Μια νοσοκόμα αποκαλύπτει το πώς γλίτωσε από το μαχαίρι του
Ρίτσαρντ Σπεκ και φέρνει στο προσκήνιο το φρικτό οκταπλό έγκλημα που συγκλόνισε
τον πλανήτη
To βράδυ της 13ης Ιουλίου 1966 η Λουίσα Σιλβέριο ξεγέλασε το θάνατο όχι μια αλλά τρεις φορές. Για χρόνια η νοσοκόμα από τις Φιλιππίνες δεν δημοσιοποίησε την ιστορία της, σε μια προσπάθεια να ξεχάσει. Μέσα σε λίγες ώρες είχε χάσει με φρικτό τρόπο οκτώ φίλες και ένιωθε κατά κάποιο τρόπο ένοχη που αυτή είχε γλιτώσει.
Πριν από λίγες μέρες η Λουίσα αποφάσισε να μιλήσει για τα όσα έζησε
και έφερε στο προσκήνιο μια υπόθεση που είχε προκαλέσει παγκόσμιο σοκ. Ο
Ρίτσαρντ Σπεκ είχε βιάσει, βασανίσει και τελικά δολοφονήσει οκτώ νεαρά κορίτσια
χωρίς να "νιώσει απολύτως τίποτα" όπως ο ίδιος δήλωνε κυνικά.
Saved by the bell...
Η Λουίσα είχε μετακομίσει από τις Φιλιππίνες στις ΗΠΑ λίγους
μήνες πριν το έγκλημα χάρη σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών. Το απόγευμα της
13ης Ιουλίου 1966 βρισκόταν στο διαμέρισμα που θα γινόταν το μακελειό αλλά
θυμήθηκε ότι έπρεπε να απαντήσει σε ένα γράμμα που της είχε στείλει ο φίλος της
από τις Φιλιππίνες. Έφυγε για το σπίτι της λέγοντας θα επιστρέψει σε λίγο.
Ενώ έγραφε το γράμμα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η προϊσταμένη
του νοσκομείου που έκανε πρακτική και την ενημέρωσε ότι την επόμενη μέρα πρέπει εκτάκτως
να κάνει βάρδια λόγω ασθένειας μια νοσοκόμας. Η Λουίσα είχε κανονίσει να
κοιμηθεί μαζί με άλλες εννέα φίλες και συμφοιτήτριες της στο διαμέρισμα "2319
East 100th Street" αλλά πλέον τα σχέδια της είχαν αλλάξει.
Πήγε όμως στο διαμέρισμα για να ενημερώσει τις φίλες της ότι
δεν θα έμενε εκεί το βράδυ. Όταν έφτασε στο σπίτι, ο Ρίτσαρντ Σπεκ βρισκόταν ήδη μέσα και
απειλούσε τα κορίτσια με μαχαίρι.
Η Λουίσα χτύπησε το κουδούνι της μπροστά πόρτας και
περίμενε. Ο Σπεκ αιφνιδιάστηκε και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Τελικά
αποφάσισε να ανοίξει την πόρτα. Η Λουίσα όμως βλέποντας ότι οι φίλες της καθυστερούσαν να της ανοίξουν είχε πάει ήδη στην πίσω πόρτα.
Όταν ο Σπεκ έφτασε στην μπροστινή είσοδο άκουσε και πάλι κουδούνι αλλά αυτή τη
φορά από την πίσω πλευρά του σπιτιού.
Πήγε στην πίσω πόρτα αλλά δεν βρήκε εκεί κανέναν. Η Λουίσα είχε πάει και πάλι μπροστά. Ο Σπεκ αποφάσισε να ανέβει στον πάνω όροφο, στο δωμάτιο που βρίσκονταν δεμένα τα κορίτσια και να περιμένει να φύγει ο επισκέπτης.
Πήγε στην πίσω πόρτα αλλά δεν βρήκε εκεί κανέναν. Η Λουίσα είχε πάει και πάλι μπροστά. Ο Σπεκ αποφάσισε να ανέβει στον πάνω όροφο, στο δωμάτιο που βρίσκονταν δεμένα τα κορίτσια και να περιμένει να φύγει ο επισκέπτης.
