To δεύτερο μέρος του συγκλονιστικού άρθρου The School για το μακελειό στο σχολείο του
Μπεσλάν. Ο ηρωικός δάσκαλος ελληνικής καταγωγής, Ιβάν Κανίδης, η επέμβαση των ειδικών
δυνάμεων και ο τραγικός επίλογος
Το πρώτο μέρος του άρθρου μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Βράδυ: Στο
γυμναστήριο
Ο Κάρεν Μντιναράτζε έχανε και έβρισκε τις αισθήσεις του.
Κάποια στιγμή όταν ξύπνησε είδε μια γυναίκα από πάνω του να του κάνει αέρα.
Κάποια άλλα παιδιά του καθάριζαν το τραύμα με ένα πανί βρεγμένο σε ούρα.
Ξύπνησε ξανά. Μια έφηβη του έδωσε ένα πλαστικό μπουκάλι και του ζήτησε να
ουρήσει μέσα σε αυτό.
"Κοίτα αλλού" της είπε, πήρε το μπουκάλι και
ούρησε αργά. Τελείωσε και της το έδωσε. Το κορίτσι και οι φίλοι της τον
ευχαρίστησαν και έριξαν σταγόνες στο χέρι τους για καθαρίσουν τα πρόσωπα τους.
Μετά ο καθένας είπε γουλιές από το μπουκάλι, περνώντας το από χέρι σε χέρι
μέχρι που του το επέστρεψαν. Η αφυδάτωση του
Κάρεν ήταν προχωρημένη. Ο
λαιμός του έκαιγε. Έριξε μια γουλιά από το ζεστό υγρό στο
στόμα του και η υγρασία ανακούφισε τον πόνο. Κατάπιε.
Κοίταξε το μπουκάλι. Είχε μείνει λίγο. Μια πολύ ηλικιωμένη
γυναίκα με ένα μαντήλι του έκανε νόημα ζητώντας να πιει. Της πέρασε το
μπουκάλι.
3 Σεπτεμβρίου μετά τα
μεσάνυχτα: Στη αίθουσα με τα βάρη
Η Ιρίνα Ναλντικόγεβα κινήθηκε ανάμεσα στους ομήρους που
βρίσκονταν στο πάτωμα. Η κόρη της Αλάνα είχε πυρετό. Το γυμναστήριο ήταν
συνδεδεμένο με μια μικρή αίθουσα με βάρη που είχε γίνει ένα ανεπίσημο ιατρείο.
Η Ιρίνα ζήτησε άδεια από έναν τρομοκράτη να μετακινήσει εκεί την Αλάνα. Έγνεψε και
αυτή κουβάλησε το ζαλισμένο παιδί και το ξάπλωσε στο παγωμένο πάτωμα της αίθουσας.
Περίπου πενήντα άτομα βρίσκονταν στον χώρο, κυρίως παιδιά και ηλικιωμένοι.
Μια σωλήνα νερού έτρεξε και χωρίς να του το πει κανείς ένα
μικρό παιδί πήγε και έδωσε στην Αλάνα ένα ποτήρι νερό. Ήπιε με λαχτάρα και
ξάπλωσε. Σταδιακά η αναπνοή της έγινε πιο αργή και πιο βαθιά. Κοιμήθηκε. Η
Ιρίνα επέστρεψε στο γυμναστήριο, πήρε τον γιο της και τον έβαλε δίπλα στην
αδελφή του.
Αφού πρόσεχε για πολλές ώρες τα παιδιά της, η Ιρίνα άρχισε να
καταρρέει και για πρώτη φορά από τη στιγμή που τους πήραν ομήρους, αποκοιμήθηκε.
Ο πατέρας της εμφανίστηκε. Είχε πεθάνει πολλούς μήνες πριν
αλλά το πρόσωπο του αιωρήθηκε μπροστά της. Είχε γκρίζα μαλλιά. Δεν μίλησε. Ούτε κι
αυτή. Κοίταξαν ο
ένας τον άλλο στα μάτια. Μετά από περίπου είκοσι
λεπτά ξύπνησε. Ο πατέρας της, ο Τιμοφέι Ναλντικόγεφ ήταν ένας ευγενικός άντρας,
ήρεμος και καλοσυνάτος. Ποτέ δεν τον
είχε ονειρευτεί ξανά. Αναρωτήθηκε: Τι σημαίνει αυτό;
Πρωί: Στο γυμναστήριο
Σαράντα οκτώ ώρες μετά την αρχή της ομηρίας όσοι είχαν επιβιώσει γλιστρούσαν στην απελπισία. Άρχιζαν την τρίτη τους μέρα χωρίς φαγητό, την
δεύτερη χωρίς νερό. Σχεδόν όλοι είχαν κοιμηθεί μόνο κατά διαστήματα τις δύο
τελευταίες νύχτες. Ήταν αφυδατωμένοι, βρώμικοι, αδύναμοι και στραγγισμένοι από
τον φόβο. Έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο και πάνω στους τοίχους. Οι τρομοκράτες
φαίνονταν κουρασμένοι, φθαρμένοι έχοντας πλέον γνώση ότι αγνοούσαν τα αιτήματα
τους. Είχαν γίνει πιο κακοί και έβγαλαν τους ομήρους από την αίθουσα με τα βάρη
σπρώχνοντας τους με τα όπλα.
Καθώς ο ήλιος σκαρφάλωνε και η θερμοκρασία άρχισε πάλι να
ανεβαίνει δύο τρομοκράτες που ειδικεύονταν στα εκρηκτικά τριγύριζαν το γήπεδο.
Τα εκρηκτικά είχαν συνδεθεί με τουλάχιστον δύο κυκλώματα, αυτό που ήταν πιο
ορατό συνέδεε τις βόμβες που ήταν κρεμασμένες. Ένα δεύτερο κύκλωμα συνέδεε μια
σειρά βομβών που βρίσκονταν στο πάτωμα και συμπεριελάμβανε δύο μεγάλους
εκρηκτικούς μηχανισμούς. Οι τρομοκράτες μετακίνησαν το δεύτερο κύκλωμα κοντά σε
έναν από τους τοίχους. Η Ιρίνα Ναλντικόγεβα παρακολουθούσε και προσπαθούσε να
παραμείνει σε εγρήγορση. Έκανε μασάζ στον γιο της περιμένοντας για ένα σημάδι.
Λίγα λεπτά μετά τη
1.00 μ.μ.: Στο γυμναστήριο
Η έκρηξη ήταν μια βροντή, μια λάμψη ενέργειας και
θερμότητας κούνησε το γυμναστήριο. Είκοσι δύο δευτερόλεπτα αργότερα μια
δεύτερη έκρηξη ταρακούνησε ξανά στο γυμναστήριο. Η συνδυασμένη δύναμή τους ήταν
σφοδρότατη. Οι εκρήξεις πέταξαν έξω τα πλαστικά παράθυρα, γεμίζοντας τους
τοίχους με θραύσματα και εκτίναξαν ανθρώπους και ανθρώπινα μέλη σε όλο το
δωμάτιο.
Μία από τις εκρήξεις άνοιξε μια τρύπα πλάτους περίπου δύο
μέτρων σε έναν τοίχο που είχε πάχος 60 εκατοστά στέλνοντας τσιμεντόλιθους και
σοβάδες στο γκαζόν. Σήκωσε επίσης τη στέγη και τα δοκάρια της ανοίγοντας μια
γωνία του κτιρίου σαν ένα μύδι, πριν η βαρύτητα στείλει την οροφή κάτω. Μεγάλο μέρος
της έπεσε πάνω στους ομήρους που βρίσκονταν από κάτω.
Μεγάλος αριθμός ομήρων σκοτώθηκαν επί τόπου. Σώματα και μέλη
είχαν διασκορπιστεί σε όλο το γήπεδο του μπάσκετ. Οι περισσότεροι όμως επέζησαν
σε διάφορες καταστάσεις τραυματισμού. Στην αρχή δεν μπορούσαν να κουνηθούν. Πολλοί ήταν αναίσθητοι. Κάποιοι
είχαν παραλύσει από τον τρόμο. Άλλοι φοβούμενοι μια ακόμα έκρηξη έμειναν στο
πάτωμα. Τελικά ξεκίνησαν να κινούνται για να δραπετεύσουν.
Η Ντζέρα Κουντάγεβα το κορίτσι της πρώτης Δημοτικού που θα
χτυπούσε το κουδούνι, ήταν κοντά στην περιοχή της έκρηξης που διέλυσε τον
τοίχο. Κοιμόταν μαζί με την γιαγιά της Τίνα Ντουντίγεβα της οποίας το σώμα
φαίνεται ότι σηκώθηκε από την έκρηξη και την κάλυψε. Το παιδί σηκώθηκε και
βλέποντας το φως του ήλιου μέσα από την τρύπα βγήκε μέσα από τα τούβλα και τη
σκόνη στο γκαζόν. Άρχισε να τρέχει. Είχε πάει στο σχολείο με το καλό της φόρεμα
και λευκές κορδέλες. Τώρα της είχε απομείνει μόνο το εσώρουχο της, βρώμικη,
γεμάτη αίματα να τρέχει. Πέρασε την αυλή και έφτασε στους στρατιώτες που είχαν
περικυκλώσει το σχολείο. Ήταν ελεύθερη. Ο ήχος από τα αυτόματα όπλα άρχισε να
σηκώνεται.
H τρύπα στον τοίχο ήταν πλέον μια από τις διεξόδους. Η πίεση από τις
εκρήξεις είχε διαλύσει τα παράθυρα εκθέτοντας το γήπεδο στο φως και τον αέρα.
