Μέσα από "χαμένες" συνεντεύξεις και βίντεο ο
"χασάπης του Ροστόφ", Αντρέι Τσικατίλο αποκαλύπτεται για πρώτη φορά. Η ιστορία ενός
από τους πλέον διαβόητους κατά συρροή δολοφόνους του πλανήτη. Τι λέει για τα
εγκλήματα του και πώς γλίτωσε για δεκαετίες τη σύλληψη
Ο Αντρέι βγήκε από το σπίτι του στο Νοβοτσερκάσκ κρατώντας ένα μεγάλο βάζο. Πήγε στο μαγαζί που βρίσκονταν στο πάρκο και ζήτησε να του το γεμίσουν μπίρα. Το πήρε και περιπλανήθηκε στην περιοχή κοιτάζοντας τα παιδιά που έπαιζαν. Ξαφνικά τέσσερις άντρες με πολιτικά τον περικύκλωσαν. "Είμαστε αστυνομικοί. Αντρέι Τσικατίλο συλλαμβάνεσαι. Μην αντισταθείς". Ήταν 20 Νοεμβρίου 1990 και μόλις είχε μπει τέλος στη δράση ενός από τους πλέον διαβόητους κατά συρροή δολοφόνους του πλανήτη. Μέσα σε 12 χρόνια είχε σκοτώσει τουλάχιστον 56 άτομα, στην πλειοψηφία τους παιδιά.
"Θα σε φάνε όπως
τον Στεπάν"
O Αντρέι Ρομάνοβιτς Τσικατίλο γεννήθηκε στο στις 16 Οκτωβρίου
1936 στο χωριό Γιάμπλουτσνε της, υπό Σοβιετικό καθεστώς, Ουκρανίας. Η πείνα
θέριζε την χώρα που λίγο χρόνια πριν είχε ζήσει την τραγωδία του μεγάλου λιμού
Χολοντομόρ που είχε προκαλέσει εκατομμύρια νεκρούς. Ο Β' Παγκόσμιος έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη ενώ η παιδική του ηλικία στοιχειώθηκε από τα όσα
του έλεγε η μητέρα του για τον μικρό του αδελφό Στεπάν.
Σύμφωνα με όσα έλεγε η μητέρα του ο Στεπάν είχε γεννηθεί
πριν τον Αντρέι. Πεινασμένοι γείτονες τον απήγαγαν, τον σκότωσαν και τον
έφαγαν. Στην Ουκρανία την εποχή του Χολοντομόρ ο κανιβαλισμός δεν ήταν σπάνιο
φαινόμενο.
"Μεγάλωσα την εποχή του πολέμου και κανείς δεν ήταν
καλός σε μια τέτοια εποχή. Όλοι ήθελαν να επιβιώσουν και δεν τους ένοιαζε αν
είναι καλοί ή όχι. Η μητέρα μου μού έλεγε να μην βγω έξω από τον φράχτη.
Έφαγαν τον Στεπάν και θα φάνε και εσένα", λέει ο Τσικατίλο σε συνέντευξη
που έδωσε μέσα από το κελί και ανέβηκε πρόσφατα στο διαδίκτυο.
Είδε το σπίτι τους να καίγεται από τον γερμανικό στρατό και
όλα συνηγορούν ότι υπήρξε μάρτυρας του βιασμού της μητέρας του από Γερμανούς
στρατιώτες. Η γέννηση της αδελφής του το 1943 ήρθε ως αποτέλεσμα εκείνου του
βιασμού.
Ο πατέρας του έλειπε στον πόλεμο και είχε αιχμαλωτιστεί από
τους Ναζί. Επέστρεψε το 1949 και κατηγορήθηκε για προδοσία, όπως συνηθιζόταν με
κάθε σοβιετικό στρατιώτη που είχε πέσει στα χέρια του εχθρού.
