται συνολικά από 538 μέλη και η κάθε Πολιτεία έχει έναν προκαθορισμένο αριθμό εκλεκτόρων.

Η κάθε μια από τις 50 πολιτείες (εκτός από την πρωτεύουσα Ουάσιγκτον, που δεν ανήκει σε καμία Πολιτεία) έχει έναν προκαθορισμένο αριθμό εκλεκτόρων, που έχει οριστεί κυρίως βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων όχι όμως σε απόλυτο βαθμό. Με την ψήφο του ο κάθε ψηφοφόρος ουσιαστικά δίνει εντολή στους εκλέκτορες της Πολιτείας του να ψηφίσει τον υποψήφιο Πρόεδρο της αρεσκείας του στο «Κολέγιο των Εκλεκτόρων». Όποιος υποψήφιος συγκεντρώσει 270 ψήφους εκλεκτόρων παίρνει το προεδρικό χρίσμα.

Σύμφωνα με το σύστημα ο νικητής υποψήφιος κάθε πολιτείας εξασφαλίζει όλους τους εκλέκτορες της. Εξαίρεση αποτελούν το Μέιν και η Νεμπράσκα, όπου οι εκλέκτορες μοιράζονται αναλογικά με τα ποσοστά των υποψηφίων.

Θεωρητικά οι εκλέκτορες ψηφίζουν πάντα ό, τι επιλέγει η πολιτεία τους. Μόνο όμως σε 24 πολιτείες είναι υποχρεωμένοι δια νόμου να τηρήσουν την εντολή των ψηφοφόρων. Στις άλλες δεν απαγορεύεται να παρακάμψουν την λαϊκή εντολή. Μέχρι το 2016 μόλις εννέα εκλέκτορες δεν τήρησαν την προεκλογική δέσμευση. Οι λεγόμενοι «άπιστοι εκλέκτορες» το 2016 ήταν συνολικά επτά. Πέντε «έχασε» η Χίλαρι Κλίντον και δύο ο Ντόναλντ Τραμπ.

Μετά τις εκλογές, οι εκλέκτορες συναντώνται στην πρωτεύουσα της κάθε πολιτείας την πρώτη Δευτέρα μετά την δεύτερη Τετάρτη του Δεκεμβρίου για να αναδείξουν το νέο Πρόεδρο. Αν δεν συγκεντρωθεί ο «μαγικός» αριθμός 270 που εκλέγει Πρόεδρο, τότε αναλαμβάνει η «Βουλή των Αντιπροσώπων» και αποφασίζει το ποιος θα είναι ο επόμενος «ένοικος» του Λευκού Οίκου. Αυτό συνέβη μόνο στις εκλογές του 1800 και του 1824.


Ηττημένος αλλά νικητής

Το σύστημα των εκλεκτόρων και η πληθυσμιακή έκρηξη στις δύο ακτές των ΗΠΑ οδηγούν στο φαινόμενο του υποψηφίου που επικρατεί έχοντας όμως πάρει χιλιάδες ή ακόμα και εκατομμύρια λιγότερες ψήφους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι οι εκλογές του 2016. Η Χίλαρι Κλίντον πήρε το 48,2% και περίπου τρία εκατομμύρια ψήφους περισσότερες και πρόεδρος αναδείχθηκε ο  Ντόναλντ Τραμπ με 46,1% της λαϊκής ψήφου, αλλά περισσότερες πολιτείες (άρα και εκλέκτορες).

To 2000 ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Αλ Γκορ, πήρε 550.000 ψήφους περισσότερες από τον Τζορτζ Μπους τζούνιορ (48,4% έναντι 47,9%) αλλά ηττήθηκε καθώς έχασε την πολιτεία της Φλόριντα.

Παρότι, ειδικά μετά το 2016, υπήρξαν πολλές φωνές που ζήτησαν αλλαγή, το σύστημα επιβιώνει κυρίως λόγω της ιστορικότητας του και του γεγονότος ότι δίνει ειδικό βάρος στις μικρότερες πολιτείες. Από τη σύσταση του αμερικανικού κράτους έως και σήμερα κάθε πολιτεία θέλει να έχει σημαίνουσα θέση στην ομοσπονδία και το σύστημα των εκλεκτόρων διαφύλασσε πως ο πρόεδρος δεν θα εκλέγεται μονίμως από τις πολιτείες με τις μεγάλες πόλεις και τον τεράστιο πληθυσμό.

