Ειδικοί και αναλυτές εξετάζουν τι θα συμβεί αν ο Τζο Μπάιντεν επικρατήσει οριακά στις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές και ο Ντόναλντ Τραμπ αρνηθεί την ήττα του. Ως πού θα μπορούσε να φτάσει;
Λιγότεροι από τέσσερις μήνες έχουν απομείνει για την επόμενη
εκλογική αναμέτρηση στις ΗΠΑ που είτε θα δώσει το πράσινο φως στον Ντόναλντ
Τραμπ για μια δεύτερη τετραετία ή θα βάλει ξανά στον Λευκό Οίκο τον πρώην αντιπρόεδρο
Τζο Μπάιντεν, αλλά αυτή τη φορά στην θέση του προέδρου.
Αν και οι περισσότεροι αναλυτές μέχρι και τις αρχές του 2020
έδιναν τις περισσότερες πιθανότητες για νίκη στον Ντόναλντ Τραμπ, η πανδημία
του κοροναϊού και η τεράστια δυναμική που απέκτησε το κίνημα Black Lives Matter αποδυναμώνουν
όλο και περισσότερο την δημοτικότητα του εν ενεργεία προέδρου. Σύμφωνα μάλιστα με την ανάλυση του The Economist, είναι κατά 99%
πιθανό ο Τζο Μπάιντεν να κερδίσει στις ψήφους των πολιτών και κατά 90% στις ψήφους
των εκλεκτόρων.
Με την προοπτική της ήττας να είναι πλέον ορατή για τον
Τραμπ, οι αναλυτές άρχισαν να εξετάζουν ένα ακόμα… νοσηρό ενδεχόμενο! Πολλοί έχουν
αρχίσει να αναρωτιούνται τι θα γινόταν αν ο Ντόναλντ Τραμπ μετά την ήττα του
αρνούνταν να αφήσει το οβάλ γραφείο;
Η άρνηση της ήττας
Αν και για οποιονδήποτε άλλο πρόεδρο η πιθανότητα να αρνηθεί
να αφήσει την θέση του μετά από μια ήττα μοιάζει σαν ανέκδοτο, στην περίπτωση
του Ντόναλντ Τραμπ τα πράγματα σοβαρεύουν. Εξάλλου, όπως υπενθυμίζει και το CNN, πρόκειται για τον
πρόεδρο που παρόλο που το 2016 εκλέχτηκε πρόεδρος χάρη στο Σώμα των Εκλεκτόρων ο
ίδιςο επέμενε ότι νίκησε την Χίλαρι Κλίντον και στις ψήφους των πολιτών. Στην πραγματικότητα,
η Χίλαρι Κλίντον συγκέντρωσε περισσότερες ψήφους πολιτών (περίπου κατά 3 εκατ.
ψήφους), ωστόσο εξαιτίας του συστήματος των Εκλεκτόρων που υπάρχει στις ΗΠΑ ο Τραμπ πήρε τελικά την νίκη.
Σε περίπτωση που επικρατήσει ο Μπάιντεν και η διαφορά είναι
πολύ μικρή, αναμένεται έντονη αντίδραση από την πλευρά Τραμπ. Θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι μια τεράστιας
κλίμακας εκλογική απάτη αλλοίωσε το αποτέλεσμα ή ότι η διαφορά ψήφων είναι πολύ
μικρή και έτσι δεν μπορεί να υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα του αποτελέσματος. Με αυτόν
τον τρόπο θα επιχειρούσε να μείνει στην εξουσία.
Εξάλλου, όπως έχει ήδη δηλώσει η Ρεπουμπλικανή πολιτικός και
πρώην κυβερνήτης του Νιού Τζέρσεϊ, Κρίστι Γουίτμαν: «Αν το εκλογικό αποτέλεσμα
είναι οριακό, ο Τραμπ θα πολεμήσει σαν ταύρος». Αλλά και ο πρώην έμπιστος σύμβουλος και
δικηγόρος του Τραμπ, Μίχαελ Κόχεν, δήλωσε ότι δεν περιμένει «ο πρόεδρος να
επιτρέψει μια ειρηνική μετάβαση εξουσίας. Από την άλλη, η δημοκρατική Πρόεδρος
της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόσι, μιλώντας στους New York Times είπε ότι φοβάται ότι ο
Τραμπ θα αμφισβητήσει την νομιμότητα μιας οριακής νίκης του Μπάιντεν.
