Ο ρατσισμός, ο «δεύτερος διωγμός» από τους αδερφούς, αλλά και η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος. Ιστορικές αναφορές, μαρτυρίες προσφύγων και στοιχεία για τον τρόπο που αντιμετώπισε η Ελλάδα και οι Έλληνες την μεγαλύτερη εθνική συμφορά της σύγχρονης ιστορίας της
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 η φωτιά μόλις είχε σβήσει στις συνοικίες
της Σμύρνης. Η σφαγή όμως είχε ξεκινήσει και μαζί η μεγαλύτερη εθνική συμφορά
στην ιστορία του νεωτέρου Ελληνισμού. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, αλλά και
Αρμένιοι της Σμύρνης, έζησε ανείπωτα βασανιστήρια πριν σφαγιαστεί από τους Τσέτες.
«Οι Τούρκοι κατέβαιναν και σφάζαν τους Έλληνες. Παντού φωτιά και μαχαίρι
άκουγες και έβλεπες. Άλλους τους ατιμάσανε, άλλους τους σφάξανε, τους
κρεμάσανε, τους κάψανε», λέει μια αναφορά από εκείνες τις ημέρες του Σεπτέμβρη.
Η 14η Σεπτεμβρίου έχει οριστεί ως «Ημέρα Εθνικής Μνήμης
της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης από το
Τουρκικό Κράτος». Είναι η μέρα που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους του
μικρασιατικού ελληνισμού, αλλά και την αρχή μιας μακράς προσφυγικής πορείας των
Ελλήνων που ζούσαν στην Μικρά Ασία, μιας πορείας εξίσου δύσκολης και επίπονης.
Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκαν οι Έλληνες πρόσφυγες φτάνοντας
στην «μητέρα-πατρίδα» ήταν ένα ακόμα χτύπημα για τους ανθρώπους που μόλις είχαν
χάσει τα σπίτια τους και είχαν γνωρίσει την σφαγή. Αν και σίγουρα υπήρχαν γηγενείς που υποδέχτηκαν και βοήθησαν τους πρόσφυγες να ορθοποδήσουν, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων της «παλαιάς Ελλάδας» φέρθηκε στους πρόσφυγες σαν ανθρώπους «δεύτερης κατηγορίας». Όπως σημειώνει ο ιστορικός
Γιώργος Μαυρογορδάτος η θεώρηση για ομαλή υποδοχή και αφομοίωση των προσφύγων
μόνο ως μύθος μπορεί να χαρακτηριστεί. Η αναφορά του στο θέμα είναι
αποκαλυπτική:
«Υπήρξε βαθύ και τοξικό το χάσμα μεταξύ προσφύγων και
γηγενών. […] Η αφομοίωση εμποδίστηκε από το σύνολο των παραστάσεων, αντιλήψεων
και συμπεριφορών των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, που άγγιξε (ή και
ξεπέρασε) τα όρια του αληθινού ρατσισμού. Στο επίπεδο των παραστάσεων, οι
γηγενείς αμφισβητούσαν ή και αρνούνταν την ίδια την «ελληνικότητα» των
προσφύγων, ενώ εκείνοι πίστευαν ότι ήσαν οι πιο ακραιφνείς Έλληνες. Αυτή η βασική
πρόσληψη εκ μέρους των γηγενών αποτυπώνεται σε περιφρονητικές ονομασίες όπως
«τουρκόσποροι», «τουρκογεννημένοι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι», που είχαν
χρησιμοποιηθεί και παλαιότερα από τους Παλαιοελλαδίτες για τους Έλληνες των
Νέων Χωρών, για τους πρώτους πρόσφυγες και για τους αλύτρωτους πληθυσμούς της
Τουρκίας. Όπως είναι φανερό, με τα επίθετα αυτά αμφισβητείται ευθέως η
«γνησιότητα» και η «καθαρότητα» στο βιολογικό επίπεδο.
Πρόσφυγες μπροστά στα Παλαιά Ανάκτορα. Αθήνα, 1922 |
»Αυτήν ακριβώς την αμφισβήτηση συνόψισε αριστοτεχνικά ο κατεξοχήν ιδεολογικός εκφραστής του Αντιβενιζελισμού Γ. Α. Βλάχος, γράφοντας στην «Καθημερινή» για τους πρόσφυγες: ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Δηλαδή, τελικά δεν είναι αδελφοί! Αμφισβητείται όμως ακόμη και η αυθεντικότητα της oρθόδοξης πίστης των προσφύγων, αφού λέγεται ότι δεν βαφτίστηκαν κανονικά σε νερό αλλά... σε γιαούρτι. Επιπλέον, η κατάληξη -ογλου προσφερόταν για άπειρα ρατσιστικά ευφυολογήματα. Έτσι π.χ. το 1923 αντιβενιζελική εφημερίδα μιλούσε για «πανουγλίτιδα» επειδή στην Αθήνα είχαν τάχα ψηφίσει μόνο οι «Συμεωνόγληδες». Αλλά και ο Αντώνης Τραυλαντώνης μιλάει για «ογλοκρατία» στο μυθιστόρημά του Λεηλασία μιας ζωής.
»Ανάμεσα στα άλλα αρνητικά στερεότυπα των γηγενών για τους
πρόσφυγες πρέπει να υπογραμμιστούν ιδιαίτερα όσα αναφέρονται στη σεξουαλικότητα
και στα δήθεν «ελαφρά» ήθη των γυναικών προσφύγων. Πρόκειται για τυπικό
σύνδρομο γενικά των ρατσιστικών αντιλήψεων (π.χ. του αντισημιτισμού). Στην
περίπτωση των γυναικών προσφύγων, τα στερεότυπα αυτά είχαν πραγματικές αφορμές
και τρέφονταν από πραγματικές καταστάσεις. Εξαιτίας των μεγάλων απωλειών μεταξύ
του ανδρικού πληθυσμού, πολλές χιλιάδες ήσαν χήρες ή ορφανές. Δεν είχαν άνδρα
(σύζυγο, πατέρα, αδελφό) για να προστατέψει την «τιμή» τους, σύμφωνα με τις
επικρατούσες παραδοσιακές αντιλήψεις. Η έλλειψη προστάτη τις καθιστούσε ακόμη
πιο ευάλωτες σε εργοδότες και άλλους εκμεταλλευτές από τη στιγμή που ήσαν
αναγκασμένες να βρουν οπωσδήποτε εργασία. Από τη δική τους πλευρά, είχαν να
προσφέρουν και υλικά οφέλη για να δελεάσουν τον σύζυγο-προστάτη που
χρειάζονταν: αγροτικό κλήρο οι αγρότισσες, προίκα σε ομολογίες οι «αστές» (σημ.
όσα δηλαδή τους είχε προσφέρει επίσημα το νεοελληνικό κράτος για την ένταξή
τους). Αυτό το είδος «αθέμιτου ανταγωνισμού» εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο πολλές
γηγενείς γυναίκες εναντίον των προσφύγων.
