«Όποιος επιβιώσει πρέπει να πει στον κόσμο τι συνέβη εδώ»

 


Στις 14 Οκτωβρίου 1942 οι αιχμάλωτοι αποφάσισαν είτε να πεθάνουν με τιμή, είτε να σωθούν. Η συγκλονιστική ιστορία της εξέγερσης στο στρατόπεδο εξόντωσης του Σομπίμπουρ

Φτάνοντας στο Σομπίμπουρ  οι επιβάτες του τρένου είχαν πλέον ελάχιστον χρόνο ζωής. Στην αποβάθρα τους περίμενε ο αξιωματικός των SS, Χέρμαν Μίτσελ. Φορούσε λευκό παλτό για να δίνει την εικόνα ότι είναι γιατρός. Βλέποντας κάποιον που μοιάζει με γιατρό ο κόσμος ένιωθε ασφάλεια. Ο Χέρμαν ανακοίνωνε ότι βρίσκονται σε ένα στρατόπεδο μεταφοράς απ' όπου θα φύγουν σύντομα για μέρη όπου θα εργαστούν. «Πρέπει όμως να σας απολυμάνουμε όλους για να μην μεταφέρετε αρρώστιες. Θα βγάλετε τα ρούχα σας και θα σας κάνουμε ένα μπάνιο» τους έλεγε.

Μέσα σε λίγα λεπτά οι Ζόντερκομάντο είχαν συγκεντρώσει όλα τα υπάρχοντα και τα ρούχα των μελλοθάνατων και τους είχαν κουρέψει.

Σύμφωνα με τον Τόιβι Μπλατ (Toivi Blatt), επιζώντα του στρατοπέδου, οι μεν Πολωνοεβραίοι γίνονταν δεκτοί με μεγάλη αυστηρότητα και εκτελούνταν άμεσα με πυροβολισμούς στην παραμικρή απείθεια, ενώ οι μη Πολωνοί Εβραίοι, μεταχθέντες από άλλες χώρες, τύγχαναν σχεδόν ευγενικής υποδοχής, μέχρι την στιγμή που εισέρχονταν στον θάλαμο αερίων.

Η συμπεριφορά αυτή οφειλόταν, σύμφωνα με τον Μπλατ, στο γεγονός ότι οι Πολωνοεβραίοι γνώριζαν το πεπρωμένο τους, ενώ οι από άλλες χώρες προερχόμενοι παραπλανούνταν, καθώς τους δινόταν η εντύπωση ότι θα κατέληγαν, ύστερα από την εδώ διαλογή τους, σε κάποιο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας.

Ο κόσμος χωριζόταν σε ομάδες με τις οποίες οδηγούνταν μέσα από έναν διάδρομο, τον οποίο οι Γερμανοί αποκαλούσαν Δρόμο προς τον Παράδεισο (Himmelstrasse), στους θαλάμους αερίων. Οι επονομαζόμενοι Ουκρανοί (Σοβιετικοί στρατιώτες που είχαν συλληφθεί και εργάζονταν για τους Ναζί) έκλειναν τις πόρτες. Ο Εμίλ Κοστένκο (επίσης Σοβιετικός) και ο Γερμανός Έρικ Μπάουερ άναβαν το τανκ και ανέβαζαν τις στροφές. Ο σωλήνας που συνέδεε την εξάτμιση με το δωμάτιο έστελνε το διοξείδιο του άνθρακα στα πνευμόνια των εγκλωβισμένων ανθρώπων. Σε λίγα λεπτά είχαν όλα τελειώσει. Η ομάδα των Ζόντερκομάντο έμπαινε στους θαλάμους και μάζευε τα πτώματα. Είτε τα έθαβε σε τεράστιους μαζικούς τάφους, είτε τα συγκέντρωνε σε έναν συγκεκριμένο χώρο και τα έκαιγε με κηροζίνη.