Την ίδια στιγμή, η εφημερίδα Telegraph αναφέρει ότι
περισσότεροι από 20 καλά πληροφορημένοι ειδικοί σε σημαντικά πόστα, με τους οποίους
μίλησε, εξέφρασαν ανησυχίες για την επόμενη μέρα των εκλογών. Μεταξύ τους
υπάρχουν και Ρεπουμπλικανοί, πρώην βουλευτές, πρώην ανώτερα στελέχη του
Πενταγώνου και των υπηρεσιών ασφαλείας, ακαδημαϊκοί. Όλοι τους επεξεργάζονται
σενάρια για το τι μπορεί να συμβεί μετά την ήττα Τραμπ. Κάποιοι υποστηρίζουν
ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να τραβήξει νομικούς, κυβερνητικούς και πολιτικούς
μοχλούς για να παραμείνει στην εξουσία και φυσικά να χρησιμοποιήσει το Twitter του
για να ενεργοποιήσει τους υποστηρικτές του να βγουν στους δρόμους και να τον
υπερασπιστούν.
Ένα από τα θέματα που έχει αρχίσει ήδη να θίγει συνεχώς ο
Τραμπ – σαν να προετοιμάζεται για μια ενδεχόμενη ήττα- είναι αυτό της επιστολικής
ψήφου. «Η επιστολική ψήφος θα οδηγήσει στις πιο διεφθαρμένες εκλογές στην
ιστορία των ΗΠΑ» έχει δηλώσει ήδη θεωρώντας ότι η όλη διαδικασία επιτρέπει την
εκλογική νοθεία και είναι άκρως επικίνδυνη για την αμερικανική δημοκρατία. Μάλιστα,
εξαιτίας της πανδημίας του κοροναϊού οι επιστολικές ψήφοι αναμένεται να
αυξηθούν κατακόρυφα οδηγώντας και σε μεγάλη καθυστέρηση της ανακοίνωσης των
εκλογικών αποτελεσμάτων (υπολογίζεται ότι μπορεί να χρειαστούν μέχρι και δέκα
περισσότερες μέρες για την καταμέτρηση). Ο Τραμπ φυσικά δεν θα χάσει την
ευκαιρία να κατηγορήσει την επιστολική ψήφο σε περίπτωση που αρχίζει να
διαφαίνεται η ήττα του.
Ο Νιλς Γκίλμαν, ιστορικός που έχει εργαστεί στον
προγραμματισμό σεναρίων για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, λέει ότι το χειρότερο
μετεκλογικό σενάριο περιλαμβάνει συνταγματική κρίση και πιθανώς πολιτική βία,
παράλληλα με απολύτως νόμιμους τρόπους αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος
από την πλευρά του Τραμπ και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Μάλιστα ο Γκίλμαν
τονίζει ότι οι Δημοκρατικοί πρέπει να αντιληφθούν πως η ημέρα των εκλογών δεν
είναι το τέλος, αλλά η αρχή μίας νέας περιόδου σκληρής αντιπαράθεσης. Δεν πρέπει
να ξεχνάμε ότι ακόμα κι αν ο Τραμπ αποδεχθεί την ήττα του παραμένει το χρονικό
διάστημα των 78 ημερών από τις 3 Νοεμβρίου μέχρι τις 20 Ιανουαρίο, όταν και
τελικά θα πρέπει να αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο. Όλες αυτές τις ημέρες ο
Τραμπ ακόμα και μετά από μια βαριά ήττα θα συνεχίσει να κινεί τα νήματα της χώρας.
Η στρατιωτική
επέμβαση
Μέσα σε όλη αυτήν την έντονη προεκλογική περίοδο δεν είναι
λίγοι και οι βετεράνοι των ενόπλων δυνάμεων που μιλούν για μια ενδεχόμενη
παρέμβαση από τον στρατό σε περίπτωση που τα πράγματα δεν εξελιχθούν ομαλά. Σύμφωνα
με αυτό το σενάριο, ο Τραμπ ειδικά σε αυτές τις 78 μέρες που του απομένουν στο
Οβάλ Γραφείο θα μπορούσε να ζητήσει από τον στρατό «να κάνει διάφορα πράγματα»
μετά τις εκλογές.