»Ιδωμένος ως ξένος, ο πρόσφυγας ενέπνεε αισθήματα φόβου,
αηδίας, μίσους και απέχθειας. Η κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με εκείνην
που δημιουργήθηκε στην Κύπρο το 1974, για την οποία έγινε τότε μια εξαιρετικά
διαφωτιστική και αναλυτική εμπειρική έρευνα από τον Τάκη Ευδόκα και την ομάδα
του. Διαπίστωσε ότι η μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων (σχεδόν 70%) πίστευαν
ότι ήσαν ανεπιθύμητοι από τους άλλους Ελληνοκυπρίους, που τους έβλεπαν «σαν
ανθρώπους που δεν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι, ούτε έζησαν σαν άνθρωποι». Σαν
γύφτους, αλήτες, τιποτένιους, ζητιάνους κ.ο.κ. Αν αναλογιστεί κανείς ότι οι
πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των προσφύγων του 1974 και των άλλων Ελληνοκυπρίων
ήσαν απειροελάχιστες, συγκρινόμενες με εκείνες μεταξύ προσφύγων και γηγενών
στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο καταλύτης που
πυροδοτεί τον αντιπροσφυγικό ρατσισμό μεταξύ ομοεθνών δεν είναι τόσο
πολιτισμικός όσο ψυχολογικός. Είναι η απώθηση που προκαλεί η θέα της
εξαθλίωσης, ο ενδόμυχος τρόμος ότι θα μπορούσες κι εσύ να βρεθείς στην ίδια
θέση, ο εξορκισμός ενός τέτοιου ενδεχόμενου. Ότι αποδίδεται –εντελώς παράλογα–
στους ίδιους τους πρόσφυγες η ευθύνη για την κατάστασή τους αποτελεί κατεξοχήν
μορφή εξορκισμού.
Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, Αττική, 1922 |
»Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, το χάσμα φορτίζεται εκρηκτικά από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό προσφύγων και γηγενών στη διεκδίκηση της γης (αγροτικής και αστικής), στην αγορά εργασίας αλλά και στις κάθε λογής και κλίμακας επιχειρηματικές δραστηριότητες (από το μικρεμπόριο μέχρι τη βιομηχανία). Δηλητηριάζεται, τέλος, και αναπαράγεται συνεχώς από τις πολιτικές συγκρούσεις, αφού οι πρόσφυγες είναι εκείνοι που εξασφαλίζουν την εκλογική επικράτηση του Βενιζελισμού και την επιβολή της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Για μεγάλο μέρος των γηγενών –ιδίως αυτό που εκπροσωπεί ο Αντιβενιζελισμός– οι πρόσφυγες είναι με δυο λόγια οι ξένοι που ήρθαν να τους εκτοπίσουν τόσο από την οικονομική, όσο και από την πολιτική ζωή του τόπου τους. Ο Αντιβενιζελισμός αποτελεί έκφραση εκείνων των γηγενών που αρνούνται τόσο την αποκατάσταση όσο και την πολιτική ενσωμάτωση και ισοτιμία των προσφύγων».
Είναι ενδεικτικό ότι στις 19 Οκτωβρίου 1922 η (πειραϊκή) εφημερίδα «Σημαία» έγραψε ότι οι εργαζόμενοι στο τελωνείο εξέφρασαν αντιρρήσεις όταν πληροφορήθηκαν ότι ορισμένοι πρόσφυγες θα προσληφθούν για να εργαστούν μαζί τους.
«Αποφάσισαν ότι θα εμποδίσουν με κάθε τρόπο την πρόσληψη των προσφύγων και θα ζητήσουν τη βοήθεια και των άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων». Φάνηκε (με το δημοσίευμα) ότι οι εργαζόμενοι είχαν την υποστήριξη των άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς δεν ήθελαν «το ίδιο πράγμα να συμβεί σε άλλα επαγγέλματα», αναφερόταν σε έρευνα για τη στάση του τοπικού Τύπου απέναντι στο προσφυγικό (πηγή: Klaus Roth, Robert Hayden «Migration in, from, and to Southeastern Europe», Part 1: Historical and Cultural Aspects, Εκδοση 2009).
Σε κάθε περιοχή ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της
(αγροτική, αστική), οι αντιπαραθέσεις μεταξύ «παλαιοελλαδιτών» ή «γηγενών» ή
«ντόπιων» και των προσφύγων είχαν διαφορετικές αφορμές. Στα αστικά κέντρα αφορμή
αποτέλεσαν οι επιτάξεις κατοικιών και η χρησιμοποίηση των προσφύγων ως «φτηνών
εργατικών χεριών» και σε κάποιες περιπτώσεις ως «απεργοσπαστικού μηχανισμού». Στις
αγροτικές περιοχές και κυρίως στις βόρειες επαρχίες του κράτους υπήρξαν πολύ
εντονότερες συγκρούσεις για τη διανομή της γης, όχι μόνο αυτής των μουσουλμάνων
που έφυγαν για την Τουρκία μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Λοζάνης (24
Ιουλίου 1923), αλλά και για τα τσιφλίκια, που μέχρι το 1922 καλλιεργούνταν από
αυτόχθονες καλλιεργητές οι οποίοι απαιτούσαν την ιδιοποίησή τους.
Μια άλλη πηγή προβλημάτων ήταν ότι «η στελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών από "παλαιοελλαδίτες" υπαλλήλους τις έφερνε σε αντιπαράθεση με το προσφυγικό στοιχείο, καθώς συχνά λειτουργούσαν αυταρχικά, με τρόπο "αληπασαλίδικο". Καταγγελίες για κατάχρηση εξουσίας και βιαιοπραγίες εις βάρος των προσφύγων είναι πολύ συχνές στον Τύπο της εποχής», αναφέρει ο Κωνσταντίνος Κατσάπης στις «Αντιπαραθέσεις μεταξύ γηγενών και Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα» της Εγκυκλοπαίδειας Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασίας.
Το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς τους υπαλλήλους και αξιωματούχους εκμεταλλεύτηκαν τη δεινή θέση των προσφύγων για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη δημιούργησε τη στερεοτυπική εικόνα του διεφθαρμένου παλαιοελλαδίτη κρατικού υπαλλήλου.
Οι μαρτυρίες των
προσφύγων
Ωστόσο πολύ πιο διαφωτιστικές είναι οι μαρτυρίες των ίδιων
των προσφύγων. Ανθρώπων που έχασαν τα σπίτια τους, έζησαν τη σφαγή και
κατάφεραν να γλιτώσουν από αυτή ψάχνοντας καταφύγιο στην πατρίδα, για να βρουν όμως
την σκληρή αντιμετώπιση των ντόπιων. Παρακάτω παρατίθενται πραγματικές μαρτυρίες
Ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας, οι οποίες διασώζονται από τα αρχεία του
Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για
τους πρόσφυγες.
