O... μαύρος άγιος της Αφρικής, Πατρίς Λουμούμπα υπέγραψε την καταδίκη του ζητώντας ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια.
Η δικαιοσύνη είναι σαν το φίδι, δαγκώνει μόνο τους ξυπόλητους και ο Πατρίς Λουμούμπα γεννήθηκε χωρίς παπούτσια. Είχε γνωρίσει την αδικία, είχε βιώσει την καταπίεση και τόλμησε να ζητήσει, για τον λαό του, ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια. Ένοχος για ανυπακοή, έγραψε η καταδίκη του... αφέντη. Εκτέλεση, διαμελισμός, εξαφάνιση, η ποινή για εκείνον που είχε το θράσος να μην υποκλιθεί, για εκείνον που δεν ξέχασε το αίμα που πότιζε τη γη του Κονγκό. Αυτή είναι η ιστορία του μαύρου άγιου της Αφρικής.
O κληρονόμος της κατάρας
Παιδί φτωχών αγροτών γεννήθηκε μέσα στην αφόρητη ζέστη του αφρικανικού Ιουλίου (2/7/1928) και του έδωσαν ένα όνομα προφητικό, ένα όνομα που στη συνέχεια άλλαξε χωρίς όμως να αποφύγει την... κληρονομιά του. Ονομάστηκε Ελίας Οκίτ Ασόμπο που στην τοπική διάλεκτο σημαίνει ο κληρονόμος της κατάρας ή ο κληρονόμος του ξορκιού ο οποίος θα πεθάνει σύντομα. Από μικρός αγαπούσε το διάβασμα και στην εφηβεία του άρχισε να ασχολείται με την πολιτική. Σε ηλικία 33 ετών γίνεται ένας από τους ιδρυτές του Εθνικού Κινήματος του Κονγκό και σύντομα ανεβαίνει στην ηγεσία του. Αντίθετα με τα άλλα κόμματα της χώρας το MNC (Mouvement National Congolais) δεν είχε δεσμούς με τη βελγική διοίκηση ούτε στόχευε σε κάποια συγκεκριμένη εθνική ομάδα. Μιλούσε για ανεξαρτησία, ανάπτυξη και ουδέτερη εξωτερική πολιτική. Ο κόσμος συντάχθηκε με τον Λουμούμπα που σε μικρό χρονικό διάστημα απέκτησε τεράστιο λαϊκό έρεισμα και φανατικούς οπαδούς. Τον Οκτώβριο του 1959 συνελήφθη γιατί οργάνωσε μια αντι-αποικιοκρατική διαδήλωση. Το καθεστώς την κατέστειλε άγρια με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 30 άτομα. Ο Λουμούμπα καταδικάστηκε σε 69 μήνες φυλάκιση αλλά μετά από πιέσεις αφέθηκε ελεύθερος για να πάρει μέρος στο συνέδριο των Βρυξελλών (27 Ιανουαρίου 1960) όπου αποφασίστηκε η ανεξαρτησία του Κονγκό.
Η ομιλία-καταδίκη
Το Κονγκό ψήφισε για πρώτη φορά ως ανεξάρτητο κράτος τον Μάιο του 1960 με το κόμμα του Λουμούμπα να θριαμβεύει. Αναδείχθηκε πρώτος πρωθυπουργός της ελεύθερης χώρας με τον Τζοζεφ Καζα-Βούμπου πρόεδρο. Στις 30 Ιουνίου εορτάστηκε η πρώτη μέρα της Ανεξαρτησίας με τον βασιλιά του Βελγίου, Μποντουάν να δίνει το παρών και με την ομιλία του ουσιαστικά να προτρέπει τη χώρα να παραμείνει υπό βελγική κυριαρχία.
