Ο άγνωστος πρωτότοκος γιος του Πάμπλο Εσκομπάρ

 

Η ζωή του θα μπορούσε να ήταν ταινία: μυστικοί πράκτορες, βαρόνοι ναρκωτικών, απαγωγές, πιστολίδι. Εκτός αν δεν είναι τίποτα αλήθεια...


Ο Φίλιπ Γουίτκομπ ήταν μόλις λίγων μηνών και κοιμόταν στην κούνια του, όταν η 14χρονη μητέρα του έπεσε νεκρή δίπλα του μέσα στο καταφύγιο της συμμορίας στην οποία βρισκόταν στα βουνά της Κολομβίας. Η αστυνομία μόλις είχε κάνει έφοδο για να βρει χρήματα που είχαν κλαπεί και κατά τη διάρκεια των πυροβολισμών δεν έμεινε κανένα μέλος της συμμορίας ζωντανό. Ο πατέρας του παιδιού ήταν ο αρχηγός της συμμορίας και ήταν κι αυτός ένας ανήλικος μόλις 16 ετών, αλλά εκείνη την ημέρα δεν βρισκόταν στο καταφύγιο. Το όνομα του ήταν Πάμπλο Εσκομπάρ.

Μια ζωή σαν ταινία

Ο Φίλιπ Γουίτκομπ σήμερα είναι 55 ετών και η ζωή που ακολούθησε για τον ίδιο μετά από εκείνη την ημέρα θα μπορούσε όπως λέει ο ίδιος να γίνει ταινία.

«Θα γινόταν μια απίστευτη ταινία, δε νομίζεις;», ρωτάει τον δημοσιογράφο της Telegraph Γκάι Κέλι και του περιγράφει πώς ακριβώς την φαντάζεται: «ένα μέρος κατασκοπευτικής τρέλας, ένα μέρος θρίλερ με εγκλήματα σε όλον τον κόσμο, ένα μέρος οικογενειακό έπος με αρκετές ανατροπές και κυρίως μια τραγωδία αλλά με ένα ευτυχισμένο τέλος για τον ήρωα γεμάτο βία, ναρκωτικά, χλιδή και μια μικρή παρέκκλιση για μαθήματα γκολφ σε ισπανικά γήπεδα. Πρακτικά θα ήταν μια ταινία – χρυσωρυχείο».

Ο ήρωας θα ήταν ένας άντρας με δύο ονόματα. Από την μια θα τον αποκαλούσαν Φίλιπ Ρόμπερτ Τσαρλς Γουίτκομπ και από την άλλη Ρομπέρτο Σεντόγια Εσκομπάρ. Το πρώτο του όνομα ο 55χρονος το απέκτησε από τον άντρα που τον υιοθέτησε, τον μυστικό πράκτορα της ΜΙ6, τον Πάτρικ, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αποστολής που εισέβαλε στο καταφύγιο και τον βρήκε εκείνη την ημέρα δίπλα στην νεκρή μητέρα του. Αυτό είναι και το όνομα που χρησιμοποιεί στην καθημερινότητά του κι αυτό που χρησιμοποιεί για να υπογράψει τους εντυπωσιακούς ρεαλιστικούς πίνακες που ζωγραφίζει κυρίως με τοπία από την περιοχή της Μαγιόρκα όπου ζει τα τελευταία χρόνια με την δεύτερη σύζυγό του, Τζούλι.

Το δεύτερο όνομα, Ρομπέρτο Σεντόγια Εσκομπάρ, είναι αυτό που απέκτησε μόλις γεννήθηκε. Προέρχεται από τον βιολογικό του πατέρα, τον Πάμπλο Εσκομπάρ, ο οποίος έμελε να γίνει ένας από τους πιο διάσημους και αδίστακτους βαρόνους των ναρκωτικών στην Κολομβία. Αυτό το όνομα χρησιμοποίησε για να υπογράψει την αυτοβιογραφία του «First Born: Son of Escobar» (Πρωτότοκος: Γιος του Εσκομπάρ), στην οποία αφηγείται την απίστευτη ιστορία του.

Ο Φίλιπ/Ρόμπερτ θεωρεί τον εαυτό του Κολομβιάνο και μοιάζει ως τέτοιος με την εμφάνισή του να θυμίζει έντονα τον πατέρα του. Αλλά όταν μιλά θυμίζει έναν καθαρόαιμο Βρετανό.