«Και ποιος δεν έκλαψε
νεκρούς;»
Απόστολος Μυκονιάτης ( από το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά
στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο):
«…Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε
καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο
τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν, Πίσω-πίσω στη
Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι
(σοδειά] περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά
πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν
κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα
παραμύθια…».
Πρόσφυγες σε δρόμο της Αθήνας, 1922 |
«Μας έλεγαν ότι ήρθαμε και στένεψε ο τόπος τους»
Αβραάμ Ελβανίδης (
ήρθε στην Ελλάδα από τον Πόντο):
«Από το χωριό το Kαράτζορεν του Πόντου βγήκαμε με την
ανταλλαγή εκατόν δεκατέσσερις οικογένειες. Aπό τη Mερσίνα φύγαμε δυο αποστολές.
H πρώτη αποστολή πήγε στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στην Άνω Bροντού Σερρών. H
δεύτερη αποστολή, από τον Aϊ-Γιώργη του Πειραιά, πήγε με το πλοίο στο Bόλο. Tα
Φάρσαλα είπαν ότι στην περιοχή τους δεν υπάρχουν πρόσφυγες και να έρθουν να
εγκατασταθούν. Έτσι ήρθαμε στα Φάρσαλα. Tο 1924 έγινε αυτό, τέλη Oκτωβρίου (…)
Eίχαμε αρρώστιες, δεν μας σήκωσε το κλίμα. O τόπος όπου χτίσαμε το συνοικισμό
μας ήταν τσιφλίκι της Nομικίνας. Δεν ξέρω ποια ήταν. Aσχολούμαστε με τη
γεωργία, δημητριακά, επίσης και βαμβακοκαλλιέργεια.
Όταν πρωτοήρθαμε, δεν
ήξερε ο κόσμος ελληνικά. Oι ντόπιοι μας κορόιδευαν, μας έλεγαν τουρκόσπορους.
Έλεγαν ότι ήρθαμε και στένεψε ο τόπος τους. Αυτοί ήταν κακομοίρηδες. Εμείς
καθόμασταν στο καφενείο παρέα δέκα άντρες. Βάζαμε και οι δέκα τα πακέτα μας με
τα τσιγάρα που ανοίγαμε πάνω στο τραπέζι. Οι ντόπιοι απορούσαν: «Βρε, δέκα
πακέτα τσιγάρα. Μήπως τα πουλάτε;…».
«Να ο ρατσισμός πώς
ήταν!»
Κατίνα
Εμφιετζή-Μητσάκου ( Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία τριών ετών. Η μαρτυρία της
στηρίζεται σ’ αυτά που της περιέγραψε η μητέρα της Αναστασία. Ο πατέρας της,
Ιορδάνης Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό. Ως Τούρκος υπήκοος
κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτόν. Λιποτάκτησε , τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν.
Τα όσα υπέφερε η οικογένειά της τα περιέγραψε λίγο πριν πεθάνει ):
«… Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν
κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε
και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα
γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος
έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως
πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα
άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το
παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η
μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη
βρήκε. «Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα!
Το βάζει το μυαλό σου; Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε
μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθίσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη
θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας
φέρουμε . Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το’ δωσε η θεία και μείναμε
χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφος μου, ο Σωτήρης, με το
Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν τα υγρά
που πέφτανε, να της φέρουν να πιει.
Βγήκαμε στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι
στο τρένο για την Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους
πρόσφυγες, αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι
στα τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές. Κι έτσι
ήρθαμε στην Ελλάδα… Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που μένανε παλιά οι
Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι, είχαν αφήσει πολεμοφόδια.
Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά που πειράζανε ό, τι βρίσκανε.
Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους πολλούς. Κάποια φορά, η μητέρα με τον
Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα
στη μητέρα μου μετά, στην κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι,
πατημένοι, ποιος θα σας νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα; Κι
έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην
αρχή μείναμε σ’ ένα αρχοντικό. Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν
μια οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη… Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε
παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο δεν είχε
πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον κόσμο που ήθελε να
χτίσει!
Αλλά κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε.
Πήγαινε ο θείος να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν
δίναν σε πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν! Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο,
στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο φυσικής! Η
ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα μαθηματικά μας τα
‘λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία
των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα
βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν
μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην πατρίδα!».
«Ο τόπος μας
ξεπάστρεψε- Πέθαναν οι μισοί»
Ευάγγελος Γκάλας (από
το χωριό Κόλντερε στη δυτική Μικρά Ασία):
«…Πήγαμε πάλι στη Θεσσαλία. Βάλαμε καπνά στον Αλμυρό, δουλέψαμε
όλοι, νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά. Είχε όμως ελονοσία και μας θέρισε,
πέθαναν οι μισοί. Ο τόπος μας ξεπάστρεψε. Κερδίσαμε πολλά, μα τι τα θες; Μετά
φοβηθήκαμε την αρρώστια και πήγαμε στη Θήβα. Μείναμε κι εκεί λίγο και κάναμε
καπνά, μετά πήραμε αποζημίωση κι ήρθαμε δω. Μπήκαμε σε καλές δουλειές. Ο
αδερφός μου έπιασε δουλειά στο σιδηρόδρομο- εγώ έγινα φορτοεκφορτωτής στο
σταθμό. Πήρα και σπιτάκι στην Καισαριανή το ’26…».
«Αλήθεια πόσα
ανθρωπόμορφα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας;»
Ανδρονίκη Καρασούλη Μαστορίδου
(από την Άγκυρα):
«…Στους Σπαρταλιώτες έδωσαν 24 ώρες προθεσμία να φύγουν.
Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με αμάξι πήραν τον δρόμο της εξορίας. Στο δρόμο τους
έγδυσαν και απ’ αυτά που μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους. Οι δικοί μας είχαν την
προνοητικότητα να βάλουν σόλες στα παλιά τους παπούτσια και μέσα απ’ αυτήν να
στρώσουν φλωριά όσα μπορούσαν. Αν και τα τρύπησαν τα καρφιά του τσαγκάρη, αυτά
τουλάχιστον έμειναν. Με χίλια βάσανα έφθασαν στην Μερσίνα.
Εκεί τους παρέλαβαν ελληνικά πλοία, δυστυχώς και ο πλοίαρχος
και το πλήρωμα ήσαν εναντίον των προσφύγων. Τους βασάνισαν όσο δεν φαντάζεσθε.
