Φαλαγγίτες που συμμετείχαν στη σφαγή στη Σάμπρα και τη
Σατίλα μιλούν για τα όσα έκαναν τις 37 ώρες της φρίκης
Το απόγευμα της 16ης Σεπτεμβρίου 1982 στα προάστια της Βηρυτού άνοιξαν οι ασκοί της φρίκης. Για 37 ώρες παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι, ακόμα και ζώα σφαγιάζονταν χωρίς κανένα έλεος. Όταν ξημέρωσε η 18η Σεπτεμβρίου η Σάμπρα και η Σατίλα είχαν γίνει συνώνυμο της ανθρώπινης κτηνωδίας. Περίπου 2.000 ψυχές (στην πλειονότητα τους άμαχοι) είχαν θυσιαστεί στο βωμό του μίσους. Το έγκλημα παραμένει ατιμώρητο παρότι τα στοιχεία υπάρχουν και οι ενορχηστρωτές και οι εκτελεστές της επιχείρησης εκκαθάρισης είναι γνωστοί.
Ο Λίβανος αποτελούσε βάση της οργάνωσης PLO του Γιάσερ Αραφάτ, ο οποίος οργάνωνε από εκεί επιθέσεις στο Ισραήλ. Παράλληλα στη χώρα μαινόταν ένας θρησκευτικός εμφύλιος. Οι Ισραηλινοί μπήκαν στον Λίβανο τον Ιούνιο με σκοπό να
καταστρέψουν τις βάσεις των Παλαιστινίων. Ο Αραφάτ όμως πρόλαβε και μετέφερε
τους μαχητές του. Πίσω όμως έμειναν οι άμαχοι. Στους καταυλισμούς της Σάμπρα
και της Σατίλα ζούσαν χιλιάδες οικογένειες Παλαιστινίων οι οποίες έγιναν
στόχος. Οι ΗΠΑ πίεζαν το Ισραήλ να μην εισβάλει στην περιοχή αλλά στις 14
Σεπτεμβρίου τα δεδομένα άλλαξαν. Μια έκρηξη σκότωσε τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο
του Λιβάνου Μπασίρ Τζεμαγέλ και η οργή ξεχείλισε. Η δολοφονία παραμένει
ανεξιχνίαστη αλλά από τότε τα στοιχεία έδειχναν πως από πίσω βρίσκονταν οι
Σύριοι.
Όμως ο τότε υπουργός άμυνας του Ισραήλ Αριέλ Σαρόν
"είδε" στη δολοφονία την ευκαιρία που έψαχνε και έστησε την απόλυτη
ενέδρα. Πλέον τον έλεγχο στον στρατό του Λιβάνου, τους γνωστούς ως Φαλαγγίτες
έχει ο Ελί Χομπέικα, φανατικός χριστιανός και ορκισμένος εχθρός των
Παλαιστινίων. Ο Σαρόν του λέει πως η Μοσάαντ διαθέτει στοιχεία ότι η PLO δολοφόνησε τον πρόεδρο
του. Του τονίζει πως θα τον βοηθήσει να εκδικηθεί.
Από το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου ο ισραηλινός στρατός
κυκλώνει τους καταυλισμούς. Ο Σαρόν θέλει να είναι σίγουρος ότι δεν θα ξεφύγει
κανείς. "Μπείτε μέσα και καθαρίστε τους τρομοκράτες» λέει στον Χομπέικα
που με τη σειρά του ζητά από τους στρατιώτες του να ισοπεδώσουν την Σάμπρα και
τη Σατίλα, να μην αφήσουν τίποτα ζωντανό και να του την παραδώσουν την περιοχή
έτοιμη να την κάνει πάρκο. Οι Φαλλαγγίτες μπήκαν στους καταυλισμούς στις έξι το
απόγευμα και όπως είπε αργότερα ένας από αυτούς ο μόνος ενδοιασμός που είχαν
ήταν αν θα αρχίσουν με βιασμούς η εκτελέσεις.
Όταν οι στρατιώτες μπήκαν μέσα στην περιοχή διαπίστωσαν
αμέσως πως είχαν να κάνουν με αμάχους. Ένας από τους αξιωματικούς μιλά με τον
Χομπέικα στον ασύρματο και τον ρωτά τι θα κάνουν με τα παιδιά και τις γυναίκες.
«Αυτή είναι η τελευταία φορά που με ρωτάτε κάτι τέτοιο. Ξέρετε ακριβώς τι να
κάνετε» του απαντάει.
