Γιατί τελικά υπάρχει η σημερινή μέρα μόνο κάθε τέσσερα χρόνια και γιατί κάνει ολόκληρη τη χρονιά... γρουσούζικη;
Η σημερινή ημέρα είναι από τις πλέον σπάνιες στα ημερολόγιά
μας. Η 29η Φεβρουαρίου «συμβαίνει» σχεδόν μόνο κάθε τέσσερα χρόνια
σε όσες χρονιές είναι δίσεκτες και το 2020 είναι μια από αυτές τις χρονιές. Έχετε
ωστόσο αναρωτηθεί ποτέ για ποιο λόγο πρέπει να προσθέσουμε αυτήν την 29η
μέρα στον Φεβρουάριο κάθε τέσσερα μόνο χρόνια, αλλά και γιατί αυτές οι χρονιές
θεωρούνται γρουσούζικες;
Ισορροπία με το
αστρονομικό ημερολόγιο
Αν και η κάθε ημερολογιακή χρονιά ολοκληρώνεται σε 365
ημέρες ακριβώς, στην πραγματικότητα η Γη χρειάζεται λίγο παραπάνω χρόνο για να
ολοκληρώσει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον ήλιο και να περάσει σε ένα νέο αστρονομικό
έτος. Συγκεκριμένα, χρειάζεται 365 ημέρες, έξι ώρες, εννέα λεπτά και εννέα δευτερόλεπτα.
Έτσι, κάθε τέσσερα χρόνια αναπληρώνουμε σε μια επιπλέον μέρα αυτές τις έξι ώρες
που χάνονται κάθε χρονιά ώστε να ισορροπήσει το ημερολογιακό και το αστρονομικό
ημερολόγιο.
Σε περίπτωση που έλειπε η επιπλέον μέρα ανά τέσσερα χρόνια
θα καταλήγαμε κάποια στιγμή ο Ιανουάριος να είναι στο καλοκαίρι και ο Ιούνιος
τον χειμώνα. Άλλωστε κάπως έτσι ξεκίνησε και η προσθήκη της επιπλέον ημέρας.
Οι Ρωμαίοι
Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ένα σεληνιακό ημερολόγιο. Ωστόσο,
δεν είχαν υπολογίσει με απόλυτη ακρίβεια τον αστρονομικό χρόνο και το έτος
περιελάμβανε μόνο 304 ημέρες κατανεμημένες σε δέκα μήνες. Έτσι, το δεκάμηνο
αυτό έτος είχε παράδοξα αποτελέσματα καθώς οι ίδιοι μήνες, με την πάροδο των
ετών, μπορούσαν να γίνουν άλλοτε θερινοί και άλλοτε χειμερινοί προκαλώντας
έντονα προβλήματα ειδικά στην πραγματοποίηση των θρησκευτικών εορτών.
Αρχικά, τη λύση έδωσε ο αυτοκράτορας Σαβίνος Nουμάς
Πομπίλιος αυξάνοντας την διάρκεια του έτους σε 355 ημέρες και τους μήνες σε
δώδεκα. Ωστόσο και έτσι υπήρχε μια διαφορά έντεκα ημερών και έξι ωρών, τις οποίες
οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να καλύψουν με έναν εμβόλιμο δέκατο τρίτο μήνα κάθε δύο
χρόνια διάρκειας 22 ή 23 ημερών. Τελικά, το πολιτικό έτος κατέληξε να έχει στην
πράξη 365 ημέρες και ένα όγδοο της ημέρας. Αυτό είχε ως συνέπεια μέχρι το έτος
46 πΧ το ημερολόγιο να αποκλίνει κατά 80 ημέρες, με αποτέλεσμα και πάλι χειμωνιάτικες
εορτές να εορτάζονται το φθινόπωρο.
Η… τελική λύση ήρθε από τον Ιούλιο Καίσαρα. Με τη βοήθεια
του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη κατάφερε να διορθώσει και να δημιουργήσει το
ημερολόγιο που θα χρησιμοποιούνταν στη συνέχεια για αιώνες.