Η ιστορία του ξεκινά το 1965 ένα απόγευμα μέσα σε ένα σπίτι στην εξοχή κοντά την πόλη Φακατίβα, λίγο έξω από την Μπογκοτά. Δύο ελικόπτερα καταφτάνουν στην περιοχή γεμάτα με οπλισμένους άντρες της αστυνομίας. Η μια ομάδα κινείται υπό τις εντολές ενός Βρετανού μυστικού πράκτορα της ΜΙ6 με το όνομα Πάτρικ «Ντε Λα Ρου» που υποτίθεται ότι δουλεύει σε μια εταιρεία σεκιούριτι. Η άλλη ομάδα δέχεται εντολές από τον Μανουέλ Νοριέγκα, τότε ακόμα έναν απλό αξιωματικό στον στρατό του Παναμά. Ο σκοπός της αποστολής ήταν να εντοπίσουν ένα κλεμμένο χρηματικό ποσό. Μόλις οι στρατιώτες έφτασαν στο σπίτι ακολούθησε ανταλλαγή πυρών και τελικά όλα τα μέλη της συμμορίας έπεσαν νεκρά. Λίγο πριν φύγουν, ο μυστικός πράκτορας έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στο καταφύγιο και βρήκε ένα έφηβο κορίτσι πεσμένο στο έδαφος με το φόρεμά του να έχει γίνει κατακόκκινο από το αίμα. Πέθαινε δίπλα σε μια κούνια, όπου βρισκόταν το μωρό της. Ο πράκτορας φοβήθηκε ότι αν άφηνε εκεί το μωρό θα πέθαινε κι αυτό κι έτσι αποφάσισε να το πάρει μαζί του πίσω στην Μπογκοτά. 

Ο πράκτορας ήταν ο Πάτρικ Γουίτκομπ, το κορίτσι ήταν η Μαρία Λουίζα Σεντόγια, ενώ το μωρό ήταν ο Ρομπέρτο. Αρχικά, ο «Πατ» έδωσε το μωρό σε ένα καθολικό ορφανοτροφείο, αλλά στη συνέχεια αποφασίστηκε ότι θα ήταν καλύτερο για όλους ο ίδιος να υιοθετήσει το μωρό μαζί με την γυναίκα του, Τζόαν. Το να έχει ως παιδί του έναν Κολομβιανό θα τον εισήγαγε ευκολότερα στην τοπική κοινωνία και αν ο βιολογικός πατέρας του, ένα παιδί με το όνομα Πάμπλο Εσκομπάρ, αποδεικνυόταν ότι είχε κάποια σχέση με τη συμμορία θα ήταν ακόμα καλύτερο.

«Η υιοθεσία μου ήταν στημένη. Χρησιμοποιήθηκα σχεδόν ως δόλωμα για ένα μεγαλύτερο κυνήγι. Δεν μου προκαλεί πια πικρία αυτό, το καταλαβαίνω», λέει ο Φιλίπ/Ρομπέρτο σήμερα.

Στο βιβλίο του ο Φιλίπ/Ρομπέρτο αναμειγνύει τις εμπειρίες του, τα ιστορικά γεγονότα, και στοιχεία που βρήκε από δική του έρευνα δίνοντάς τους μια λάμψη από… Χόλιγουντ σε περίπτωση που κάποιος θελήσει να μεταφέρει το βιβλίο στον κινηματογράφο!



Ακόμα και σήμερα όμως, ο Φιλίπ/Ρομπέρτο ξέρει πολύ λίγα για την βιολογική του μητέρα και την οικογένειά της. Το μόνο που γνωρίζει είναι ότι η ίδια ήταν μόλις 13 ετών (ένα χρόνο μικρότερη από την ηλικία συναίνεσης στην Κολομβία) όταν γνωρίστηκε με τον 15χρονο Πάμπλο στο Μεντεγίν. Όταν η οικογένειά της ανακάλυψε ότι είχε μείνει έγκυος την έστειλε να μείνει στην επαρχία, εκεί που συναντήθηκε με την συμμορία που εξόντωσε ο Ντε Λα Ρου/Γουίτκομπ. Άγνωστο παραμένει αν ο έφηβος Πάμπλο ήξερε τότε για την ενέδρα, αλλά σίγουρα δεν ήταν παρών.

Έτσι, ο Ρομπέρτο Εσκομπάρ έγινε Φίλιπ Γουίτκμομπ και ξεκίνησε γι’ αυτόν μια παιδική ηλικία που απείχε πολύ από αυτή των περισσότερων παιδιών. Χάρη στο επάγγελμα του πατέρα του ζούσε σε σπίτια με υπηρέτριες και σωματοφύλακες, ταξίδευε με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και επισκεπτόταν συχνά το Disneyworld.

«Εκείνη την εποχή όλα αυτά ήταν φυσιολογικά για μένα, αλλά τώρα όταν τα θυμάμαι σκέφτομαι ότι ήταν γελοία. Και ήταν λαμπερά μόνο αν τα κοιτούσες απέξω. Μεγάλωσα με υπηρετικό προσωπικό και αυτοί μου εξηγούσαν πράγματα όπως η φτώχεια και η βία που υπήρχε γύρω μας», αναφέρει ο Φίλιπ/Ρομπέρτο.

Όπως λέει, πήρε πολλή αγάπη από τον θετό του πατέρα, με τον οποίο ταξίδευε συχνά, αλλά η μητέρα του ήταν ψυχρή και απόμακρη ακόμα και όταν αυτή και ο Πατ υιοθέτησαν ακόμα ένα παιδί τέσσερα χρόνια μετά, την Μονίκ.