Οι μαρτυρίες της
σφαγής
Τον Φεβρουάριο του 2006
μια ομάδα δημοσιογράφων παρουσίασε το αποτέλεσμα μιας έρευνας για τα όσα
έγιναν στην Σάμπρα και τη Σατίλα. Εντόπισαν και μίλησαν με Φαλαγγίτες που
συμμετείχαν στη σφαγή. Το ντοκιμαντέρ Massaker αποτελεί μια ιστορική μαρτυρία
και μια λεπτομερής καταγραφή όλων όσων έγιναν εκείνες τις 37 εφιαλτικές ώρες.
Με την άνεση που δίνει ένα κρυμμένο πρόσωπο έξι Φαλαγγίτες δίνουν
ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το τι έκαναν αλλά και τι σκέφτονταν ενώ
"καθάριζαν" της περιοχές. Οι εξομολογήσεις τους προκαλούν φρίκη:
"Πολεμούσαμε πριν καν ξυριστούμε. Ήμασταν παιδιά
ερωτευμένα με τον πόλεμο. Δεν μας ένοιαζε τίποτα. Παίρναμε ναρκωτικά και
νιώθαμε ότι παίζουμε σε ταινία. Δεν συνειδητοποιούσαμε τι κάναμε. Ο πόλεμος μας
είχε κάνει δολοφόνους με δίψα για να σκοτώσουμε".
"Ο Μπασίρ Τζεμαγέλ μας έκανε να νιώσουμε ότι πλέον δεν
ήμασταν συμμορίες. Νιώθαμε οι προστάτες της χώρας, οι σωματοφύλακες του. Όταν
τον δολοφόνησαν στην αρχή ήμασταν σαν χαμένοι αλλά μετά ήταν η οργή που
επικράτησε. Ήταν ο ηγέτης μας, ο πατέρας μας. Μας είπαν ότι τον σκότωσαν οι
Παλαιστίνιοι. Θέλαμε εκδίκηση. Θέλαμε να εξαφανίσουμε αυτούς που το
έκαναν".
"Μας είπαν, ετοιμαστείτε πάμε στην Σάμπρα και τη
Σατίλα. Θα πάμε στο μέρος που βρίσκονται αυτοί που σκότωσαν τον Τζεμαγέλ. Το
σλόγκαν μας είναι: Νέοι, γέροι και μικρά παιδιά, δεν δείχνουμε έλεος. Ήμασταν
περίπου 25 άτομα στην ομάδα μου, είχαμε καλάσνικοφ, Μ16 και χειροβομβίδες.
Μπήκαμε από ένα τοίχο που είχε πέσει. Χωριστήκαμε σε δύο γκρουπ και
ξεκινήσαμε...".
"Οι εντολές μας ήταν ξεκάθαρες. Μπείτε μέσα και
σκοτώστε τους όλους. Μην με ρωτάτε γιατί το έκανα. Τι να απαντήσω; Πήγαμε εκεί
με εντολή να τους σκοτώσουμε όλους. Νέους, γέρους και παιδιά. Τότε σκεφτόμουν
ότι αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν και θα με σκοτώσουν. Αυτές οι γυναίκες θα
κάνουν παιδιά που όταν μεγαλώσουν θα με σκοτώσουν. Οπότε το καλύτερο είναι να
τις σκοτώσω εγώ πριν τα κάνουν".
"Ο Ελί Χομπέικα (στο κέντρο της φωτο) περνούσε μπροστά μας κι έλεγε: Μην
αφήσετε κανέναν ζωντανό. Να μην επιζήσει κανείς. Σαρώστε τη Σάμπρα και την
Σατίλα. Καθαρίστε τες. Θέλω να φτιάξω ένα πάρκο εκεί. Θέλω έναν κήπο".
"Μπήκαμε μέσα στην Σάμπρα και ξαφνικά είδαμε μπροστά
μας κάποιους άντρες. Πρέπει να ήταν 50-60 χρονών. Μας κοίταξαν. Δεν τους είπαμε
τίποτα, απλά τους πυροβολήσαμε και τους σκοτώσαμε. Στη συνέχεια ξέσπασε η
κόλαση. Πυροβολούσαμε όποιον βλέπαμε".
"Σε κάποια σπίτια ήταν συγκεντρωμένα πολλά άτομα μαζί.