"Με κορόιδευαν,
ένιωθα ότι δεν ήμουν κανονικός άνθρωπος"
Στο σχολείο ο Τσικατίλο δεχόταν μόνιμα εκφοβισμό από άλλα
παιδιά. Δεν είχε παρέες και είχε αφοσιωθεί στο διάβασμα και το κόμμα. Ήταν
εξαιρετικός μαθητής και έγινε πρόεδρος της μαθητικής επιτροπής του
κομμουνιστικού κόμματος. "Μου άρεσε πολύ η φιλοσοφία και τα βιβλία του
Μαρξ και του Λένιν. Mου
φαίνονταν όλα αυτά τόσο όμορφα και λογικά. Τα μελετούσα και κρατούσα
σημειώσεις. Έχω διαβάσει όλα τα κείμενα του Μαρξ, του Λένιν και το Στάλιν και
τελικά τελείωσα τέσσερα Πανεπιστήμια" λέει.
Το μεγάλο πρόβλημα εμφανίστηκε στην εφηβεία του όταν έκανε
τις πρώτες του ερωτικές σχέσεις. Δεν είχε στύση και δεν μπορούσε να
ολοκληρώσει.
"Πήγα με μια κοπέλα, μια παντρεμένη και με ντρόπιασε σε
όλο το χωριό γιατί δεν μπορούσα να το κάνω όπως όλοι οι άλλοι. Οι γυναίκες
μιλούσαν αδιάκοπα για το σεξ. Μου έλεγαν να φάω το ένα και το άλλο για να γίνω
καλά. Με κορόιδευαν και μου έλεγαν ότι φαίνεται πως είμαι κορίτσι. Σκεφτόμουν
ότι αφού δεν μπορώ να το κάνω δεν είμαι κανονικός άνθρωπος" λέει ο
Τσικατίλο.
Το σεξουαλικό του πρόβλημα θα διαμορφώσει τον χαρακτήρα του
και το πρώτο περιστατικό επιθετικότητας θα εμφανιστεί στην εφηβεία του.
Επιτέθηκε σε μια 11χρονη φίλη της αδελφής του, την πέταξε στο έδαφος και
κρατώντας την από τον λαιμό αυνανίστηκε.
Οικογενειάρχης και
δάσκαλος
Μη μπορώντας να διατηρήσει μόνιμη σχέση και νιώθοντας
μειονεκτικά η κλήση του στο στρατό το 1957 ήρθε σαν λύτρωση. "Τα κορίτσια μιλούσαν πίσω από την πλάτη μου, έλεγαν ότι είμαι ανίκανος. Ένιωθα ντροπή και
προσπάθησα να κρεμαστώ. Σκεφτόμουν ότι κανείς δεν θέλει έναν ντροπιασμένο
άντρα. Έπρεπε να φύγω μακριά από εκεί" τονίζει. Έμεινε στον στρατό τρία
χρόνια και το 1963 παντρεύτηκε με συνοικέσιο την Φεοντοσία Οντνατσέβα.
Η σύζυγος του αποδέχθηκε το πρόβλημά του και τον στήριξε.
Έκαναν δύο παιδιά, την Λουντμίλα και τον Γιούρι, με τον Τσικατίλο να
αυνανίζεται και να βάζει το σπέρμα με το δάχτυλο στον κόλπο της συζύγου του.
"Είναι κρίμα, πλήγωσα τη σύζυγο μου, την Φένια. Σαν
βλάκας που είμαι. Μου έλεγε σήκω και πήγαινε να ζητήσεις βοήθεια σε μια
ψυχιατρική κλινική, δεν είναι κάτι τρομερό. Πήγαινε σε έναν γυναικολόγο, σε
έναν σεξολόγο. Να σου πουν γιατί δεν μπορείς να έχεις στύση. Δεν με κορόιδευε.