Το μεγάλο πρόβλημα με τη διαφοροποίηση στη λαϊκή ψήφο και τον νικητή προέκυψε λόγω της πληθυσμιακής έκρηξης στις πολιτείες των ακτών χωρίς αυτό να συνεπάγεται και αύξηση εκλεκτόρων. Επιπλέον τεράστιο μειονέκτημα αποτελεί το γεγονός ότι κάποιες πολιτείες θεωρούνται παγιωμένες πολιτικά. Το τελικό αποτέλεσμα δεν αλλάζει ποτέ, οι υποψήφιοι δεν κάνουν καν προεκλογικό αγώνα εκεί και οι πολίτες δεν έχουν διάθεση συμμετοχής. Έτσι οι κοντινές μονομαχίες κρίνονται μόνιμα από τις λεγόμενες swing states (αμφίρροπες πολιτείες), οι οποίες δεν βγάζουν παραδοσιακά κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Αν και οι πολιτείες αυτές δεν είναι σταθερές σε κάθε εκλογική αναμέτρηση Παραδοσιακά συνήθως αυτές είναι η Αριζόνα, η Βόρεια Καρολίνα, το Μίσιγκαν, η Νεβάδα, η Τζόρτζια, η Βιρτζίνια και η Φλόριντα. Ωστόσο, στην εκλογική αναμέτρηση του 2024 τα πράγματα έχουν αλλάξει και swing states θεωρούνται και η Πενσιλβάνια και το Ουισκόνσιν, ενώ ακόμα και η συνήθως «κόκκινη» Αϊόβα φαίνεται να κλίνει προς την Κάμαλα Χάρις σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Έτσι, για την εκλογική αναμέτρηση του 2024 swing states θεωρούνται οι Αριζόνα, Βόρεια Καρολίνα, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Ουισκόνσιν, Πενσυλβάνια και Τζόρτζια.

Τα ρεκόρ

Αναλύοντας τα αποτελέσματα των αμερικάνικων εκλογών εντοπίζεις πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για την αμερικανική κοινωνία. Με μια γρήγορη ματιά παρατηρείς πως οι Δημοκρατικοί δεν έχουν καταφέρει να κρατήσουν τον προεδρικό θώκο για τρεις θητείες μετά τον Ρούσβελτ την περίοδο του Β' Παγκοσμίου. Αντίθετα οι Ρεπουμπλικάνοι πέτυχαν κάτι τέτοιο, σχετικά πρόσφατα όταν τις δύο τετραετίες Ρίγκαν διαδέχθηκε ο Τζορτζ Μπους. Γενικότερα μετά το 1876, όταν και το δικομματικό σύστημα εδραιώθηκε με τη σημερινή του μορφή οι Ρεπουμπλικάνοι προηγούνται σε εκλογικές νίκες με 19 έναντι 16 των Δημοκρατικών. Η μεγαλύτερη διαφορά που έχει σημειωθεί ποτέ και η μεγαλύτερη νίκη υποψηφίου είναι αυτή στις εκλογές του 1804 όταν ο Τόμας Τζέφερσον πήρε το 72,8% των ψήφων με τον αντίπαλο του Τσαρλς Κότσγουορθ Πίκνεϊ να συγκεντρώνει μόλις το 14%. Μεταπολεμικά ξεχωρίζει το 61% του Δημοκρατικού Λίντον Τζόνσον το 1964 με τον αντίπαλο του Μπάρι Γκοουλντγουότερ να μένει στο 38,5%. Μόλις οκτώ χρόνια μετά ο Νίξον ήταν ο μεγάλος νικητής. Το 1972 ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων επανεκλέχθηκε (είχε κερδίσει και το 1968) με 60,7% όταν ο Δημοκρατικός Τζορτζ ΜακΓκόβερν πήρε 37,5%. Το 1984 ο Ρόναλντ Ρίγκαν κέρδισε τη δεύτερη θητεία του με το εντυπωσιακό 58,8% και ο Δημοκρατικός Γουόλτερ Μοντέιλ έμεινε στο 40.6%. Τα ρεκόρ των εκλεκτόρων σε εκλογές με αντίπαλο (στο παρελθόν υπήρξαν υποψήφιοι που εκλέχθηκαν χωρίς να αντιμετωπίσουν κάποιον) έχει ο Ρόναλντ Ρίγκαν από το 1984 με 525 και ακολουθεί ο Φράνκλιν Ρούζβελτ από το 1936 με 523.