Νερό δεν τους έδιναν και τους ανάγκαζαν να πιουν θαλάσσιο νερό. Έκαμαν
δεκατέσσερις μέρες στο βαπόρι, όταν σταματούσε το βαπόρι στα νησιά, μια λίρα
χρυσή την στάμνα το νερό τούς πουλούσαν οι νησιώτες. Και ενώ με λαχτάρα
τραβούσαν την στάμνα δεμένη με σχοινί, το πλήρωμα έκοβε το σχοινί και έμεναν με
την λαχτάρα. Πάει και η στάμνα, πάει και η λίρα. Από τα θαλάσσια νερά που ήπιαν
μια ξαδέλφη του Κυριάκου Δέσποινα Χότζογλου έπαθε μόλυνση των εντέρων
εικοσάχρονη κοπέλα και ύστερα από μερικές μέρες στης πεθεράς μου πέθανε και αυτή.
Ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι.
Αλήθεια πόσα ανθρωπόμορφα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας; Γιατί
τους βασάνιζαν τους βασανισμένους; Τι ήθελαν; Δεν έβλεπαν τα χάλια τους; Διωγμένοι
από τη χώρα τους, από τα σπίτια τους, χωρισμένοι απ’ τα αγαθά τους, ίσως ίσως
εξ αιτίας τους. Τι ήθελαν και ήλθαν στις χώρες αυτές; για να ερεθίσουν τα θηρία
εκείνα; Αφού δεν ήσαν άξιοι να κρατήσουν όσα κατέκτησαν και μας άφησαν ύστερα
στην οργή τους; Ενάμισι εκατομμύρια Χριστιανισμός εχάθη εξ αιτίας τους. Και
τώρα στα υπολείμματα, στα ανθρώπινα ράκη, όπως κατάντησαν οι ίδιοι, είχαν τον
σαδισμό να τους βασανίσουν. Ας όψονται οι υπεύθυνοι…».
«Ο κόσμος πέθαινε
κάθε μέρα»
Καλλισθένη Καλλίδου
(από τo χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).
«Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον
Πειραιά. Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας
κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά.
Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: — Ψάξε με,
δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν
καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω. Μας γδύσανε. Ό,τι
φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να
φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο
ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (κακοπάθεια) ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε.
Προσφυγόπουλα στο λουτρό, Nέα Φιλαδέλφεια |
Από τον Αι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!
Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα.
Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: —Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε!
Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — Άσε
την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι
μαζεμένη καθότανε.
Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε
κοντά μας: Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε….».
«Τους έδεσαν με
σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα»
Δέσποινα Συμεωνίδου
από το χωριό Κενάταλα της Καππαδοκίας, κοντά στο Γκέλβερι.
«…Στη Μερσίνα μείναμε μια βδομάδα στα σύρματα… ύστερα ήρθε
το βαπόρι και μας πήρε. Στο ταξίδι έκανε φουρτούνα και οι γυναίκες λιγοθυμούσαν
από το φόβο τους. Άκουγες φωνές, κλάματα. Εγώ είχα μαζί μου τον άντρα μου, τη
μάνα μου και τα τρία παιδιά μου, το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και τη Μαρίκα, από
ένα ως έξι χρονώ. Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε άφησα τα παιδιά σε μια γωνιά του
βαποριού κοντά στη μάνα μου και κουβαλούσα νερό στις λιπόθυμες γυναίκες.
Μερικοί άνθρωποι δε βάσταζαν από τα βάσανα που τράβηξαν και πέθαναν στο βαπόρι
τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα. Επιτέλους φτάσαμε στον
Πειραιά. Άλλοι κατέβηκαν εκεί εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα. Μας
πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, κοντά στη σημερινή Νέα Καρβάλη. Δυο χρόνια μείναμε εκεί
κάτω από τα τσαντίρια. Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Πέθανε ο
άντρας μου, πέθανε και το παιδί μου ο Χαράλαμπος. Τη νύχτα έρχονταν τα
τσακάλια, σκάβανε τους τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους..».
«Οι κάτοικοι δε μας
άφηναν να βγούμε από το βαπόρι και μας φώναζαν
‘’Τούρκους’’»
Δημήτριος Ρουκουνιώτης
(από το αρχείο του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας)
«Λέγομαι
Δημήτριος Ρουκουνιώτης και είμαι
95 χρονών. Γεννήθηκα στο Αιβαλί της Μικράς
Ασίας. Έζησα εκεί μέχρι 12 ετών. Από εκεί και μετά έγινε ο διωγμός. Όταν έγινε ο διωγμός
δεν φύγαμε αμέσως. Δεν ξέραμε τι θα πει
ο διωγμός και ήμασταν χαρούμενοι, νομίζαμε ότι από εκεί θα πηγαίναμε στο
γλέντι. Μόλις μάθαμε ότι ερχόταν ο
Ελληνικός στρατός αρπάξαμε μια βάρκα και βγήκαμε έξω από την πολιτεία. Πήγαμε
σε ένα νησί με πολλά γυναικόπαιδα, απέναντι
από την Μυτιλήνη, όπου λεγόταν
Γυμνό. Το νησί αυτό ήταν ακατοίκητο εκτός από έναν Τούρκο που είχε κάτι πρόβατα εκεί. Στο νησί
δεν κάναμε τίποτα αλλά περιμέναμε τους αγγελιοφόρους για να μας πουν αν οι
Τούρκοι κακομεταχειρίστηκαν τους
Έλληνες, να ξέραμε αν θα ξαναγυρίζαμε ή όχι. Τελικά βλέπαμε ότι οι
αγγελιοφόροι πήγαν στην πολιτεία αλλά πίσω δεν γύριζε κανένας και αφού
καταλάβαμε τι συνέβαινε περάσαμε στον Πολιχνίτο της Μυτιλήνης. Εκεί στον Πολιχνίτο πήγαμε σε ένα μηχανοστάσιο όλοι μαζί και η
πενταμελής οικογένειά μου. Δέσαμε
σκοινιά ,ρίξαμε κουβέρτες και χωρίσαμε
σε τεμάχια κάθε οικογένεια. Κοιμόμασταν
με άλλες δύο οικογένειες. Μία από απ’ αυτές ήταν του χρηστού του Αϊβαλιώτη
, του κουρέα, όπου τον πήραμε μαζί μας στη Στυλίδα. Ήρθε ένας ιχθυέμπορος από τη Σμύρνη, Κων/νος
Τζουρός, και ζητούσε ψαράδες να τους φέρει στη Στυλίδα επειδή ήξερε ότι
είχε πολλά ψάρια. Και αφού μας συγκέντρωσε σε πολλά καΐκια έφερε και ένα βαπόρι
για να μας πάει στη Στυλίδα. Εμείς όμως για να πάρουμε μαζί μας και τον
Αϊβαλιώτη είπαμε ψέματα στον ψαρά ότι τάχα είναι συγγενής μας και ότι δεν
μπορούσαμε να τον αφήσουμε εκεί και έτσι τον πήραμε και εκείνον μαζί μας και
όλοι ήρθαμε στη Στυλίδα.