Έκλαιγα τις νύχτες και αυτή έκλαιγε δίπλα μου στο μαξιλάρι. Οι άλλοι γελούσαν
μαζί μου. Μου έλεγαν είσαι κορίτσι, είσαι κορίτσι. Αναγκαζόμουν να αυνανίζομαι
συνέχεια. Μακάρι να μπορούσα να πάω να ζήσω μόνος μου σε ένα νησί. H Φένια
δεν άντεχε άλλο. Υπέφερε για την κατάσταση μου αλλά έμενε μαζί μου" θα πει
κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.
Σπουδάζοντας δια αλληλογραφίας θα πάρει πτυχίο φιλολόγου και
το 1971 θα αρχίσει να διδάσκει σε σχολείο στο Νοβοσακχτίνσκ.
Σεβαστό μέλος
Η πρώτη του γνωστή σεξουαλική επίθεση σε μαθητή έγινε το
1973 με θύμα μια 15χρονη. Λίγους μήνες μετά επιτέθηκε σε ένα ακόμα κορίτσι. Δεν
τιμωρήθηκε για κανένα από τα δύο περιστατικά καθώς χρησιμοποιούσε το στάτους
του "σεβαστού μέλους του κόμματους" που είχε χτίσει τα προηγούμενα
χρόνια αλλά και γνωριμίες που είχε στα γρανάζια του καθεστώτος.
Αφού τα παράπονα από μαθητές και συναδέλφους έγιναν πλέον
πάρα πολλά ο Τσικατίλο αναγκάστηκε το 1974 να φύγει και να βρει δουλειά σε
σχολείο άλλης πόλης. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν και τελικά τον Μάρτιο του 1981 η
καριέρα του ως δάσκαλος τελείωσε. Υπήρχαν καταγγελίες για κακοποίηση μαθητών
και των δύο φύλων αλλά καμία τιμωρία. Το καθεστώς απλά τον έβγαλε από το
εκπαιδευτικό σύστημα και τον τοποθέτησε σε ένα εργοστάσιο. Εκεί ο Τσικατίλο
έπρεπε να κάνει συνεχώς ταξίδια για να παίρνει παραγγελίες και να κλείνει
συμφωνίες.
Το πρώτο θύμα
Τον χειμώνα του 1978 ο Τσικατίλο ζούσε στην πόλη του Σάκχτι.
Στις 22 Δεκεμβρίου παρέσυρε στο σπίτι του την 9χρονη Γελένα Ζακοτνόβα.
Προσπάθησε να τη βιάσει αλλά δεν είχε στύση. Την μαχαίρωσε και την στραγγάλισε.
Κατά τη διάρκεια του φόνου ο Τσικατίλο ένιωσε έντονη σεξουαλική διέγερση και
εκσπερμάτωσε. "Από τότε ένιωθα μια ακαταμάχητη παρόρμηση να ξαναζήσω αυτή
την εμπειρία. Κατάλαβα ότι μπορώ να φτάσω σε σεξουαλική κορύφωση μόνο
στραγγαλίζοντας και μαχαιρώνοντας παιδιά μέχρι θανάτου" θα πει o Τσικατίλο
που πλέον είχε βρει στο μαχαίρι το υποκατάστατο του δυσλειτουργικού του πέους.
Στο πρώτο του έγκλημα είχε κάνει σωρεία λαθών και τα
στοιχεία ήταν συντριπτικά εναντίον του. Οι Αρχές όμως συνέλαβαν τον Αλεξάντερ
Κραβτσένκο, ο οποίος στο παρελθόν είχε καταδικαστεί για τον βιασμό και τον φόνο
ενός κοριτσιού. Ο Κραβτσένκο βασανίστηκε, ομολόγησε και εκτελέστηκε.
Ο Τσικατίλο γλίτωσε και πήρε ένα μάθημα: έπρεπε να είναι πιο
προσεκτικός.