Το 1992 ο επιχειρηματίας Ρος Περό κατέβηκε ως ανεξάρτητος και πήρε το 18,9%, ποσοστό ρεκόρ για "τρίτο υποψήφιο". Στις επόμενες εκλογές συγκέντρωσε το 8,4%. Το 1968 ο ρατσιστής Τζορτζ Γουάλας αποσπάστηκε από τους Ρεπουμπλικάνους και κατέβηκε ανεξάρτητος με σύνθημα την διατήρηση του φυλετικού διαχωρισμού. Πήρε το 13,5%. Τέλος άξια αναφοράς είναι και η περίπτωση του Ραλφ Νέιντερ, του υποψηφίου των Πρασίνων που το 2000 πήρε ποσοστό 2,74% και οι αναλυτές τονίζουν ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επικράτηση του Τζορτζ Μπους τζούνιορ έναντι του Αλ Γκορ.

Οι υποψήφιοι

Παρότι το σύστημα στις ΗΠΑ είναι τυπικά δικομματικό σε κάθε εκλογική διαδικασία συμμετέχουν και άλλοι υποψήφιοι. Στις εκλογές του 2024 οι υποψήφιοι για τον προεδρικό θώκο είναι συνολικά δεκατέσσερις. Πέραν των Τραμπ και Χάρις κανένας άλλος υποψήφιος δεν κατεβαίνει και στις 50 πολιτείες. Μόνο ο Τσέις Όλιβερ του κόμματος των Ελευθεριστών (Libertarians) κατεβαίνει σε αρκετές (47) και έχει θεωρητικά τη δυνατότητα να συγκεντρώσει τους 270 εκλέκτορες. Επίσης, η Τζιλ Στέιν των Πρασίνων κατεβαίνει σε 38 πολιτείες. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι κατεβαίνουν σε πολύ λιγότερες πολιτείες και δεν μπορούν ούτε και αριθμητικά να εκλεγούν πρόεδροι. Πρόκειται για τους:

Πίτερ Σόνσκι - American Solidarity Party

Μπλέικ Χούμπερ - Approval Voting Party

Ράνταλ Τέρι - Constitution Party

Τζόελ Σκόουσεν Independent American Party

Μάικλ Γουντ - Prohibition Party

Κλαούντια ντε λα Κρουζ -Party for Socialism and Liberation

Τζόζεφ Κισόρε - Socialist Equality Party

Ρέιτσελ Φρούιτ - Socialist Workers Party

Μπιλ Στόουντεν - Socialist Party USA

Κόρνελ Γουέστ – Ανεξάρτητος

Υπενθυμίζεται ότι βασικός υποψήφιος ήταν και ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζ., ο οποίος όμως πριν από λίγο καιρό αποσύρθηκε ζητώντας από τους ψηφοφόρους του να ψηφίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ. 

Δεν εκλέγουν μόνο πρόεδρο

Οι Αμερικανοί εκλέγουν, εκτός από τον πρόεδρο, ένα νέο Κογκρέσο και τοπικούς εκπροσώπους. Το Κογκρέσο αποτελείται από δύο σώματα με ίση εξουσία: τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Εάν το κόμμα του επόμενου προέδρου δεν ελέγχει κανένα από τα δύο νομοθετικά σώματα, θα είναι αδύνατον να περάσει τις μεταρρυθμίσεις του. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων, οι 435 έδρες της θα ανανεωθούν για μία θητεία δύο ετών ανά εκλογική περιφέρεια.

Στη Γερουσία, 33 από τις 100 έδρες θα ανανεωθούν για θητεία έξι ετών. Οι γερουσιαστές εκλέγονται από το σύνολο των ψηφοφόρων κάθε πολιτείας.

Όποιο και αν είναι το μέγεθός της, κάθε πολιτεία εκπροσωπείται από δύο γερουσιαστές. Έντεκα από τις πολιτείες των ΗΠΑ και δύο περιοχές (Αμερικανική Σαμόα και Πουέρτο Ρίκο) θα εκλέξουν επίσης τους κυβερνήτες τους, τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας σε πολιτειακό επίπεδο, με εκτεταμένες αρμοδιότητες που τους παραχωρεί η κυβέρνηση.