Ο Τόιβι Μπλατ αφηγείται: «Πρώτα οδηγούνταν οι γυναίκες και τα παιδιά, γυμνοί, προς τρία παραπήγματα, στα οποία βρίσκονταν οι κουρείς, που οι Ναζί ειρωνικά αποκαλούσαν "friseurs" (κομμωτές), οι οποίοι κούρευαν "εν χρω" γυναίκες και παιδιά. Οι νεαρές κοπέλες συχνά ικέτευαν τους κουρείς να μην τους κόψουν πολύ κοντά τα μαλλιά, εμφανώς αισχυνόμενες. Ένας Γερμανός φρουρός, με μαστίγιο στα χέρια, επέβλεπε την διαδικασία, ώστε να είναι βέβαιος ότι οι κουρείς δεν θα μιλούσαν στα θύματα. Όλοι οι κρατούμενοι ήταν σίγουροι ότι στη συνέχεια θα ακολουθούσε ένα λουτρό. Πράγματι, πέντε μέτρα πιο πέρα βρίσκονταν οι θάλαμοι αερίων. Οι κρατούμενοι στοιβάζονταν μέσα στα υποτιθέμενα λουτρά, ο Έριχ Μπάουερ της SS και ο Ουκρανός φρουρός Εμίλ Κοστένκο έθεταν σε λειτουργία τον κινητήρα των αερίων του θανάτου... και στην αρχή ακούγονταν δυνατές κραυγές, καθώς οι κρατούμενοι συνειδητοποιούσαν τι συνέβαινε. Πέντε λεπτά αργότερα, οι κραυγές ακούγονταν λιγότερο δυνατές, ενώ μισή ώρα αργότερα τον ήχο των κραυγών είχε αντικαταστήσει η απόλυτη σιωπή... Πριν σωριάσουν τα πτώματα στο όρυγμα προκειμένου να τα αποτεφρώσουν, γινόταν η επίσκεψη του "οδοντιάτρου", ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να αφαιρεί τα χρυσά δόντια από το στόμα των πτωμάτων. Ύστερα γινόταν έρευνα σε άλλες σωματικές κοιλότητες για τυχόν άλλα πολύτιμα αντικείμενα κρυμμένα εκεί και, στο τέλος, τα πτώματα καίγονταν, τα υπάρχοντά τους αποθηκεύονταν και τα έγγραφα που τους αφορούσαν είχαν ήδη αποτεφρωθεί. Ήταν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ...».

Αυτή ήταν η καθημερινότητα στο Σομπίμπουρ .

Εργοστάσιο θανάτου

To στρατόπεδο άρχισε να χτίζεται τον Οκτώβριο του 1941 και παραδόθηκε για λειτουργία στις 16 Μαΐου του 1942. Βρισκόταν στη μέση ενός δάσους και πήρε το όνομα του από το κοντινό χωριό. Το Σομπίμπουρ  βρίσκεται στα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας κοντά στη Λευκορωσία (τότε κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης). Το Σομπίμπουρ  ήταν ένα τυπικό ναζιστικό εργοστάσιο θανάτου. Στόχος ήταν οι Εβραίοι που μεταφέρονταν εκεί να εξολοθρεύονται μέσα σε ελάχιστη ώρα. Σε αντίθεση με το Άουσβιτς στο Σομπίμπουρ  δεν γινόταν διαλογή ατόμων σε χρηστικούς και μη. Όποιος έμπαινε στο τρένο για το συγκεκριμένο στρατόπεδο είχε προορισμό τον θάλαμο αερίων. Ήταν μια γραμμή παραγωγής θανάτου γερμανικής έμπνευσης.