Ενώ ο Καζα-Βούμπου ευχαριστεί τον Μποτουάν ο Λουμούμπα ζητά το λόγο (δεν ήταν προγραμματισμένο να μιλήσει) και ανεβαίνει στο βήμα. Όσα είπε ουσιαστικά αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για την κυβέρνηση αλλά και τη ζωή του. Ο Λουμούμπα μιλάει για την καταπίεση, για τον εξευτελισμό, τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης. Μιλάει για τους νόμους που ήταν διαφορετικοί για τους λευκούς και τους μαύρους, για τα βασανιστήρια και την πείνα. «Κανείς Κονγκολέζος άξιος να φέρει αυτό το όνομα δεν πρέπει να ξεχνά πως δικαιώθηκε αυτός ο αγώνας. Είμαστε περήφανοι για αυτό τον αγώνα των δακρύων, της φωτιάς και του αίματος από τα βάθη του είναι μας. Ήταν ένας ευγενής και δίκαιος αγώνας, απαραίτητος για να μπει ένα τέλος στην εξευτελιστική σκλαβιά που μας επιβλήθηκε με τη βία. Το Βέλγιο τελικά έμαθε το μάθημα της ιστορίας ότι δεν πρέπει να αντιτίθεται στην ανεξαρτησία μας», τονίζει ο Λουμούμπα με τους δημοσιογράφους και τον Μποντουάν να δείχνουν σοκαρισμένοι. Μέσα σε μια στιγμή ο συμπαθητικός μετριοπαθής ηγέτης τον οποίο το Βέλγιο σχεδίαζε να χειραγωγήσει εύκολα, μετατράπηκε σε απειλή. Έγινε η... αναιδής φωνή που επέλεγε να μην ξεχάσει, που τολμούσε να διεκδικήσει. Η «καρδιά» των κοιτασμάτων της Αφρικής με ουράνιο, διαμάντια, χρυσό, κοβάλτιο, χαλκό, ψευδάργυρο (και πολλά άλλα) δεν ήταν να δυνατόν να έχει έναν τέτοιο ηγέτη.
Προδομένος μπροστά σε κλειστές πόρτες
Άμεσα μετά την ομιλία του Λουμούμπα στήθηκε σχέδιο εξολόθρευσης του. Οι Βέλγοι ήλεγχαν τις κορυφαίες θέσεις στον στρατό του Κονγκό και προκάλεσαν μαζική ανταρσία. Η χώρα βυθίστηκε στο χάος. Το δεύτερο χτύπημα ήρθε από την πλούσια λόγω ορυχείων περιοχή της Κατάνγκα. Με στήριξη από την βελγική κυβέρνηση και εταιρίες εξορύξεις ο Μοϊσέ Τσόμπε προχωρά στην ανεξαρτητοποίηση της Κατάνγκα από το Κονγκό. Το Βέλγιο μιλάει για κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και στέλνει στις 11 Ιουλίου μια δύναμη 6.000 στρατιωτών. Λίγες μέρες μετά την ομιλία του ο Λουμούμπα βλέπει και πάλι τους αποικιοκράτες να κινούν τα νήματα στη χώρα. Άπειρος και τραγικά ρομαντικός πιστεύει ότι τη λύση θα δώσει η ουτοπική πολιτική στάση της θετικής ουδετερότητας την οποία πρέσβευε. Ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη όπου δεν καταφέρνει να συναντηθεί με τον Αμερικάνο πρόεδρο Αϊζενχάουερ ενώ στα Ηνωμένα Έθνη ακούει αερολογίες από τον γενικό γραμματέα. Προδομένος μπροστά σε κλειστές πόρτες στρέφεται στη Σοβιετική Ένωση και επικοινωνεί με τον Χρουτσόφ. Είναι η δικαιολογία που έψαχνε η Δύση για να σφραγίσει οριστικά την εξολόθρευση του. Ο Λουμούμπα χαρακτηρίστηκε κομμουνιστής (παρότι ο ίδιος δήλωνε ξεκάθαρα πως δεν είναι) για να ανοίξει έτσι ο δρόμος της απροκάλυπτης στήριξης στους αντιπάλους του ακόμα και αν αυτοί στο παρελθόν είχαν πολεμήσει κατά του ΟΗΕ (Τσόμπε).
