Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που δεν γνωρίζει την φρίκη
που εξαπέλυσε ο Αδόλφος Χίτλερ με ένα Παγκόσμιο Πόλεμο και με εξοντωτικές
εκκαθαρίσεις εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν ταίριαζαν στο διεστραμμένο «προφίλ»
των ιδανικών ανθρώπων που ο ίδιος οραματιζόταν. Όμως, λίγες δεκαετίες μόνο
νωρίτερα ένας άλλος άνθρωπος, για τον οποίο οι περισσότεροι δεν ξέρουν τόσα
πολλά - ίσως ούτε καν το όνομά του-
ενορχήστρωσε και πέτυχε ένα άλλο ολοκαύτωμα ώστε απλώς να γίνει πλουσιότερος.
Ήταν ο Βασιλιάς
Λεοπόλδος Β’ του Βελγίου, ο οποίος σήμερα θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους
εγκληματίες κατά της ανθρωπότητας. Στη χώρα του όμως μπορεί κανείς ακόμα να
συναντήσει επιβλητικά αγάλματά του να χαιρετούν τους περαστικούς. Μέχρι που
ήρθε ο Νόα.
Ο αγώνας για τα
αγάλματα
Ο Νόα, ένας δεκατετράχρονος
έφηβος στέκεται μπροστά από ένα τεράστιο χάλκινο άγαλμα του Βασιλιά Λεοπόλδου
του Β’ , ο οποίος κάθεται επιβλητικός πάνω στο άλογό του. Το άγαλμα βρίσκεται
εκεί απέναντι από το Βασιλικό Παλάτι στις Βρυξέλλες από το 1926. Ωστόσο, ο Νόα
ελπίζει ότι αυτό θα αλλάξει σύντομα και ο ίδιος θα κάνει τα πάντα για να το
πετύχει. Ο 14χρονος ηγείται μιας διαδικτυακής προσπάθειας για τη συλλογή υπογραφών
με σκοπό να απομακρυνθούν όλα τα αγάλματα του Λεοπόλδου, του ανθρώπου που
κατηγορείται ότι «έσφαξε» περίπου δέκα εκατομμύρια ανθρώπους ώστε να γίνει
πλουσιότερος, ένα έγκλημα για το οποίο δεν τιμωρήθηκε ποτέ.
Οι γονείς του Νόα κατάγονται από την περιοχή που σήμερα είναι
πλέον γνωστή ως Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Όμως στα τέλη του 19ου
αιώνα, η χώρα ήταν ένας μέρος απίστευτης βιαιότητας και θανάτου για τους ντόπιους
κατοίκους, τα οποία είχε εξαπολύσει στην χώρα ο ίδιος ο Λεοπόλδος.
«Νιώθω υποτιμημένος και μειωμένος επειδή άνθρωποι που είχαν
την ίδια καταγωγή με εμένα δολοφονήθηκαν. Για μένα το να τοποθετείς ένα άγαλμα
του Λεοπόλδου στις Βρυξέλλες είναι σαν να τοποθετείς ένα άγαλμα του Χίτλερ στο
Βερολίνο», λέει ο Νόα μπροστά από το άγαλμα του Λεοπόλδου.
Ύστερα από την δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ
από λευκό αστυνομικό και την γιγάντωση του κινήματος Black Lives Matter, τα αγάλματα ανθρώπων
που είχαν συνδεθεί με την δουλεία και τον ρατσισμό άρχισαν να πέφτουν το ένα
μετά το άλλο στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ο Νόα όμως είχε μια διαφορετική ιδέα.
Αντί να πάει μαζί με το πλήθος και να γκρεμίσει τα αγάλματα του πρώην βασιλιά
ξεκίνησε μια διαδικτυακή συλλογή υπογραφών ώστε επίσημα να ζητήσει να αφαιρεθούν
τα μνημεία του Λεοπόλδου. Ονόμασε την προσπάθειά του «Reparons l'histoire» (Ας διορθώσουμε την ιστορία)
και ήδη πάνω από 81.000 άνθρωποι την έχουν υπογράψει. Στο αίτημά του, ο Νόα
ζητά από την πόλη των Βρυξελλών να αποφασίσει για την αφαίρεση των αγαλμάτων ως
και τις 30 Ιουνίου. Όπως τονίζει, η πόλη που αποτελεί πρωτεύουσα όχι μόνο του
Βελγίου αλλά και ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και φιλοξενεί ανθρώπους με 200
τουλάχιστον διαφορετικές εθνικότητες δεν μπορεί να τιμά με τόσα αγάλματα έναν αιμοδιψή
βασιλιά.