Μια χειροβομβίδα, δεύτερη χειροβομβίδα και προχωρούσαμε. Το ίδιο ξανά μέχρι να
καθαρίσουμε την περιοχή. Με αυτή την τακτική φτάσαμε ως τον δρόμο που χώριζε
την Σάμπρα με την Σατίλα"
"Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σκοτώσαμε και τα άλογα"
"Θα σας φανεί παράξενο αλλά αυτό που μου έχει μείνει
είναι τα άλογα. Θυμάμαι πολύ έντονα την εικόνα με τα νεκρά άλογα. Σκεφτόμουν
γιατί το σκοτώσαμε. Ένας άνθρωπος μπορεί να σε πυροβολήσει όμως τα άλογα γιατί;
Δεν μπορούσαν να μας πειράξουν. Ακόμα κι εγώ όμως εκτός από ανθρώπους
πυροβόλησα και σκυλιά".
"Σε μια τέτοια κατάσταση πρέπει να είσαι ψυχρός. Να
πυροβολείς τα πάντα. Αν δεν κυκλοφορούσε κάτι άλλο γύρω μου σκότωνα τις γάτες.
Άνοιγα τις πόρτες στα σπίτια, έριχνα μια χειροβομβίδα και στη συνέχεια έμπαινα
μέσα πυροβολώντας. Στο επόμενο δωμάτιο το ίδιο, στο επόμενο σπίτι το ίδιο. Ξανά
και ξανά".
"Είχαμε χωρίσει την περιοχή και αποστολή της κάθε
ομάδας ήταν να μην αφήσει τίποτα να αναπνέει στον τομέα του. Ό,τι αναπνέει
πρέπει να πεθάνει. Αυτό έπρεπε να κάνουμε".
"Οι γυναίκες έβγαιναν από τα σπίτια και έκλαιγαν γοερά.
Το κάνουν οι γυναίκες αυτό. Νόμιζαν ότι το κλάμα τους θα μας επηρεάσει. Ήμασταν
όμως ψυχροί. Γι' αυτό σκοτώθηκαν τόσες πολλές γυναίκες στη Σάμπρα και τη
Σατίλα. Έβγαιναν από τα σπίτια και φώναζαν, μας ζητούσαν να δείξουμε έλεος.
Όποια γυναίκα το έκανε αυτό ήταν η πρώτη που πέθαινε. Μετά ερχόταν ο γιος, ο
πατέρας ή ο άντρας και τους σκοτώναμε κι αυτούς. Έπεφταν πάνω της. Μετά τα
κορίτσια, τα εγγόνια. Όλους. Όποιος εμφανιζόταν τον εκτελούσαμε και αυτό
συνεχιζόταν. Δεν μας ένοιαζε ούτε πόσο χρονών ήταν ή η εξωτερική του εμφάνιση.
Αν μας πυροβολούσε ή όχι. Αυτό που θέλαμε είναι να στείλουμε ένα μήνυμα, δεν
ξέρω σε ποιον. Ένα μήνυμα ότι είμαστε οργισμένοι".
"Ακούγαμε φωνές, κλάματα, κραυγές, γάτες. Πιο πολύ
ακούγονταν οι γυναίκες που ούρλιαζαν. Οι δικοί μας φώναζαν: Ελάτε εδώ, εδώ
είναι κρυμμένοι, κοιτάξτε εκεί βρίσκονται κάποιοι. Ακολουθούσαμε τις φωνές των
γυναικών και τα κλάματα των παιδιών. Τους πλησιάζαμε και τους
εκτελούσαμε".
"Μπήκαμε με την ομάδα μου και πάθαμε σοκ από το μέγεθος
της σφαγής. Δεν το δείχναμε όμως. Ήταν μια ευκαιρία για εμάς να ρίξουμε σε
ζωντανούς στόχους και όχι σε τοίχους όπως ρίχναμε στην εκπαίδευση. Όμως οι
τοίχοι ούτε ουρλιάζουν, ούτε κλαίνε, ούτε πεθαίνουν. Ρίχνεις σε έναν άνθρωπο
και τον βλέπεις να πέφτει και να πεθαίνει. Ήθελα όμως η ομάδα μου να δει αίμα.
Μόνο αν δεις αίμα επιζείς σε έναν πόλεμο".