Στις 9 Αυγούστου ο Λουμούμπα καταγγέλλει επισήμως το Βέλγιο και την ίδια μέρα η περιοχή του Νότιου Κασάι ανακοινώνει την ανεξαρτητοποίηση. Βλέποντας να χάνει τον έλεγχο κάνει το μοιραίο λάθος να δώσει εντολή στον στρατηγό Μομπούτου να μεταβεί στην περιοχή και να βάλει τέλος στην εξέγερση. Αυτός προχωρά σε άγρια καταστολή με πολλά θύματα για την οποία χρεώνεται ο Λουμούμπα. Έτσι μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι ο άνθρωπος που τελικά άλλαξε το όνομα της χώρας σε Ζαΐρ και κυριάρχησε έως και το 1997.
Ενώ ο ΟΗΕ αρνείται να επέμβει και οργιάζουν οι φήμες για σοβιετική στρατιωτική παρέμβαση, ο Καζα-Βούμπου προδίδει τον συνεργάτη του και στις 5 Σεπτεμβρίου ανακοινώνει πως ο Λουμούμπα καθαιρείται. Ενώ ακολουθεί πολιτική σύγκρουση ο Μομπούτου με πραξικόπημα αναλαμβάνει τα ηνία του Κονγκό και το όνειρο για δημοκρατία και ανεξαρτησία σβήνει.
Εξαφανίστε τον
O Λουμούμπα τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό ενώ πέφτει στο κενό μια προσπάθεια που γίνεται στον ΟΗΕ για τη σωτηρία του. Τελικά την 1η Δεκεμβρίου 1960 συλλαμβάνεται από τους στρατιώτες του Μομπούτου. Μαζί και οι συνεργάτες του Μορίς Μπολό και Ζόσεφ Οκίτο. Μπροστά στις κάμερες οι στρατιώτες χτυπούν τον Λουμούμπα και τον αναγκάζουν να φάει ένα χαρτί στο οποίο είχε γράψει έναν λόγο που θα εκφωνούσε στον λαό. Μεταφέρεται τελικά στην περιοχή της Κατάνγκα στην πόλη Ελίζαμπεθβιλ όπου βασανίζεται άγρια ενώ περιμένει την ετυμηγορία που επιβλήθηκε από το Βέλγιο και τις ΗΠΑ και ανέλαβαν τηνεκτέλεση της ο Μομπούτου και ο Τσόμπε. Το βράδυ της 17ης Ιανουαρίου 1961 Βέλγοι στρατιώτες και αστυνομικοί της Κατάνγκα μεταφέρουν στο δάσος τον Λουμούμπα και τους συνεργάτες του. «Ο Λουμούμπα ήταν μπροστά μου και με ρώτησε: Θα μας σκοτώσετε, έτσι δεν είναι;. Του απάντησα "ναι" και δεν αντέδρασε», αποκαλύπτει Βέλγος στρατιώτης που συμμετείχε στην εκτέλεση. Η εκτέλεση γίνεται σε ένα δέντρο με καταιγισμό πυρών (μαζέψαμε μισό κιλό κάλυκες, θυμάται ο Βέλγος στρατιώτης).
Ο Λουμούμπα είναι νεκρός αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Οι εντολές είναι ξεκάθαρες: «εξαφανίστε τον». Ομάδα Βέλγων πηγαίνει στο σημείο και ξεθάβει τα πτώματα. Τα διαμελίζει και βάζει τα κομμάτια σε βαρέλι με οξύ για να εξαφανίσει τα πάντα. Ακόμα και ένας τάφος θα ήταν επικίνδυνος και θα μπορούσε να γίνει σημείο λατρείας. Για δέκα χρόνια η επίσημη εκδοχή ήθελε τον Λουμούμπα να σκοτώθηκε από χωρικούς που τον αναγνώρισαν ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει. Όταν η αλήθεια αποκαλύφθηκε κανείς ποτέ δεν δικάστηκε.