«Η μητέρα μου το μόνο που έλεγε ήταν ‘Έχω δείπνο με τα κορίτσια το μεσημέρι και μετά θα πάω σπίτι του πρέσβη’. Δεν την ενδιαφέραμε εμείς. Αλλά ο μπαμπάς ήταν διαφορετικός. Ήταν πολύ προσγειωμένος και μας αγαπούσε, το καταλάβαινες αυτό», αναφέρει για τους θετούς του γονείς.

Φυσικά, ο ίδιος ως παιδί δεν ήξερε ότι ο πατέρας του δούλευε ως μυστικός πράκτορας για την βρετανική ΜΙ6 και δεν είχε παρατηρήσει ποτέ κάτι περίεργο, παρόλο που συχνά δέχονταν επισκέψεις από ξένες προσωπικότητες, υπήρχαν πάντα γύρω τσάντες με χρήματα και συχνά εμφανιζόταν ένας άντρας με το όνομα Τσάλκι, ο οποίος έφερνε από το Λονδίνο όλα τα καινούργια γκάτζετ που υπήρχαν τότε. Ακόμα και η πριγκίπισσα Άννα, η κόρη της βασίλισσας Ελισάβετ, είχε πιεί μαζί τους τσάι ένα απόγευμα, ενώ ο πρόεδρος της Κολομβίας του έκανε συχνά δώρα.

«Ο πατέρας μου έμοιαζε πολύ με τον Σον Κόνερι στον Dr No, με ύψος 1.90 και πάντα ντυμένος πολύ κομψά, αλλά είχε μια πλευρά που κανείς δεν ήξερε. Ήταν ένας οικογενειάρχης που δούλευε για μια εταιρεία, αλλά είχε και μυστικές αποστολές. Ούτε η γυναίκα του δεν ήξερε καλά καλά γι’ αυτές», αναφέρει ο Φίλιπ/Ρομπέρτο.

Υπήρξαν μάλιστα στιγμές που η οικογένεια κινδύνευε. Όταν ο Φίλιπ/Ρομπέρτο ήταν ακόμα μικρός είχε πάει για ψώνια με την Τζόαν στην Μπογκοτά, όταν ένας άντρας εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους και άρχισε να βγάζει το παιδί φωτογραφίες και μετά προσπάθησε να τον κλέψει. Ένας σωματοφύλακας τον πυροβόλησε.

Ο Φίλιπ/Ρομπέρτο θυμάται τότε ότι η Τζόαν είχε ρωτήσει τον Πατ: «Νομίζεις ότι ήταν…;» και αυτός της απάντησε απλώς «Τίποτα δεν μένει κρυφό σ’ αυτήν την χώρα για πολύ».

Την εποχή εκείνη ο Πάμπλο Εσκομπάρ είχε αρχίσει ήδη να σκαρφαλώνει στον κόσμο των ναρκωτικών και να μετατρέπεται από έναν εγκληματία του δρόμου στον βαρόνο των ναρκωτικών που σε λίγο θα ήξερε όλος ο κόσμος. Φαίνεται ότι σε κάποιο σημείο είχε μάθει ότι το παιδί που είχε φέρει στον κόσμο ως έφηβος είχε τελικά επιβιώσει και είχε υιοθετηθεί από έναν Άγγλο. Οι πολλές απόπειρες απαγωγής που είχαν γίνει κατά του Φίλιπ/Ρομπέρτο αποδεικνύουν σύμφωνα με τον ίδιο ότι ο βιολογικός του πατέρας προσπαθούσε να τον πάρει πίσω.

«Υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που είχε στείλει ανθρώπους που δούλευαν γι’ αυτόν να με πάρουν. Δεν ξέρω αν ήθελε να με απαγάγουν ή να με σκοτώσουν. Θέλω να σκέφτομαι ότι με ήθελε πίσω, αλλά φυσικά δεν ξέρω», αναφέρει.

Μια ωστόσο περίπτωση απαγωγής έχει μείνει περισσότερο χαραγμένη στο μυαλό του: ήταν περίπου 9 ή 10 ετών και διάβαζε το βράδυ στο κρεβάτι του, όταν άρχισε να χτυπά ο συναγερμός και το σκυλί να γαβγίζει. Πριν το καταλάβει ένας τύπος με τραχιά χέρια που μύριζε άσχημα τον σήκωσε και τον κόλλησε στον τοίχο. Ευτυχώς το σκυλί που έφτασε τρόμαξε τον δράστη, ο οποίος κατάφερε να ανέβει στην σκεπή του σπιτιού για να ξεφύγει. Λίγο αργότερα ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και είδε το πτώμα του να πέφτει στο κενό μπροστά από το παράθυρό του.

Αφού οι επιθέσεις άρχισαν να αυξάνονται, ο πατέρας του αποφάσισε ότι θα ήταν πιο ασφαλές γι’ αυτόν να πάει εσωτερικός σε ένα σχολείο στην Αγγλία. Έτσι, στα εννιά του τον έστειλαν στο σχολείο Lucton στο Χέρφορντσαϊρ. Την ίδια χρονιά έμαθε ότι είναι υιοθετημένος. Στην Αγγλία πλέον σε ένα απομονωμένο σχολείο στη φύση ένιωσε για πρώτη φορά ότι ζούσε φυσιολογική παιδική ηλικία σε ένα μέρος που κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας του.