Το ξέσπασμα
Κατάφερε να συγκρατηθεί για περίπου τρία χρόνια αλλά τον
Σεπτέμβριο του 1981 χτύπησε και πάλι. Θύμα του η 17χρονη Λαρίσα Τκατσένκο. Την
στραγγάλισε και επειδή δεν είχε μαχαίρι μαζί του χρησιμοποίησε ένα ξύλο και τα
δόντια του για να κόψει κομμάτια από το σώμα της και να πετύχει σεξουαλική
κορύφωση.
Μετά και από αυτή τη δολοφονία έχασε κάθε έλεγχο. Ζούσε για
να "κυνηγά" και να σκοτώνει. Μέσα στο 1982 σκότωσε τουλάχιστον επτά,
μεταξύ των οποίων και ένα αγόρι. Το φύλο δεν είχε πλέον σημασία. Τα πτώματα
βρίσκονταν σε ερημικές, δασικές περιοχές ή ποτάμια. Είναι κατακρεουργημένα με
σημάδια κανιβαλισμού και τους λείπουν κομμάτια ή όργανα και σε πολλές
περιπτώσεις τα μάτια. Ο Τσικατίλο πίστευε στον λαϊκό μύθο ότι στα μάτια του
θύματος μένει η εικόνα του δολοφόνου. "Αργότερα κατάλαβα ότι αυτό ήταν
απλά ιστορίες που έλεγαν οι γιαγιάδες και σταμάτησαν να το κάνω" θα πει.
Ένα λάθος, δεκάδες
θύματα
Από τον Ιανουάριο του 1983 οι ρωσικές αρχές είχαν καταλάβει
πως έχουν να κάνουν με έναν κατά συρροή δολοφόνο. Οργάνωσαν την επιχείρηση
"Μονοπάτι στο δάσος" και έστειλαν στο Ροστόφ τον Μιχαήλ Φετίσοφ για
να φτιάξει μια ομάδα ερευνητών. Επικεφαλής τέθηκε ο Βίκτορ Μπουράκοφ ο οποίος
άμεσα συνέδεσε έξι δολοφονίες με τον "χασάπη".
Το αρχικό προφίλ που είχε δημιουργηθεί μιλούσε για ένα
ψυχοπαθή, πιθανότατα ομοφυλόφιλο ή παιδόφιλο που είτε είχε περάσει από κάποια
ψυχιατρική κλινική, είτε είχε εγκληματικό παρελθόν. Κάποιες θεωρίες μιλούσαν
για εμπόριο οργάνων ή σατανιστική σέχτα.
Η πίεση για αποτελέσματα οδήγησε την τοπική αστυνομία σε ένα
κυνήγι μαγισσών. Δεκάδες άντρες ομολόγησαν τα εγκλήματα, μετά από βασανιστήρια
και τέσσερα άτομα αυτοκτόνησαν μετά από ανακρίσεις. Μέσω της έρευνας λύθηκαν
περισσότερα από 1.000 άλλα εγκλήματα αλλά ο δολοφόνος των παιδιών συνέχισε να
κυκλοφορεί ελεύθερος και να αφήνει πίσω του πτώματα.
Στις 13 Οκτωβρίου 1984 δύο αστυνομικοί με πολιτικά
παρατήρησαν έναν άντρα να προσπαθεί να προσεγγίσει κορίτσια στον σταθμό
λεωφορείων του Ροστόφ. Τον παρακολούθησαν και τον συνέλαβαν στην κεντρική αγορά
της πόλης. Ήταν ο Αντρέι Τσικατίλο.
Στην τσάντα του βρέθηκε ένα μεγάλο μαχαίρι, σχοινί και ένα
βάζο με βαζελίνη. Το παρουσιαστικό του έμοιαζε με την περιγραφή που είχαν δώσει
διάφοροι μάρτυρες και το παρελθόν του ως δάσκαλος ήταν ύποπτος. Ο Τσικατίλο
όμως επέμενε ότι δεν έχει κάνει τίποτα και τόνιζε συνέχεια ότι είναι ένα
σεβαστό μέλος του κόμματος.