Όλα τα... ντουφέκια
Η εξόντωση του Λουμούμπα είναι μια ακόμα κηλίδα στη σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία. Δεν πρόκειται για κάποιο ενδοεθνικό ξεκαθάρισμα ή μια τυπική πολιτική δολοφονία που αφορά μόνο το Κονγκό. Ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο των Βέλγων σε συνεργασία με τη CIA και, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, των βρετανικών υπηρεσιών ενώ συμβολή στο έγκλημα είχε και η καναδική κυβέρνηση.
Όπως αποδεικνύουν επίσημα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα οι Αμερικάνοι συνέβαλαν με πληροφορίες και πιέσεις στον ΟΗΕ ώστε να μείνει (ως συνήθως) άπρακτος αλλά και να απορροφηθούν οι σοβιετικές αντιδράσεις. Οι Βέλγοι σε συνεργασία με τους διψασμένους για χρήμα και εξουσία Μομπούτου, Τσόμπε και Καζα-Βούμπου ανέλαβαν το εκτελεστικό κομμάτι. Ο τότε γ.γ. του ΟΗΕ Νταγκ Χάμαρσκιελντ έκανε προσπάθειες για πολιτική λύση αλλά τελικά αποδείχθηκε ανίσχυρος μπροστά στις πιέσεις. Τελικά πλήρωσε με τη ζωή του την επιμονή του να μπει τέλος στο χάος στο Κονγκό (το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε τον Σεπτέμβριου του 1961 ενώ ταξίδευε για να συμμετέχει σε διάσκεψη για το τέλος των εχθροπραξιών στην Κατάνγκα)
Όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του για τον Λουμούμπα «όλα τα ντουφέκια σημάδευαν το γέλιο του» ενώ αυτός μέχρι το τέλος είχε πίστη στην ανθρώπινη δικαιοσύνη. Ο... μαύρος άγιος κράτησε τα ηνία της χώρας του για μόλις 81 μέρες. Το Κονγκό επέστρεψε στο σκοτάδι και όσοι Αφρικανοί ηγέτες ήθελαν να ακολουθήσουν το όραμα του πήραν ένας σκληρό μάθημα.
Στο Κόνγκο ο μύθος λέει πως ο Λουμούμπα ζει και κάποια μέρα θα επιστρέψει. «Αν επιστρέψει τότε σίγουρα θα του λείπουν δύο δόντια. Του τα έβγαλα και τα έχω κρατήσει», λέει ένας από τους εκτελεστές του γελώντας. Του φαίνεται πολύ αστείο.
Αν μιλούσαμε για παραμύθι θα λέγαμε πως σκότωσαν τον Λουμούμπα αλλά όχι τις ιδέες του όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με τη σκληρή πραγματικότητα. Η εξόντωση του έβαλε τέλος στα όνειρα για ανεξαρτησία και βύθισε το Κονγκό σε μια σκοτεινή περίοδο δικτατορίας. Ο αγώνας του Λουμούμπα δεν δικαιώθηκε αλλά η ιστορία του λειτουργεί στη συνείδηση σαν το οξύ που χρησιμοποίησαν για να λιώσουν το άψυχο κορμί του. Για αυτή την ιστορία, όπως την ονειρευόταν, έγραψε και στο τελευταίο συγκλονιστικό γράμμα του προς τη σύζυγο του Πολίν. «Ήθελα για τη χώρα μου το δικαίωμα μιας ζωής που να αξίζει, αξιοπρέπεια χωρίς δικαιολογίες, ανεξαρτησία χωρίς περιορισμούς. Αυτή δεν ήταν ποτέ η επιθυμία των Βέλγων αποικιοκρατών και τον συμμάχων τους που έλαβαν βοήθεια, άμεσα ή έμμεσα, από την διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών στην οποία είχαμε εναποθέσει τις ελπίδες μας. Χωρίς αξιοπρέπεια δεν υπάρχει ελευθερία, χωρίς δικαιοσύνη δεν υπάρχει αξιοπρέπεια και χωρίς ανεξαρτησία δεν υπάρχει ελεύθερος άνθρωπος. Θα έρθει η μέρα που η ιστορία θα μιλήσει. Αλλά δεν θα είναι η ιστορία που διδάσκουν στις Βρυξέλλες, το Παρίσι, την Ουάσινγκτον ή τα Ηνωμένα Έθνη. Θα είναι η ιστορία που θα διδάσκεται στις χώρες που έχουν κερδίζει την ελευθερία τους από τους αποικιοκράτες και τις μαριονέτες τους».