Απολάμβαναν τη δουλειά τους

Το Σομπίμπουρ  διοικούσε μια μικρή ομάδα αξιωματικών και στρατιωτών των SS. Οι φύλακες ήταν κυρίως σοβιετικοί αιχμάλωτοι που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς για να ζήσουν υπό καλύτερες συνθήκες. Όλη η διοίκηση του στρατοπέδου είχε δουλέψει πριν στο πρόγραμμα ευθανασίας των Ναζί και γνώριζε τη διαδικασία εξολόθρευσης. Όλοι τους είχαν υπογράψει συμβόλαια εμπιστευτικότητας και απαγορευόταν να αποκαλύπτουν τι γινόταν στο στρατόπεδο.

Πρώτος διοικητής του Σομπίμπουρ  ήταν ο Φραντς Στρανγκλ. Οργανωτικός, τυπικός κι αδίστακτος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του ώστε η διαδικασία εξολόθρευσης να είναι αποδοτική και γρήγορη. «Απολάμβανε τη δουλειά του και τη θέση του. Κανείς άλλος δεν φαινόταν να το χαίρεται τόσο. Είχε πάντα αυτό το χαμόγελο στα χείλη του» θα πει ένα από τους επιζήσαντες.

Τον Αύγουστο του 1942 ο Στρανγκλ μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο θανάτου της Τρεμπλίνκα και τον αντικατέστησε ο Φραντς Ραϊχλάιτνερ. Αλκοολικός και βαθιά αντισημίτης ενδιαφερόταν μόνο για τα νούμερα. Όσο περισσότεροι εξολοθρεύονταν τόσο καλύτερα πήγαιναν τα πράγματα. Όλα τα υπόλοιπα τα είχε αφήσει στον βοηθό του. Γιόχαν Νάιμαν.

Η πιο διαβόητη προσωπικότητα στο Σομπίμπουρ  ήταν ο αξιωματικός, Γκούσταβ Βάγκνερ Ο γνωστός ως «Κτήνος» ή «Λύκος» ήταν ένας απρόβλεπτος σαδιστής που του άρεσε να βασανίζει.

Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες θεωρούσαν το Σομπίμπουρ  μια εξαιρετική μετάθεση. Έπαιρναν 20 μέρες άδεια κάθε τρεις μήνες και διοργάνωναν πολύ συχνά πάρτι στο στρατόπεδο. Οι μισθοί τους ήταν υψηλοί καθώς έπαιρναν και το λεγόμενο μπόνους δολοφονίας Εβραίων ενώ έκλεβαν χρήματα, κοσμήματα και πολύτιμα ήδη που άφηναν πίσω τους τα θύματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ανάγκαζαν έναν 15χρονο μαθητευόμενο χρυσοχόο να τους φτιάχνει δαχτυλίδια από τα χρυσά δόντια όσων δολοφονούνταν στους θαλάμους. Ο γερμανικός στρατός έδινε τη δυνατότητα αίτησης μετάθεσης σε όσους δεν άντεχαν τη... δουλειά. Τα επίσημα έγγραφα έδειξαν ότι μόνο ο αξιωματικός Άλφρεντ Ίτνερ ζήτησε κάτι τέτοιο και μεταφέρθηκε άμεσα.

Πέραν των SS στο στρατόπεδο ζούσαν μόνιμα περίπου 600 εργάτες-σκλάβοι. Ήταν αυτοί που διαχώριζαν τα πράγματα των θυμάτων, τα κούρευαν και έβγαζαν τα χρυσά δόντια και εξαφάνιζαν τα πτώματα. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες και το ποσοστό θανάτων πολύ υψηλό. Όταν χρειαζόταν νέο προσωπικό το αντικαθιστούσαν με άτομα από τις αφίξεις. Στο στρατόπεδο υπήρχε η πολιτική πως ο άρρωστος που μετά από τρεις μέρες δεν μπορούσε να επιστρέψει στη δουλειά εκτελούνταν.