Η Λουίσα (φωτό) χτύπησε και πάλι το μπροστά κουδούνι αλλά κανείς
δεν απάντησε. Τελικά αποφάσισε να φύγει. Τρεις φορές "κάλεσε" το
θάνατο και τρεις φορές δεν πήρε απάντηση. Δύο χρόνια μετά έφυγε από τις ΗΠΑ και
πλέον ζει μόνιμα στις Φιλιππίνες.
Ο δολοφόνος
Όταν ο Ρίτσαρντ Σπεκ έκανε το φρικτό του έγκλημα ήταν 24
ετών και είχε ήδη πίσω του μια μακρά λίστα εγκληματικών πράξεων. Είχε συλληφθεί
41 φορές για κλοπές, βιαιοπραγία και παραχάραξη. Τον Μάρτιο του 1966 βγήκε από
τη φυλακή και ταξίδεψε στο Ιλινόις. Ήταν πλέον αποφασισμένος να περάσει στο
επόμενο επίπεδο. Μέσα σε μια εβδομάδα τον Απρίλιο του 1966 βίασε και λήστεψε
μια 65χρονη και βίασε και σκότωσε μια 32χρονη. Η αστυνομία τον κάλεσε για
ανάκριση αλλά δεν του απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Στα τέλη Απριλίου έβγαλε δελτίο
ναυτικού και άρχισε να ταξιδεύει. Εικάζεται ότι εντόπισε το διαμέρισμα με τις
νοσοκόμες στις 30 Ιουνίου, όταν και επισκέφθηκε ένα ναυτιλιακό γραφείο που
βρισκόταν στην περιοχή.
Τετάρτη 13 Ιουλίου
1966
Από την προηγούμενη μέρα ο Σπεκ ήταν οργισμένος γιατί το
ναυτιλιακό γραφείο τον είχε στείλει σε μια δουλειά που είχε ήδη καλυφθεί. Το
πρωί επισκέφθηκε πάλι το γραφείο αλλά βαρέθηκε να περιμένει και άρχισε να
περπατά στις προβλήτες ψάχνοντας για δουλειά. Το απόγευμα τον βρήκε να πίνει σε
ένα μπαρ. Μεθυσμένος ακολούθησε μια 53χρονη, η οποία βρισκόταν επίσης στο μπαρ,
και υπό την απειλή μαχαιριού την ανάγκασε να τον οδηγήσει στο σπίτι της. Εκεί
τη βίασε, τη λήστεψε και πήρε μαζί του ένα 22άρι πιστόλι που είχε στο σπίτι
της. Επέστρεψε στο μπαρ στο οποίο έμεινε μέχρι τις 22:10. Μεθυσμένος και
οπλισμένος έφυγε έχοντας μαζί του σουγιά και περίστροφο.
Στις 23:00 εισέβαλε στο διαμέρισμα "2319 East 100th
Street". Γνώριζε ότι εκεί έμεναν φοιτήτριες νοσηλευτικής. Εκείνο το βράδυ
στο σπίτι βρίσκονταν συνολικά εννέα κορίτσια. Οκτώ έμεναν μόνιμα εκεί και μια
θα περνούσε το βράδυ μαζί τους.
Υπό την απειλή του σουγιά τις έκλεισε σε ένα δωμάτιο στο
δεύτερο όροφο και τις έδεσε. Στη συνέχεια ακολούθησε την τακτική του...
κυνηγού. Έπαιρνε το καθένα από τα θύματα του ξεχωριστά σε άλλο
δωμάτιο. Εκεί χτυπούσε και έκοβε με το μαχαίρι τα κορίτσια, τα βίαζε και στη
συνέχεια τα δολοφονούσε είτε μαχαιρώνοντας, είτε στραγγαλίζοντας τα. Επανέλαβε
τη φρικτή διαδικασία οκτώ φορές.
Κάτω από το κρεβάτι
Η Λουίσα δεν ήταν η μόνη που ξεγέλασε το θάνατο εκείνο το
βράδυ. Μέσα στο σπίτι, μαζί με τον Σπεκ βρισκόταν και η Κορασόν Αμουράο (φωτο). Όταν ο
δολοφόνος έφυγε από το δωμάτιο με μια από τις κοπέλες η Κορασόν έκανε ό,τι πιο
απλοϊκό μπορούσε να σκεφτεί: κρύφτηκε κάτω από ένα κρεβάτι. Η κίνηση αυτή της
έσωσε τη ζωή. Μεθυσμένος από αλκοόλ και αδρεναλίνη ο Σπεκ έχασε το μέτρημα. Δεν
κατάλαβε ότι στο δωμάτιο βρίσκονταν εννέα κορίτσια και αυτός είχε σκοτώσει
οκτώ. Όταν μετά από περίπου τέσσερις ώρες ολοκλήρωσε το φρικτό του έργο δεν
έψαξε το σπίτι και έφυγε. "Ήμουν δεμένη και φιμωμένη κάτω από το κρεβάτι.