Ο Νόα λέει ότι οι περισσότεροι Βέλγοι δεν καταλαβαίνουν την πραγματική ιστορία του Κονγκό, της περιοχής που σχεδόν ειρωνικά αποκαλούνταν «Ελεύθερο Κρατίδιο του Αφρικανικού Κονγκό». Ωστόσο, αυτή τη φορά οι έχοντες την εξουσία ίσως αρχίσουν να ακούνε. Ήδη την προηγούμενη εβδομάδα, η Βουλή του Βελγίου ενέκρινε την διεξαγωγή μιας εθνικής έρευνας σχετικά με την βελγική αποικιοκρατία. Σύμφωνα με τον επικεφαλής βουλευτή της επιτροπής στις εξωτερικές υποθέσεις, Ελς Βαν Χουλ, η έρευνα ίσως απαντήσει στο ερώτημα για το τι πρέπει να συμβεί με τα αγάλματα του Λεοπόλδου, αν και ακόμα δεν έχουν καθοριστεί οι εργασίες της επιτροπής. Όπως και να έχει αυτή είναι η πρώτη φορά που το Βέλγιο επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα αποικιοκρατικά του εγκλήματα.
Ο Λεοπόλδος ο οικοδομητής,
ο Λεοπόλδος ο δολοφόνος
Στις 17 Δεκεμβρίου 1865 ο Λεοπόλδος ο Β’ ανεβαίνει στον
θρόνο του Βελγίου μετά τον θάνατο του πατέρα του, Λεοπόλδου Α’. Ο νεαρός βασιλιάς στα 30 του είναι
αποφασισμένος να κάνει το Βέλγιο μια ισχυρή αποικιοκρατική δύναμη, εφάμιλλη με
αυτή των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Το 1885 παίρνει μέρος στην Διάσκεψη του
Βερολίνου, εκεί όπου οι «πολιτισμένοι» Ευρωπαίοι χώρισαν ολόκληρο την ήπειρο της
Αφρικής αυθαίρετα σε κράτη, χωρίς να συμβουλευτούν ούτε έναν ντόπιο. Με
πρόσχημα τον εκπολιτισμό των «βάρβαρων» Αφρικανών, οι μεγάλες ευρωπαϊκές
αποικιοκρατικές δυνάμεις πήραν η καθεμία τη δική τους χώρα. Ο Λεοπόλδος ο Β’
κατάφερε να πάρει το Κονγκό όχι όμως για λογαριασμό του Βελγίου αλλά ως
προσωπική του ιδιοκτησία καθώς η βουλή του Βελγίου ήταν αντίθετη με την λογική της
αποικιοκρατίας.
Έτσι, έγινε ο ιδρυτής και προσωπικός ιδιοκτήτης του
Ελεύθερου Κρατιδίου του Αφρικανικού Κονγκό, μιας έκτασης 76 φορές μεγαλύτερη
από το ίδιο το βασίλειό του στο Βέλγιο. Ο Λεοπόλδος είχε εντυπωσιαστεί από τα
φυσικά πλούτη της περιοχής όπως του τα είχε περιγράψει ο Αμερικάνος εξερευνητής
Χένρι Μόρτον Στάνλει (ο ίδιος ο Λεοπόλδος δεν πήγε ποτέ στο Κονγκό). Κυρίως, το
Κονγκό είχε μεγάλο απόθεμα σε δέντρα καουτσούκ το οποίο ήταν περιζήτητο εκείνη
την εποχή λόγω της εφεύρεσης του τροχού με λάστιχο και σε αυτό στόχευε ο
Λεοπόλδος.