Θα σκοτώσουν κι εσάς

Το καλοκαίρι του 1943 κυκλοφόρησε η φήμη πώς το Σομπίμπουρ  θα ακολουθήσει τη μοίρα του Μπέλτσεκ. Με εντολή των Ναζί το στρατόπεδο Μπέλτσεκ εκκενώθηκε και διαλύθηκε ολοσχερώς. Όσοι αιχμάλωτοι βρίσκονταν εκεί μεταφέρθηκαν στο Σόμπιμορ για να εξολοθρευτούν.

Στα ρούχα τους άφηναν μηνύματα για τους σκλάβους του Σομπίμπουρ . Ένα από αυτά έγραφε: «Δουλέψαμε στο Μπέλτσεκ για έναν χρόνο και δεν ξέραμε πού θα μας στείλουν μετά. Είπαν ότι θα μας πάνε στη Γερμανία. Τώρα είμαστε στο Σομπίμπουρ  και ξέρουμε τι να περιμένουμε. Προσέξτε θα σκοτώσουν κι εσάς. Πάρτε εκδίκηση για εμάς».

Ο ηγέτης των εργατών-σκλάβων του στρατοπέδου, Λέον Φελντχέντλερ σύστησε μια επιτροπή για να συζητήσουν το θέμα και να καταστρώσουν ένα σχέδιο απόδρασης. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου όμως δεν είχε βρεθεί κάποια λύση.

Όλα άλλαξαν με την άφιξη Σοβιετικών αιχμαλώτων στις 22 Σεπτεμβρίου. Μετααξύ τους ήταν και ο Αλεξάντερ Πετσέρσκι, ηθοποιός, στιχουργός και πολιτικός κομισάριος. Με την άφιξη του στο στρατόπεδο έδειξε ότι διαθέτει ηγετικές ικανότητες. Ο Φελντχέντλερ ανάλυσε στον Πετσέρσκι την κατάσταση και αυτός του είπε: "Κανείς δεν θα κάνει για εμάς τη δουλειά. Η αρχική ιδέα ήταν να σκάψουν ένα τούνελ αλλά εγκαταλείφθηκε λόγω των ναρκών αλλά και του νερού που υπήρχε στην περιοχή. Ο Πετσέρσκι δούλευε στο δάσος όταν άκουσε ένα παιδί που πήγαινε στους θαλάμους αερίων να φωνάζει: Μαμά, μάμα. Εκεί αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να οργανώσουν μια απόδραση αλλά μια εξέγερση. Μέσα στις επόμενες μέρες το σχέδιο καταστρώθηκε.

 


Η εξέγερση

Η εξέγερση ξεκίνησε το απόγευμα της 14ης Οκτωρίου 1943. Το πλάνο προέβλεπε δύο φάσεις. Στην πρώτη θα απομονώνονταν και θα εκτελούνταν οι αξιωματικοί. Αυτό θα γινόταν πριν τη βραδινή κλήση αναφοράς. Στη δεύτερη φάση θα ανακοινωνόταν από τους λεγόμενους "κάπος" (αιχμάλωτοι με αυξημένες αρμοδιότητες) ότι έχουν εντολή από τη διοίκηση να βγάλουν τον κόσμο έξω, στο δάσος, για μια εργασία. Οι φρουροί δεν θα έβρισκαν κάποιον να το επιβεβαιώσουν, οι πύλες θα άνοιγαν και ο κόσμος θα έφευγε.

Η πρώτη δολοφονία έγινε στο δωμάτιο του ράφτη του στρατοπέδου. Είχε καλέσει τον υποδιοικητή, Γιόχαν Νάιμαν για να δοκιμάσει ένα δερμάτινο σακάκι που είχαν πάρει από έναν Εβραίο. Ο Νάιμαν είχε εκείνη τη στιγμή τη διοίκηση του Σομπίμπουρ  καθώς ο Ραϊχλάιτνερ βρισκόταν σε άδεια (όπως και οι υποδιοικητές Μπάουμαν και Γκομέρσκι).

