Γιατί ο Άγιος Βασίλης... δεν μας καταδέχεται και ποια είναι επιτέλους αυτή η ψηλή δενδρολιβανία;
Την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς όλα τα παιδιά γυρνούν στα
σπίτια γνωστών και φίλων ψάλλοντας τα κάλαντα και προετοιμάζοντάς μας για την
έλευση της νέας χρονιάς.
Πλέον, στην Ελλάδα τα καθιερωμένα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα
είναι γνωστά με το όνομα «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά» και ψάλλονταν αρχικά στο
νότιο και ανατολικό Αιγαίο και σε περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας, ωστόσο εδώ
και κάποιες δεκαετίες έχουν γίνει τα επίσημα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς παρόλο
που οι περισσότεροι στίχοι τους δεν βγάζουν ιδιαίτερο νόημα!
Αν κάποιος ακούσει ή διαβάσει τους στίχους θα καταλάβει ότι
είναι αρκετά δυσνόητοι και ασυνάρτητοι με κάποιους στίχους να μοιάζουν τελείως
άσχετοι με το υπόλοιπο περιεχόμενο.
Η αλήθεια ωστόσο είναι αρκετά… ρομαντική καθώς πίσω από τους
δυσνόητους στίχους κρύβεται καλά μια ιστορία αγάπης!
Η ρομαντική ιστορία
Η παράδοση αναφέρει ότι οι στίχοι απέκτησαν αυτήν την
περίεργη μορφή για χάρη μιας αγάπης.
Τη βυζαντινή εποχή, όταν πρωτοδημιουργήθηκαν αυτά τα
κάλαντα, οι άνθρωποι των χαμηλών στρωμάτων απαγορευόταν να μιλούν στους αριστοκράτες. Η μόνη
εξαίρεση ήταν οι μέρες των γιορτών, όταν τους τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια.
Σύμφωνα λοιπόν με τον θρύλο, ο οποίος βέβαια δεν είναι
αποδεδειγμένος, κάποιος νεαρός θέλησε να εξομολογηθεί τον έρωτά του σε μια νεαρή
αρχόντισσα και επέλεξε να το κάνει με τον κεκαλυμμένο αυτό τρόπο μέσω των
καλάντων αξιοποιώντας τα «τσακίσματα» των τραγουδιών.
«Τσάκισμα» σε ένα τραγούδι ονομάζεται ένας στίχος ή συχνά
ένα ομοιοκατάληκτο δίστιχο, λιγότερων συνήθως συλλαβών από τον κύριο στίχο, που
παρεμβάλλεται μεταξύ των στίχων ενός τραγουδιού. Τα τσακίσματα συνήθως δεν
είναι απαραίτητα για τη νοηματική πληρότητα του κειμένου, όμως κάποιες φορές
σχετίζονται νοηματικά με αυτό και ενίοτε το συμπληρώνουν.
Έτσι, μεταξύ των κανονικών στίχων των καλάντων προστέθηκαν
και κάποιοι ακόμα που διασώζονται μέχρι σήμερα, με τους οποίους ο άντρας ήθελε
να στείλει υπόγεια μηνύματα στην κοπέλα. Γι’ αυτό το λόγο μοιάζουν τόσο
ασύνδετοι με το υπόλοιπο τραγούδι.
Έτσι, στα κάλαντα ο τραγουδιστής μιλά για «ψηλή
δενδρολιβανιά», είτε επειδή η κοπέλα τον άκουγε από κάποιο ψηλό παράθυρο του
πύργου της είτε επειδή φορούσε τα ψηλά καπέλα της εποχής. Ακόμα, την
παρομοιάζει με τον ψηλό θόλο της εκκλησίας και αναρωτιέται με παράπονο γιατί
δεν τον καταδέχεται (η κοπέλα και όχι ο Άγιος Βασίλης!)
Αν και βέβαια η ιστορία με τον νεαρό και την αγαπημένη του
δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί επίσημα και η πρώτη αναφορά σε αυτό τον μύθο περιλαμβάνεται
σε άρθρο μόλις του 1966, είναι σίγουρο ότι τα τσακίσματα χρησιμοποιούνταν από
τον τραγουδιστή ανάλογα με το σε ποιον απηύθυνε τα κάλαντά του, οπότε δεν είναι
απίθανο η παραλλαγή των στίχων να ξεκίνησε με κάποιον τέτοιο τρόπο.
Το νόημα των στίχων
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά, (Ψηλή σαν δεντρολιβανιά)
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά με τ’ άγιο θόλος. (ψηλή σαν τον θόλο της εκκλησίας)
Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται
και δε μας καταδέχεται (Το κορίτσι δεν τον καταδέχεται)
από την Καισαρεία,
συ ’σ’ αρχόντισσα, κυρία. (Εσύ είσαι η αρχόντισσά μου)
Βαστάει εικόνα και χαρτί,
ζαχαροκάντιο ζυμωτή, (Γλυκιά, φτιαγμένη από ζάχαρη)
χαρτί και καλαμάρι, (Το καλαμάρι που χρησιμοποιούσαν
παλαιότερα όταν έγραφαν με πένα ή μελάνι)
δες κι εμέ το παλληκάρι. (Κοίτα και εμένα το παλικάρι)
Αξίζει να σημειωθεί ότι μια πιο «καθαρή» μορφή των καλάντων
χωρίς τσακίσματα έχει πλήρες νόημα και αφηγείται μια σχετική ιστορία με το θέμα
των ημερών. Η παραλλαγή προέρχεται από τα κάλαντα της Κάτω Παναγιάς της
Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, όπως αναφέρονται στο βιβλίο του ΚΕΠΕΜ «Ανοίξετε την
πόρτα σας! – Κάλαντα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων – Αρχείο Σίμωνα Καρά
1958-1976».
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχικαλός μας χρόνος!
Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γη να περπατήσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλειε.
― Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
― Από της μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.
― Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις.
― Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
― Σα δεν ηξεύρεις γράμματα [1], πες μας την αρφαβήτα.
Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε, να πεί την αρφαβήτα.
Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί, χλωρά βλαστάρια επέτα
κι απάνω στα βλαστάρια του πέρδικες κελαηδούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικες, ήταν και τρυγονάκια.
Κατέβηκε η πέρδικα να βρέξει το φτερό της
κι έβρεξε τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο.
*Με στοιχεία από το βιβλίο του ΚΕΠΕΜ «Ανοίξετε την πόρτα
σας! – Κάλαντα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων – Αρχείο Σίμωνα Καρά
1958-1976» και το κείμενο «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά: Παρανοήσεις και ο ρόλος των
τσακισμάτων».