Οι όμηροι αντέδρασαν ενστικτωδώς. Ένας απελπισμένος αγώνας ξεκίνησε. Τα πρεβάζια βρίσκονταν περίπου στα δύο
μέτρα από το πάτωμα και σε όλο τον χώρο αυτοί που δεν ήταν σοβαρά
τραυματισμένοι έτρεξαν να ανέβουν και να πέσουν έξω στο χώμα.
Ο Κάρεν Μντιναράντζε ήταν αναίσθητος στο πάτωμα αλλά δεν τον
είχε χτυπήσει κάποιο θραύσμα. Ξύπνησε, άκουσε βογκητά και βρήκε τον εαυτό του
να περιβάλλεται από φρίκη. Ανθρώπινα μέλη είχαν πέσει παντού, δύο κορίτσια
δίπλα του είχαν καλυφθεί από ένα σχοινί εντέρων. Είδε ανθρώπους να ανεβαίνουν
στα παράθυρα, συγκέντρωσε την ενέργεια του, πήγε στο πρεβάζι και τους
ακολούθησε
Προσγειώθηκε στην αυλή και άρχισε να τρέχει μαζί με το
πανικόβλητο ανθρώπινο κοπάδι. Μια μητέρα τρέκλιζε μπροστά τραβώντας το μικρό
της αγόρι. Σφαίρες πέρασαν πάνω από τα κεφάλια τους. Έτρεξαν προς την απέναντι
γωνία της αυλής ακολουθώντας αυτούς που περνούσαν μέσα από μια τρύπα στον
φράχτη. Η μητέρα έπεσε κάτω. Ο γιος της σταμάτησε. "Μαμά" της
φώναξε. Ο Κάρεν έσκυψε και πήρε το παιδί με το δεξί του χέρι καθώς περνούσε
δίπλα του. Τον τράβηξε γερά σαν μια μπάλα. Έτρεξε προς το άνοιγμα στον φράχτη
και πέρασε μέσα από αυτό βγαίνοντας από τη γραμμή του πυρός. Δίπλα του
βρισκόταν ένα μικρό μεταλλικό γκαράζ. Έβαλε
εκεί το παιδί. Η μητέρα του
εμφανίστηκε στη γωνία. Δεν την είχαν πυροβολήσει. Είχε
απλά σκοντάψει. Έπεσε πάνω στο αγόρι της
κλαίγοντας. Στρατιώτες,
αστυνομικοί και ντόπιοι έτρεχαν σκυφτοί προς τη μεριά τους. Ο Κάρεν συνέχισε
κουτσαίνοντας, βλέποντας από το ένα μάτι, γεμάτος αίματα μέχρι που ένας άντρας
τον έπιασε και τον οδήγησε στον δρόμο σε ένα ασθενοφόρο που τον πήρε
μακριά.
H πρώτη δόση δραπετεύσεων είχε τελειώσει. Πίσω στο γυμναστήριο
η Αΐντα Αρτσεγκόβα στηριζόταν στον τοίχο απέναντι από μια μεγάλη βόμβα και είχε
παγώσει από τις εκρήξεις. Ένα κομμάτι από το ταβάνι είχε πέσει πάνω της. Είδε
τον μεγαλύτερο της γιο, Αρσεν, έντεκα ετών, να μπουσουλάει. Τον αναγνώρισε από
το μπλε του σλιπάκι το οποίο είχε διπλώσει δεκάδες φορές. Δεν είδε τον
μικρότερο της αγόρι. Έσπρωξε τα μπάζα και σκάναρε με τα μάτια της το δωμάτιο.
Που είναι ο Σοσλάν; Πυροβολισμοί ακούστηκαν. Ένας τρομοκράτης στεκόταν στην
πόρτα και φώναξε: "Όσοι είναι ζωντανοί και θέλουν να ζήσουν να μεταφερθούν
στο κέντρο του γυμναστηρίου".
Η Αΐντα κινήθηκε ανάμεσα στα πτώματα και τους θανάσιμα
τραυματισμένους ψάχνοντας τον Σοσλάν. Δεν ήταν μεταξύ τους. Ένα αγόρι περίπου
τεσσάρων ετών της είπε ότι έψαχνε για τη μητέρα του. Τον πήρε από το χέρι, τον
οδήγησε στην πόρτα και του είπε να περιμένει. Άλλο ένα αγόρι και
ένα κορίτσι περίπου δώδεκα ετών την πλησίασαν. "Φοβάμαι" της είπε το αγόρι. Το κορίτσι
είπε ότι η αδελφή της πέθαινε. Σφαίρες σφύριξαν μέσα στο γυμναστήριο, και το
έντονο κόκκινο των τροχιοδεικτικών. "Ξάπλωσε εδώ και περίμενε. Μπορεί να
σκοτωθείς" της είπε.
Οι τρομοκράτες συγκεντρώθηκαν στο χολ και ο Αμπντουλάχ
πλησίασε και διέταξε τους ομήρους να ακολουθήσουν. Σχημάτισαν μια γραμμή και
τους οδήγησε κάτω από το μεγάλο χολ στην καφετέρια, ένα ανοιχτό μπλε δωμάτιο
όπου ίσως σαράντα όμηροι κάθονταν ή είχαν ξαπλώσει στο πάτωμα. Οι τρομοκράτες κρύφτηκαν πίσω από
τα παράθυρα και πυροβολούσαν έξω. Κουβάδες νερό βρίσκονταν στο τραπέζι,
μπισκότα και αλατισμένο λάχανο. Τα παιδιά με τα κύπελλα τους έπαιρναν νερό. Μερικά
ήπιαν έξι ή επτά κύπελλα αδυνατώντας να σταματήσουν τη δίψα τους. Στη συνέχεια
άρχισαν να τρώνε με τα χέρια τους.
Ο Αμπντουλάχ διέταξε τις γυναίκες να πάνε στα παράθυρα. "Βάλτε και τα παιδιά εκεί" είπε. Η Αΐντα πάγωσε. Σφαίρες σφύριζαν και χτυπούσαν την πρόσοψη του τούβλινου τοίχου. "Αν τα παιδιά είναι στα παράθυρα δεν θα πυροβολούν και θα είστε ασφαλείς" είπε ο Αμπντουλάχ.
Έξι μεγάλα παράθυρα υπήρχαν στην πρόσοψη του σχολείου, το
καθένα με σιδερένια κάγκελα τα οποία απέτρεψαν τη διαφυγή. Η Αΐντα πήγε σε ένα
κεντρικό παράθυρο, σήκωσε ένα αγόρι που φαινόταν να είναι περίπου επτά, και τον
έβαλε στο περβάζι. Πήρε τη θέση της δίπλα του. Ήταν ένας πολύ ορατός στόχος, τα
μαύρα μαλλιά της έπεφταν στην κόκκινη μπλούζα. Τα πόδια της πατούσαν σε
σπασμένα γυαλιά. Οι Ρώσοι προχωρούσαν. Ο Αμπντουλάχ την διέταξε να τους
φωνάξει. Βρήκε ένα κομμάτι κουρτίνας και το κράτησε μέσα από τις ράβδους. Το κουνούσε.
Άλλες μητέρες χρησιμοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο. Δίπλα της η Λόρα
Καρκουζασβίλι, σερβιτόρα σε ένα τοπικό
εστιατόριο, κουνούσε μανιωδώς μια λωρίδα υφάσματος. Ήταν ανθρώπινες ασπίδες. "Μην πυροβολείτε" φώναξαν οι γυναίκες. "Μην πυροβολείτε".
1:10 μ.μ: Στο
γυμναστήριο και στην αίθουσα με τα βάρη
Ο Ατζαμάζ στάθηκε πάνω από τον αναίσθητο πατέρα του.
"Μπαμπά" φώναξε, "μπαμπά. O πατέρας του Καζμπέκ είχε παγώσει. Μέσα
σε όλη αυτή τη θολούρα άκουσε τον γιο του και θυμήθηκε τη συμφωνία που είχε με
την γυναίκα του. Έπρεπε να βγάλει έξω τον Ατσαμάζ. Άνοιξε τα μάτια του. Η βόμβα από πάνω τους δεν είχε σκάσει. Κρεμόταν ακόμα εκεί.
Είδε τον Ατσαμάζ και είδε τη σύζυγο του Ιρίνα να σέρνεται προς τον Μπατράζ, τον
μεγαλύτερο τους γιο που είχε κουλουριαστεί στο πάτωμα. Τον γύρισε. "Μπατίκ" ούρλιαξε.
Και τα δύο της τύμπανα είχαν σπάσει κάτι που έκανε και τη
δική της φωνή να μοιάζει πνιχτή. "Μπατίκ"
φώναξε. Δεν κινήθηκε. Φορούσε μόνο ένα μαύρο εσώρουχο. Αίμα έτρεχε από το αριστερό του γόνατο. "Μπατίκ". Το αγόρι κινήθηκε. Η
Ιρίνα τον ταρακούνησε προσπαθώντας να τον ξυπνήσει.
Οι επιζήσαντες κινούνταν. Στον απέναντι τοίχο παιδιά
έβγαιναν από το παράθυρο χρησιμοποιώντας το σώμα μιας ευτραφούς κυρίας σαν
σκαλοπάτι. Ένα ένα πατούσαν στο πτώμα και εξαφανίζονταν. Τροχιοδεικτικά
εμφανίστηκαν στην αίθουσα. Ο Καζμπέκ φοβήθηκε ότι θα πυροβολήσουν την
οικογένεια του.