Με τον Πάτρικ Γουίτκομπ το 1977

Ωστόσο, ο Φίλιπ/Ρομπέρτο πριν φύγει από την Κολομβία είχε γνωρίσει τον βιολογικό του πατέρα, χωρίς βέβαια να το ξέρει. Στην πραγματικότητα είχαν συναντηθεί πολλές φορές. Πιθανότατα ο Πατ χρησιμοποιούσε τον πρωτότοκο γιο του Εσκομπάρ ως ένα διαπραγματευτικό χαρτί στην μάχη με τον ανερχόμενο βαρόνο, ενώ ο  Εσκομπάρ ήθελε να συναντήσει τον γιο του και να κρατά από κοντά τον «Ντε Λα Ρου». Κάθε φορά που συναντιούνταν, ο Πατ διάλεγε ένα πολυσύχναστο σημείο, ώστε ο Εσκομπάρ να μην επιχειρήσει τίποτα περίεργο.

Την πρώτη φορά που ο Φίλιπ/Ρομπέρτο συνάντησε τον βιολογικό του πατέρα ήταν πολύ μικρός, όμως θυμάται να του λέει καθώς έφευγε: «Γεια σου γιε μου, θα σε δω ξανά. Και να θυμάσαι πάντα: είσαι ένας Εσκομπάρ». Λίγα χρόνια μετά, όταν συναντήθηκαν αφού επέστρεψε από το σχολείο στην Αγγλία, πατέρας και γιος συναντήθηκαν ξανά με τον Εσκομπάρ να του θυμίζει ότι «το σπίτι σου είναι στο Μεντεγίν».

Ο Φίλιπ/Ρομπέρτο λέει ότι ένιωθε πάντα «μια περίεργη αγάπη από αυτόν τον άντρα από το Μεντεγίν. Υπήρχε κάτι ιδιαίτερο σχετικά με αυτό που δεν θα καταλάβαινα μέχρι πολύ αργότερα», τονίζει.

Η στιγμή αυτή ήρθε το 1989, όταν ο Φίλιπ/Ρομπέρτο ήταν πλέον 24 ετών. Αυτός και ο θετός του πατέρας ζούσαν πλέον στην Ισπανία με τον Φίλιπ/Ρομπέρτο να έχει γίνει σχεδιαστής γηπέδων γκολφ. Ήταν ήδη παντρεμένος στην πρώτη του γυναίκα, την Σου, και είχαν δύο παιδιά. Ο Πατ από την άλλη είχε αναλάβει μια άλλη εργασία υπηρεσιών ασφαλείας στην Μαδρίτη. Οι δυο τους είχαν πάει σινεμά και στη συνέχεια πήγαιναν κάπου να φάνε, όταν ο Πατ άρχισε να του αποκαλύπτει την αλήθεια.

Ξεκίνησε αποκαλύπτοντάς του ότι είναι μυστικός πράκτορας. Οι σκοτεινές διασυνδέσεις, τα γκάτζετ, οι κρυφές σιγανές συζητήσεις, οι εντυπωσιακοί επισκέπτες, όλα είχαν να κάνουν με αυτό, του είπε. Ξαφνικά «όλα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν» στο μυαλό του Φίλιπ/Ρομπέρτο.

«Πρέπει να ήταν δύσκολο για εκείνον. Δεν ήξερε πώς να μου το πει. Αλλά μου έδωσε μερικά χαρτιά, το πιστοποιητικό γέννησής μου με τα ονόματα των βιολογικών μου γονιών: Πάμπλο Εσκομπάρ και Μαρία Σεντόγια. Τότε, μου είπε: ‘Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο τύπος είναι κακός. Είναι έμπορος ναρκωτικών και η αυτοκρατορία του τώρα καταρρέει’. Δεν το κατάλαβα καλά τότε. Ήταν πριν την εποχή του ίντερνετ κι έτσι δεν ήξερα ποιος ήταν πραγματικά ο Εσκομπάρ», λέει ο Φίλιπ/Ρομπέρτο.

Ο Πατ διάλεξε πιθανότατα αυτή τη στιγμή για να κάνει την αποκάλυψη γιατί πραγματικά η αυτοκρατορία του Εσκομπάρ βρισκόταν στην αρχή του τέλους της. Ήταν ήδη δισεκατομμυριούχος και θεωρούνταν ως ο έβδομος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, είχε δολοφονήσει πάνω από 30 δικαστές, είχε αποκτήσει πολιτική δύναμη αλλά οι εχθροί του ήταν πλέον πάρα πολλοί  και το τέλος είχε αρχίσει να διαφαίνεται. Οι εχθροί του είχαν αρχίσει να κινούνται και εναντίον της οικογένειας του Εσκομπάρ, οπότε υπήρχε πλέον κίνδυνος και για τον Φίλιπ/Ρομπέρτο. Το να είσαι ο πρωτότοκος γιος του βαρόνου της Κολομβίας θα μπορούσε να γίνει σημαντικό χαρτί για κάποιους και απειλή για κάποιους άλλους.