Ο Σωσιγένης το έτος 45 π.Χ. πρόσθεσε στο ημερολόγιο 90
ημέρες, οι οποίες όμως δε μετρήθηκαν διότι είχαν ήδη μετρηθεί στους 7
προηγούμενους αιώνες. Έτσι τον άλλο χρόνο, το 44 π.Χ., η εαρινή ισημερία
επανήλθε στην αρχική της θέση στις 23 Μαρτίου. Ο Σωσιγένης υπολόγισε τη
διάρκεια του έτους ίση με 365 ημέρες και 6 ώρες και όρισε πως τα έτη θα έχουν
365 ημέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος πρόσθετε μία ακόμη ημέρα μετά την έκτη από
τις Καλένδες του Μαρτίου (η πρώτη μέρα του μήνα και του έτους στην αρχαία
εποχή). Έτσι η ημέρα αυτή, επειδή μετριόταν δύο φορές, ονομάζεται «δις έκτη»
και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο».
Λίγο πιο μετά αφαιρέθηκε από τον Φεβρουάριο μία μέρα και ακόμα
μία επί του αυτοκράτορα Αυγούστου, για να προστεθεί προς τιμήν του στον μήνα
Αύγουστο. Έτσι, ο Φεβρουάριος παρέμεινε με 28 μόνο ημέρες. Από τους
μεταχριστιανικούς χρόνους, η επιπλέον μέρα που όριζε ο Σωσιγένης προστίθεται
στο τέλος του Φεβρουαρίου, ο οποίος στο δίσεκτο έτος έχει 29 μέρες αντί για 28.
Στην πραγματικότητα ο Σωσιγένης είχε πέσει έξω στους υπολογισμούς
του κατά 11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα κάτι που μετά από 400 χρόνια εφαρμογής
του ημερολογίου δημιούργησε απόκλιση τριών ημερών. Το σφάλμα αυτό διορθώθηκε
τελικά επί του πάπα Γρηγόριου ΙΓ’ το 1572, ο οποίος δημιούργησε το «γρηγοριανό»
ημερολόγιο που χρησιμοποιείται ως σήμερα, στο οποίο προστέθηκαν 13 ημέρες επί
του Ιουλιανού για να επέλθει η ισορροπία.
Πώς ορίζονται τα
δίσεκτα έτη;
Πρακτικά, τα δίσεκτα έτη εμφανίζονται κάθε τέσσερα χρόνια. Ωστόσο,
η επίσημη μεθοδολογία ορίζει ότι δίσεκτα είναι τα έτη των οποίων ο αριθμός τους
διαιρείται με το 4 εξαιρουμένων των «επαιωνίων», τα έτη δηλαδή των αιώνων. Σε
αυτά, ορίζεται ότι θα πρέπει να διαιρούνται ακριβώς τόσο με το 100 όσο και με
το 400.
Έτσι, το έτος 1900 δεν ήταν δίσεκτο, ενώ αντίθετα το 2000
ήταν. Η τροποποίηση αυτή καθορίζει ότι κάθε 400 χρόνια θα έχουμε 97 μόνο
δίσεκτα έτη, αντί των 100 δίσεκτων του Ιουλιανού Ημερολογίου καθώς αυτό πρόσθετε
3 ημέρες και 3 ώρες περίπου κάθε 400 χρόνια. Ωστόσο, παραμένει ένα λάθος περίπου
τριών ωρών κάθε 400 χρόνια, το οποίο και αναμένεται να συσσωρευτεί σε μία
περίπου ημέρα μετά την πάροδο περίπου 4.000 χρόνων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το
2100 δεν θα είναι δίσεκτο έτος οπότε μετά 2096 το επόμενο δίσεκτο έτος θα είναι
το 2104.
Το… γρουσούζικο
δίσεκτο
Τα δίσεκτα έτη, όσα δηλαδή έχουν 29 ημέρες στον Φεβρουάριο,
θεωρούνται «κακότυχα» και «γρουσούζικα» χρόνια, ενώ πολλοί επιλέγουν να μην
παντρευτούν ή να μην κάνουν σημαντικές αλλαγές στη ζωή τους στη διάρκεια αυτών
των ετών.
Αυτή η δεισιδαιμονία έχει πιθανότατα τις ρίζες της στο
γεγονός ότι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Φεβρουάριο ως μήνα των νεκρών και πίστευαν
ότι όσοι είχαν φύγει από τη ζωή τον μήνα αυτό άφηναν τον Άδη και κυκλοφορούσαν
για λίγες μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς. Έτσι, το δίσεκτο έτος δεν γινόταν η
έναρξη εργασίας με μακροχρόνια διάρκεια, όπως φύτευση αμπέλων, θεμελίωση οικιών
και σύναψη γάμου.
Όταν τελικά οι Έλληνες κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους, αυτοί
έφεραν μαζί τους και τις συγκεκριμένες δοξασίες, οι οποίες επιβιώνουν ως
σήμερα.