Συγκλονισμένος από τη δολοφονία του Λουμούμπα ο Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Ο Μαύρος Άγιος»:
Άρπαξαν το χρυσάφι σου και σου ’δωσαν
χάντρες και καθρεφτάκια…
Μες στη φωτιά και στο συναγερμό και
σ’ όνειρα θολά και μπερδεμένα
Ξεσπούσες σε τραγούδια πόνου απλά και
δίχως λόγια…
Μουσική, εσύ μας βοήθησες.
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ
I
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ – ένα μεγάλο κάτασπρο γέλιο μες στη νύχτα
του προσώπου σου,
στη νύχτα του λάου σου, στη νύχτα της χώρας σου –
ένα άσπρο γέλιο – λάμπιζε στα τζάμια των φτωχόσπιτων,
στα χείλη των μαύρων μανάδων, των μαύρων παιδιών,
όπως η αυγή πίσω απ’ τα δάση ή πίσω απ’ τα βουνά του κάρβουνου,
άσπρο σαν το χεροσφίξιμο δυο μαύρων χεριών
άσπρο σαν την απόφαση της ελευθερίας
άσπρο σαν τη δύναμη της αδελφοσύνης.
Πάτρις Λουμούμπα, είχες δει τα κομμένα χέρια των αδελφών σου
διατηρημένα στ’ αλάτι μέσα στα κοφίνια των αφεντάδων,
είχες δει τη λάμψη απ’ τα διαμάντια σας να φωτίζει ξένα συμπόσια,
είχες δει το χρυσάφι της χώρας σου να γεμίζει τα όπλα των δολοφόνων
της χώρας σου.
Είχες δει το αίμα και τα σίδερα, και τ’ άστρα πίσω απ’ τα σίδερα.
Είχες δει τα μικρά καθρεφτάκια να συγκεντρώνουν τις αχτίνες του ήλιου
και να τις ρίχνουν καταπρόσωπο στ’ αδέρφια σου, τυφλώνοντας
τ’ αδέρφια σου.
Κι είχες δει τη μορφή του Ιησού μες σ’ ένα καθρεφτάκι
να κλαίει με μαύρα δάκρυα τυφλωμένη απ’ τους εμπόρους του λόγου Του.
Είχες ακούσει το ταμ-ταμ κάτω απ’ τα δάση σε κωφάλαλες νύχτες,
μια μουσική χωρίς λόγια – κύμα το κύμα, καθάριος ρυθμός,
να ’ρχεται και να φεύγει, ν’ ανεβαίνει, να μακραίνει
ήχος μονάχα και ρυθμός μες στα δάση του λάου σου –
Κύμα το κύμα η μυστική παλίρροια μες στο μαγνητικό σκοτάδι,
χωρίς λόγια ρυθμός – ο ρυθμός του αίματος
ρυθμός που συδαυλίζει το αίμα
ρυθμός που ανάβει το άσπρο φεγγάρι πάνω απ’ τα κύματα του σκοταδιού
και των δέντρων
ρυθμός που ανάβει ένα κάτασπρο γέλιο στα κατάμαυρα χείλη –
Γιατί ο ρυθμός του αίματος βαδίζει πάντα κατευθείαν προς την ελευθερία.