Όταν ο Φίλιπ/ Ρομπέρτο γύρισε σπίτι του, αυτό ήταν περικυκλωμένο από ένοπλους φρουρούς που θα έπρεπε πλέον να τους φυλάνε. Εξήγησε τα πάντα στην σύζυγό του τη Σου που τα είχε χαμένα, ωστόσο δεν είπαν τίποτα στα δύο παιδιά τους.

«Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αρχικά είσαι σε άρνηση. Εκείνες τις μέρες μόνο έπινα και έβλεπα τηλεόραση. Ύστερα κάτι μου θύμιζε ότι ήταν όλα αληθινά, πχ μια αλλαγή στους φρουρούς. Και μετά οδηγούμουν στην κατάθλιψη», αναφέρει.

Δεν είπε σε κανέναν τίποτα και απλώς άφησε τους γείτονες να κάνουν εικασίες. «Υπήρχε μια εποχή που ήμουν τρομοκρατημένος. Πίστευα ότι κάποιος θα με σκοτώσει και αυτό μου θύμισε την εποχή που ήμουν παιδί», αναφέρει ο ίδιος.

«Αυτά τα πράγματα σε αλλάζουν κι αυτό με έκανε πιο δυνατό χαρακτήρα. Εξάλλου είναι και μια ενδιαφέρουσα ιστορία», τονίζει.

Τέσσερα χρόνια μετά την αποκάλυψη του Πατ, η Σου διαγνώστηκε με όγκο στον εγκέφαλο. Μαζί με τα δυο τους παιδιά, τον Τζόναθαν και την Άννα, τα οποία σήμερα είναι 35 και 32 ετών, μετακόμισαν από την Ισπανία στην Βρετανία, όπου ζούσαν πλέον ο Πατ και η Τζόαν. Ο Πατ ήταν ήδη σοβαρά άρρωστος και ο ίδιος με μια μυοατροφική ασθένεια.

Ο Πατ τελικά έφυγε από τη ζωή στις αρχές του 1993, ενώ λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο, στο ίδιο νοσοκομείο άφησε την τελευταία της πνοή η Σου. Στις 2 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Πάμπλο Εσκομπάρ έπεφτε νεκρός σε μια ταράτσα κτιρίου στο Μεντεγίν ύστερα από κυνηγητό με την αστυνομία.

«Τι χρονιά ήταν αυτή! Δεν μπόρεσα να το συνειδητοποιήσω για αρκετό καιρό. Έπινα, έπαθα κατάθλιψη και αρρώστησα πολύ βαριά. Έκανα μερικές απόπειρες αυτοκτονίας, αλλά αν θέλετε να μάθετε αν είναι δυνατόν να περάσεις στην άλλη πλευρά, σήμερα είμαι εδώ!», αναφέρει.

Ωστόσο, όπως λέει, με τον Εσκομπάρ να έχει φύγει από την ζωή έφυγε κι ένα βάρος από τους ώμους του. Αν και στην αρχή φοβόταν ότι μπορεί να γίνει στόχος και ο ίδιος, όταν τελικά τα πράγματα ηρέμησαν μπόρεσε επιτέλους να ζήσει την ήρεμη ζωή που πάντα ήθελε.

Το σημείωμα με τον κώδικα

Ωστόσο υπήρξε ακόμα μια τελευταία ανατροπή! Ο Πατ λίγες στιγμές πριν από τον θάνατό του έδωσε στον γιο του ένα χαρτί από τις σημειώσεις του. Ήταν κάποιος χειρόγραφος κώδικας, υποτίθεται από έναν πρώην συνεργάτη του Πατ. «Τα χρήματα… Θυμήσου!», του είπε ο θετός του πατέρας.

Ο Πάτρικ αναφερόταν σε ένα μέρος από τα θρυλικά εκατομμύρια της περιουσίας του Εσκομπάρ που έχουν χαθεί καθώς τα είχε κρύψει σε μυστικά μέρη. Σύμφωνα με τον Φίλιπ/Ρομπέρτο, κάποια από αυτά τα χρήματα τα είχε βγάλει εκτός της Κολομβίας δια μέσω του «Ντε Λα Ρου». Ο Πατ είχε δείξει στον Φίλιπ/Ρομπέρτο σακούλες με χρήματα σε ένα χρηματοκιβώτιο στην Μαδρίτη, αλλά πλέον τα είχαν μεταφέρει και τα είχαν κρύψει κάπου αλλού. Όπως φαινόταν, ο Πατ ήξερε πού βρίσκονταν αυτά τα χρήματα. Ο Φίλιπ/Ρομπέρτο τον ρώτησε αν οι σημειώσεις αυτές έδειχναν πού ήταν τα χρήματα και ο πατέρας του απλώς τού χαμογέλασε.

