Ο Τραμπ κι οι υπόλοιποι λαϊκιστές ηγέτες «σώζουν» τις εφημερίδες



Ο Τραμπ φαίνεται ότι πετυχαίνει το αντίθετο από αυτό που θέλει με τις συνεχείς «κραυγές» του για fake news


Οι ψευδείς ειδήσεις ή αλλιώς «fake news» είναι η νέα μάστιγα της εποχής. Με την επικράτηση του διαδικτύου και την ελευθερία του καθενός να γράφει αυτό που «νομίζει» ή «άκουσε» ότι ισχύει χωρίς να έχει μπει στην διαδικασία για οποιαδήποτε διασταύρωση οδηγούμαστε συνεχώς σε έναν καταιγισμό ειδήσεων για τις οποίες χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για  το τι τελικά θα πιστέψει κανείς και τι όχι.

Με την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ στις 8 Νοεμβρίου του 2016 τα «fake news» απέκτησαν μια άλλη διάσταση. Πρακτικά εξαιτίας του Τραμπ ο όρος «fake news» απέκτησε παγκόσμια αναγνωρισιμότητα. Από την πρώτη στιγμή, σε κάθε… δεύτερο tweet του κατηγορούσε κάθε μεγάλο μέσο ενημέρωσης που δημοσίευε μια είδηση που δεν του άρεσε για «ψευδείς ειδήσεις». Οι New York Times, το CNN, το ABC, το CBS, το NBC μπήκαν στη λίστα του ως μέσα ψευδών ειδήσεων και ξεκίνησε έναν πόλεμο εναντίον τους παρουσιάζοντας τα με κάθε ευκαιρία ως διεφθαρμένα μέσα που πολεμούν τον ίδιο – και κατ’ επέκταση τον αμερικανικό λαό – και θέλουν το κακό του υπηρετώντας τα συμφέροντα των αντιπάλων του.

«Τα μέσα των FAKE NEWS (αποτυχημένα @nytimes, @NBCNews, @ABC, @CBS,@CNN) δεν είναι εχθρός μου, είναι εχθρός του αμερικανικού λαού», έγραφε σε ένα tweet το 2017 που έλαβε πάνω από 46 χιλ. retweet και 144 χιλ. likes. Φυσικά, αυτό δεν σταματά τον ίδιο να έχει μεταδώσει ως πραγματικά γεγονότα ειδήσεις που στη συνέχεια αποδείχθηκαν ότι ήταν απλώς ψευδείς.


Ωστόσο, την ίδια στιγμή κάτι εντυπωσιακό καταγράφεται. Όπως αναφέρει η δημοσιογράφος Αστριντ Πρανζ ντε Ολιβιέρα στο ρεπορτάζ της στην Deutsche Welle, ο λαϊκισμός και οι επιθέσεις του Τραμπ φαίνεται να δίνουν μια νέα πνοή στα μεγάλα «εχθρικα» μέσα πετυχαίνοντας το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Το ίδιο μάλιστα συμβαίνει και σε άλλες χώρες όπου επικεφαλής είναι λαϊκιστές ηγέτες.

Άνοδος στις πωλήσεις/συνδρομές

Όπως σημειώνει η δημοσιογράφος από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και μετα, οι αμερικανικές εφημερίδες New York Times και Washington Post, καθώς και η βρετανική The Guardian και το περιοδικό The Economist βλέπουν τις πωλήσεις και τις διαδικτυακές τους συνδρομές να αυξάνονται.

Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης έχουν δώσει στο φαινόμενο την ονομασία «επίδραση Τραμπ» και όπως φαίνεται ο λαϊκισμός και η αυθαίρετη ερμηνεία γεγονότων και στοιχείων οδηγεί πολλούς στην αναζήτηση μιας πιο εμπεριστατωμένης ενημέρωσης.

Μάλιστα, το μεγαλύτερο… όφελος από τις επιθέσεις του Τραμπ φαίνεται να έχει αποκομίσει ένα μέσο που έχει μπει στο στόχαστρό του περισσότερο από κάθε άλλο: οι New York Times. Μέσα σε δύο χρόνια από το Νοέμβριο του 2016 μέχρι τον Νοέμβριο του 2018 οι ψηφιακές συνδρομές τα εφημερίδας αυξήθηκαν από 1,5 σε 2,5 εκατομμύρια και πλέον έχουν φθάσει τα 4 εκατομμύρια.

«Το 2019 οι New York Times κατέγραψαν πάνω από ένα εκατομμύριο νέες συνδρομές. Αυτή είναι η μεγαλύτερη άνοδος από τότε που η εφημερίδα ξεκίνησε τις συνδρομές επί πληρωμή το 2011 και η μεγαλύτερη άνοδος σε μια χρονιά από τότε που ιδρύθηκε η New York Times Company», αναφέρεται στο ρεπορτάζ.