Πήραν δείγμα από το αίμα του και το αποτέλεσμα έδειξε ομάδα
Α. Το αίμα στο σπέρμα του δολοφόνου ήταν ομάδας ΑΒ. Το εργαστήριο θεώρησε ότι
δεν χρειάστηκε να αναλύσει και το σπέρμα του Τσικατίλο μην γνωρίζοντας ίσως ότι
είναι φυσιολογικό αυτά τα δυο να μην συμπίπτουν σε έναν άντρα και έτσι τη γλίτωσε και πάλι. Έμεινε τρεις μήνες
στη φυλακή για μια υπόθεση μικροκλοπής κι στις 12 Δεκεμβρίου 1984 ήταν και πάλι
ελεύθερος.
Η σύλληψή του τον τρόμαξε και σταμάτησε τους φόνους για περίπου
ενάμιση χρόνο. Άντεξε μέχρι την 1η Αυγούστου 1985 όταν και σκότωσε μια 18χρονη.
Μέσα στα επόμενα χρόνια θα δολοφονούσε πάνω από 20 άτομα.
Το τελευταίο θύμα
Στις 6 Νοεμβρίου 1990 ο Τσικατίλο δολοφόνησε κοντά σε έναν
σιδηροδρομικό σταθμό την 22χρονη Σβετλάνα Κοροστίκ. Οι Αρχές είχαν καταλάβει
πως ο δολοφόνος χρησιμοποιούσε τους σταθμούς λεωφορείων και τρένων για να βρει
θύματα και είχαν βάλει αστυνομικούς με πολιτικά να τους παρακολουθούν.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Ιγκόρ Ριμπάκοφ. Είχε αναλάβει τον
σταθμό Ντονλεκόζ και είδε έναν άντρα να βγαίνει από το δάσος, να πηγαίνει σε
ένα πηγάδι και να πλένει τα χέρι και το πρόσωπο του. Τον σταμάτησε, κράτησε τα
στοιχεία του και τον άφησε να φύγει.
Μια εβδομάδα μετά το πτώμα της Κοροστίκ βρέθηκε και ο
Ριμπάκοφ θυμήθηκε τον περίεργο άντρα. Έδωσε το όνομα του στους ανωτέρους του
και είδαν ότι είχε συλληφθεί για την υπόθεση το 1984. Από τις 14 Νοεμβρίου
ξεκίνησε η παρακολούθηση του και στις 20 του μήνα δόθηκε το "πράσινο φως" για
τη σύλληψη του.
Η ομολογία
Αρχικά ο Τσικατίλο εμφανίστηκε οργισμένος και τόνιζε ότι
κάνουν λάθος όπως και το 1984. Του πήραν αίμα αλλά και σπέρμα αυτή τη φορά και
επιβεβαίωσαν ότι η ομάδα ήταν Α στο πρώτο και ΑΒ στο δεύτερο. Οι αρχές ήταν
σίγουρες ότι είχαν στα χέρια τους τον δολοφόνο. Ο Τσικατιλο όμως δεν μιλούσε και
επέμενε ότι είναι αθώος. Την ανάκριση είχε αναλάβει ένας ειδικός της KGB αλλά είχε απέναντι του
έναν τοίχο.
Τελικά ζητήθηκε η βοήθεια του ψυχιάτρου Αλεξάντρ
Μπουκανόφσκι που είχε συντάξει ένα πολυσέλιδο προφίλ για τον "χασάπη του
Ροστόφ". Στις 29 Νοεμβρίου 1990 ο Μπουκανόφκι κάθισε απέναντι από τον
Τσικατίλο. Του ζήτησε να ακούσει το προφίλ που είχε συντάξει για τον δολοφόνο
και να του πει την άποψη του. Μετά από δύο ώρες ο Τσικατίλο ξέσπασε σε κλάματα
και ομολόγησε πως αυτός είναι ο άνθρωπος που έψαχναν για δεκαετίες.