Ενώ δοκίμασε το σακάκι ο Νάιμαν πρόσεξε έναν εργάτη με τσεκούρι. Ρώτησε τι κάνει εκεί και του είπε ότι ήρθε να φτιάξει ένα τραπέζι. Ο ράφτης ζήτησε από τον Νάιμαν να γυρίσει για να δει την πλάτη. Ο Γερμανός δεν υποπτεύθηκε και με την πλάτη γυρισμένη δέχθηκε το τσεκούρι στο κεφάλι. Έκρυψαν το πτώμα του κάτω από ένα τραπέζι. Την ίδια ώρα σε ένα γραφείο της διοίκησης ένας Πολωνός μαχαίρωνε τον αξιωματικό Ρούντολφ Μπάαουμαν. Όταν έβαλε το μαχαίρι στο σώμα, του είπε: Για τον πατέρα μου, για τον αδελφό μου, για όλους του Εβραίους. Μέσα στην επόμενη ώρα οι αιχμάλωτοι σκότωναν έναν αξιωματικό κάθε έξι λεπτά. ενώ κατάφεραν επίσης να πάρουν κάποια όπλα.

Ο Πετσέρσκι (φωτό) έδωσε εντολή να χτυπήσει νωρίτερα η σειρήνα για τη βραδινή αναφορά. Ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται και να κυκλοφορεί η πληροφορία ότι έγινε εξέγερση. Ένας από τους φρουρούς φώναζε στον κόσμο να στοιχηθεί πιο γρήγορα. Μια ομάδα αιχμαλώτων τον πλησίασε και του είπε: Δεν έμαθες ότι ο πόλεμος τελείωσε; Τον σκότωσαν επιτόπου με τον κόσμο να παρακολουθεί σοκαρισμένος. Ο Πετσέρσκι συνειδητοποίησε ότι ήρθε η ώρα να μιλήσει. «Η μέρα μας ήρθε. Οι περισσότεροι από τους Γερμανούς είναι νεκροί. Ας πεθάνουμε με τιμή. Θυμηθείτε αν κάποιος επιβιώσει πρέπει να πει στον κόσμο τι συνέβη εδώ» είπε στους συγκεντρωμένους.

Δευτερόλεπτα μετά ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ένας Γερμανός στρατιώτης που είχε πάει να αγοράσει βότκα επέστρεψε στο στρατόπεδο. Έβαλε δύο παιδιά να μεταφέρουν τις κούτες σε μια αποθήκη. Ενώ τα παρακολουθούσε ένα από τους φρουρούς ήρθε τρέχοντας και του είπε: Ένας Γερμανός νεκρός. Ο στρατιώτης έβγαλε το περίστροφο και πυροβόλησε τα παιδιά σκοτώνοντας το ένα.Ο ήχος των πυροβολισμών προκάλεσε χάος στη συγκέντρωση. Πολλοί ήταν αυτοί που άρχισαν να τρέχουν με τους Πετσέρσκι και Φελντχέντλερ να προσπαθούν να τους συγκρατήσουν.

Τελικά μια ομάδα περίπου 200 ατόμων κατευθύνθηκε προς την πύλη. Οι φρουροί στους πύργους αρχικά σάστισαν αλλά στη συνέχεια άρχισαν να πυροβολούν. Ο κόσμος απάντησε με τα όπλα που είχε πάρει. Ένας αιχμάλωτος που πέτυχε έναν φρουρό θα πει: Δεν το έκανα εγώ αυτό, ο Θεός το έκανε.

Κάποιοι από τους αιχμαλώτους κατάφεραν να σκαρφαλώσουν με σκάλες και να περάσουν από το εξωτερικό τείχος. Έτρεξαν προς το δάσος. Βρίσκονταν όμως σε ναρκοπέδια και οι εκρήξεις σκότωσαν αρκετούς από αυτούς.