Όταν όμως φτάσαμε στη Στυλίδα οι κάτοικοί της δε μας άφηναν
να βγούμε από το βαπόρι και μας φώναζαν
‘’Τούρκους’’ . Έτσι μείναμε τρεις
μέρες στο βαπόρι όλες οι οικογένειες. Με την παρέμβαση των αρχών έληξε αυτό και
κατεβήκαμε στη Στυλίδα. Σπίτια δεν υπήρχαν να μείνουμε και άλλοι πήγαν σε
εκκλησίες ,άλλοι σε χαλασμένα σπίτια μέχρι τη σημερινή Παναγίτσα, πού ήταν μια
χαμηλή εκκλησία. Επειδή δίναμε ψάρια τους τότε πλούσιους της Στυλίδας μας άφησαν να μείνουμε στο σημερινό
Λιμενικό Ταμείο, γύρω στις 15 οικογένειες. Η ζωή δεν ήταν η ίδια για όλους.
Εμείς οι ψαράδες περνάγαμε καλά αλλά οι άλλες οικογένειες όχι. Το παράπονο μου είναι ότι μας διώξανε από την Μικρά Ασία
που η ζωή εκεί ήταν πολύ καλύτερη».
«Μας φέρθηκαν
χειρότερα κι από ζώα κι ας ήμασταν αδέρφια τους»
Κωνσταντίνα Κοντού (γεννήθηκε
σε οικογένεια προσφύγων στη Στυλίδα)
«Απ’ τη ζωή μου, παιδί μου, θυμάμαι τις δυσκολίες τις πολλές
και τις κακουχίες που βρήκαν οι γονείς μου απ’ τους ντόπιους, όταν ήρθαν στη
Στυλίδα. Ήρθαν σαν ξένοι πρόσφυγες από
τα Βουρλά της Μ.Ασίας στη Στυλίδα και η ζωή τους έγινε
αβάσταχτη, όταν μετά το 1924 που γεννήθηκα εγώ γεννήθηκαν το 1926 και το 1930
τα δυο μου αδέρφια. Για να τα βγάλει πέρα ο πατέρας μου, που ήταν χτίστης,
πήγαινε και στην Πελασγία ακόμα, με τα πόδια για να δουλέψει.
Θυμάμαι ότι τότε ένα αβγό το χωρίζαμε στα τρία για να φτάσει
για όλους μας. Δεκάρα δεν είχαμε και τα χρέη
μας πνίγαν ως το λαιμό.
Χρωστάγαμε και πολλά νοίκια. Η σπιτονοικοκυρά μας εξαγριωμένη που δεν την
πληρώναμε ,ανέβηκε επάνω στη σκεπή του σπιτιού και άρχισε να βγάζει όλα τα
κεραμίδια για να γιομίσουμε νερά και χιόνια και να της αδειάσουμε έτσι μια ώρα
αρχύτερα τη γωνιά.
Ένα άλλο που θυμάμαι ήταν οι κακές σχέσεις που είχαν οι
ντόπιοι με τους πρόσφυγες. Μας φέρθηκαν
χειρότερα κι από ζώα κι ας ήμασταν αδέρφια τους. Βλέπω τώρα πώς καλοδέχονται
τους Αλβανούς για να μαζέψουν τις ελιές τους κι ανατριχιάζω. Για κάθε κακό που
γινόταν στη Στυλίδα εμάς τους πρόσφυγες
κατηγορούσαν. Τα παιδιά των προσφύγων τα χτύπαγαν ,ενώ τα δικά τους τα
φοβέριζαν ότι αν δεν ήταν φρόνιμα θα τα έδιναν στους πρόσφυγες να τα φάνε. Οι ντόπιοι μας φωνάζανε
«τουρκόσπορους» και μας καίγανε στην καρδιά. Εμείς είχαμε ξεριζωθεί από την
πατρίδα και οι ντόπιοι μας ξερίζωναν κι απ’ τον εαυτό μας. Το μίσος αυτό έμεινε
για πολλά χρόνια. Το 1948 ο Δήμαρχος της Στυλίδας , διορισμένος, έκρινε σωστό
να κλείσει με συρματόπλεγμα τον προσφυγικό συνοικισμό έξω από τη Στυλίδα για να
μας πάρουν οι αντάρτες. Αλλά εμείς
τρέχαμε να πάμε στους αντάρτες.
«Ηρθαν οι
“πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας, έτσι λέγανε»
Τασία
Χρυσάφη-Ακερμανίδου(Γεννήθηκε εν πλω στο καράβι της προσφυγιάς το οποίο τους μετέφερε
στον Πειραιά)
«Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό
στην αγκαλιά η μαμά μου […] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει
κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε, “τσ!”
κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη
λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. Ηρθαν οι
“πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας, έτσι λέγανε».
Ο Γιώργος Σεφέρης
στο έργο του «Ἕξι νύχτες στὴν Ἀκρόπολη» και αναφερόμενος στον διωγμό της
Σμύρνης περιγράφει: «Ἄκουσα σήμερα ἀπὸ ἕναν πρόσφυγα τοῦτο: Βγῆκαν κυνηγημένοι
σ’ ἕνα ἑλληνικὸ νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, ἔκλεισαν ὅλα μονομιᾶς.
Αὐτὸς μὲ τὴν γυναίκα του μέσα στὸ κοπάδι. Τὸ μωρὸ ἕξι μέρες νὰ τραφεῖ· ἔκλαιγε,
χαλνοῦσε τὸν κόσμο. Ἡ γυναίκα παρακαλοῦσε γιὰ νερό. Τέλος ἀπὸ ἕνα σπίτι τῆς ἀποκρίθηκαν:
‘Ενα φράγκο τὸ ποτήρι’. Κί ὁ πατέρας συνεχίζει: ‘Τί νὰ κάνω, κύρ-Στράτη, ἔφτυσα
μέσα στὸ στόμα τοῦ παιδιοῦ μου γιὰ νὰ τὸ ξεδιψάσω’». Σύμφωνα με πληροφορίες, το
νησί στο οποίο αναφέρεται ο Σεφέρης ήταν η Χίος.
Γυναίκες από τον προσφυγικό καταυλισμό που στήθηκε μπροστά στο Θησείο (Ναός του Ηφαίστου). Αθήνα, 1922 |
Σε ένα άρθρο της Παμπροσφυγικής» από το 1924 αναφέρεται
σχετικά με την δολοφονία ενός πρόσφυγα στη Νιγρίτα Σερρών: «Τα πραγματικά
ελατήρια του φόνου δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η
ανεύρεσις ενός απολεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη, τα οποία
εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων διά την κατάληψιν των υπό
των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».
Ορισμένες φορές υπήρχαν γενικευμένες επιθέσεις κατά
προσφύγων, όπως συνέβη το 1928 στο χωριό Ασβεσταριό κοντά στα Γιαννιτσά, όταν
συνεπλάκησαν μεταξύ τους ομάδες ντόπιων και προσφύγων, με αποτέλεσμα τον
τραυματισμό είκοσι ανθρώπων.