Αρχικά μίλησε για 34 δολοφονίες. Έκανε σχέδια με τις
τοποθεσίες των φόνων και έδωσε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Αποκάλυψε ότι χτυπούσε τα θύματα στο κεφάλι και στη συνέχεια
τα έδενε. Άρχισε να κόβει το σώμα τους αρχικά στο στήθος και τελικά τα
μαχαίρωνε με μανία από 30 έως 50 φορές. Στη συνέχεια άνοιγε το σώμα τους και
έβγαζε τα όργανα τους κάτι που του προσέφερε τεράστια σεξουαλική ικανοποίηση.
"Καθόμουν δίπλα
τους και οι φωνές, το αίμα και η αγωνία τους ενώ πέθαιναν μου έδινε τρομερή
ευχαρίστηση. Συχνά δοκίμαζα το αίμα και ένιωθα μια ανατριχίλα. Το σώμα μου
έτρεμε από την έξαψη" αποκάλυψε. Επιβεβαίωσε ότι έκοβε κομμάτια του
σώματος με τα δόντια του και σε κάποιες περιπτώσεις είχε καταπιεί τις ρώγες και
τη γλώσσα τους.
Οι λεπτομέρειες που έδωσε ήταν φρικιαστικές αλλά μιλούσε σαν
να πρόκειται για ένα απλό, καθημερινό θέμα. Τελικά ομολόγησε 56 δολοφονίες.
Η δίκη
Στις 20 Δεκεμβρίου 1991 οι ανακρίσεις ολοκληρώθηκαν και
ακολούθησε μια δίμηνη ψυχιατρική αξιολόγηση. Οι γιατροί έκριναν ότι ο Τσικατίλο
αντιμετωπίζει ψυχιατρικά προβλήματα αλλά ήξερε τι έκανε και έτσι μπορεί να
περάσει από δίκη.
Στις 14 Απριλίου 1992 ξεκίνησε η διαδικασία στην 5η αίθουσα
του δικαστηρίου του Ροστόφ και από την πρώτη στιγμή γίνεται ξεκάθαρο πως θα
είναι μιντιακό τσίρκο. Ο Τσικατίλο βρίσκεται μέσα σε κλουβί με ξυρισμένο κεφάλι και
φορά ένα πουκάμισο των Ολυμπιακών Αγώνων. Η αίθουσα είναι ασφυκτικά γεμάτη με
συγγενείς των θυμάτων. Κλαίνε, βρίζουν τον Τσικατίλο και ζητούν από τις αρχές
να τους τον παραδώσουν. Μάλιστα ο αδελφός ενός από τα κορίτσια που σκότωσε
κατάφερε και τον χτύπησε στον στήθος με μια σιδερένια μπάρα.
Ο δικαστής έχει χάσει κάθε έλεγχο και πολλές φορές ζητά από
τον κατηγορούμενο να "σκάσει" και να σταματήσει να το παίζει τρελός.
Ο Τσικατίλο δίνει το δικό του σόου ελπίζοντας να πείσει ότι δεν είναι σε θέση
να δικαστεί.
Πετάγεται ξαφνικά όρθιος και φωνάζει, βγάζει λόγους και τραγουδάει
κομμουνιστικούς ύμνους. Κατεβάζει το παντελόνι του και επιδεικνύει τα γεννητικά
του όργανα τονίζοντας ότι αυτά φταίνε για όλα. Κατηγορεί το αίμα του, τα
χτυπήματα στο κεφάλι του και τον Στάλιν.
Σε μια από τις σπάνιες φορές που εμφανίζεται ήρεμος τον
ρωτούν πως έβρισκε τα θύματα του. "Δεν χρειαζόταν να ψάξω. Σε κάθε βήμα
που έκανα ήταν εκεί" λέει.
Στις 15 Οκτωβρίου το δικαστήριο ανακοινώνει την απόφαση του.