Άκουγα τον Σπεκ να έρχεται και να παίρνει τα κορίτσια. Δεν μιλούσαν αλλά μετά
άκουγα τις πνιχτές κραυγές τους και τους ήχους από τα χτυπήματα" τονίζει η
ίδια.
Έμεινε κάτω από το κρεβάτι μέχρι τις έξι το πρωί. Στη
συνέχεια βγήκε από ένα παράθυρο, κάθισε στο πρεβάζι και άρχισε να φωνάζει για
βοήθεια. "Ούρλιαζα για περίπου είκοσι λεπτά όταν εμφανίστηκε ένας άντρας
που είχε βγάλει τον σκύλο του βόλτα. Αυτός ειδοποίησε την αστυνομία"
θυμάται.
Η σύλληψη και η
ομολογία
Ο Σπεκ εντοπίστηκε στις 15 Ιουνίου αλλά δεν συνελήφθη λόγω
της ολιγωρίας της αστυνομίας. Με ψεύτικο όνομα έπιασε δωμάτιο σε ένα φτηνό
ξενοδοχείο και στις 17 Ιουνίου έκανε απόπειρα αυτοκτονίας κόβοντας το χέρι του
με ένα σπασμένο μπουκάλι. Το μετάνιωσε όμως και άρχισε να ζητά βοήθεια. Τον
μετέφεραν στο νοσοκομείο και εκεί ένας γιατρός αναγνώρισε το τατουάζ με τη
φράση "Born To Raise Hell"
το οποίο ο Τύπος έγραφε ότι είχε στο δεξί του χέρι ο δολοφόνος των νοσοκόμων. Η
Κορασόν Αμουράο φορώντας τη στολή της επισκέφθηκε το δωμάτιο όπου νοσηλευόταν ο
Σπεκ και τον αναγνώρισε.
Αν και αρχικά υποστήριζε ότι δεν θυμόταν τίποτα στη συνέχεια
ο Σπεκ ομολόγησε τα πάντα σε ένα γιατρό στο νοσοκομείο. Λόγω του απορρήτου όλα όσα
είπε δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στη δίκη. Τελικά το 1978 έδωσε μια συνέντευξη
στη Chicago Tribune όπου μίλησε με φρικτές λεπτομέρειες για το έγκλημα του.
Επανέλαβε ότι ήταν μεθυσμένος και είχε πάρει ναρκωτικά αλλά με κυνισμό είπε:
"Θα μπορούσα να το έχω κάνει και νηφάλιος".
Η δίκη ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 1967 και η πιο συγκλονιστική
της στιγμή ήταν όταν η Κορασόν Αμουράο στάθηκε μπροστά στον Σπεκ, τον έδειξε με
το δάχτυλο της και είπε: "Αυτός είναι ο άντρας". Στις 15 Απριλίου
1967 μετά από σύσκεψη μόλις 49 λεπτών οι ένορκοι έκριναν ένοχο τον Σπεκ και
πρότειναν την ποινή του θανάτου.
Ο δικαστής τον καταδίκασε σε θάνατο αλλά η ποινή μετατράπηκε
το 1972 σε 400 έως 1200 χρόνια φυλάκισης. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Σπεκ
ζήτησε έξι φορές αναστολή της ποινής αλλά απορρίφθηκαν όλα του τα αιτήματα.
Πέθανε σε ηλικία 49 ετών, στη φυλακή από καρδιακή προσβολή
στις 5 Δεκεμβρίου του 1991 και η αδελφή του ζήτησε απλά να σκορπίσουν κάπου τις
στάχτες του ώστε να μην υπάρχει τάφος.
Ρίτσαρντ... η πόρνη
Τον Μάιο του 1996 ο Ρίτσαρντ Σπεκ ήρθε και πάλι στο
προσκήνιο όταν κανάλι στο Σικάγο μετέδωσε ένα βίντεο του από τη φυλακή.