Έτσι την ίδια ημέρα στις 5 Νοεμβρίου οι Αμερικανοί εκτός από πρόεδρο θα ψηφίσουν και για τους 435 βουλευτές της Βουλής των Αντιπροσώπων και για το 1/3 των 100 Γερουσιαστών, δηλαδή για 34. Η διάσπαση της εξουσίας σε πολλά σώματα αποτρέπει τον κίνδυνο κάποιος πολιτικός ή κάποιο κόμμα να αποκτήσει τόση δύναμη ώστε να επιβληθεί δικτατορικά στους πολίτες.

Η αποχή

Ένα πολύ μεγάλο θέμα των αμερικανικών εκλογών είναι η αποχή. Σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού που έχει δικαίωμα ψήφου επιλέγει συνειδητά και μόνιμα να απέχει από την εκλογική διαδικασία. Από το 1972 και μετά η αποχή ξεπερνά το 40%. Στις εκλογές του 2016 έφτασε το 44.5% καθώς σε σύνολο 250 εκατ. ψηφοφόρων ψήφισαν περίπου μόλις τα 139. Το 1996 σημειώθηκε η δεύτερη μικρότερη ιστορικά προσέλευση. Το 51% δεν πήγε στις κάλπες. Πολύ μικρότερη απόχη σημειώθηκε το 2008 όταν η παρουσία Ομπάμα κινητοποίησε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που συνήθως δεν ψήφιζε και η αποχή έπεσε στο 42,9%. 

Ιστορικά η μικρότερη αποχή εντοπίζεται στις εκλογές του 1876 όπου δεν ψήφισε μόλις το 18,2%. Η μεγαλύτερη ήταν το 1924 όπου το 51,1% δεν πήγε στις κάλπες. Τη σύγχρονη εποχή η μικρότερη αποχή σημειώθηκε στις τελευταίες εκλογές του 2020 όπου μόλις το 33% των ψηφοφόρων δεν πήγε να ψηφίσει με την συμμετοχή να φτάνει στο 67%. Ακολουθεί το 1960 όταν η μάχη Κένεντι-Νίξον έστειλε στις κάλπες το 62,8% των ψηφοφόρων. 

To 2024 υπολογίζεται ότι περίπου 230 εκατ. Αμερικανοί πολίτες μπορούν να ψηφίσουν, αλλά μόνο 160 εκατ. έχουν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους και μπορούν όντως να ψηφίσουν στις 5 Νοεμβρίου.


Επιστολική ψήφος και
early voting

Οι εκλογές κορυφώνονται την 5η Νοεμβρίου αλλά είναι μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει εδώ και μήνες. Tα στοιχεία αναφέρουν ότι 74.573.985 ψηφοφόροι ψήφισαν ως τις 3 Νοεμβρίου είτε σε κάλπη στο λεγόμενο early voting είτε μέσω επιστολικής ψήφου. Αμερικάνοι πολίτες εντός και εκτός της χώρας έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν μέσω επιστολής. Η διαδικασία έχει ξεκινήσει από το καλοκαίρι. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 2016 ψήφισαν συνολικά περίπου 155 εκατομμύρια Αμερικανοί από τους οποίους τα 33 εκατομμύρια με επιστολική ψήφο. Το 2020 ήταν μια χρονιά ρεκόρ για το early voting και την επιστολική ψήφο (λόγω και του κοροναϊού).

Ωστόσο, το 2024, με τους νέους περιορισμούς στην επιστολική ψήφο, η συμμετοχή αναμένεται να μειωθεί, κάτι που ίσως επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα υπέρ του Τραμπ.