Κάλυψε με τα χέρια του τον Ατσαμάζ και πήγε σκυφτός στην
αίθουσα με τα βάρη. Τον άφησε κάτω και είδε ότι το αγόρι είχε καλυφθεί από το
αίμα κάποιου άλλου. Ο Καζμπέκ έψαξε το σώμα του για τραύματα. Ένα κομμάτι από
τον αριστερό του πήχη έλειπε σαν να το είχαν βγάλει με ένα μεγάλο κουτάλι. Αίμα
έρεε από την πληγή. Το δεξί του ήταν επίσης τραυματισμένο. Μια σφαίρα το είχε
διαπεράσει.
Ένιωσε αδύναμος. Αν συνέχιζε να αιμορραγεί έτσι το ήξερε,
δεν είχε πολύ χρόνο. Τράβηξε μια πορτοκαλί κουρτίνα προς το μέρος του και
έφτιαξε επιδέσμους με τους οποίους προσπάθησε να σταματήσει την αιμορραγία. Το
κεφάλι του ήταν επίσης τραυματισμένο, είχε κοψίματα και εγκαύματα. Αφού έδεσε τα
χέρια του, έδεσε ένα κομμάτι και στο κεφάλι του φτιάχνοντας ένα φανταχτερό
τουρμπάνι. Κάθισε κάτω. Υπήρχαν τρία παράθυρα και το καθένα είχε σιδερένια
κάγκελα. Είχαν παγιδευθεί.
Περίπου μια ντουζίνα όμηροι ήταν στο δωμάτιο
συμπεριλαμβανομένης της Λαρίσα Κουντζιγεβα, της οικογένειας της και του
Σαμάτ, του μικρού γιου του Βαντίμ Μπολόγεφ. Η Λαρίσα ήταν στην είσοδο της
αίθουσας με τα βάρη τη στιγμή της πρώτης έκρηξης, στεκόταν δίπλα στον
Ιμπραγκίμ, έναν από τους τρομοκράτες. Η έκρηξη τον έριξε μαζί τους στο πάτωμα και
έμπλεξε τα πόδια τους. O Ιμπραγκίμ φαινόταν έκπληκτος. Μετά τη δεύτερη έκρηξη
ελευθερώθηκε από τη Λαρίσα και σηκώθηκε. "Μας ανατινάζετε;" τον
ρώτησε.
"Είναι οι δικοί σας" είπε.
Ο Ιμπραγκίμ αποσύνδεσε την βόμβα στην είσοδο και την άφησε
στο πάτωμα. "Σιγουρέψου ότι τα παιδιά δεν θα την αγγίξουν", της είπε
και έφυγε.
Οι τρομοκράτες είχαν αφήσει εξοπλισμό μέσα στην αίθουσα με
τα βάρη και η Λαρίσα έψαξε στα σακίδια τους. Βρήκε γλυκά, σταφίδες, ξεραμένα
βερίκοκα και μπισκότα. Έδωσε φαγητό στους ομήρους. Ενώ η μάχη κυλούσε γύρω τους
αυτοί καταβρόχθιζαν τις προμήθειες τον τρομοκρατών. Ένα αγόρι πλησίασε τη
Λαρίσα. "Πού είναι η μητέρα μου;" τη ρώτησε.
"Αυτή τη στιγμή είμαι σαν την μητέρα σου" του
είπε. "Κάτσε και φάε".
Ο Καζμπέκ έπεσε πάνω σε ένα στρώμα πάλης παλεύοντας να
διατηρήσει τις αισθήσεις του. Οι επίδεσμοί του
είχαν μουσκέψει. Πυροβολισμοί ακούγονταν από τα παράθυρα. Ήξερε ότι οι Ρώσοι στρατιώτες
πλησίαζαν. Σύντομα θα ρίξουν χειροβομβίδες από τα παράθυρα και μετά θα ρωτήσουν
ποιος είναι μέσα, σκέφτηκε. Η σύζυγος του
ήταν δίπλα. Αίμα έτρεχε από τα
αυτιά της. Ένα κόκαλο στον λαιμό της είχε σπάσει.
Το κτίριο έτρεμε από εκρήξεις και εκείνος νύσταζε. Είδε το πρόσωπο της Ιρίνα,
τα μάγουλα της, τα καστανά της φρύδια. Ήταν όμορφα.
"Μην πεθάνεις" του είπε.
1:25 μ.μ.: Στο γυμναστήριο
Η Ιρίνα Ναλντικόγεβα ήταν ξαπλωμένη ανάμεσα σε πτώματα για
τουλάχιστον είκοσι λεπτά και κάλυπτε τον γιο της Καζμπέκ. Η ανιψιά της, Βίκα
Ντζουτσέβα, δεκαπέντε ετών, ήταν δίπλα της με ένα αμάνικο μπλε φόρεμα και την
Αλάνα. Φλόγες απλώνονταν στο
ταβάνι. Τα παιδιά φορούσαν μόνο λερωμένα σλιπάκια.
Τα παιδιά κοιμούνταν στο πάτωμα τη στιγμή της πρώτης έκρηξης
και γλίτωσαν. Όμως η έκρηξη έστειλε θραύσματα στο πόδι της Ιρίνα. Η δεύτερη
έστειλε περισσότερο σίδερο αυτή τη φορά στον λαιμό και το σαγόνι της. Ήταν
ζαλισμένη και αβέβαιη για το τι να κάνει. Ελικόπτερα γύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους.
Ανησυχούσε ότι ένα θα χαλάσει και θα πέσει πάνω στο γυμναστήριο. Είχε δει να
βγάζουν έξω άλλους ομήρους και ήταν πολύ επιφυλακτική στο να ακολουθήσει τους
τρομοκράτες. Όμως ξέμενε από
επιλογές. Το γυμναστήριο είχε πάρει φωτιά.
Ο Αμπντουλάχ μπήκε ψάχνοντας για επιζώντες. "Αυτοί που
είναι ζωντανοί να σηκωθούν και να πάνε στην καφετέρια" φώναξε. Τα μάτια του συνάντησαν αυτά της Ιρίνα. Αυτό σήμαινε "εσύ".
Έπιασε τον Καζμπέκ από το χέρι, είπε στην Βίκα να πάρει την
Αλάνα και τον ακολούθησαν. Διαλυμένα πτώματα ήταν στοιβαγμένα σαν μια πλατιά
αψίδα γύρω από την τρύπα στον τοίχο. Τόσα πολλά που η Ιρίνα και η Βίκα
δυσκολεύονταν να βρουν χώρο να πατήσουν. Πολλές φορές έπρεπε να σηκώσουν τα παιδιά
πάνω από το κουβάρι.
Στο κεντρικό χολ η Βίκα έπεσε με την Αλάνα αλλά ένας
τρομοκράτης οδήγησε την Ιρίνα στην καφετέρια. Όταν κοίταξε μέσα είδε ματωμένους
ομήρους και τρομοκράτες να πυροβολούν από τα παράθυρα. Το ένστικτο της είπε να
κρυφτεί. Συνέχισε να κινείται προς την αίθουσα διδασκαλίας στον πάνω όροφο και
κρύφτηκε πίσω από την σκούρα κουρτίνα στην σκηνή. Περίπου είκοσι όμηροι ήταν
εκεί. Ένα κορίτσι πλησίασε την Ιρίνα, έσκισε ένα κομμάτι από το μαύρο της πουκάμισο
και της έδεσε το πόδι. Η Ιρίνα κρατούσε τον Καζμπέκ και περίμενε. Σφαίρες
χτυπούσαν τους εξωτερικούς τοίχους του σχολείου.
Πριν τις 2:00 μ.μ.:
Στο γραφείο του προπονητή
Με τόσους πολλούς ένοπλους τρομοκράτες μέσα, το Σχολείο Νο.
1 ήταν δύσκολο να προσεγγιστεί από τους διασώστες και τις Ειδικές Δυνάμεις,
ειδικά επειδή είχαν πιαστεί απροετοίμαστοι. Την στιγμή της πρώτης έκρηξης, δύο
τανκ T-72 είχαν σταθμεύσει με σβηστές μηχανές στην Οδό Κομιντέρνα, ένα μπλοκ
ανατολικά του σχολείου. Τα πληρώματά τους αντέδρασαν με μεγάλη έκπληξη καθώς άμαχοι
είχαν συγκεντρωθεί κοντά τους. Συζητούσαν τι πρέπει να κάνουν. Μέσα σε ένα
πενταώροφο κτίριο διαμερισμάτων με θέα στο γυμναστήριο από τα βορειοανατολικά,
μια ομάδα ελεύθερων σκοπευτών είχε επίσης πιαστεί στον ύπνο και έτρεξε στο μπαλκόνι
για να δει τι είχε συμβεί. Άρχισαν να πυροβολούν για να καλύψουν του ομήρους που
σκαρφάλωναν για να φύγουν. Μια ομάδα στρατιωτών των Ειδικών Δυνάμεων, οι οποίοι
είχαν σταλεί από την ζώνη ασφαλείας σε μια κοντινή βάση επέστρεψαν γρήγορα
μπαίνοντας σε μια μάχη που είχε ξεκινήσει ενώ ήταν εκτός θέσης.
Κατά μήκος της περιμέτρου που έλεγχε ένα αποδιοργανωμένο μείγμα
αστυνομικών της Οσετίας, τροχονόμων, στρατιωτών, πολιτών με όπλα και Ειδικών
Δυνάμεων η αταξία και η σύγχυση βασίλευαν. Κάποιοι άντρες διατάχθηκαν να
προχωρήσουν ενώ άλλοι άντρες δίπλα τους διατάχθηκαν να μην πυροβολήσουν.