Συχνά, οι ντόπιοι οργάνωναν ξαφνικές επιθέσεις κατά των
προσφύγων με σκοπό να τους διώξουν οριστικά με το μέρος τους. Τον Νοέμβριο του
1924 οι κάτοικοι του χωριού Αετός της επαρχίας Ξηρομερίου επιτέθηκαν κατά των
προσφύγων του οικισμού Αγιος Νικόλαος, ενώ στο χωριό Ροδολίβος στη Μακεδονία ντόπιοι
απειλούσαν ότι «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαιρών
και ροπάλων».
Τον Νοέμβριο του 1924, η εφημερίδα «Αθήναι» αναφέρει ότι στο
χωριό Κοντσικιώτη στα Γρεβενά «βλαχοποιμένες επετέθησαν εναντίον προσφύγων
ποιμένων […] τραυματίσαντες δύο εξ αυτών ως και τον αγροφύλακα. Οι δράσται δεν
συνελήφθησαν εισέτι».
Στην Αττική, σημειώνονται ανάλογες επιθέσεις. Στο Μενίδι
στον Ποδονίφτη (στο σημερινό τέρμα Πατησίων) οι χωρικοί εξεγείρονται γιατί οι
πρόσφυγες θέλησαν να καλλιεργήσουν χωράφια που είχαν απαλλοτριωθεί για την
κατασκευή προσφυγικού συνοικισμού.
Τον Νοέμβριο του 1924 σημειώνονται αιματηρά, γενικευμένα
επεισόδια στο Κιούπκιοϊ (Πρώτη) Σερρών, τα οποία τελικά προκάλεσαν την πρώτη
μεγάλη συζήτηση στη Βουλή για το προσφυγικό. Τότε, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής,
οπλισμένες ομάδες γηγενών «ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας,
πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες και τας
αποσκευάς…».
Προσφυγόπουλο |
Στην εφημερίδα «Αθήναι» (φ. της 9/11/1924) διαβάζουμε ότι μετά τα γεγονότα η Παμπροσφυγική Ομοσπονδία Σερρών μετέβη στη Θεσσαλονίκη και «επιρρίπτει μέγα μέρος της ευθύνης εις τον προϊστάμενον του Γραφείου Εποικισμού Σερρών, προσθέσασα ότι τη εγκρίσει τούτου και του επιθεωρητού εποικισμού Μοζέρ αφηρέθησαν από τους πρόσφυγας του συνοικισμού Καβακλή 340 στρέμματα γαιών, τα οποία είχαν εκχωρηθή εις αυτούς. Αι γαίαι αύται, αίτινες είχον σπαρή υπό των προσφύγων, εδόθησαν εις εκμεταλλευτάς μηδεμίαν σχέσιν έχοντας με την γεωργίαν».
Στη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, ο τότε πρωθυπουργός Α.
Μιχαλακόπουλος ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι ζήτησε την απομάκρυνση του
καταγγελλόμενου διευθυντή του εκεί Επισιτιστικού Γραφείου, για να παρέμβει «εις
πληρεξούσιος (λέγοντας): Είνε αξιωματικός του Γκαίρλιτς» (Πρακτικά των
Συνεδριάσεων, ό.π., σελ. 121) (σημ. το Γκέρλιτς ήταν γερμανικό στρατόπεδο
αιχμαλώτων κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι αιχμάλωτοι φιλομοναρχικοί
αξιωματικοί διαβίωναν σε πολύ καλύτερες συνθήκες σε βάρος των στρατιωτών που
εθεωρούντο «βενιζελικοί»).
Αξίζει παράλληλα, να σημειωθεί ότι το αντιπροσφυγικό μένος αποτυπώνεται στο σύνθημα «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες», που κυριαρχεί σε συλλαλητήριο των μοναρχικών στις 9 Νοεμβρίου 1923 στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Ο ρόλος του Τύπου
Ένα μεγάλο μέρος του Τύπου εκείνης της εποχής δεν στήριξε
ποτέ την έλευση και την φροντίδα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Με την χώρα να
είναι βαθιά διχασμένη μεταξύ Βενιζελικών (που υποστήριζαν τους πρόσφυγες) και
Αντιβενιζελικών (που προτιμούσαν την μικρή πλην τίμια Ελλάδα), η εικόνα αυτή
αποτυπώνεται και στον Τύπο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο εκδότης της «Καθημερινής»,
Γεώργιος Βλάχος, βαθιά αντιβενιζελικός, ο οποίος έγραψε το πασίγνωστο άρθρο με
τίτλο «Οίκαδε» στις 14 Αυγούστου 1922 μία μέρα μετά την έναρξη της επίθεσης του
Κεμάλ Ατατούρκ. Σε αυτό καλούσε την ελληνική κυβέρνηση και το στρατό να
εγκαταλείψουν στην τύχη τους τους Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου. Ο Βλάχος ακόμη
και το 1928 όταν έγραφε ή μιλούσε για τους πρόσφυγες χρησιμοποιούσε δύο λέξεις:
«Αγέλη προσφύγων».
Ακόμη, ο Νίκος Κρανιωτάκης, ο φιλομοναρχικός εκδότης της εφημερίδας «Πρωινός Τύπος», το 1933 ζητούσε επιτακτικά να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι Έλληνες! Σημειωτέον ότι ο Κρανιωτάκης προηγήθηκε ακόμα και των ναζιστών, οι οποίοι εφάρμοσαν την διάκριση των Εβραίων με ένα περιβραχιόνιο με το κίτρινο άστρο.
Ο αντιβενιζελικός τύπος δεν συγχώρησε ποτέ την επανεκλογή
του Ελευθερίου Βενιζέλου θεωρώντας υπεύθυνους γι’ αυτό τους πρόσφυγες, οι
οποίοι εξάλλου στήριζαν σύσσωμοι την Κρητικό πολιτικό. Σε προεκλογικό κύριο
άρθρο του «Εμπρός» (14.9.1928) οι πρόσφυγες κατηγορούνται για ακούσια νοθεία
των εκλογών: «Οι πρόσφυγες ελθόντες ενταύθα θύματα μιας τραγικής καταστροφής δεν
εδιδάχθησαν πως πρέπει να έχουν και αυτοί γνώμην επί των κοινών, εκλέγοντες
ομού μετά των άλλων τους ανθρώπους οι οποίοι θα τους διοικούν, αλλά πώς να
νοθεύουν την γνώμην των άλλων. Δεν εδιδάχθησαν πώς να ψηφίζουν ως ελεύθεροι
πολίται, αλλά πώς να αλλοιώνουν την ψήφον των άλλων».