II
ΠΑΤΡΙΣ ΛΟΥΜΟΥΜΠΑ, άλλο δεν είχες από ’να άσπρο γέλιο μπροστά
σ’ όλο το μαύρο
μπροστά σ’ όλο το μαύρο του θανάτου, σ’ όλο το μαύρο της αδικίας –
ένα άσπρο γέλιο σαν τη θέληση της δικαιοσύνης,
άσπρο-άσπρο, συναγμένο σπόρο-σπόρο απ’ την καρδιά του λαού σου
όπως συνάζουμε απ’ τα σκόρπια αστέρια μιας απέραντης νύχτας
την άσπρη ανάμνηση, την άσπρη αναμονή, την άσπρη περηφάνια
την άσπρη δύναμη της καλής μάχης άντικρυ σ’ όλους τους άσπρους
δολοφόνους
άντικρυ σ’ όλες τις μαύρες δυστυχίες.
Πάτρις Λουμούμπα – ένα άσπρο γέλιο στη νύχτα του λαού σου.
Όλα τα ντουφέκια σημάδευαν το γέλιο σου.
Πάνω στο γέλιο σου σημάδευαν την καρδιά της Αφρικής. Πολύ γελούσες,
Πάτρις Λουμούμπα.
Πολύ πίστευες στη δικαιοσύνη των αδικημένων. Έδινες στόχο,
Πάτρις Λουμούμπα.
Όλα τα ντουφέκια σημάδευαν το γέλιο σου. Φυλάξου, Πάτρις, σου
φωνάζαμε.
Φυλάξου, αδελφέ μας, σου φωνάζαμε.
Φύλαξε το γέλιο του λαού σου. Φύλαξέ μας το.
Εσύ, πολύ πίστευες στην ελευθερία, πολύ γελούσες, μαύρε αδελφέ μας.
Και σε σκότωσαν.
Πάτρις Λουμούμπα, σε σκότωσαν γιατί πολύ αγαπούσες να γελούν
τα μαύρα αδέρφια σου
ένα άσπρο γέλιο κατάντικρυ σ’ όλες τις νύχτες. Και σε σκότωσαν.
Ένα άσπρο γέλιο, Πάτρις Λουμούμπα, – αυτό δεν το σκότωσαν.
Δεν μπόρεσαν, Πάτρις Λουμούμπα.
Δε σκότωσαν τ’ άσπρο σου γέλιο, την άσπρη σου πίστη, την άσπρη σου
δύναμη,
την πίστη στ’ άσπρο γέλιο πάνω σ’ όλα τα πικραμένα στόματα.
Πάτρις Λουμούμπα, δε σκοτώθηκε το γέλιο σου, – μεγάλα ποτάμια
από άσπρο φως κατηφορίζουν μες στη νύχτα των μαύρων. Καλημέρα,
αδελφέ μας –
μεγάλα άσπρα μαχαίρια απ’ το γέλιο σου μπήγονται
στις μαύρες καρδιές των άσπρων δολοφόνων. Καλημέρα,
Πάτρις Λουμούμπα,
το άσπρο σου γέλιο ανατέλλει ασημάδευτο πάνω απ’ τη μαύρη σου χώρα
μέσα σ’ όλες τις ετοιμόρροπες νύχτες των ξυπνημένων σκλάβων.
Πάτρις Λουμούμπα, τ’ άσπρο σου γέλιο, το εύστοχο, τραβάει απόψε για
την Αφροδίτη.