Σταδιακά όμως κυριάρχησε ένα αίσθημα ότι η τελική μάχη είχε ξεκινήσει και οι
άντρες προχώρησαν. Ριπές από σφαίρες έπληξαν το σχολείο σηκώνοντας κόκκινη
σκόνη. Ακολούθησαν οι τραυματιοφορείς.
Μετά από μια ώρα οι Ρώσοι πίεζαν κοντά στο γυμναστήριο και ο
ήχος από τα πυρά τους ερχόταν από πολλές κατευθύνσεις. Είχαν αρχίσει να
μειώνουν τον αριθμό των τρομοκρατών και τους πίεζαν να βγουν από τα δωμάτια.
Πολλοί τρομοκράτες είχαν τραυματιστεί και άλλοι ήταν νεκροί. Το γυμναστήριο με
το φλεγόμενο ταβάνι ήταν πλέον αδύνατο να το υπερασπιστούν. Οι τρομοκράτες
οργανώθηκαν στην καφετέρια και έδιναν από εκεί τη μάχη τους, εκεί όπου τα
παράθυρα είχαν σιδερένιες μπάρες.
Γι' αυτό ήθελαν τους ομήρους σαν ασπίδες και ο Ιμπραγκίμ
επέστρεψε στην αίθουσα με τα βάρη και πήρε ένα γκρουμ που κρυβόταν εκεί. Ήταν
ένας νέος με μαύρα μαλλιά, έμοιαζε νεότερος από 25 και φορούσε ένα μπλουζάκι
και ένα γιλέκο με πυρομαχικά. Μπήκε στην αίθουσα και φώναξε στους ομήρους που
ήταν στο πάτωμα. Ο Καζμπέκ ήταν εκεί με τους πορτοκαλί επιδέσμους του και
έμοιαζε ετοιμοθάνατος. Άλλοι έδειχναν ικανοί να περπατήσουν.
"Αυτοί που θέλετε να ζήσετε, ελάτε" φώναξε. Κανείς
δεν απάντησε.
"Βγάλτε τους ανθρώπους έξω. Το ταβάνι έχει πάρει
φωτιά" είπε.
"Εσύ να φύγεις" του απάντησε η Λαρίσα "Εμείς
θα μείνουμε"
"Η οροφή θα καταρρεύσει" απάντησε.
Η Λαρίσα φοβήθηκε πως αν δεν ακολουθήσει τις εντολές του, ο
Ιμπραγκίμ θα αρχίσει να σκοτώνει. Οδήγησε ένα γκρουπ στην πόρτα και μαζί της
ήρθε και ο Ιβάν Κανίδης (φωτό), ο γυμναστής του σχολείου. Ο Ιμπραγκίμ τους
έγνεψε να κινηθούν παράλληλα με τον τοίχο και να σκύψουν στα παράθυρα ώστε να
μην δεχθούν κάποια σφαίρα. H θερμότητα εξαπλωνόταν από ψηλά. Φλεγόμενα κομμάτια από το ταβάνι έπεφταν. Η
κόρη της Λαρίσα, Μαντίνα κρατούσε τρία παιδιά στα χέρια της αλλά ένα αγόρι
έφυγε και έτρεξε να κρυφτεί ανάμεσα στους νεκρούς.
Ο Ιμπραγκίμ τους ανάγκασε να συγκεντρώσουν περισσότερους
ομήρους που είχε βρει ζωντανούς στο πάτωμα. Τους οδήγησε στην άκρη του
γυμναστηρίου, στο γραφείο του προπονητή. Από εκεί κοίταξε έξω να δει τι
μπορούσε να κάνει με τη ρωσική επίθεση. Όταν γύρισε ο Ιβάν Κανίδης επιτέθηκε.
Ο Ιβάν ήταν 74 ετών αλλά διατηρούσε την μυϊκή δύναμη ενός
δια βίου αθλητή. Με τα δύο δυνατά του χέρια έπιασε το όπλο του Ιμπραγκίμ και
προσπάθησε να του το πάρει. "Βγάλε τα
παιδιά έξω!" του φώναξε ο Ιβάν.
"Άστο γέρο αλλιώς θα σε σκοτώσω" γρύλισε ο
Ιμπραγκίμ.
Πάλευαν πιέζοντας και τραβώντας ο ένας τον άλλο γύρω από το
δωμάτιο. Κρατούσαν και οι δύο το όπλο. Μπάλες του μπάσκετ και άλλος αθλητικός
εξοπλισμός είχε πέσει το πάτωμα. Μετά από περίπου ένα λεπτό ο Ιβάν έπεσε πίσω
με το όπλο στα χέρια του. Ήταν ένας ευκίνητος άνδρας, μεγαλόσωμος αλλά
ευκίνητος με ένα όμορφα τριμαρισμένο γκρι μουστάκι. Πριν προλάβει να στρέψει
το όπλο στον Ιμπραγκίμ αυτός έβγαλε ένα πιστόλι και τον πυροβόλησε στο στήθος. Ο Ιβάν έμεινε ακίνητος. Ο Ιμπραγκίμ έσκυψε, πήρε
το όπλο από τα χέρια του νεκρού και κοίταξε την ομάδα. "Όλοι έξω", είπε.
Άρχισαν να περπατούν προς την καφετέρια. Η Κίρα
Γκουλντάγεβα, μια γιαγιά που ο Ιμπραγκίμ είχε μαζέψει από το γυμναστήριο, ανησυχούσε
και μόλις ο τρομοκράτης δεν κοιτούσε τράβηξε τον εγγονό της Γκεόρκι, έξι ετών,
σε μια τάξη. Η Λαρίσα και η Μαντίνα παρέμειναν υπό τον έλεγχο του Ιμπραγκίμ και
έφτασαν στην καφετέρια υπό την συνοδεία του.
Το μέρος ήταν φρικτό. Κάθε στοιχείο της πολιορκίας - από τη
σύλληψη των παιδιών στις επιβαλλόμενες συνθήκες αιχμαλωσίας τους ανάμεσα
στις βόμβες και τις δολοφονίες των πατέρων και των καθηγητών τους στην τάξη της
λογοτεχνίας, στις εκρήξεις που διέλυσαν ανθρώπους - ήταν μια βαθύτερη κατάδυση στη σκληρότητα, τη βία και τον σχεδόν
παραλυτικό φόβο. Τώρα είχαν φτάσει στο χειρότερο. Οι γυναίκες στέκονταν στα
παράθυρα, ουρλιάζοντας και κουνώντας λευκά πανιά. Σφαίρες χτυπούσαν τους
τοίχους. Σκόνη και καπνός είχε γεμίσει τον αέρα. Γυαλιά κάλυπταν το πάτωμα που
στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν γεμάτο με πτώματα. Το δωμάτιο βρωμούσε από
πυρίτιδα, σάπιο φαγητό και ιδρώτα. Οι τρομοκράτες πάλευαν μέσα στη θολούρα με
τις γενειάδες τους, έβγαζαν κραυγές, πυροβολούσαν και έδιναν εντολές. Η Λάρισα
είχε το γιο της, τον Ζάουρμπεκ, από το χέρι, και είχε κατανοήσει τις νέες συνθήκες στις οποίες βρίσκονταν. Η Μαντίνα είχε τα δύο παιδιά από την αίθουσα με τα βάρη. Δεν
γνώριζε τα ονόματά τους. Έτρεξαν σε μια γωνία κοντά στο δωμάτιο όπου έπλεναν τα
πιάτα όπου τουλάχιστον είκοσι άλλοι όμηροι είχαν στριμωχτεί. Δύο κορίτσια
προσπαθούσαν να χωρέσουν σε μια τεράστια κατσαρόλα για σούπα. Οι νεκρές
γυναίκες και τα παιδιά ήταν διασκορπισμένα στα πλακάκια της κουζίνας. Η
οικογένεια της Κουτζίγεβα έπιασε μια θέση στο πάτωμα.
Λίγο μετά τις 2.00
μ.μ.: Στην αίθουσα με τα βάρη
Ο Καζμπέκ Μισίκοφ προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Είχε
λιποθυμήσει από την απώλεια αίματος αλλά ο Ατσαμάζ τον επανέφερε ρίχνοντας του
νερό στο πρόσωπο. Ήξερε ότι πρέπει να πιέσει τον εαυτό του. Περίπου μια
ντουζίνα όμηροι παρέμειναν στην αίθουσα με τα βάρη, τρεις ήταν ενήλικες και
ήταν ο μόνος άντρας. Ζέστη και μια πορτοκαλί λάμψη ερχόταν από το γυμναστήριο.
Ήχοι μάχης έρχονταν απέξω. Βρίσκονταν σε ένα χαράκωμα, ξεχασμένοι αλλά
ζωντανοί.
Το κάγκελα στα παράθυρα απέκλειαν την επιλογή της
απόδρασης. Η Ιρίνα βρήκε ένα χαρτί και έγραψε με κόκκινο κραγιόν. DETI, η ρωσική λέξη για τα
"παιδιά". Το κράτησε στον παράθυρο ώστε να μην πυροβολούν. Ο Καζμπέκ
τρέκλισε δίπλα της, έβαλε το κεφάλι του στο παράθυρο όπου ήταν εκτεθειμένο.
"Υπάρχουν παιδιά εδώ" φώναξε "μην πυροβολείτε".