Πολύ γρήγορα έστειλε τον δικό του προσωπικό στρατό στη χώρα
και αυτοί ανάγκασαν τους ντόπιους να δουλέψουν για τις ιδιωτικές εταιρείες που
ανέλαβαν την εκμετάλλευση του καουτσούκ. Τα χέρια που χρειάζονταν για την δύσκολη
δουλειά της συλλογής του καουτσούκ ήταν πάρα πολλά και κανείς ντόπιος δεν είχε
δικαίωμα να αρνηθεί. Αν κάποιος τολμούσε να πει όχι ή αδυνατούσε να δουλέψει
κάτω από αυτές τις συνθήκες αντιμετώπιζε στην καλύτερη περίπτωση τον θάνατο. Οι
περισσότεροι αντιμετώπιζαν βασανιστήρια, ακρωτηριασμούς, βασανισμούς τόσο των
ίδιων όσο και των οικογενειών τους.
Ο Λεοπόλδος δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο Κονγκό, αλλά
είχε αναθέσει σε ένα ιδιωτικό μισθοφορικό στρατό να τρομοκρατεί και να σκοτώνει
τους εργάτες χωρίς να φαίνεται πουθενά ο ίδιος. Διεστραμμένοι αξιωματικοί
βασάνιζαν τους υποδουλωμένους εργάτες χωρίς έλεος. Ως και το 1908 που κράτησε
την ιδιοκτησία του Κονγκό εκτιμάται ότι εκτελέστηκαν πάνω από 10 εκατομμύρια
ιθαγενείς, ενώ πολλοί πέθαναν από την πείνα και τις ασθένειες- όπως οι ευλογιά-
που είχαν «φέρει» μαζί τους οι λευκοί. Οι εκτελέσεις, τα αδιανόητα βασανιστήρια
και οι ακρωτηριασμοί χιλιάδων εργατών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Με εντολή του
Λεοπόλδου, όποιος δεν ήταν «αρκετά παραγωγικός στην δουλειά του» έπρεπε να υποστεί
τις συνέπειες. Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία ενός Κονγκολέζου πατέρα, ο
οποίος κοιτά συντετριμμένος τα άκρα της πεντάχρονης κόρης του. Ήταν η τιμωρία
του επειδή δεν μάζεψε όσο καουτσούκ έπρεπε.
Φυσικά, τα κέρδη για τον Λεοπόλδο ήταν τεράστια και
χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ άλλων και για μεγάλα έργα στο ίδιο το Βέλγιο. Η χώρα
άρχισε να αναπτύσσεται και δρόμοι και κτίρια άρχισαν να δημιουργούνται. Κάπως έτσι
ο Λεοπόλδος απέκτησε τον προσωνύμιο «Βασιλιάς ο Οικοδομητής» και θεωρήθηκε
ευεργέτης του Βελγίου γι’ αυτό και άλλωστε μέχρι και σήμερα πολλοί υποστηρίζουν
αξίζει να τιμάται καθώς άλλαξε την δυναμική της χώρας. Ωστόσο, δεν μπορεί
κανείς να παραβλέψει ότι όλη αυτή η ανοικοδόμηση και ο πλούτος της χώρας
χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά σχεδόν από το αίμα και τις ζωές εκατομμυρίων
Αφρικανών.
Ωστόσο, στις αρχές του 20ου αιώνα, η Δύση άρχισε
να μαθαίνει όλα όσα συνέβαιναν σε αυτήν την περιοχή της Αφρικής. Ο Λεοπόλδος
που είχε πάρει το Κονγκό για να «βελτιώσει την ζωή των ντόπιων κατοίκων», όπως είχε
υποστηρίξει το 1885, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Τα κινήματα εναντίον του
Λεοπόλδου και υπέρ των Κονγκολέζων άρχισαν να γιγαντώνονται και βρήκαν πολλούς
υποστηρικτές όπως οι διάσημοι συγγραφείς Μαρκ Τουέιν και ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο
οποίος εμπνεύστηκε από την ιστορία του Κονγκό το βιβλίο του «Η καρδιά του
Σκότους». Ύστερα και από μια απόπειρα δολοφονίας του και την συνολική κατακραυγή από την κοινή γνώμη στην
Δύση, ο Λεοπόλδος σε μεγάλη ηλικία πια αναγκάστηκε να παραδώσει το Κονγκό στο βελγικό
κράτος.