"Κάποιοι ήταν νεκροί, κάποιοι πέθαιναν. Γυμνές γυναίκες
βρίσκονταν παντού στο δρόμο. Πτώματα με τα μυαλά τους χυμένα. Πτώματα
ακρωτηριασμένα. Πυροβολούσαμε ακόμα και τα ποντίκια. Ο κόσμος έτρεχε και
φώναζε: Αλλάχ που είσαι; Αλλάχ γιατί αφήνεις να σκοτώνουν τα παιδιά μας;"
"Αν αντιστέκονταν και οχυρώνονταν σε ένα σπίτι μια
μπουλντόζα ερχόταν και το γκρέμιζε. Οι μπουλντόζες μας ακολουθούσαν. Μας τις
είχαν δώσει οι Ισραηλινοί. Δεν μας ένοιαζε ποιοι και πόσοι ήταν μέσα στα
σπίτια. Πυροβολούσαμε όσους προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Δεν μας ένοιαζε να
παραδοθούν. Κάποιοι σήκωναν τα χέρια. Εμείς ρίχναμε σφαίρες και χειροβομβίδες.
Δεν ρωτούσαμε, δεν μιλούσαμε απλά τους ρίχναμε. Τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν
μιλούσαμε σχεδόν καθόλου. Δεν είχαμε πάει εκεί ούτε για να καταλάβουμε την
περιοχή ούτε για να πάρουμε αιχμαλώτους. Είχαμε πάει εκεί για να τους
σκοτώσουμε όλους".
"Μέσα στους καταυλισμούς δεν υπήρχε καμία αντίσταση.
Μας είχαν πει να περιμένουμε αντίσταση από τους στρατιώτες που δεν ακολούθησαν
τον Αραφάτ όμως δεν υπήρχε τίποτα. Μπορούσες να σταματήσεις να φας κάτι, να
πιεις και να συνεχίσεις να σκοτώνεις χωρίς να σε πειράξεις κανείς".
"Το βράδυ ήρθαν ενισχύσεις. Ήταν τόσο μεγάλη η μανία
μας που κάποιοι σκοτώθηκαν μεταξύ τους. Είπαμε τότε στους Ισραηλινούς να
ρίχνουν φωτοβολίδες για να βλέπουμε και να μην πυροβολούμε ο ένας τον άλλο.
Έριχναν φωτοβολίδες μέχρι τις πέντε το πρωί. Μπορούσαμε να δούμε τα πάντα.
Βλέπαμε τον κόσμο καθαρά. Είχαν κεριά μέσα στα σπίτια και τα βλέπαμε
καθαρά".
"Μας είπαν μην αφήσετε τίποτα. Πρέπει να καθαρίσετε τα
πάντα. Ήμασταν σαν τους σκουπιδιάρηδες. Αν βρίσκαμε τραυματίες τους
αποτελειώναμε. Αν βλέπαμε παιδιά να τριγυρνούν τα εκτελούσαμε. Ήταν απίστευτο
πόσα πτώματα υπήρχαν μετά από μόλις 5-6 ώρες που οι δικοί μας είχαν μπει στους
καταυλισμούς".
"Μια εικόνα μου έχει μείνει καρφωμένη στο μυαλό μου. Σε
ένα σπίτι ήταν μια οικογένεια. Ο άντρας η γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά τους.
Είχαν αγκαλιά τα παιδιά κι ήταν όλοι μαζί. Τους είχαν σκοτώσει. Η εικόνα των
γονιών να κρατάνε τα νεκρά παιδιά τους με έκανε να παγώσω για λίγο".
"Βγάλαμε μια οικογένεια από ένα σπίτι και τους
σκοτώσαμε. Είδαμε ένα ξανθό κορίτσι να κλαίει. Ένας από εμάς την έπιασε και την
βίασε. Έκλαιγε και του έλεγε ότι είναι παρθένα. Τον ικέτευε να μην την
σκοτώσει. Πίστευε ότι θα τη λυπηθεί. Όταν τελείωσε την πυροβόλησε.
Γελούσαμε".
"Έπιασα έναν άντρα και τον έβαλα στον τοίχο. Είχε
σηκώσει τα χέρια και μου είπε, «μην με σκοτώσεις θέλω να δω τα παιδιά μου να
μεγαλώνουν». Του απάντησα: «Σε εκτελώ στο όνομα του Μπασίρ Τζεμαγέλ» (φωτο). Του έκοψα
τον λαιμό, του άνοιξα την κοιλία και του
άνοιξα το χέρι ως το κόκαλο. Έκανε έναν ρόγχο, τον κλότσησα και συνέχισα. Αν
σκοτώσεις κάποιον με μια σφαίρα δεν καταλαβαίνει τίποτα. Αν όμως τον βασανίσεις
όπως έκανα εγώ είναι κάτι που παίρνει μαζί του στον τάφο του. Πεθαίνει δύο φορές.