Ωστόσο μέχρι σήμερα ο Φίλιπ/Ρομπέρτο δεν έχει καταφέρει να λύσει τον κώδικα, ο οποίος αποτελείται από νούμερα, γράμματα και συντεταγμένες. Μάλιστα στο βιβλίο του δημοσιεύει το χαρτί που του έδωσε ο πατέρας του και απευθύνει έκκληση στους αναγνώστες του να τον βοηθήσουν να τον λύσει και να βρουν τα χρήματα, τα  οποία υπολογίζονται σε 110 εκατ. δολάρια! Όπως λέει ξέρει ότι δεν είναι όλα τα χρήματα σε μετρητά καθώς ο θετός του πατέρας είχε χρόνο για να τα μετατρέψει και σε άλλα πράγματα. Πάντως, ετοιμάζει ένα δεύτερο βιβλίο σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα με τίτλο «The Secret Of The Missing Millions» (Το Μυστικό των Χαμένων Εκατομμυρίων).

«Θα έκανες ποτέ τεστ DNA για να δεις ποιος είναι ο πατέρας σου;»

Ο Φίλιπ/Ρομπέρτο καθώς έκανε την έρευνά του, για να γράψει το βιβλίο του, ανακάλυψε ότι πάνω από δέκα άτομα υποστηρίζουν ότι είναι νόθα παιδιά του Εσκομπάρ. Επίσημα, ο Εσκομπάρ είχε μόνο δύο παιδιά, τον 43χρονο Σεμπάστιαν Μαροκίν και την 36χρονη Μανουέλα. Και οι δύο θεωρείται ότι ζουν στην Αργεντινή. Ο Φίλιπ/Ρομπέρτο πάντως λέει ότι θα ήθελε να τους συναντήσει όλους, ίσως στο πλαίσιο κάποιου ντοκιμαντέρ.


«Όλοι στο τέλος μου κάνουν την ίδια ερώτηση: Θα ήθελες να κάνεις ένα τεστ DNA. Θα σου απαντήσω με μια ερώτηση: θα έκανες ποτέ τεστ DNA για να δεις ποιος είναι ο πατέρας σου;», ρωτάει ο Φίλιπ/Ρομπέρτο τον δημοσιογράφο της Telegraph. Αυτός του απαντάει όχι επειδή έζησε με τον πατέρα του όλη την παιδική του ηλικία, το λέει στο πιστοποιητικό γέννησης και του μοιάζει πάρα πολύ.

«Έχω κι εγώ πιστοποιητικό γέννησης και βρίσκεται στο βιβλίο. Είμαι ικανοποιημένος με αυτό που είμαι. Αν μου δοθούν οι σωστές νομικές διαβεβαιώσεις και αν τα στοιχεία μου συγκριθούν με αυτούς που πρέπει νόμιμα, τότε ίσως κάνω κάτι. Αλλά τα χρήματα που διακυβεύονται σχετικά με το όνομα του Εσκομπάρ είναι πολλά και θα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός με αυτά τα πράγματα. Αλλά θα το σκεφτόμουν», τονίζει.

Πάντως όπως τονίζει δεν σκοπεύει να επιστρέψει ποτέ στην Κολομβία, εκτός αν του πρότειναν να γυριστεί μια ταινία για την ζωή του.

«Είναι πολύ επικίνδυνο και δεν υπάρχει τίποτε εκεί για εμένα. Πλέον έχω γίνει Άγγλος και είμαι χαρούμενος με αυτό», αναφέρει.

Η θετή μητέρα του Ρομπέρτο, η Τζόαν, πέθανε το 2014 ενώ και η αδερφή του η Μονίκ πέθανε πριν από τρία χρόνια από εγκεφαλικό. Ο ίδιος πλέον ζει μια ήσυχη ζωή με την δεύτερη σύζυγό του σε ένα απομονωμένο μέρος στη Μαγιόρκα της Ισπανίας μέσα στο δάσος, όπου του αρέσει να ζωγραφίζει την φύση φωτορεαλιστικά με εξαιρετικά μεγάλη λεπτομέρεια. Την ίδια στιγμή εμπλέκεται έντονα και σε αρκετές φιλανθρωπικές οργανώσεις στην Αγγλία που βοηθούν παιδιά που προέρχονται από προβληματικές κοινότητες όπου υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τα ναρκωτικά. «Νιώθω την ανάγκη να εξιλεωθώ για τις αμαρτίες του βιολογικού μου πατέρα και να προσφέρω στην κοινωνία», αναφέρει ο ίδιος.

«Δεν είμαι ο Πάμπλο Εσκομπάρ, είμαι ο Φίλιπ Γουίτκομπ και η ζωή μου είναι εντελώς αντίθετη με αυτή που θα ήθελε για μένα ο βιολογικός μου πατέρας. Ξέρεις τι λέει στην ετικέτα των σιροπιών Golden Syrup; ‘Από τους σκληρούς έρχεται η γλυκύτητα’. Αυτή είναι ουσιαστικά η ζωή μου: μέσα από όλο αυτό το κακό βγήκε κάτι κάλο. Ζωγραφίζω ουτοπικές παραστάσεις του παράδεισου και δεν θέλω να έχω καμία σχέση με την πραγματική μου οικογένεια. Είμαι το εντελώς αντίθετο», τονίζει.