Από την άλλη υπάρχουν κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο
στρατός θα μπορούσε ούτως ή άλλως να επέμβει ώστε να διασφαλίσει την ομαλή
έκβαση των εκλογών αν η κατάσταση κινδυνεύσει να εκτραχυνθεί. Ακόμα και ο Τζο
Μπάιντεν, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, είπε ότι ο αμερικανικός στρατός μπορεί
να παρέμβει σε περίπτωση που ο Τραμπ χάσει τις εκλογές και αρνηθεί να παραδώσει
τη θέση του: «Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι θα τον βγάλουν από τον Λευκό Οίκο
με μία μεγάλη κινητοποίηση», ανέφερε.
Πάντως, ο πολιτικός αναλυτής Λίνκολν Μίτσελ θεωρεί ότι κάτι
τέτοιο είναι μάλλον απίθανο να συμβεί τονίζοντας ότι ο στρατός έχει κάνει
ξεκάθαρο ότι δεν ενδιαφέρεται να αναμιχθεί σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής.
Το σενάριο… πολέμου
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει ένα «σενάριο πολέμου» που διεξήχθη
από το Transition Integrity Project,
μια ανεξάρτητη οργάνωση που ιδρύθηκε από την Ρόζα Μπρουκς της Νομικής Σχολής
του Τζορτζτάουν και τον Νιλς Γκίλμαν. Σύμφωνα με το σενάριο, ο Τζο Μπάιντεν
κερδίζει τις ψήφους των εκλεκτόρων κατά 278-260, το οποίο αποτελεί ένα μικρό
μόνο προβάδισμα. Στο «παιχνίδι» οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε μέλη της καμπάνιας
Τραμπ, μέλη της καμπάνιας Μπάιντεν, εκλεγμένους Ρεμπουμπικανούς και
Δημοκρατικούς επισήμους, δημοσιογράφους.
Ο δημοσιογράφος της Washington Post, Μαξ Μπουτ, έλαβε μέρος
ως μέλος της καμπάνιας του Τραμπ και περιέγραψε την εμπειρία του:
«Ήμουν στην ομάδα του Τραμπ και δεν χρειάζεται να πω ότι δεν
αποδεχθήκαμε την ήττα. Αντίθετα, «πιάσαμε δουλειά» αδίστακτα και ανήθικα αξιοποιώντας κάθε
ρανίδα δύναμης προς όφελός μας, ώστε να εξασφαλίσουμε τις δέκα εκλεκτορικές
ψήφους που θα μας έδιναν τη νίκη. Εστιάσαμε την προσοχή μας σε τρεις «swing states» (σημ. οι πολιτείες
που δεν έχουν σταθερή προτίμηση υπέρ των Δημοκρατικών ή των Ρεπουμπλικανών και
παραδοσιακά επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα). Σύμφωνα με το σενάριό μας, ο
Μπάιντεν είχε κερδίσει το Μίσιγκαν, το Ουινσκόνσιν και την Πενσιλβάνια. Ωστόσο,
σε αυτές οι Ρεπουμπλικάνοι ελέγχουν όλα τα κομμάτια της νομοθετικής εξουσίας. Συνήθως,
ο κυβερνήτης των πολιτειών επικυρώνει το αποτέλεσμα των εκλογών και σε αυτές τις
τρεις πολιτείες ο κυβερνήτης είναι Δημοκρατικός. Ωστόσο, τίποτα δεν αποτρέπει
το νομοθετικό σώμα να επικυρώσει ένα διαφορετικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί το 1876. Ο Δημοκρατικός Σάμιουελ
Τζ. Τίλντεν προηγούνταν τόσο στις ψήφους των πολιτών όσο και στις ψήφους των
εκλεκτόρων, ωστόσο το αποτέλεσμα κρίθηκε σε αυτές τις τρεις πολιτείες. Το Κογκρέσο
διόρισε μια επιτροπή για να διευθετήσει την διαφορά και ψήφισε μεροληπτικά με 8
έναντι 7 ψήφων να παραδώσει και τις τρεις αυτές πολιτείες στον Ρεμπουπλικανό υποψήφιο Ράδερφορντ Χέιζ. Έτσι, ο Χέιζ
απέκτησε προβάδισμα 185 προς 184 ψήφους εκλεκτόρων και τελικά έγινε ο 19ος
πρόεδρος των ΗΠΑ.