Φορούσε ένα ματωμένο τουρμπάνι και αναρωτήθηκε αν θα τον
περάσουν για Άραβα. Κοιτώντας στο στενό δρομάκι είδε τον τοπικό εισαγγελέα να
τον κοιτάζει κι αυτός. Και οι δύο
ήταν έκπληκτοι. "Άλαν!" είπε ο Καζμπέκ. Ο εισαγγελέας έτρεξε στο
παράθυρο. "Τι
μπορούμε να κάνουμε" τον ρώτησε.
Τον συνόδευε ένας άντρας με όπλο και ο Καζμπέκ του ζήτησε να
σημαδεύει την πόρτα σε περίπτωση που κάποιος τρομοκράτης επέστρεφε. Ήταν
αδύναμος αλλά κατάφερε να σηκώσει ένα σίδερο και να τους το δώσει μέσα από τα
κάγκελα. Οι άντρες απέξω το χρησιμοποίησαν σαν λοστό και έβγαλαν το πλαίσιο.
Μια διαδρομή διαφυγής είχε ανοίξει. Η Ιρίνα άρχισε να δίνει τα παιδιά. Πρώτα τα
μικρά και μετά οι ενήλικες τη βοήθησαν με ένα έφηβο κορίτσι που είχε καεί
άσχημα. Όταν και το τελευταίο παιδί ήταν έξω ακολούθησαν και οι ενήλικες.
Οι Μισίκοφ εμφανίστηκαν πίσω από το σχολειό. Στρατιώτες τους
προσπέρασαν πηγαίνοντας στην αντίθετη πορεία. Βιάζονταν να μπουν στο κτίριο από
την τρύπα που είχαν δημιουργήσει. Η φωτιά στην οροφή του γυμναστηρίου που
προχωρούσε αργά πλέον ήταν μια πύρινη λαίλαπα. Καπνός σηκώθηκε πάνω από
τη γειτονιά.
Ο Καζμπέκ ξάπλωσε σε ένα φορείο και έχασε τις αισθήσεις του.
Τα παιδιά περνούσαν από διασώστη σε διασώστη σε μια αλυσίδα. Ο Ατσαμάζ πέρασε μαζί
με τους άλλους μέχρι που κατέληξε στα χέρια του Σλάβικ, του θείου του, ένα πρόσωπο που γνώριζε μέσα σε αυτό το χάος. Πιάστηκε από τον άντρα και του είπε: "Ο μπαμπάς
μου υποσχέθηκε ότι μπορώ να πιω Κόκα-Κόλα".
Μετά τις 2.00 μ.μ.:
Στην καφετέρια
Λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά αφότου η Ιρίνα Ναλντικόγεβα
και ο γιος της είχαν βρει καταφύγιο στο αμφιθέατρο, οι τρομοκράτες τους ανάγκασαν να κατέβουν στην καφετέρια και αντίκρισαν την εικόνα της δυστυχίας που υπήρχε
εκεί. Οι όμηροι συνωστίζονταν στο δωμάτιο, μερικώς ντυμένοι, λερωμένοι,
τραυματισμένοι από θραύσματα, πυροβολημένοι, καμένοι, αφυδατωμένοι και
ζαλισμένοι. Η Ιρίνα είδε την ανιψιά της Βίκα να έχει καταρρεύσει κάτω από ένα
παράθυρο. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της μπλεγμένα και ιδρωμένα. "Πού είναι η
Αλάνα;" τη ρώτησε.
"Εδώ" απάντησε η Βίκα και έδειξε ένα παιδί, γυμνό
εκτός από το βρώμικο σλιπάκι του, κουλουριασμένο κάτω από ένα τραπέζι.
Σφαίρες έρχονταν από τους Ρώσους που πυροβολούσαν. Η Ιρίνα
άρπαξε τα παιδιά της και προχωρούσαν κατά μήκος του πατώματος, σταματώντας σε έναν
μεγάλo
καταψύκτη, βαριανάσαιναν. Ένας τρομοκράτης της έδωσε έναν κουβά νερό, τον
πήρε και έδωσε σε κάθε παιδί να πιει. Έπιναν αχόρταγα. Στο τέλος ήταν η σειρά
της και έβαλε τον κουβά στα χείλη της, έριξε το δροσερό νερό στην γλώσσα της και
ανυπομονούσε να φτάσει στον ξεραμένο της λαιμό. Όμως το νερό χύθηκε πάνω στην
λουλουδάτη μπλούζα της. Η Ιρίνα δεν κατάλαβε και έπιασε το πηγούνι της στο
σημείο που το θραύσμα την είχε χτυπήσει. Το κάτω μέρος του στόματος της ήταν
μια ανοικτή τρύπα. Το αίμα και το νερό μούλιασαν το σώμα της. Έβαλε τον κουβά
στην άκρη.
Γύρω της βρίσκονταν τουλάχιστον έξι νεκρά παιδιά και ήξερε
ότι αυτό το μέρος δεν ήταν ασφαλές. Σύρθηκε στο δωμάτιο που έπλεναν τα πιάτα
και έβαλε τα παιδιά να μπουν κάτω από τους νιπτήρες. Έβαλε το
σώμα της μπροστά τους. Οι σφαίρες συνέχισαν να έρχονται. Κάποιες χτυπούσαν στο σιδερένιο
πλαίσιο ή τα κάγκελα του παραθύρου και εξοστρακίζονταν. Μια γρατζούνισε τον
νεροχύτη που βρισκόταν πάνω από τον γιο της.
Ένας τρομοκράτης βρισκόταν με την πλάτη στο πάτωμα, ακίνητος
με το στόμα ανοιχτό, έβλεπες το χρυσό του δόντι. Το κεφάλι του είχε επιδέσμους.
Στα ντουλάπια που βρίσκονταν κοντά στο πάτωμα βρίσκονταν κι άλλα παιδιά, είχαν κρυφτεί δίπλα στις κατσαρόλες και τα τηγάνια. Ο τρομοκράτης σηκώθηκε ξαφνικά
και επέστρεψε στη μάχη. Στην άλλη πλευρά της πόρτας η Λόρα Καρκουζασβίλι
στεκόταν σε ένα παράθυρο. η Αΐντα Αρτσεγκόβα ήταν στα δεξιά της. Ο Αμπουντουλάχ
πυροβολούσε και έσκυβε κινούμενος ανάμεσα στους. Ο Ιμπραγκίμ βρισκόταν στη
γωνία, πυροβολούσε μέσα από τα κάγκελα, τα χέρια του ήταν γεμάτα αίμα. Μια ριπή
σφαιρών ήρθε απ' έξω. Η Λόρα χτυπήθηκε στο στήθος, έπεσε και δεν κινήθηκε. Η
Αΐντα στεκόταν, φώναξε και κουνούσε το κουρέλι. Ένα αγόρι καθόταν δίπλα της,
εκτεθειμένο. "Μην πυροβολείτε" ούρλιαζε η Αΐντα.
Η Αΐντα βρισκόταν στο παράθυρο για τουλάχιστον είκοσι λεπτά και με κάποιο τρόπο οι σφαίρες δεν είχαν πετύχει ούτε την ίδια, ούτε το παιδί. Δεν
ήξερε το όνομα του, είχε μιλήσει μόλις μια φορά. "Δεν θέλω να πεθάνω"
είχε πει. Σε κάθε ευκαιρία τον έβαζε στο πάτωμα. Πάντα ο Αμπντουλάχ της έλεγε
να τον βάλει πίσω. Αλλά ο Αμπντουλάχ κοιτούσε αλλού για μια ακόμα φορά και η
Αΐντα κατέβασε το παιδί από το πρεβάζι και το έβαλε κάτω από ένα τραπέζι.
Σηκώθηκε όρθια και ένιωσε ένα τεράστιο χαστούκι στην αριστερή πλευρά του προσώπου
της. Η πρόσκρουση γύρισε το κεφάλι της. Μεγάλο κομμάτι από το
σαγόνι της έφυγε. Είχε χτυπηθεί. Κοίταξε τον Αμπντουλάχ που
την χρησιμοποιούσε ως κάλυψη. "Μπορώ να
καθίσω τώρα" προσπάθησε να
του πει. "Είμαι άσχημα". "Δεν
με νοιάζει αν είσαι άσχημα ή καλά" της απάντησε. "Μείνε όρθια αν θες
να ζήσεις". Ήταν ζαλισμένη. Έγινε μια
έκρηξη. Η Αΐντα έπεσε.
Όλοι ήταν τραυματίες, κουλουριασμένοι ή νεκροί. Ένας δυνατός
μεταλλικός ήχος ακούστηκε απ' έξω και ο πύργος ενός τανκ Τ-72 εμφανίστηκε στον
φράχτη που οριοθετούσε την περιοχή του σχολείου. Η κάννη του έλαμψε. Ένα μπουμ που τράνταξε το κτίριο. Ολόκληρη η
πρόσοψη κουνήθηκε. Σκόνη έπεσε από το ταβάνι.
Το βλήμα χτύπησε ένα άλλο δωμάτιο.
Στο μέσα του
απογεύματος: Στο γυμναστήριο
Υποχωρώντας από τις φλόγες, τα πυρά των ελευθέρων σκοπευτών
και του πυροβολικού οι τρομοκράτες αποσύρθηκαν από το γυμναστήριο. Το μέρος
όπου είχαν περιορίσει πάνω από 1.100 άτομα, ο χώρος με τον πλέγμα βομβών δεν
ήταν πλέον δικό τους. Οι φλόγες σάρωναν την σκεπή του. Από κάτω τους, στο γήπεδο
μπάσκετ πτώματα και σοβαρά τραυματίες ήταν διασκορπισμένοι σε όλο το πάτωμα,
ημίγυμνοι ή μόνο με το εσώρουχο τους, σε στάσεις αφύσικες. Η ζέστη έκαιγε τον
χώρο.