 Η μεγαλύτερη ανατροπή

Όταν ο Φίλιπ Γουίτκομπ εξέδωσε το βιβλίο του τον Αύγουστο έδωσε συνεντεύξεις σε μια σειρά από τηλεοπτικά κανάλια και ιστοσελίδες, ενώ σχεδόν όλα τα μέσα αναφέρθηκαν στην ιστορία του (και το βιβλίο). Ωστόσο δεν άργησαν να έρθουν και οι αντιδράσεις.

Πολύ σύντομα εμφανίστηκαν τουλάχιστον τρεις παιδικοί φίλοι του Γουίτκομπ θέτοντας σοβαρά ερωτηματικά για το κατά πόσο μπορούν να ισχύουν τα όσα «κινηματογραφικά» υποστήριζε ο Γουίτκομπ.

Πρώτα απ’ όλα ένας φίλος του από το σχολείο, ο Μάλκολ Χόρσλι, έφερε στο φως μια συνομιλία μέσω WhatsApp που είχε με τον Γουίτκομπ το 2018, ο οποίος του έστειλε να διαβάσει την πρώτη συνέντευξη που είχε δώσει τότε στο Hereford Times και στην οποία αναφερόταν ως «γιος του Εσκομπάρ». Ο Χόρσλι του απάντησε: «Γιος του Πάμπλο; Ποιητική αδεία;» με τον Γουίτκομπ να απαντά: «Δεν μπορείς πάντα να ελέγξεις τον Τύπο. Αλλά το άρθρο με δείχνει από θετική σκοπιά».

Ένα μεγάλο θέμα που προέκυψε είναι το έτος γέννησής του. Ο ίδιος ο Γουίτκομπ στο βιβλίο του υποστηρίζει ότι γεννήθηκε το 1965 στην Κολομβία. Ωστόσο, η ιστοσελίδα inews ερευνώντας σχετικά με τον ίδιο εντόπισε επίσημα αρχεία στην βάση δεδομένων για τις επιχειρήσεις της Βρετανίας σύμφωνα με τα οποία ο Γουίτκομπ φαίνεται να έχει γεννηθεί το 1962. Αυτό θα σήμαινε ότι ο Εσκομπάρ ήταν μόλις 11 ή 12 ετών όταν γεννήθηκε ο «πρωτότοκος» γιος του.

Το ίδιο υποστηρίζει και ένας παιδικός φίλος του Γουίτκομπ, ο Τζον Όρλοκ, ο οποίος μεγάλωσε μαζί του στην Κολομβία. Ο ίδιος λέει ότι του δημιουργήθηκαν υποψίες όταν είδε το πιστοποιητικό που έχει συμπεριλάβει ο Γουίτκομπ στο βιβλίο του καθώς ήταν σίγουρος ότι ο υποτιθέμενος γιος του Εσκομπάρ είχε ίδια ηλικία με τον αδερφό του, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1962.

«Ο πατέρας μου δούλευε με τον πατέρα του στην Μπογκοτά και συχνά κάναμε παρέα για χρόνια. Το γεγονός ότι η ζωή που περιγράφει είναι τόσο μακριά από την ζωή που ζούσαμε μού λέει ότι όλα είναι ψέματα. Το ίδιο και το γεγονός ότι είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι λέει». Όπως είπε στο inews, ο ίδιος πιστεύει ότι η ιστορία του είναι απλώς «μυθοπλασία».

Στην πραγματικότητα πολύ πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο, ο Γουίτκομπ παρουσίαζε σε μια καλλιτεχνική βιογραφία ως ημερομηνία γέννησής του το 1962, ενώ είχε αναφέρει την ίδια χρονολογία σε ένα ντοκιμαντέρ του ITV σχετικά με την παιδική κακοποίηση στο σχολείο που ήταν εσωτερικός στην Αγγλία. Το ίδιο είχε αναφέρει και σε ένα γράμμα σε τηλεοπτικό παραγωγό στον οποίο προσπαθούσε να «πουλήσει» την ιστορία του Εσκομπάρ.

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στο βιβλίο του, η διαφορά των τριών ετών οφείλεται σε ένα ψέμα που είχαν πει οι Βρετανοί γονείς του ώστε να καταφέρουν να του βγάλουν προσωρινό βρετανικό διαβατήριο.

Εξαιτίας αυτού, όπως υποστηρίζει, αναγκάστηκε να πάει στο σχολείο με παιδιά που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερα από αυτόν κάτι που τον έκανε να νιώθει «πολύ πιο μικρός από τους φίλους του».

«Αυτό θα σήμαινε ότι πήγε για πρώτη φορά στο σχολείο στα πέντε, αλλά στην πραγματικότητα θα ήταν μόλις δύο. Αυτό είναι αδύνατον», σημειώνει ο Όρλοκ. «Μιλάει συνέχεια για τις σχέσεις που είχε ο πατέρας του με όλους του υψηλά ιστάμενους και το γεγονός ότι ήταν ένας μυστικός πράκτορας της ΜΙ6, αλλά όταν χρειάστηκε ένα διαβατήριο για τον γιο του έπρεπε να καταφύγει σε αυτό το τέχνασμα και να προκαλέσει πρόβλημα στην παιδική ζωή του γιου του», συμπληρώνει.