Μια από φόβο και μια κανονικά".
"Έστησα στον τοίχο δώδεκα άτομα και τα εκτέλεσα. Σε ένα
σπίτι σκότωσα μια μάνα με τα δύο της παιδιά. Τους έριξα χειροβομβίδα. Κάποιοι
έκλεβαν κοσμήματα. Ακόμα και από διαμελισμένα πτώματα".
"Μετά από κάποια στιγμή όλο αυτό μετατράπηκε σε ένα
παιχνίδι. Σκότωνες τον πρώτο και ήταν δύσκολα, το δεύτερο πιο εύκολα. Στον
τέταρτο ίσως και να το διασκέδαζες. Ο πρώτοι είχαν πρόσωπα τους κοίταζες, μετά
δεν σε ενδιέφερε. Δεν υπήρχε κανένα συναίσθημα. Μπορώ να σου πω ότι υπήρχε και
ανταγωνισμός για το ποιος θα σκοτώσει τους περισσότερους. Ο καθένας ήθελε να
πάρει εκδίκηση, όσο περισσότερο μπορούσε".
"Νωρίς το πρωί είδα τον λάκκο. Δεν ξέρω αν υπήρχε από
πιο νωρίς. Ήταν τεράστιος. Από τη μια πλευρά είχαν βάλει τους άντρες και από
την άλλη τις γυναίκες και τα παιδιά. Πήραν τους άντρες και τους έβαλαν να
κάνουν κύκλο γύρω από τον λάκκο. Ξεκίνησαν οι εκτελέσεις. Είδα έναν φίλο μου να
σφάζει κόσμο. Ήθελα να φύγω αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Προσπαθούσα να μην
τον κοιτάω. Δεν άντεχα να βλέπω τον φίλο μου. Ήταν χασάπης και ήξερε την
δουλειά. Γι' αυτόν οι άνθρωποι ήταν όπως τα ζώα. Το έκανε με την ίδια άνεση. Δεν
είχε καμία διαφορά. Έχουν και οι δύο αίμα. Το αίμα δεν διαφέρει. Ήταν κάτι
συνηθισμένο γι' αυτόν, κάτι νορμάλ. Μπορώ να σας πω ότι το διασκέδαζε κιόλας.
Ίσως και εγώ αν έβλεπα ξανά κάτι τέτοιο να μην ένιωθα τόσο άσχημα. Πρόσφατα τον
συνάντησα και του θύμισα τι είχε γίνει. Δεν ήταν πλέον χασάπης, δούλευε σε
βενζινάδικο. Μιλήσαμε λίγο και έφυγα. Έχουν αλλάξει πλέον οι καιροί".
"Στον λάκκο μόνο ένας έσφαζε, οι άλλοι πυροβολούσαν. Ο
κόσμος περίμενε τη σειρά του για να πεθάνει. Εκτελούσαν τον έναν και ο επόμενος
έριχνε το πτώμα στο λάκκο και περίμενε να τον σκοτώσουν. Ήταν απίστευτο ότι
μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο ενώ ήξεραν ότι είναι η σειρά τους".
"Δεν ήξεραν τι να κάνουν τα πτώματα. Μας έλεγαν ότι
πρέπει να τα ξεφορτωθούμε, να τα εξαφανίσουμε. Κάψτε τα, πάρτε τα σπίτι μαζί
σας, δεν μας ενδιαφέρει. Αρχίσαμε το καθάρισμα όμως ήταν τόσα πολλά τα πτώματα που
δεν προλαβαίναμε. Τα μαζεύαμε και προσπαθούσαμε να τα κάψουμε. Άλλοι τα έριχναν
στον λάκκο. Εκεί έριχναν και χημικά γιατί η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Δεν υπήρχε
οξυγόνο μόνο η οσμή του θανάτου".
"Ξεφορτωνόμασταν πτώματα από το βράδυ της Παρασκευής ως
το πρωί του Σαββάτου. Μετά μπήκε ένα δημοσιογράφος και ένας φωτογράφος.