Γερασμένος πλέον ο Σπεκ μιλάει με έναν άλλο φυλακισμένο ο οποίος είναι μαύρος.
Του ζητάει να βγάλει τα ρούχα του και αποκαλύπτεται ότι ο Σπεκ φορά γυναικείο
εσώρουχο και πλέον έχει γυναικείο στήθος, λόγω ορμονών που έπαιρνε.
Κατά τη διάρκεια του βίντεο σνιφάρουν κοκαΐνη και καπνίζουν
μαριχουάνα. Κρατώντας 100σταδόλαρα ο Σπεκ λέει "Αν ήξεραν πόσο καλά περνάω
θα με άφηναν ελεύθερο".
Συζητούν επίσης για τον οκταπλό φόνο και λέει: "Φυσικά
και το έκανα. Απλά δεν ήταν η νύχτα τους. Νιώθω όπως ένιωθα πάντα: τίποτα. Αν
με ρωτήσεις αν λυπάμαι, όχι. Δεν ήθελα να αφήσω κανέναν μάρτυρα. Δεν
χρησιμοποίησα το όπλο γιατί κάνει πολύ θόρυβο. Με το μαχαίρι το έκανα ήσυχα. Ο
στραγγαλισμός δεν είναι όπως στην τηλεόραση. Χρειάζονται πάνω από τρία λεπτά
και πρέπει να έχεις πολύ μεγάλη δύναμη. Κράτησα την Γκλόρια για το τέλος γιατί
φλέρταρε μαζί μου. Είχα όλο το χρόνο άλλωστε.". Στο τέλος του βίντεο κάνει
στοματικό σεξ στον συγκρατούμενο του.
Ο Σπεκ είχε μετατραπεί σε μια... πόρνη της φυλακής. Έπαιρνε
ορμόνες και ικανοποιούσε τους κρατούμενους. "Από την πρώτη στιγμή που
μπήκε στη φυλακή είχε έναν στόχο στην πλάτη του. Ήταν όμως αδύναμος και βρήκε
αυτό τον τρόπο για να επιζήσει. Θα έκανε τα πάντα για να επιζήσει. Τέτοιου
είδος άνθρωπος ήταν. Έγινε η βασίλισσα στο μελίσσι. Με αυτό τον τρόπο
τιμωρήθηκε περισσότερο από το να τον εκτελούσαν" λέει δεσμοφύλακας που
γνώριζε τον Σπεκ. Μέλη της οικογένειας του και άτομα που τον γνώριζαν επιμένουν
ότι ποτέ δεν είχε κάποια ροπή στην ομοφυλοφιλία και ό,τι έκανε, το έκανε για να
επιβιώσει.
Το σπουργίτι
Στη φυλακή ο Σπεκ είχε το προσωνύμιο Birdman γιατί του άρεσε να κρατά
σπουργίτια μέσα στο κελί του. Στο βιβλίο του Mindhunter: Inside the FBI's Elite Serial Crime Unit, ο Τζον Ντάγκλας διηγείται
ένα περιστατικό που του αποκάλυψε ο ίδιος ο Σπεκ και λέει πολλά για το χαρακτήρα
του. "Είχε βρει ένα τραυματισμένο σπουργίτι που είχε χτυπήσει σε κάποιο
τζάμι. Το κράτησε και το περιέθαλψε. Όταν μπορούσε πλέον να περπατήσει του
έδεσε με έναν σπάγκο το πόδι και το είχε μαζί του, πάνω στον ώμο του. Κάποια
στιγμή ένας φύλακας του είπε ότι δεν επιτρέπονται τα κατοικίδια. Δεν μπορώ να
το έχω; ρώτησε ο Σπεκ και πήγε μπροστά σε έναν μεγάλο ανεμιστήρα. Πέταξε το
πουλί στις έλικες που περιστρέφονταν και έγινε κομμάτια.
Φρικαρισμένος ο φρουρός του είπε: «Νόμιζα ότι σου άρεσε αυτό το πουλί». «Μου άρεσε», απάντησε ο Σπεκ, «αλλά αν δεν μπορώ να το έχω εγώ δεν μπορεί να το έχει κανείς».
Φρικαρισμένος ο φρουρός του είπε: «Νόμιζα ότι σου άρεσε αυτό το πουλί». «Μου άρεσε», απάντησε ο Σπεκ, «αλλά αν δεν μπορώ να το έχω εγώ δεν μπορεί να το έχει κανείς».