Το μεγαλύτερο γκρουπ έφτασε στην κεντρική πύλη. Παρότι δέχονταν καταιγιστικά πυρά από δύο αξιωματικούς που είχαν επιζήσει συνέχισαν την πορεία τους, έριξαν την πύλη και βγήκαν έξω.Κάποιοι πιάστηκαν στο αγκαθωτό σύρμα που είχε τοποθετηθεί γύρω από το στρατόπεδο, κάποιοι σκοτώθηκαν από νάρκες όμως περίπου 300 αιχμάλωτοι κατάφεραν να φτάσουν στο δάσος.

Ο Πετσέρσκι οδήγησε μέσα στο δάσος μια ομάδα 50 ατόμων. Μετά από λίγες μέρες έφυγε μαζί με άλλους Σοβιετικούς στρατιώτες λέγοντας πως θα επιστρέψει με φαγητό. Δεν το έκανε όμως. Μιλώντας για αυτό μετά από χρόνια θα πει: «Η δουλειά μου είχε τελειώσει. Οι άλλοι ήταν Πολωνοί, βρίσκονταν στην πατρίδα τους. Εγώ ανήκα στη Σοβιετική Ένωση και ένιωθα ακόμα στρατιώτης. Κατά την άποψη μου είχαμε περισσότερες πιθανότητες να επιζήσουμε σε μικρές ομάδες. Το να έλεγα στον κόσμο να χωριστούμε δεν θα δούλευε. Βλέπετε ακολουθούσαν κάθε βήμα μου, τι μπορούσα να πω; Είμαστε απλά άνθρωποι, κυριάρχησαν τα βασικά μας ένστικτα. Ήταν ακόμα μια μάχη για επιβίωση»

Κυνηγητό και κατεδάφιση

Υπολογίζεται ότι 158 αιχμάλωτοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και 130 στη συνέχεια όταν και οι Ναζί εξαπέλυσαν επιχείρηση εντοπισμού. 53 άτομα πέθαναν από άλλα αίτια μέχρι την 8η Μαΐου 1945. Οι γνωστοί επιζήσαντες είναι μόλις 58. Από αυτούς οι 48 ήταν άντρες και 10 γυναίκες.

Μετά την εξέγερση η κεντρική διοίκηση έδωσε εντολή για εκκαθάριση και διάλυση του Σομπίμπουρ . Οι εκτελέσεις άρχισαν άμεσα ενώ στάλθηκαν και ενισχύσεις. Την επόμενη μέρα 159 αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στο δάσος όπου και εκτελέστηκαν. Οι Ναζί πραγματοποίησαν έρευνες σε όλη την περιοχή και ανακοίνωσαν ότι όσοι βοηθήσουν στον εντοπισμό των δραπετών θα πάρουν μεγάλα ποσά. Δεν ήθελαν να επιζήσουν μάρτυρες οι οποίοι θα αποκάλυπταν τι γινόταν στο στρατόπεδο.

Στις 19 Οκτωβρίου 1943 το Σομπίμπουρ  έκλεισε. Αιχμάλωτοι από την Τρεμπλίνκα μεταφέρθηκαν εκεί και το κατεδάφισαν. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου είχαν απομείνει ελάχιστα κτίρια όρθια. Οι αιχμάλωτοι επέστρεψαν στην Τρεμπλίνκα και μέχρι τις 10 Νοεμβρίου είχαν εκτελεστεί όλοι.