Δουλεύαμε πολύ σκληρά για να προλάβουμε. Στην αρχή ρίχναμε τα πτώματα στον
λάκκο χωρίς σάκους. Μετά όμως μας είπαν να τα βάζουμε σε πλαστικούς σάκους για
να μειωθεί η μυρωδιά τις επόμενες μέρες. Δεν ξέρω που είχαν βρει τους σάκους.
Βάλαμε χημικά, ένα τεράστιο πανί και κλείσαμε τον λάκκο με χώμα. Ήταν όλα
οργανωμένα από πριν".
"Δεν μας ενδιέφερε τι ήταν, άμαχοι ή όχι. Γυναίκες,
γέροι ή παιδιά. Μας ένοιαζε ότι ήταν Παλαιστίνιοι. Μόνο αυτό μετρούσε. Υπήρχαν
βέβαια και αυτοί που είχαν ενδοιασμούς. Μας έλεγαν πώς γίνεται να κάνουμε αυτό
το πράγμα. Δεν έφευγαν όμως. Γυρνούσαν σαν φαντάσματα".
«Παιδιά με κομμένους
λαιμούς»
Όταν το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου μπαίνουν στην περιοχή οι
πρώτοι παρατηρητές βρίσκονται μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Βλέπουν νεκρά
παιδιά, διαμελισμένα και μισοκαμένα πτώματα. Κάποιους του είχαν ευνουχίσει,
κάποιος τους είχαν χαράζει σταυρούς. Ηλικιωμένοι είχαν εκτελεστεί και γυναίκες
γυμνές με ανοικτά τα πόδια να κείτονται. Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Τζάνετ Λι
Στίβενς γράφει: «Είδα νεκρές γυναίκες μέσα στα σπίτια τους με τις φούστες
σηκωμένες και τα πόδια τους ανοιγμένα, δεκάδες νεαροί είχαν εκτελεστεί σε έναν
τοίχο. Παιδιά με τους λαιμούς τους κομμένους, μια έγκυος γυναίκα με την κοιλιά
ανοιγμένη και τα μάτια της ακόμα ανοιχτά. Αναρίθμητα μωρά που είχαν μαχαιρωθεί
ή κομματιαστεί. Κάποια τα είχαν ρίξει μέσα σε σκουπιδοτενεκέδες». Ο τελικός απολογισμός
μιλάει για πάνω από 2.000 νεκρούς στη συντριπτική τους πλειοψηφία άμαχοι.
Από χασάπης, πρωθυπουργός
και ειρηνοποιός
Ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις η διεθνής κοινότητα καταδίκασε
τη σφαγή αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερη ζέση να τιμωρήσει τους υπεύθυνους. Συστήθηκαν
κάποιες επιτροπές που περιορίστηκαν στο να επιβεβαιώσουν τα γεγονότα. Ο Αριέλ
Σαρόν (δεξιά στη φωτο) απέκτησε το προσωνύμιο "χασάπης της Βηρυτού" αλλά αυτό δεν τον
εμπόδισε να φτάσει έως το αξίωμα του πρωθυπουργού στο Ισραήλ και
μάλιστα να χαρακτηριστεί ειρηνοποιός. Ο ηγέτης της λιβανέζικης χριστιανικής
πολιτοφυλακής Έλι Χομπέικα δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του 2002 στη Βηρυτό. Είχε
ανακοινώσει ότι θα κατέθετε για την υπόθεση σε βελγικό δικαστήριο και τόνιζε
ότι ήταν καιρός "το στόμα του να τα πει όλα για τη Σάμπρα και τη
Σατίλα".
Ο Ρόμπερτ Φιακ, βετεράνος ανταποκριτής στη Μέση Ανατολή, που
υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του μακελειού, γράφοντας για τη σφαγή και το γεγονός
ότι κανείς δεν τιμωρήθηκε αναρωτήθηκε σε άρθρο του: «Δεν έχει ευθύνη και ο Λίβανος λόγω των
Λιβανέζων Φαλαγγιτών, το Ισραήλ λόγω του ισραηλινού στρατού, η Δύση λόγω της
συμμαχίας της με το Ισραήλ, οι Αραβες λόγω της συμμαχίας τους με την Αμερική;».
Κλείνοντας αναφέρει την ρήση του ραβίνου Αβραάμ Χέσελ για τον πόλεμο στο
Βιετνάμ: «Σε μια ελεύθερη κοινωνία μερικοί είναι ένοχοι αλλά όλοι είναι
υπεύθυνοι».