Η ίδια εφημερίδα αντιπαραβάλλει «πρόσφυγες» κι «ελληνικό
λαό», ως διαφορετικές -κι αντίπαλες- κατηγορίες χαρακτηρίζοντάς τους… «ευνοηθέντας
υπό της τύχης»: «Οι Βενιζελικοί γνωρίζουν ότι ο ελληνικός λαός τους θεωρεί
πραγματικούς εχθρούς του, χυδαίους απατεώνας και αγύρτας και ουδέποτε θα
εκδηλώση προς αυτούς την εμπιστοσύνην του, δια τούτο δε στηρίζουν τας ελπίδας
τους μόνον εις τους ευνοηθέντας υπό της τύχης και της ιδικής μας νομιμότητος
πρόσφυγας» (5.8.1928).
Στις 31.7.28 η εφημερίδα «Σκριπ» γράφει: «Ητο επόμενον ο
Βενιζέλος να γίνη υποτελής εις τους πρόσφυγας. Ο μέγας αρχηγός κατήντησε να
αναγνωρίζη ως αρχηγόν τον κύριον εις -ίδην και -όγλου».
Η Καθημερινή στις 20.7.1928 «προειδοποιεί» τους γηγενείς: «Οι
γηγενείς είτε βενιζελικοί είναι είτε αντιβενιζελικοί είτε δημοκράται ή
βασιλόφρονες πρέπει να γνωρίζουν ένα και το αυτό: Οτι εφ’ όσον ψηφίζουν
Βενιζέλον, ψηφίζουν κατ’ ανάγκην πρόσφυγας και εφ’ όσον ψηφίζουν πρόσφυγας
ψηφίζουν την αρπαγήν και την απώλειαν της αγροτικής χθές, της κτηματικής
σήμερον, της αστικής αύριον περιουσίας των. Οι ατυχείς πρόσφυγες κατά τούτο δεν
πταίουν. Διότι κατεστράφησαν και θέλουν να ζήσουν, οπωασδήποτε, είτε εις βάρος
του ενός είτε εις βάρος του άλλου. Ημείς όμως, οι γηγενείς, τι πταίομεν;… Διατί
να υφιστάμεθα την υπέρ των προσφύγων καθολικήν αυτήν απαλλοτρίωσιν της
Ελλάδος;»
Στο κύριο άρθρο της επομένης συνεχίζεται η ίδια ρητορική:
«Αλλά τα συμφέροντα των προσφύγων, κατά μοιραίαν τραγικήν
δυσμένειαν, είναι ως γνωστόν τελείως αντίθετα προς τα συμφέροντα των γηγενών.
Το Κράτος αφ’ ενός μεν βρίσκεται εις αθλιεστάτην κατάστασιν, την οποίαν
γνωρίζομεν -φευ- πάντες, και αφ’ ετέρου η ανάγκη της αποκαταστάσεως και αποζημιώσεως
των προσφύγων καθίσταται ημέρα τη ημέρα μάλλον επιτακτική. Τι θα συμβή άρα; Ο
Βενιζελισμός, ευρισκόμενος προ τραγικού διλήμματος, θα στραφή κατά της
περιουσίας των γηγενών και θέτων επ’ αυτής βαρείαν την χείραν, θα διαμοιράση
αυτήν εις τους πρόσφυγας. Αι οικίαι και τα αστικά εν γένει κτήματα των γηγενών
θα καταστούν βορά των προσφύγων.
Ζαΐμη πρωθυπουργούντος, Τουρκοβασίλη ιθύνοντος τα της
Δικαιοσύνης, ο παρακαθήμενος αυτούς Κύρκος ήρξατο του έργου της αρπαγής. Αρχήν
ποιούμενος απαλλοτριώσεως των αστικών κτημάτων των γηγενών υπέρ των προσφύγων
έφθασεν ουχί πλέον εις τα πρόθυρα της πόλεως, αλλ’ εις αυτήν την καρδίαν της.
Οικόπεδα γηγενών προσφύγων κείμενα εις την οδόν Αχαρνών απηλλοτριώθησαν υπέρ
προσφύγων.
Επικρατούντος εκλογικώς του βενιζελισμού και εγκαθισταμένης
της βενιζελικής δικτατορίας είναι εύκολον να φαντασθή τις τι πρόκειται να πράξη
ο μέλλων Κύρκος. Θρήνος και κλαυθμός θα επακολουθήση άγριος, οικίαι και
οικόπεδα δια μιας μονοκονδυλιάς θα μεταβάλλωσιν ιδιοκτήτων και ενώ οι γηγενείς
οδυρόμενοι θα εξέρχωνται άστεγοι εις τας οδούς, οι πρόσφυγες θ’ αποκτώσιν
αστικάς εγκαταστάσεις».
Στις 30.7.1928, η Καθημερινή εκφράζει τη συμπάθεια της για
το δράμα των προσφύων, αλλά…
«Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και
αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους,
ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να
κυβερνήσουν την Ελλάδα».
Η Καθημερινή… εξεγείρεται όταν οι πρόσφυγες προσπαθούν να
ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι: «Με έκπληξίν μας είδομεν εις τα χθεσινά
φύλλα ότι το λαϊκόν κόμμα θα περιλάβη τρεις πρόσφυγας πολιτευομένους εις τον
συνδυασμόν Αθηνών. Διατί θα τους περιλάβη; Επί τη βάσει ποίας ηθικής και επί τη
βάσει ποίας σκοπιμότητος; [...] Αλλά είναι Ελληνες και όμαιμοι και αδελφοί. Ας
είναι και αδελφοί και εξάδελφοι. Οταν αποκτήσουν συνείδησιν πολιτικήν και
θέλησιν πολιτών ελευθέρων -πράγμα το οποίον δεν θα συμβή ποτέ- τότε θα
δικαιούνται να θεωρούνται μεταξύ ημών, όχι μόνον ως εκλογείς αλλά και ως
εκλέξιμοι. Επί του παρόντος οι πρόσφυγες δεν έχουν καμμίαν θέσιν εις τους
συνδυασμούς του λαϊκού κόμματος» (19.7.1928).
Η φροντίδα της πολιτείας
Ωστόσο, την στιγμή που ένα μεγάλο μέρος του γηγενή πληθυσμού
αντιμετώπιζε τους πρόσφυγες με ρατσιστικό τρόπο, η πολιτεία με τα πενιχρά μέσα
που διέθετε μπόρεσε να βοηθήσει τους πρόσφυγες με τον καλύτερο τρόπο που
μπορούσε. Πολλοί ιστορικοί μάλιστα θεωρούν ότι η αποκατάσταση και αφομοίωση των
προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξε το μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα
του νεοελληνικού κράτους.