Στο βιβλίο, ο Γουίτκομπ έχει δημοσιεύσει μόνο επιλεγμένα και λογοκριμένα σημεία από τα πιστοποιητικά βάπτισης και υιοθεσίας του, από τα οποία κανένα δεν επαληθεύει ή διαψεύδει τους ισχυρισμούς του σχετικά με την ημερομηνία γέννησης.

Την ίδια άποψη έχει κι ένας άλλος συμμαθητής του από το σχολείο Lucton στο Χέρφορσαϊρ. Ο 58χρονος Άντριου Τέιλορ αναφέρει ότι θα έπρεπε να είναι πολύ «ξεχωριστός» για να μπορέσει να συμβαδίζει στα αθλήματα και στα μαθήματα με τα άλλα παιδιά που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερά του. «Δεν υπήρχε τίποτα ξεχωριστό σχετικά με αυτόν. Όλοι όσοι φοιτούσαν μαζί του τότε ξέρουν ακριβώς ποια είναι η ηλικία του», τονίζει.

Από την πλευρά του, ο 53χρονος Μάλκολ Χόρσλι υποστηρίζει ότι όσα αναφέρει ο Γουίτκομπ είναι «παντελώς ανοησίες». Όπως λέει ο ίδιος τον θυμάται να είναι από την μια αρκετά κοντός, αλλά να έχει πάντα πολύ μεγάλους μυς στα χέρια του. «Δεν ήθελες να μπλέξεις με τον Φίλιπ Γουίτκομπ. Κοιμόμουν πάντα στους κοιτώνες με παιδιά 10 ετών και ο Φίλιπ σίγουρα δεν ήταν 10 ετών όταν τον ήξερα», τονίζει.

Πράγματι σχολικές φωτογραφίες από τα έτη 1978 και 1979 δείχνουν ότι ο Γουίτκομπ ήταν πιο μυώδης από τα υπόλοιπα παιδιά, παρόλο που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν τρία χρόνια μικρότερος.

Ο ίδιος ο Γουίτκομπ σχετικά με όλα αυτά υποστηρίζει ότι έχει δώσει όλες τις απαντήσεις του στο βιβλίο του. Στο ερώτημα αν θα μπορούσε να αποκαλύψει πλήρως τα πιστοποιητικά του υποστήριξε ότι οι δικηγόροι του το απαγορεύουν καθώς έτσι θα έδινε στη δημοσιότητα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. «Έχω ήδη αποκαλύψει περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε», τονίζει.

Τέλος, ερωτηματικά υπάρχουν και για τα όσα ισχυρίζεται ο Φίλιπ Γουίτκομπ σχετικά με την ιδιότητα του πατέρα του ως μυστικό πράκτορα της ΜΙ6. Ένας πρώην συνάδερφος του Πάτρικ Γουίτκομπ, ο οποίος ωστόσο θέλησε να παραμείνει ανώνυμος, ισχυρίστηκε ο Πάτρικ ήταν «ένας καλός τύπος, λίγο απρόσεκτος και δεν ήταν και ο καλύτερος διευθυντής στον κόσμο». Όπως είπε θεωρεί αυτά που διάβασε «εξωφρενικά».

Ερωτηματικά είχε προκαλέσει και τον Νοέμβριο του 2019 μια φωτογραφία που είχε ανεβάσει στον λογαριασμό του στο Facebook ο Γουίτκομπ. Σύμφωνα με τον ίδιο παρουσίαζε ένα μετάλλιο του Τάγματος των Ιπποτών που είχε λάβει ο πατέρας του για τις υπηρεσίες του ως «μυστικός πράκτορας». Ο Όρλοκ αναφέρει ότι άρχισε να  του κάνει ερωτήσεις σχετικά με αυτό με αποτέλεσμα ο Γουίτκομπ να τον μπλοκάρει. Στη συνέχεια διέγραψε την φωτογραφία, ωστόσο ο Όρλοκ είχε ήδη κρατήσει ένα screenshot.

Το inews ήρθε σε επαφή με την Κεντρική Επιτροπή του Τάγματος των Ιπποτών και ένας εκπρόσωπος τους δήλωσε: «Ελέγξαμε τόσο τα αρχεία μας όσο και αυτά της κυβερνητικής εφημερίδας London Gazette, η οποία περιέχει επίσημα αρχεία όσων έχουν βραβευθεί και δεν εντοπίσαμε κανέναν Πάτρικ Γουίτκομπ να έχει λάβει το μετάλλιο του Τάγματος των Ιπποτών».

Ο Φίλιπ Γουίτκομπ πάντως συνεχίζει να υποστηρίζει μέχρι σήμερα τα όσα λέει στο βιβλίο του. Αν και παραδέχεται ότι κάποια σημεία του βιβλίου τα έχει εμπλουτίσει για «λογοτεχνικούς λόγους», επιμένει ότι δεν έχει αλλοιώσει την ουσία της ιστορίας του. Ως τώρα συνεχίζει να δίνει συνεντεύξεις ως «ο πρωτότοκος γιος του Εσκομπάρ» και προσπαθεί να πείσει παραγωγούς να κάνουν το βιβλίο του ταινία.