Ο Τσικατίλο είναι ένοχος για 52 φόνους (δεν στοιχειοθετήθηκαν οι τέσσερις απ'
τους 56 που είχε ομολογήσει) και του επιβάλλεται η θανατική ποινή. Όταν ακούει
την απόφαση κλοτσάει το κελί και φωνάζει ότι πρόκειται για ύβρη. Ο δικαστής του
δίνει την ευκαιρία να σχολιάσει την ποινή αλλά αυτός προτιμά να μείνει
σιωπηλός.
Το τέλος
Οδηγείται στη φυλακή και ξεκινά δικαστικό αγώνα για να
γλιτώσει τη θανατική ποινή. Ασκεί δύο φορές έφεση αλλά η ποινή δεν αλλάζει. Ενώ
βρίσκεται στη φυλακή δίνει συνέντευξη στη ρωσική τηλεόραση. Υποστηρίζει ότι θα
μπορούσε να είναι ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης. "Αφού έγινε γενικός
γραμματέας ο Τσερνιένκο που δεν μπορούσε να μιλήσει σωστά θα μπορούσα και εγώ.
Ο σημαντικότερος ρόλος που του είχε ανατεθεί ήταν αυτός του συντάκτη
προπαγάνδας. Έχω κάνει τα πάντα και ξέρω περισσότερα από τους πολιτικούς. Μετά
το τέλος του σχολείου, αφού πέθανε ο Στάλιν, ήμουν έτοιμος να γίνω γενικός
γραμματέας και να αναλάβω τη διακυβέρνηση" τονίζει και προσθέτει ότι είναι
θρήσκος: "Πιστεύω στο Θεό. Προσεύχομαι όλη τη ζωή μου και πηγαίνω
εκκλησία. Υπάρχει μια ανώτερη δύναμη". Αναφέρει το αγαπημένο του ζώο:
"Μου αρέσουν οι γάτες γιατί είναι καλύτερες από τα άλλα ζώα. Τις ένιωθα
τόσο κοντά μου"
Τέλος σε ερώτηση για το αν φοβάται ότι μετά την εκτέλεση του
θα συναντήσει τα θύματα του τονίζει: "Δεν με ενδιαφέρει τι θα γίνει μετά
τον θάνατο μου. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα συναντήσω τα θύματα μου. Ποτέ δεν
ξεχώρισα κάποιο ούτε είδα εφιάλτες. Έχω
ήδη περάσει στη ζωή μου κάθε επίπεδο της Κόλασης. Απειλές, επιθέσεις, ασέβεια
και στρες. Για αυτό έγινα αυτό που έγινα. Δεν είμαι νορμάλ. Αν ήμουν θα
γινόμουν αλκοολικός και θα αυτοκτονούσα" λέει στον δημοσιογράφο.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι λίγες μέρες πριν πεθάνει είπε:
«Τώρα ο εγκέφαλος μου πρέπει να εξεταστεί κομμάτι-κομμάτι ώστε να μην υπάρξουν
άλλοι σαν εμένα». Στις 14 Φεβρουαρίου 1994 η ποινή του εκτελείται. Τον
μεταφέρουν σε ηχομονωμένο χώρο μέσα στη φυλακή και ο επίλογος για τον χασάπη
του Ροστόφ μπαίνει με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Τραγική ειρωνεία αποτελεί ότι ο 50χρονος σήμερα γιος του
Γιούρι βρίσκεται στη φυλακή από το 2009 για βιασμό και απόπειρα δολοφονίας. Tον Ιούνιο του 2006
συλλαμβάνεται ένας ακόμη διαβόητος Ρώσος κατά συρροή δολοφόνος. Πρόκειται για
τον Αλεξάντρ Πιτσούσκιν. Δηλώνει ότι ο Τσικατίλο τον ενέπνευσε και είχε στόχο
να τον ξεπεράσει σε θύματα. Καταδικάστηκε για 49 δολοφονίες.