Το ήδη πολιτικά διχασμένο ελληνικό κράτος και οικονομικά
κατεστραμμένο ελληνικό κράτος με τους περίπου 5 εκατ. κατοίκους, δέχεται ένα
κύμα προσφύγων που ο αριθμός τους αγγίζει το 1,5 εκατομμύριο ανατρέποντας όλη τη
δομή του. Έτσι, στο τέλος του 1922 γίνεται αναμόρφωση του προϋπολογισμού του
οικονομικού έτους 1922-23 (ΦΕΚ Α' 286 27-12-1922) και στο υπουργείο Περιθάλψεως
διατίθενται επιπλέον 77 εκατομμύρια δραχμές, από τα οποία τα περισσότερα θα
καλύψουν προσφυγικές ανάγκες. Συγκεκριμένα, για «επιδόματα (είχε προβλεφθεί η
χορήγηση στους πρόσφυγες ενός εφάπαξ ποσού 500 δραχμών), συσσίτια, ειδικά και
έκτακτα βοηθήματα προσφύγων ή και δαπάνη τη εν ασύλοις ενδιαίτησιν προσφύγων,
ως και έξοδα νοσηλείας εν γένει» προβλέφθηκαν 55 εκατ. δραχμές.
Προσφυγόπουλα την ώρα του μαθήματος σε σχολείο του συνοικισμού Βύρωνα |
Πιο αναλυτικά, ο ιστορικός Γιώργος Μαυρογορδάτος αναφέρει: «Παρά τις καθυστερήσεις, τις ταλαιπωρίες, τις ελλείψεις και τις αδικίες, τελικά επιτεύχθηκαν οι πολλαπλοί –ανθρωπιστικοί, εθνικοί και κοινωνικοί– στόχοι που επιδιώχθηκαν. Σώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες υπάρξεις και τους δόθηκε η δυνατότητα ν' αρχίσουν μια νέα ζωή. Μετά την Καταστροφή, ο Βενιζελισμός έγινε από την πρώτη στιγμή ο μοναδικός φορέας της ενσωμάτωσης και αποκατάστασης των προσφύγων στο πλαίσιο της ελλαδικής κοινωνίας, όπως και ο μοναδικός προστάτης τους απέναντι στην εχθρότητα των γηγενών. Τον ιστορικό αυτόν ρόλο ο Βενιζελισμός ανέλαβε πρόθυμα και προσπάθησε στη συνέχεια να μονοπωλήσει όσο έμεινε στην εξουσία, δηλαδή ουσιαστικά μέχρι το 1933. Μόνο χάρη στον Βενιζελισμό απέκτησαν οι πρόσφυγες όσα απέκτησαν: περίθαλψη, σπίτια, χωράφια, αποζημιώσεις, αλλά και πλήρη πολιτικά δικαιώματα Ελλήνων πολιτών. Μόνο χάρη στον Βενιζελισμό κατορθώθηκε υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) η σύναψη των προσφυγικών δανείων και η συγκρότηση της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) για την αξιοποίησή τους. Είναι λοιπόν μύθος και πελώριο ψέμα αυτά που ακούγονται συχνά σήμερα για δήθεν παραμέληση και εγκατάλειψη γενικά των προσφύγων από το ελληνικό κράτος. Αυτά ισχύουν μόνο για μια μικρή μειονότητά τους. Το μεγαλύτερο μέρος (83%) ειδικά της αγροτικής προσφυγικής αποκατάστασης πραγματοποιήθηκε σε τρία μόλις χρόνια. Η αγροτική αποκατάσταση, όπως τη συνέλαβε και τη σχεδίασε η ΕΑΠ, είχε στόχο τον εφοδιασμό κάθε προσφυγικής οικογένειας με επαρκή γη, ζώα, εργαλεία και σπίτι. Μέχρι τα μέσα του 1926, 551.936 αγρότες πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί οριστικά. Το 1930, ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε 578.844 άτομα (ή 145.758 οικογένειες). Το 1938, σε 668.316 άτομα (ή 167.079 οικογένειες), που μπορεί να θεωρηθεί τελική εκτίμηση. Περίπου 90% του συνόλου εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και στη Θράκη.
»Αντίθετα, η αστική αποκατάσταση προχώρησε με πολύ βραδύτερο
ρυθμό. Αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τη χορήγηση κατοικιών, που κτίστηκαν κυρίως
σε συμπαγείς συνοικισμούς γύρω από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και προπαντός
γύρω από την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, όπου συγκεντρώθηκε το 60%
των «αστών» προσφύγων. Μέχρι το 1926, μόνο 72.230 «αστοί» πρόσφυγες είχαν
στεγαστεί και γίνει οικονομικά ανεξάρτητοι, σε σύγκριση με τους 551.936 αγρότες
πρόσφυγες την ίδια περίοδο. Παρά την κατασκευή περίπου 52.000 κατοικιών μέχρι
το 1930, περισσότερες από 30.000 προσφυγικές οικογένειες έμεναν ακόμη σε
αυτοσχέδιες παράγκες. Το 1952 υπήρχαν ακόμη 35.248 προσφυγικές οικογένειες που
δικαιούνταν αστική αποκατάσταση και ανάμεσά τους 14.241 που ζούσαν σε άθλιες
παραγκουπόλεις. Παρόλο που οι παράγκες κατεδαφίστηκαν λίγο αργότερα, τον
Φεβρουάριο του 1978 φαίνεται ότι απέμεναν ακόμη (!) τουλάχιστον 3.000
προσφυγικές οικογένειες που δικαιούνταν αστική αποκατάσταση, δηλαδή στέγαση.
»Το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνισμού συγκεντρώθηκε οριστικά
μέσα στα ασφαλή σύνορα του εθνικού του κράτους – ασφαλή στο μέτρο ακριβώς που
επιτεύχθηκε εθνική ομοιογένεια. Ειδικά στην ελληνική Μακεδονία και ειδικότερα
στις παραμεθόριες περιοχές της, μόνο ο συστηματικός προσφυγικός εποικισμός
εξασφάλισε την απόκρουση πολλαπλών απειλών στο μέλλον. Από τους κοινωνικούς
στόχους της αποκατάστασης των προσφύγων, αρκεί να αναφερθεί επιγραμματικά ο
σπουδαιότερος: να γίνουν το ταχύτερο ιδιοκτήτες μικροαστοί της πόλης και του
χωριού, στηρίγματα του αστικού καθεστώτος, και όχι προλετάριοι ανατροπείς του.
Και αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε για την πλειονότητα των προσφύγων. Υπήρξαν
βέβαια οι εξαιρέσεις, οι αδικημένοι ή και ολότελα ξεχασμένοι της προσφυγικής
αποκατάστασης. Δεν ήσαν ωστόσο αρκετοί για μια επιτυχημένη κοινωνική επανάσταση
– ούτε τότε, ούτε αργότερα. Άλλωστε, η κοινωνική επανάσταση που δεν έγινε τότε
από τους πρόσφυγες είχε γίνει πριν από αυτούς και για χάρη τους: ήταν η απόφαση
που υπέγραψε ο Πλαστήρας στις 14 Φεβρουαρίου 1923, με την οποία επιτράπηκε η
κατάληψη ακινήτων και πριν από την καταβολή αποζημίωσης. Στη Νεότερη Ελλάδα,
ποτέ άλλοτε δεν παραβιάστηκε σε τέτοιο βαθμό το «ιερό» δικαίωμα της
ιδιοκτησίας!».