Επιπλέον, η Washington Post, η οποία δεν μοιράζεται συχνά τα συγκεκριμένα στοιχεία, το 2017 είχε αποκαλύψει ότι ξεπέρασε τους ένα εκατομμύριο συνδρομητές οι οποίοι μάλιστα διπλασιάστηκαν σε σχέση με έναν χρόνο πριν όταν ο Τραμπ ξεκινούσε τον πόλεμο εναντίον αυτών των μέσων. Αμέσως μετά ο Τζεφ Μπέζος αγόρασε την εφημερίδα δίνοντας της νέα πνοή. Σήμερα υπολογίζεται ότι οι πωλήσεις του τυπωμένου φύλλου της ανέρχονται στα 746.000 φύλλα, ενώ οι συνδρομητές της διαδικτυακής της έκδοσης ξεπερνούν τους 1,7 εκατ.

Και… επίδραση Μπολσονάρου

Η κατάσταση δεν είναι πολύ διαφορετική και στη Βραζιλία όπου οι πωλήσεις του αντικυβερνητικού Τύπου έχουν εκτοξευθεί μετά την ανάληψη προεδρικών καθηκόντων από τον Ζαΐρ Μπολσονάρου δημιουργώντας επίσης το φαινόμενο της «επίδρασης Μπολσονάρου».


Από τότε που ο Βραζιλιάνος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή του σταματά τις καταχωρήσεις στην μεγαλύτερη καθημερινή εφημερίδα της χώρας Φόλια ντε Σάο Πάολο, οι ψηφιακές συνδρομές αυξήθηκαν εντυπωσιακά. Σχολιάζοντας την εξέλιξη η εφημερίδα επισήμανε ότι «η επαγγελματική δημοσιογραφία είναι το αντίδοτο στα Fake News και την έλλειψη ανεκτικότητας».

Σύμφωνα με το βραζιλιάνικο ινστιτούτο IVC Brasil, ο αριθμός των διαδικτυακών συνδρομών για την εφημερίδα ανέβηκε από  207.000 τον Δεκέμβριο του 2018 σε 241.000 τον Οκτώβριο του 2019.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού

Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Μπόρις Τζόνσον, έχει επιτεθει συχνά στα μέσα που επικρίνουν την στάση της κυβέρνησής του απέναντι στο Brexit. Πρόσφατα μάλιστα «απείλησε» το BBC με κατάργηση του ανταποδοτικού τέλους. Ωστόσο, εφημερίδες που προβάλλουν τα κακώς κείμενα των πολιτικών του, όπως ο Guardian, βγαίνουν κερδισμένες. Η βρετανική εφημερίδα όχι μόνο κατόρθωσε να αυξήσει τους συνδρομητές της, αλλά παράλληλα συγκεντρώνει με επιτυχία χρήματα για τη στήριξη της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας με σύνθημα «Η αλλαγή είναι εφικτή. Η ελπίδα είναι εξουσία».



Όπως τονίζεται στο άρθρο, αυτό που συμβαίνει μοιάζει να είναι παράδοξο. Ο φόβος για την διάδοση ακροδεξιών ιδεών, του λαϊκισμού και της αυταρχικής πολιτικής έχει ευαισθητοποιήσει περισσότερους πολίτες και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ενισχύουν τη ζήτηση για δημοσιογραφικές έρευνες και πολιτική αρθρογραφία. Όπως φαίνεται, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Ζαΐρ Μπολοσονάρου, ο Μπόρις Τζόνσον κι άλλοι λαϊκιστές ηγέτες έστρεψαν πολλούς και πάλι στις εφημερίδες, οι οποίες με τα αυξημένα τους έσοδα χρηματοδοτούν την αναπόφευκτη μετάβαση από τις έντυπες εκδόσεις, στις ψηφιακές.

Μειώνεται συνεχώς η εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης

Την ίδια στιγμή ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα της Gallup,η εμπιστοσύνη στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης συνεχώς μειώνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έγιναν γνωστά τον Σεπτέμβριο του 2019 μόνο το 41% των Αμερικανών δηλώσει ότι εμπιστεύεται «πολύ» ή «αρκετά» τα μέσα, ενα ποσοστό που μειώθηκε κατά 4% σχετικά με έναν χρόνο πριν.

Δεν είναι ωστόσο τυχαίο ότι το ιστορικό χαμηλό είχε καταγραφεί το 2016 – χρονιά που εκλέχθηκε ο Τραμπ- όταν μόλις το 32% δήλωναν ότι εμπιστεύονταν τα μέσα. Από τότε το ποσοστό παρουσίασε μια σταδιακή αύξηση για να πέσει ξανά φέτος κατά 4%.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πιο… δυσκολόπιστοι είναι οι Ρεπουμπλικάνοι από τους οποίους μόνο το 15% δηλώνει ότι εμπιστεύεται τα μέσα ενημέρωσης, ενώ το ποσοστό αυτό στους Δημοκρατικούς φτάνει το 69% και στους Ανεξάρτητους το 36%.