 

Οι δίκες

Το 1949 δύο Εβραίοι που είχαν επιζήσει από το Σόμπιπορ εντόπισαν σε πλατεία στο Βερολίνο τον αξιωματικό Έρικ Μπάουερ. Τον συνέλαβαν και έγινε ο πρώτος αξιωματικός του Σομπίμπουρ  που δικάστηκε και έλαβε την ποινή των ισοβίων. Ανάλογη ήταν και η ποινή του Χούμπερτ Γκομέρσκι λίγους μήνες μετά. Στη Χάγη για τα εγκλήματα τους στο στρατόπεδο δικάστηκαν οι Καρλ Φρέντσελ και Κουρτ Μπολέντερ. Ο δεύτερος αυτοκτόνησε πριν μάθει την ποινή. Ο Φρέντσελ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη αλλά αφέθηκε ελεύθερος λίγο αργότερα λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του. Μάλιστα ο επιζών του Σομπιμπόρ Τόιβι Μπλατ κατάφερε να του πάρει συνέντευξη..

Ο αξιωματικός Φραντς Στανγκλ διέφυγε αρχικά στην Βραζιλία, όπου εντοπίσθηκε, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Εγκλείστηκε στην φυλακή του Ντίσελντορφ, όπου απεβίωσε το 1971 από καρδιακή προσβολή. Ο Γκούσταβ Βάγκνερ συνελήφθη επίσης στην Βραζιλία το 1978 και αναγνωρίσθηκε από τον επιζώντα Σλόμο Ζμάιζνερ. Αυτοκτόνησε το 1980.

Δίκες έγιναν και στη Σοβιετική Ένωση αναφορικά με το Σομπίμπουρ . Αρχικά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν επτά φρουροί, το 1963 άλλοι δέκα και το 1967 ακόμα τρεις. Τον Μάιο του 2011 ο φρουρός Τζον Ντεμιάνιουκ καταδικάστηκε για τη συμμετοχή του στην μαζική δολοφονία Εβραίων στο Σομπίμπουρ . Άσκησε έφεση και ενώ περίμενε την εκδίκαση της πέθανε τον Μάρτιο του 2012 σε ηλικία 91 ετών. Τον Ιούνιο του 2019 ο τελευταίος γνωστός επιζώντας της εξέγερσης, ο 95χρονος Σεμιόν Ρόσενφελντ πέθανε σε γηροκομείο στο Τελ Αβίβ.

Σήμερα

Οι Γερμανοί έφυγαν από την περιοχή τον Ιούλιο του 1944. Τυμβωρύχοι ρήμαξαν το σημείο του στρατοπέδου και μέσα σε μια δεκαετία δεν είχε απομείνει τίποτα. Το μόνο που θύμιζε τη θηριωδία ήταν κομμάτια οστών που υπήρχαν σε όλη την περιοχή.  Το 1965 στήθηκαν τα πρώτα μνημεία, Ένας οβελίσκος στο σημείο που βρίσκονταν οι θάλαμοι αερίων και ένα άγαλμα μιας μητέρας με το παιδί της. Από το 1993 λειτουργεί μουσείο στο μέρος που βρισκόταν το στρατόπεδο. Από το Σομπίμπουρ  έχει απομείνει μόνο ένα μικρό κτίριο το οποίο ανήκει σε ιδιώτη.

Ανασκαφές που έγιναν στα τέλη του 1990 και στις αρχές του 2000 αποκάλυψαν ομαδικούς τάφους και τον χώρο της μαζικής καύσης των πτωμάτων. Από το 2011 έως το 2015 έγινε νέα έρευνα στην οποία βρέθηκαν πολλά προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων.

Το 2020 το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ πήρε ένα άλμπουμ φωτογραφιών από τους απογόνους του υποδιοικητή του Σομπίμπουρ , Γιόχαν Νάιμαν. Δείχνουν την καθημερινότητα στο στρατόπεδο. Αξιωματικοί και στρατιώτες πίνουν, παίζουν μουσική και ποζάρουν χαμογελαστοί ενώ λίγα μέτρα μακριά τους λειτουργούσε η μηχανή εξολόθρευσης ανθρώπων. Υπολογίζεται ότι στους θαλάμους αερίων του Σομπίμπουρ  έχασαν τη ζωή τους συνολικά 250.000 άτομα, μεταξύ των οποίων χιλιάδες παιδιά.