Όσον αφορά τους κανόνες των επιστολικών ψήφων καθορίζονται από την κάθε πολιτεία. Λίγες από αυτές έστειλαν αυτόματα ψηφοδέλτια μέσω του ταχυδρομείου σε όλους ψηφοφόρους, όμως στις περισσότερες πρέπει οι ίδιοι οι ψηφοφόροι να το ζητήσουν. Η πλειονότητα των πολιτειών ζητά το ψηφοδέλτιο να τοποθετείται σε έναν φάκελο ο οποίος στη συνέχεια είτε ταχυδρομείται είτε κατατίθεται σε κάποιο προκαθορισμένο μέρος. Όμως κάποιες ζητούν να υπάρχει και ένας δεύτερος φάκελος «εμπιστευτικότητας» μέσα στον οποίο τοποθετείται αρχικά το ψηφοδέλτιο, προτού μπει στον εξωτερικό φάκελο. Σε κάποιες πολιτείες πρέπει ένας μάρτυρας να υπογράψει τον εξωτερικό φάκελο και να αναγράψει τα απαραίτητα στοιχεία επικοινωνίας. Στην Αλαμπάμα πρέπει να υπογράψουν δύο μάρτυρες.

Στο early voting tα ψηφοδέλτια που κατατίθενται αυτοπροσώπως από τους ψηφοφόρους καταμετρώνται αυτόματα και στις περισσότερες περιπτώσεις τα αποτελέσματα από αυτά ανακοινώνονται μερικές ώρες (ή ακόμη και λεπτά) αφού κλείσουν τα εκλογικά κέντρα. Αντίθετα οι επιστολικές ψήφοι πρέπει να θεωρηθούν έγκυρες προτού καταμετρηθούν, κάτι για το οποίο κάθε πολιτεία έχει δικούς της κανόνες. Ακολουθείται μια διαδικασία επιβεβαίωσης των υπογραφών, το άνοιγμα των φακέλων και η καταμέτρηση. Όλα αυτά διαφέρουν ανά πολιτεία.

Το 2020 με δεδομένο ότι εκατομμύρια κόσμος επέλεξε την επιστολική ψήφο η διαδικασία είχε μπει στο στόχαστρο του επιτελείου του Τραμπ και αποτέλεσε μια από τις «σημαίες» του για να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα της κάλπης.

Οι δημοσκοπήσεις

Η πλειονότητα των δημοσκοπήσεων δίνει μια αμφίρροπη μάχη μεταξύ της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ ειδικά στις swing states. Ορισμένες μόνο δίνουν ένα ισχνό προβάδισμα μιας ή μίαμισης μονάδας στην Κάμαλα Χάρις, το οποίο όμως ουσιαστικά βρίσκεται στα όρια του στατιστικού λάθους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2020, οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα στον Τζο Μπάιντεν με έναν μέσο όρο οκτώ μονάδων.

Πολλοί μιλούν μάλιστα και για το λεγόμενο «κόκκινο κύμα», τους Ρεμπουμπλικανούς ψηφοφόρους που δεν έχουν αποκαλύψει τις προθέσεις τους και οι οποίοι τελευταία στιγμή θα ψηφίσουν Τραμπ, κάτι που μπορεί να δώσει άνετη επικράτηση του. 

Αν πάντως τα ποσοστά των δύο υποψηφίων είναι πολύ κοντά ίσως χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να οριστικοποιηθεί το αποτέλεσμα με δεδομένο ότι οι πολιτείες έχουν περιθώριο μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου για την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων. Αν κάποια πολιτεία δεν ορίσει εκλέκτορες μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία το Κογκρέσο δεν υποχρεούται να αποδεχθεί το αποτέλεσμα της. Αν οι εκλέκτορες δεν αναδείξουν πρόεδρο τότε η Βουλή των Αντιπροσώπων αναλαμβάνει να εκλέξει τον πρόεδρο, με κάθε πολιτεία να δίνει μία ψήφο, και η Γερουσία εκλέγει τον αντιπρόεδρο. Ένας υποψήφιος της Βουλής χρειάζεται πλειοψηφία (26 πολιτείες) για να κερδίσει. Αυτή η σπάνια διαδικασία συνέβη για τελευταία φορά το 1824 όταν ο Τζον Κουίνσι Άνταμς εξελέγη από τη Βουλή των Αντιπροσώπων αφού ο Άντριου Τζάκσον κέρδισε στην ψηφοφορία, αλλά δεν είχε πλειοψηφία. Εάν δεν εκλεγεί πρόεδρος μέχρι τις 20 Ιανουαρίου, ημερομηνία ορκωμοσίας, οι επόμενοι στη διαδοχή είναι ο εκλεγμένος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ή ο/η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, αν η Γερουσία δεν καταφέρει να ορίσει αντιπρόεδρο της κυβέρνησης μέχρι τις 20 Ιανουαρίου.