Η ώρα της ιστορίας
Ο Λεοπόλδος παρά την κατακραυγή ποτέ δεν καταδικάστηκε ούτε
καν διώχθηκε για την γενοκτονία που διέπραξε στο Κονγκό. Παρέμεινε βασιλιάς των
Βέλγων ως τον θάνατό του τον Δεκέμβριο του 1909 χωρίς κανείς να αμφισβητήσει
την εξουσία του. Μετά τον θάνατό του, η δράση του στο Κονγκό κρύφτηκε σχεδόν «κάτω
από το χαλί». Ο Λεοπόλδος αναφερόταν αποκλειστικά ως «Ο Οικοδομητής Βασιλιάς»
και αγάλματα συνέχιζαν να στήνονται σε όλη την χώρα γι’ αυτόν, ενώ ακόμα και
στο Κονγκό έμοιαζε να έχουν ξεχάσει τι είχε συμβεί. Μάλιστα σε ένα άγαλμά του
στην Οστένδη που στήθηκε το 1931 γράφει «Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης από τους Κονγκολέζους
στον Λεοπόλδο τον Β’ που τους ελευθέρωσε από την σκλαβιά των Αράβων».
Αυτό όμως σήμερα φαίνεται ότι αλλάζει. Με την συζήτηση γύρω
από την «κληρονομιά» που έχει αφήσει ο Λεοπόλδος να έχει πλέον ξεκινήσει εδώ
και περίπου δύο δεκαετίες, το αίτημα για αποκαθήλωσή του φαίνεται πλέον ότι
έχει γίνει πιο έντονη από ποτέ. Πρόσφατα, διαδηλωτές στην πόλη Αντβέρπη έβαλαν
φωτιά σε ένα άγαλμά του, ενώ και στην Γάνδη και την Οστένδη τα αγάλματα του
Λεοπόλδου υπέστησαν ζημιές και ακρωτηριασμούς. Σε ένα προάστιο των Βρυξελλών, το
Άουντεργκεμ, οι διαδηλωτές έκοψαν το κεφάλι του αγάλματος του Λεοπόλδου με ένα
τσεκούρι. Ο δήμαρχος του προαστίου, Ντιντιέρ Γκοσουίν, λέει πως σκοπεύει να
αποκαταστήσει το άγαλμα προσθέτοντας όμως ότι θα τοποθετήσει μια πλακέτα στην οποία
θα αναφέρονται όλες οι αρνητικές αλλά και θετικές πλευρές της διακυβέρνησης
του.
«Υπάρχουν δύο πλευρές που διαμορφώνονται τώρα: Αυτοί που
θέλουν να αποκόψουν το αποικιακό παρελθόν του Βελγίου και αυτοί που παραμένουν
προσκολλημένοι στην ιστορία ή που παραμένουν πεπεισμένοι ότι η βελγική
αποικιοκρατία είχε θετικό αντίκτυπο. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτή τη στιγμή
και να δώσουμε μια άλλη οπτική στην ιστορία», λέει ο Γκοσουίν στο CNN.
Την ίδια στιγμή μια ακόμα συλλογή υπογραφών έχει ξεκινήσει
διαδικτυακά στον αντίποδα αυτής του Νόα. Σε αυτή προτάσσεται το αίτημα να
παραμείνουν τα αγάλματα του Λεοπόλδου στη θέση τους υποστηρίζοντας ότι «δεν ήταν
ένας βασιλιάς σκλαβιάς, αλλά απλώς ανέθεσε εξουσίες σε ορισμένους ανθρώπους για
να διαχειριστούν την αποικία». Πάνω από 20.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει το
αίτημα, ενώ και ο πρίγκιπας Λόρενς του Βελγίου, πρωτότοκος γιος του βασιλιά Αλβέρτου
Β΄, υποστήριξε αυτήν την άποψη.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι αφαιρώντας τα αγάλματα του
Λεοπόλδου, ουσιαστικά αφαιρείς την ιστορία του Βελγίου και κάνεις πιο εύκολο
για τον κόσμο να ξεχάσει όσα ο πρώην βασιλιάς τους έχει προσφέρει αλλά και προκαλέσει.