Στο δικό μας σενάριο δεν υπήρχε κάποια επιτροπή του
Κογκρέσου. Όμως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα «βομβάρδιζε» τα μέσα ενημέρωσης και τα
κοινωνικά δίκτυα με ισχυρισμούς περί εκλογικής απάτης και επέμενε ότι ο Τραμπ
στερήθηκε εσκεμμένα της νίκης. Επιπλέον κατέθεσε μήνυση ώστε να εμποδίσει την
επικύρωση των αποτελεσμάτων. Ο δικαστής Γουίλιαμ Π. Μπαρ, ο οποίος στην
πραγματικότητα έχει ήδη υπαινιχθεί ότι επιστολική ψήφος μπορεί να οδηγήσει σε
προβλήματα, στο σενάριό μας στήριξε την προσπάθεια του Ρεπουμπλικανικού κόμματος
υποστηρίζοντας ότι έχει εντοπίσει προσπάθειες από την Κίνα, τρομοκρατών του Antifa και άλλων εχθρών του
λαού να χαλκεύσουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Ο στόχος ήταν να μπλοκάρουμε τις διαδικασίες
σε επίπεδο δικαστηρίων, αρχικά στις πολιτείες και σύντομα να αναγκάσουμε το
Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο ελέγχεται από Ρεπουμπλικάνους, να επέμβει.
Όσο συνέβαιναν όλα αυτά, το χάος είχε επικρατήσει στους δρόμους
με διαδηλωτές υπέρ και κατά του Τραμπ να υποκινούν μαζικές διαδηλώσεις. Η βία
δεν άργησε να ξεσπάσει. Οι δημοκρατικοί θεωρούσαν ότι οι μαζικές κινητοποιήσεις
μπορούν να αναγκάσουν την κυβέρνηση να δεχθεί το αποτέλεσμα. Ωστόσο, εμείς ως
ομάδα του Τραμπ, υπολογίσαμε ότι αυτό το χάος θα μπορούσε να πείσει το Ανώτατο
Δικαστήριο να επέμβει και να λύσει την διαφωνία. Το 2000 (σημ: κατά την
εκλογική αναμέτρηση Τζορτζ Μπους – Αλ Γκορ, όταν υπήρξε διαμάχη για το ποιος
επικράτησε στην Φλόριντα, ο οποίος και θα κέρδιζε την αναμέτρηση), ακόμα και
δύο από τους πιο μετριοπαθείς δικαστές, η Σάντρα Ντέι Ο’Κόνορ και ο Άντονι
Κένεντι ψήφισαν να λήξει η επανακαταμέτρηση των ψήφων στην Φλόριντα και να
δώσουν την νίκη στον Τζορτζ Μπους.
Ο κίνδυνος για κάποιο αντιδημοκρατικό αποτέλεσμα γίνεται
ακόμα μεγαλύτερο και στα υπόλοιπα σενάρια του «παιχνιδιού πολέμου» που
δημιούργησαν άλλοι συμμετέχοντες. Όσοι χρησιμοποίησαν το σενάριο που έδινε νίκη
στον Μπάιντεν αλλά με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα σε Μίσιγκαν, Βόρεια Καρολίνα και
Φλόριντα, προέβλεψαν ότι θα οδηγούμασταν σε «εμφύλιο πόλεμο στους δρόμους».
Ακραίες φήμες είναι αρκετές για να οδηγήσουν στους δρόμους οπλισμένους
ακροδεξιούς πολιτοφύλακες. Φανταστείτε πώς θα αντιδρούσαν αν θεωρούσαν ότι
υπήρχε ένα πραγματικό σχέδιο για να κλέψουν την νίκη από τον ήρωά τους»,
αναφέρει ο Μαξ Μπουτ.
Φυσικά από την άλλη, ίσως δεν τεθεί ποτέ κανένα από αυτά τα ζητήματα. Ίσως τελικά ο
Τραμπ κερδίσει, έστω και με μικρό προβάδισμα, και πανηγυρίσει μια ακόμα
τετραετία. Ή από την άλλη μπορεί να υποστεί μια τεράστια ήττα οπότε εκεί πλέον
δεν θα μπορέσει να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα. Ωστόσο, επειδή μιλάμε για το…
φαινόμενο Τραμπ κανένα ενδεχόμενο δεν θα πρέπει να απορρίπτεται.
Ο ίδιος ο Τραμπ πάντως έχει αρκεστεί μέχρι στιγμής να δηλώσει
στο Fox News ότι «Σίγουρα, αν δεν κερδίσω, δεν θα κερδίσω» τονίζοντας ότι «θα
συνεχίσει» και ότι «θα κάνει άλλα πράγματα». Διευκρίνισε πάντως πως αν χάσει «αυτή
θα είναι μια πολύ λυπηρή μέρα για τις ΗΠΑ».