Για αρκετή ώρα κανείς δεν κινήθηκε αλλά κάποια στιγμή η
Μαρίνα Κανούκοβα, μια δασκάλα της πρώτης τάξης που προσποιούνταν τη νεκρή μαζί
με ένα κορίτσι της τρίτης, έκανε μια κίνηση. Η ζέστη ήταν πλέον υπερβολική και
άκουσε τη φωνή ενός στρατιώτη να λέει σε όσους είναι ζωντανοί να συρθούν προς
ένας ασφαλές μέρος. Τα πτώματα ήταν τόσο πολλά που δεν μπορούσες να περάσεις
από πάνω τους, έτσι πήρε το παιδί από το χέρι και με τις φλόγες να ουρλιάζουν
πάνω το κεφάλι τους πέρασαν μέσα από τους νεκρούς προς το δωμάτιο με τα βάρη.
Εκεί βρήκαν στρατιώτες και ντόπιους που τους οδήγησαν να βγουν από το παράθυρο.
Πίσω της κατά διαστήματα κομμάτια από τη στέγη έπεφταν πάνω στους τραυματίες και τους
νεκρούς. Ο αέρας ήταν γεμάτος από την οσμή του καμένου πλαστικού, των καμένων
μαλλιών και της καμένης σάρκας.
Συνοδευόμενο από τις Ειδικές Δυνάμεις ένα όχημα BTR-80 έφτασε στη δυτική
πλευρά του γυμναστηρίου. Ένα θωρακισμένο όχημα με οκτώ τροχούς με ένα πολυβόλο 14,5 χιλιοστών στον
πύργο του. Προχώρησε προς την πόρτα απ' όπου είχαν βάλει τους ομήρους μέσα στο
κτίριο. Το όπλο του πυροβόλησε και στη συνέχεια εμβόλισε τον τοίχο.
Στρατιώτες και ντόπιοι σκαρφάλωσαν στον μπάνιο και
ελευθέρωσαν μια ομάδα ομήρων που ούρλιαζαν τρομοκρατημένοι. Κάποιοι ήταν
γεμάτοι αίματα και ακαθαρσίες. Η ομάδα των στρατιωτών προχώρησε στο εσωτερικό του
σχολείου. Οι Ρώσοι ήταν επιτέλους μέσα, είχαν καταλάβει τις δύο άκρες του
γυμναστηρίου. Η επίθεση τους είχε έρθει αργά. Στο γήπεδο του μπάσκετ, μπροστά
τους, βρίσκονταν εκατοντάδες φλεγόμενα κορμιά.
Απόγευμα: Στην
καφετέρια
Οι επιζώντες είχαν στριμωχτεί στη γωνία στην αίθουσα
πλυσίματος πιάτων, περίπου είκοσι πέντε άνθρωποι μέσα σε ένα μικρό χώρο. Οι
σφαίρες συνέχιζαν να έρχονται. Ένας θόρυβος ακουγόταν κατά μήκος του εξωτερικού
τοίχου. Παρατήρησαν ότι οι σιδερένιες ράβδοι στο παράθυρο στην αριστερή γωνία
είχαν βγει. Τρεις Ρώσοι κομάντος μπήκαν μέσα.
Ήταν μια τριάδα που κουβαλούσε όπλα και φορούσε γιλέκα και
κράνη. Στάθηκαν ανάμεσα στους νεκρούς και τους τραυματίες με τα όπλα τους
έτοιμα. Αίμα, σπασμένα γυαλιά και κάλυκες στα πόδια τους. Ο ένας αιμορραγούσε
στο ένα χέρι. "Που είναι οι μπάσταρδοι;" ψιθύρισε.
Μια πόρτα στους χώρους αποθήκευσης άνοιξε, ο Ιμπραγκίμ ήταν
εκεί. Ταυτόχρονα οι κομάντος και οι τρομοκράτες άνοιξαν πυρ πάνω από τους
ομήρους. Ο Ιμπραγκίμ έφυγε, μετά εμφανίστηκε πάλι κρατώντας δύο χειροβομβίδες.
Οι σφαίρες τον χτύπησαν και τις άφησε να πέσουν.
Ο χρόνος φάνηκε να επιβραδύνεται.
Η Λάρισα Κουντζίγεβα κοίταξε μια από τις χειροβομβίδες, λεία,
μεταλλική, οβάλ στο μέγεθος ενός λεμονιού.
Πέρασε από πάνω της, έπεσε στο πάτωμα και αναπήδησε στο πλακάκι της
κουζίνας πηγαίνοντας προς τους στρατιώτες. Ο γιος της ήταν από κάτω της και η κόρη
της δίπλα της. Έσφιξε το αγόρι, έβαλε το πόδι και το χέρι της πάνω του και έβαλε
το άλλο χέρι της στο πρόσωπο της κόρης του.
Μια χειροβομβίδα είναι λίγη εκρηκτική ύλη που περιβάλλεται από ένα μεταλλικό κέλυφος του
οποίου η έκρηξη ελέγχεται από μια ασφάλεια και γίνεται με λίγα δευτερόλεπτα
καθυστέρηση. Όταν η ύλη εκρήγνυται, καταστρέφει το μεταλλικό εξωτερικό, μετατρέποντάς
το σε θραύσματα που φεύγουν με τεράστια ταχύτητα και τα συνοδεύει ένα ωστικό
κύμα και θερμότητα. Μπορεί να σκοτώσει έναν άνδρα σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων.
Εδώ η απόσταση ήταν λιγότερο από έξι.
Η χειροβομβίδα έσκασε.
Αφού την χτύπησε αυτό το κύμα μετάλλων, η Λάρισα ήταν
εγκλωβισμένη σε κάτι σαν σιωπή, μια κατάσταση στην οποία η απουσία του ήχου είχε
σκεπαστεί από το κουδούνισμα στα αυτιά της. Ένιωθε να ακούει το αποτέλεσμα του
χτυπήματος σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι. Πόσο εύκολο είναι να πεθάνεις, σκέφτηκε.
Αλλά δεν πέθανε, όχι αμέσως, και σαν σε ένα όνειρο έβαλε το χέρι στον γιο της,
που βρισκόταν από κάτω της. Ήταν ζωντανός. "Μαμά", είπε. "Μαμότσκα".
Τα θραύσματα είχαν χτυπήσει τη δεξιά πλευρά του προσώπου της
διαλύοντας μεγάλο κομμάτι και καταστρέφοντας το δεξί της χέρι. Η Λαρίσα δεν
ήθελε το αγόρι να δει σε τι κατάσταση είναι και γύρισε το πρόσωπο της και
προσπάθησε να το κρύψει με το χέρι. Με τα δάχτυλα της ένιωσε υγρή σάρκα και
κόκαλο. Τα θραύσματα από τα κόκαλα της ήταν τόσο αιχμηρά που την τρύπησαν.
Λιποθύμησε.
Η κόρη της σύρθηκε προς αυτή. Η δασκάλα δίπλα στη Λαρίσα
είχε χάσει ένα πόδι. Ένας από τους κομάντο ήταν νεκρός. Τα παιδιά που ήταν μαζί
με την Μαντίνα ήταν νεκρά. Ένας γείτονας της Λαρίσα ήταν νεκρός. Ένας ακόμα
δάσκαλος επίσης νεκρός.
Το φρικτό χάος εκτεινόταν μέσα στο δωμάτιο. Η Λαρίσα
φαινόταν νεκρή αλλά η Μαντίνα τσέκαρε τον σφυγμό της και βρήκε ζωή.
Περισσότεροι κομάντος μπήκαν μέσα. Είπαν στους επιζώντες να τους ακολουθήσουν. "Η
μητέρα μου είναι ακόμα ζωντανή" είπε η Μαντίνα.
"Θα την φροντίσουμε" της απάντησε ένας στρατιώτης.
Η Μαντίνα σήκωσε τον μικρό της αδελφό, τον έδωσε σε έναν
άντρα που βρισκόταν έξω από το παράθυρο. Την βοήθησε να βγει και αυτή και τα
αδέλφια έτρεξαν προς τη γειτονιά. Είχαν σωθεί.
Μέσα στο δωμάτιο πλύσης των πιάτων, η Ιρίνα Ναλντικόγεβα είχε
νιώσει τον τοίχο να τραντάζεται αλλά παρέμεινε πάνω από τα παιδιά της, τα
κρατούσε αβέβαια για το τι είχε συμβεί. Υπήρχαν δύο πόρτες στο μικρό δωμάτιο
και μετά από λίγα λεπτά το κεφάλι ενός άντρα εμφανίστηκε σε μια από αυτές. Ήταν ένας κομάντο. Φορούσε κράνος. Ήταν ιδρωμένος. Η Ιρίνα κατάλαβε, οι Ρώσοι είχαν μπει. Τα παιδιά που κρύβονταν στα
ντουλάπια το κατάλαβαν επίσης. Πετάχτηκαν έξω, έτρεξαν περνώντας από τον
στρατιώτη ψάχνοντας έξοδο διαφυγής.
Η Ιρίνα ακολούθησε τον Καζμπέκ και την Αλάν, έξω από την
πόρτα, πέρα από τα κατακρεουργημένα πτώματα στο παράθυρο. Έδωσε έξω
τα παιδιά και
μετά σκαρφάλωσε. Ήταν έξω, στον αέρα του φθινοπώρου και στεκόταν στο γρασίδι. Περπάτησε με δυσκολία και έστριψε στη γωνία στο πρώτο
σπίτι στην Οδό Κομιντέρνα. Δεν ήξερε πού είναι είχαν πάει τα παιδιά της. Κάθισε.