Ο Νόα υποστηρίζει ότι δεν είναι καθόλου έτσι. «Αν αφαιρέσουμε τα αγάλματα, δεν
αφαιρούμε την ιστορία. Συνήθως αυτήν την λαμβάνουμε από το σχολείο, τα βιβλία
και την οικογένειά μας. Δεν θα πρέπει να μας μορφώνουν τα αγάλματα».
Η στάση απέναντι στον Λεοπόλδο και την κληρονομιά του
αντικατοπτρίζει ολόκληρη την κοινωνία του Βελγίου, η οποία δεν έχει καταφέρει
να απαλλαγεί από ρατσιστικά στερεότυπα. Πριν από έναν χρόνο, μια ομάδα ειδικών
του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα επισκέφτηκαν αρκετές πόλεις του Βελγίου και
ανέφεραν ότι βρήκαν «ξεκάθαρες αποδείξεις ρατσιστικών διακρίσεων σε ινστιτούτα
του Βελγίου».
Ο Νόα θυμίζει την ιστορία των ψεύτικων Αφρικανικών χωριών
που είχαν φτιαχτεί στο Βέλγιο, μια ιστορία που δεν είναι τόσο παλιά. Εκεί που
σήμερα βρίσκεται το Βασιλικό Μουσείο για την Κεντρική Αφρική παλιότερα
βρισκόταν ένα ψεύτικο αφρικανικό χωριό. Επί Λεοπόλδου εκατοντάδες Κονγκολέζοι
είχαν μεταφερθεί εκεί για την δημιουργία ενός «ανθρώπινου ζωολογικού κήπου», όπως
τον χαρακτηρίζει ο διευθυντής του μουσείου, Γκουίντο Γκρισέλς, ο οποίος
προσπαθεί σήμερα να μεταφέρει την αλήθεια γύρω από την βελγική αποικιοκρατία.
«Έπρεπε να κάνουν αγώνες κωπηλασίας και οι γυναίκες να
φτιάχνουν αφρικανικά φαγητά και πράγματα και ο κόσμος ερχόταν να τους δει ως
εκθέματα. Ήταν καθαρός ρατσισμός», αναφέρει ο Γκρισέλς. Πολλοί από αυτούς πέθαιναν
από το κρύο και τις τραγικές συνθήκες στις οποίες αφήνονταν να ζουν.
Τα «χωριά» αυτά αναβίωσαν το 1958 στο πλαίσιο του World Expo που έγινε στις Βρυξέλλες.
«Αυτό δεν είναι τόσο παλιά. Υπάρχουν άνθρωποι που ζούσαν τότε και ζουν μέχρι
και σήμερα. Ήταν απάνθρωπο», αναφέρει ο Νόα τονίζοντας ότι αυτό δεν είναι τόσο «αρχαία
ιστορία».
« Ήταν τόσο βάρβαρα ρατσιστικό με τους επισκέπτες να πετούν
μπανάνες και φαγητό στους ανθρώπους αυτούς. Πολλοί από τους Αφρικανούς
παραιτήθηκαν και αρνήθηκαν να συνεχίσουν να εργάζονται εκεί και πήγαν πίσω στο
Κονγκο», λέει ο Γκρισέλς.
Σήμερα, και ο ίδιος ο Νόα λέει ότι έχει αντιμετωπίσει
ρατσιστική συμπεριφορά: «Μου έχουν πει ‘πήγαινε σπίτι σου, αυτή δεν είναι η
χώρα σου, είσαι μαύρος, δεν είσαι σαν εμάς’. Είμαι Βέλγος. Έχω γεννηθεί εδώ. Θέλουν
να με κάνουν να νιώσω ότι αυτή δεν είναι η χώρα μου, δεν είναι ο τόπος μου»,
αναφέρει.