Κάποιος ήρθε και την πήρε μακριά από εκεί.
Αργά το απόγευμα: Σε
μια τάξη
H Kίρα
Γκουλντάγεβα κρυβόταν με τον Γκεόργκι σε μια αίθουσα καθώς οι ήχοι από τους
πυροβολισμούς πύκνωναν και χαλάρωναν. Έξι καλάσνικοφ κοντά στον τοίχο και ρούχα
παραλλαγής πεταμένα στον δωμάτιο. Οι τοίχοι ήταν σημαδεμένοι με αίμα. Φαινόταν
λες και οι τραυματισμένοι τρομοκράτες συγκεντρώνονταν εδώ. Η Κίρα τράβηξε κοντά της
τον Γκεόργκι.
Ήταν ένα μικρόσωμο αγόρι και φορούσε μόνο σλιπάκι. Τον
τσέκαρε για πληγές και βρήκε ότι μικρά θραύσματα είχαν μπει στην πλάτη και στα πόδια του. Σταγόνες αίματος έβγαιναν από κάθε τραύμα. Οι δικοί της
τραυματισμοί ήταν πολύ χειρότεροι, ένας κατάλογος των όσων κινδύνων βίωσε το
απόγευμα: Την πυροβόλησαν δύο φορές και η μια σφαίρα πέρασε μέσα από το χέρι
της. Θραύσματα είχαν χτυπήσει τον ώμο της και είχε εγκαύματα.
Καθόταν επί αρκετή ώρα φοβούμενη ότι οι τρομοκράτες μπορεί
να επιστρέψουν και αναρωτιόταν πότε θα φτάσουν σε αυτούς οι διασώστες.
"Μείνε εδώ" είπε στο αγόρι και πήγε στην πόρτα.
Ένας Ρώσος στεκόταν στην άλλη άκρη του χολ. Κοίταξαν και
εκτίμησαν ο ένας τον άλλο, δύο πρόσωπα μέσα στο χάος, Έτρεξε προς αυτή.
Όταν βγήκε στον ανοιχτό χώρο ξεκίνησαν πυροβολισμοί. Μια
σφαίρα χτύπησε το κεφάλι του. Τρέκλισε, έριξε το όπλο του, έπιασε το κράνος του
και κατέρρευσε. Δεν κινούνταν. Το όπλο που έπεσε, είχε στραφεί προς την Κίρα
και του Γκεόργκι. Πήρε μια σανίδα και το έσπρωξε μακριά.
Ένας ακόμα στρατιώτης εμφανίστηκε και στηρίχτηκε στον τοίχο.
Ήταν επίσης τραυματισμένος. "Ξαπλώστε κάτω" του είπε και άρχισε να
βάζει έναν επίδεσμο στο πόδι του. Ένα μικρόφωνο κρεμόταν από τον λαιμό του στο
οποίο μίλησε με κοφτό τόνο. Περισσότεροι στρατιώτες μπήκαν. Το
σχολείο πλέον περνούσε σε
ρωσικό έλεγχο.
Έβαλαν την Κίρα και τον Γκεόργκι σε φορεία και τους πέρασαν
από ένα παράθυρο. Την μετέφεραν και την άφησαν στο έδαφος. "Που είναι το αγόρι;" ούρλιαζε.
"Που είναι το
αγόρι;".
Αργά το απόγευμα:
Στην καφετέρια
Η Λαρίσα Κουντζίγενα ξύπνησε και δεν ήταν σίγουρη πόση ώρα
είχε περάσει στο πάτωμα. Οι όμηροι κοντά της ήταν όλοι νεκροί. Προσπάθησε να
κουνηθεί αλλά ένιωθε ότι κάποιος καθόταν πάνω στο δεξί της χέρι. Μεγάλο μέρος
του προσώπου της είχε διαλυθεί, στρατιώτες περνούσαν δίπλα της σαν να ήταν ένα
πτώμα. Έμοιαζαν πιο ήρεμοι έχοντας πλέον τον έλεγχο του χώρου. Ένας στάθηκε από
πάνω της, μια θολή μορφή. Σήκωσε το χέρι της για να σκουπίσει το αίμα από τα
μάτια της. Την κοίταξε με έκπληξη. "Κοπελιά δείξε υπομονή" είπε
"Θα φέρουν ένα φορείο".
Η φωνή του ακούστηκε γεμάτη καλοσύνη. Αν με λέει κοπελιά
όταν είμαι σε τέτοια κατάσταση, σκέφτηκε, μπορώ να περιμένω. Αποκοιμήθηκε.
Αργά το βράδυ: Σε δωμάτιο νοσοκομείο στο Βλαντικαφκάζ
Ο Νικολάι Αλμπέγκοφ έφτασε στην πόρτα και κοίταξε την
γυναίκα του γιου του. Ήταν εξήντα έξι χρονών, συνταξιούχος οδηγός φορτηγού, και
έμοιαζε νευρικός. Η λεπτή φιγούρα της Ιρίνα Ναλντικόγεβια, της νύφης του,
κείτονταν στο κρεβάτι. Το κεφάλι της και ο λαιμός της ήταν τυλιγμένα με γάζες.
Έμοιαζε χαμένη από τα παυσίπονα. Στο χέρι της βρισκόταν ένας ορός.
Στο Μπεσλάν και το Βλαδικαφκάζ ένας νέος τρόμος ξεκινούσε.
Το νεκροτομείο του Μπεσλάν είχε πλέον γεμίσει ασφυκτικά και τα πτώματα
τοποθετούνταν στο γρασίδι. Το νεκροτομείο του Βλαδικαφκάζ έπρεπε να δεχτεί όλο
και περισσότερους σορούς που περίμεναν να ταυτοποιηθούν.
Η φυγή και οι διασώσεις που σημειώθηκαν έξω από το σχολείο
ήταν τόσο γρήγορες και ανοργάνωτες που πολλές οικογένειες δεν ήταν σίγουρες αν
οι γυναίκες και τα παιδιά τους είχαν επιβιώσει. Οι οικογένειες άκουγαν επίσης
και για απανθρακωμένες σορούς που είχαν εγκλωβιστεί στο γυμναστήριο κάτω από
την σκεπή που κατέρρευσε. Οι ζωντανοί περιφέρονταν ανάμεσα στους νεκρούς,
κοιτάζοντας όσους δεν διεκδικούσε κανείς, ψάχνοντας για τους δικούς τους.
Η οικογένεια του Νικολάι είχε απαλλαχθεί από αυτό. Για εννέα
χρόνια η Ιρίνα ζούσε στο σπίτι του. Είχε χαρίσει στην οικογένεια έναν γιο και
μια κόρη και έκανε αρκετές από τις καθημερινές δουλειές. Ο Νικολάι είχε ένα από
τα πιο παραδοσιακά σπίτια στο Μπεσλάν και σύμφωνα με τα ορεινά έθιμα στα οποία ήταν πιστός, αυτός ήταν ο
«khozyain», ο γηραιότερος του σπιτιού. Η Ιρίνα δεν επιτρεπόταν να του απευθύνει
τον λόγο. Δεν του μιλούσε ποτέ, εκτός αν ο ίδιος την είχε ρωτήσει κάτι. Ποτέ
δεν είχαν αγκαλιαστεί.
Στάθηκε στην πόρτα φορώντας ένα κοστούμι, ένας
σκληροτράχηλος, δυνατός μεγάλος άντρας φορώντας τα καλύτερα ρούχα του, και
παρατηρούσε την γυναίκα που είχε έρθει στο σπίτι του. Δεν ήξερε ακόμα τι είχε
συμβεί στο σχολείο. Αλλά αυτή είχε σώσει την οικογένειά του. Δάκρυα έτρεχαν στο
σκούρο πρόσωπό του. Προχώρησε προς το κρεβάτι της, βρήκε ένα σημείο στο πρόσωπό
της που δεν είχε γάζες και τη φίλησε.
4 Σεπτεμβρίου, βράδυ:
Σε δωμάτιο νοσοκομείο στο Βλαντικαφκάζ
Ο γιατρός παρακολουθούσε την Λαρίσα Κουντζίγιεβα. Την είχαν
εγχειρίσει δύο φορές, αλλά παρέμενε σε κώμα. Τα θραύσματα είχαν ανοίξει πολλές
πληγές στο κορμί της. Οι μεταγγίσεις αίματος που της έκαναν συνεχώς στέρευαν. Η
πίεση στο αίμα της είχε φτάσει σε οριακά χαμηλό σημείο. Ήταν πολύ κοντά στον
θάνατο. Το νοσοκομείο ήταν γεμάτο ασθενείς και τελικά έπρεπε να αφήσουν τη Λαρίσα να «φύγει». Οι νοσοκόμες την έπλυναν
και της έβαλαν ένα ταμπελάκι στο δάκτυλο του ποδιού της.
Αλλά η Λαρίσα δεν πέθανε και αρκετές ώρες μετά ένας άλλος
γιατρός την βρήκε ζωντανή στο σημείο που την είχαν αφήσει να πεθάνει.
Ξημερώνοντας η 4η Σεπτεμβρίου μπήκε ξανά στο χειρουργικό τραπέζι. Ένα μεγάλο
μέρος της κόγχης του ματιού της έλειπε. Η δεξιά πλευρά του προσώπου της ήταν
κατεστραμμένη. Το δεξί της χέρι ήταν παντού σκισμένο και σπασμένο σε τρία
σημεία. Το μεσαίο της δάχτυλο είχε σπάσει. Η πλευρά αυτή είχε απορροφήσει το
ωστικό κύμα και τα χτυπήματα από τα θραύσματα. Όμως, τα κομμάτια του μετάλλου
δεν είχαν καταφέρει να τρυπήσουν την βασική της αρτηρία και τον δεξί της
πνεύμονα. Πριν ξημερώσει, η κατάστασή της είχε σταθεροποιηθεί.
Πλέον ήταν σχεδόν ξύπνια. Ο χειρούργος την ρωτούσε κάνοντας
μια απλή νευρολογική εξέταση.
"Πότε είναι τα γενέθλια σου;" ρώτησε.
"Στις 14" είπε.
"Ποιου μήνα".
"Του Μαΐου" είπε. Ήταν αλήθεια αλλά δεν ήταν.
"Όχι, ξέχνα αυτή την ημέρα" είπε ο γιατρός.
"Τα γενέθλια σου είναι πλέον την 4η Σεπτεμβρίου".
Επίλογος:
Η ομηρία στο Μπεσλάν
είχε το μεγαλύτερο κόστος σε ανθρώπινες ζωές από κάθε άλλη σύγχρονη
τρομοκρατική επίθεση και βρίσκεται πίσω μόνο από την επίθεση στους Δίδυμους
Πύργους. Οι πράξεις των τρομοκρατών και οι τελείως ανοργάνωτες προσπάθειες
σωτηρίας είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 331 ανθρώπων χωρίς να υπολογίζονται οι
31 τρομοκράτες που ισχυρίζεται ότι σκότωσε η ρωσική κυβέρνηση. Ανάμεσα σε
αυτούς που πέθαναν, οι 186 ήταν παιδιά και οι 10 μέλη των Ειδικών Δυνάμεων της
Ρωσίας, των οποίων οι προσωπικές πράξεις θάρρους και αυτοθυσίας υπονομεύτηκαν
από την ανικανότητα της κυβέρνησής τους να αντιμετωπίσουν τους
τρομοκράτες. Πάνω από 700 ακόμα άνθρωποι
τραυματίστηκαν, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν παιδιά.
Η ομηρία τελείωσε χωρίς κανέναν νικητή. Η πίστη απέναντι
στην ρωσική κυβέρνηση και τις ικανότητες των δυνάμεων ασφαλείας να προστατέψουν
τους πολίτες κλονίστηκε. Η στάση συμπάθειας για την ανεξαρτησία της Τσετσενίας
διαλύθηκε. Ακόμα και κάποιοι από τους Τσετσένους αυτονομιστές, άντρες που
ορκίζονταν πίστη στον Σαμίλ Μπασάγιεφ, αμφισβήτησαν την χρησιμότητα και την
λογική μιας τέτοιας κίνησης, αν και η παράνομη κυβέρνηση των επαναστατών,
ασύνετα, δεν αποστασιοποιήθηκε από τον Μπασάγιεφ, τον οποίο μάλιστα διόρισε ως
αναπληρωτή πρωθυπουργό το 2005. Η αποδοχή μιας τέτοιας θέσης, άσχετα από την
πρότερη υπεροχή του ως αντάρτης, δυσφήμισε τους αυτονομιστές και υπήρξε αιτία
για τον εξευτελισμό τους.
Τα κοινοβούλια της Ρωσίας και της Βόρειας Οσετίας ξεκίνησαν
έρευνες σχετικά με τις τρομοκρατικές ενέργειες, οι οποίες μέχρι στιγμής έχουν
οδηγήσει σε ασαφή συμπεράσματα και έχουν προκαλέσει καταγγελίες για συγκάλυψη
από την πλευρά όσων επιβίωσαν και των συγγενών των θυμάτων. Τα ψέματα από τα
επίσημα χείλη υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών, όπως η επιμονή κατά τη
διάρκεια της ομηρίας ότι μόνο 354 άτομα κρατούνται ως όμηροι και η αμετακίνητη
θέση ότι τα τανκ Τ-72 δεν έριξαν βολές ώσπου να βγουν όλοι οι όμηροι από το
σχολείο, κάτι που είναι ψευδές. Παραμένει ασαφές και πηγή πικρόχολων
διαξιφισμών τι προκάλεσε τις δύο πρώτες εκρήξεις και τη φωτιά στο γυμναστήριο,
αν και τα διαθέσιμα στοιχεία γενικά υποδεικνύουν ότι οι ζημιές από τις εκρήξεις
και η πλειονότητα των θυμάτων προκλήθηκαν από τις βόμβες των τρομοκρατών.
Υπάρχει παρόμοια αβεβαιότητα σχετικά με την αιτία της έκρηξης των shahidka. Άλλα στοιχεία
διαμάχης αφορούν το αν υπήρξε βοήθεια και τι είδους στους τρομοκράτες εκ των
έσω στο Μπεσλάν, αν είχαν κρύψει όπλα στο σχολείο πριν τη επίθεση, πόσοι
τρομοκράτες πήραν μέρος και αν κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να διαφύγουν. Το
ένα τρίτο από τους τρομοκράτες που έπεσαν νεκροί δεν αναγνωρίστηκαν δημόσια και
τα ονόματά τους παραμένουν επίσημα άγνωστα.
Ο Ιμπραγκίμ σκοτώθηκε, αυτό είναι ξεκάθαρο. Αλλά πολλοί
όμηροι, όπως η Λαρίσα Κουτζίγιεβα και ο Κέσμπεκ Μισίκοβ, είδαν πολλές φορές τις
φωτογραφίες των τρομοκρατών που σκοτώθηκαν και επιμένουν ότι δεν είδαν πουθενά
τον Αλί, γνωστό και ως Μπαϊσανγκούρ, καθώς και άλλους που δεν ήταν ανάμεσα
στους νεκρούς και δεν τους είχαν συναντήσει ούτε την τελευταία μέρα της
ομηρίας.
Σχεδόν όλοι όμηροι που σώθηκαν συνεχίζουν να ζουν στην
Βόρεια Οσετία και πολλοί έχουν ακόμα ανάγκη ιατρικής βοήθειας όπως η Λαρίσα, η
οποία έχει κάνει ήδη δεκατέσσερις εγχειρίσεις μέχρι τις αρχές του Απριλίου 2016
και περιμένει να κάνει άλλες δύο.
Η Αΐντα Αρχέγοβα, που έγινε ανθρώπινη ασπίδα ψάχνοντας για
τον γιο της Σοσλάν, διασώθηκε και αργότερα έμαθε ότι ο Σοσλάν είχε δραπετεύσει.
Το πρόσωπό της αναδομήθηκε με κόκαλο από το ισχίο της που χρησιμοποιήθηκε ως
μόσχευμα για να αντικαταστήσουν το σαγόνι της. Δεν ξαναείδε το αγόρι που έγινε
ανθρώπινη ασπίδα μαζί της και δεν ξέρει αν είναι ζωντανός. Ο Σαρμάτ Μπολόγιεφ επιβίωσε. Η Λόρα Καρκουζασβίλι,
που έγινε ανθρώπινη ασπίδα και πυροβολήθηκε στο στήθος από τους
διασώστες, όχι. Η Αλίνα Κουζντάγιεβα, η σύζυγος του Ασλάν Κουσντάγιεφ, που
πήδηξε από το παράθυρο της αίθουσας
Φιλολογίας, απελευθερώθηκε με την 19 μηνών κόρη της και άλλες μητέρες που
θήλαζαν. Η σορός της μητέρας της, Τίνα Ντουντίγιεβα που προστάτευσε την μικρή
Ντζέρα, την κωδονοκρούστρια, βρέθηκε στο γυμναστήριο. Ο Άλμπερτ Σιντάκοφ, ο
οποίος επέλεξε να μην πηδήξει με τον Ασλάν σκοτώθηκε, όπως και οι δύο γιοι του
Ρουσλάν Μπετρόζοβ, του ανθρώπου που μετέφρασε τις οδηγίες των τρομοκρατών.
Η
Φατίμα Τσκάγιεβα, που έστειλε έξω το μωρό της αλλά η ίδια έμεινε πίσω με τα
άλλα δυο της παιδιά, πέθανε μαζί με την κόρη της Χριστίνα. Ο Μακάρ, ο τριών
ετών γιος της Φατίμα, σώθηκε. Ο Κάρεν Μντιναράντζε που σώθηκε από την εκτέλεση,
ανακρίθηκε από έναν αστυνομικό στο νοσοκομείο, καθώς πίστευαν ότι μπορεί να
είναι τρομοκράτης που προσποιούνταν τον όμηρο. Τελικά, έλαβε την κατάλληλη
ιατρική φροντίδα. Το κατεστραμμένο αριστερό μάτι του αντικαταστάθηκε από ένα
τεχνητό. Ακόμα και από κοντά μοιάζει με αληθινό. Ο Κάζμπεκ Μισίκοφ και η
οικογένειά του ανάρρωσαν από τα περισσότερα τραύματά τους, αν και το χέρι του
Κάζμπεκ έχει υποστεί μόνιμη ζημιά και είναι ανάπηρο. Στις 22
Ιανουαρίου 2006, η γυναίκα του Ιρίνα Ντζούτσεβα γέννησε τον τρίτο τους γιο, τον
Έλμπρους, ο οποίος όπως ο πατέρας του πήρε το όνομά του από το βουνό που
υψώνεται πάνω από κάθε άλλο στην οροσειρά του Καυκάσου.
Το πρώτο μέρος του άρθρου μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το πρώτο μέρος του άρθρου μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