III
ΞΥΠΟΛΥΤΑ ΠΟΔΙΑ σε πορεία – δε φαίνονται πρόσωπα,
σα μια φωτογραφία παρέλασης κομμένη κάτω απ’ τη μέση –
πόδια ξυπόλυτα, πόδια βαρύγδουπα, σηκώνοντας σύγνεφα σκόνη, πόδια
κατάμαυρα,
ζυμώνοντας το χώμα με το αίμα – σύγνεφα φωτιά – προχωρείτε –
πορεία πείνας, πορεία εξέγερσης, απεργία θανάτου,
παρέλαση, διαδήλωση – πορεία μαρτυρίου – δε φαίνεται τίποτα –
Μαύρα πόδια, κατάμαυρα, κόκκινα πόδια απ’ τις πληγές και το δρόμο,
πόδια κομμένα, πόδια στρεβλωμένα, πόδια αγονάτιστα,
τα πόδια του μικρού Ρολάν, τα πόδια της Πωλίν,
τα πόδια των νεκρών, τα πόδια των νεκρών, των σκοτωμένων,
ξυπόλυτα πόδια για το πένθος της φυλής Λιγκάλα
ξυπόλυτα πόδια για το πένθος αιώνων
ζυμώνοντας τη γη σιωπηλά με το αίμα τού Πάτρις, φτιάχνοντας
ένα πελώριο κόκκινο ψωμί για το στόμα τού κόσμου –
Τρέχτε, προφτάστε, ξυπόλυτα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
πατήστε τους μεταμφιεσμένους βόες, πατήστε τα κουφάρια των
Διπλωματών –
(α, κύριοι Διπλωμάτες, πολύ σας πάει ν’ αναφέρεσθε σ’ ένα ποίημα,
πολύ σας πάει – χαμόγελο της χυδαιότητας πίσω απ’ τους άσπρους
δουλεμένους τρόπους,
ακονισμένη ευγένεια της οχιάς, ψυχρό μελετημένο μίσος,
μεθοδικό έγκλημα, έγκλημα, έγκλημα) – πώς μπορείτε ακόμη να
σωπαίνετε
ποιήματα, υπόδουλοι της σιωπής, συνένοχοι της σιωπής,
μελετημένα λόγια του τίποτα, μελετημένες χειρονομίες του τίποτα,
αστεία προσωπεία, τραγικά προσωπεία που πίσω απ’ τα μεγάλα κούφια
μάτια σας
σπιθοβολάει αυτάρεσκα το άδειο – στο διάολο, στο διάολο, στο διάολο.
Μαύρα πόδια, κατάμαυρα, κόκκινα πόδια, πληγιασμένα, ροζιασμένα,
σπάστε τις πόρτες, σπάστε τα κάγκελα των αποικιοκρατών, συντρίφτε
τα κεφάλια των ευγενών Διπλωματών, τα κεφάλια
των μαύρων Τσόμπε, των άσπρων Τσόμπε – προχωρείτε, προχωρείτε,
μαύρα πόδια, κόκκινα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
τρέχτε, προφτάστε, μαύρα πόδια, ματωμένα πόδια, τρέχτε,
ζυμώνοντας τη γη σ’ ένα ψωμί – προχωρείτε, προχωρείτε,
σπάστε τις μεγάλες τζαμόπορτες που πίσω τους οι αναίσχυντοι χωνεύουν
τον ιδρώτα σας.
χαράχτε με τα συντριμμένα κρύσταλλα τα μαύρα μάγουλα του
τραγουδιού μου
τώρα που οι χαρακιές ασπρίζουν στης Πωλίν τα μάγουλα απ’ τον πόνο.
Τρέχτε, λοιπόν, σπάστε τα τζάμια του ήλιου, σπάστε τα
κι εξορύχτε τα μάτια του τραγουδιού μου με τα σπασμένα τζάμια
για να μη βλέπει τη ντροπή του αιώνα μας. Τρέχτε. Προχωρείτε,
μαύρα πόδια, κόκκινα πόδια, αδελφικά μας πόδια,
ζυμώστε το χώμα με το αίμα τού Πάτρις –
το χώμα των τάφων είναι φρέσκο – κάνει για σταμνιά, για σπίτια,
για σχολεία,
βασανισμένα πόδια, αδελφικά μας πόδια, προχωρείτε.
IV
ΤΑΜ - ΤΑΜ, ταμ - ταμ – μέσα στα δάση, μέσα στα σπήλαια,
μες στα ορυχεία,
κάτω απ’ την κοιλιά των αλόγων, κάτω απ’ τις μασκάλες της νύχτας –
ταμ - ταμ, ταμ - ταμ –
τα μάτια των ζώων πίσω απ’ τα κλαδιά της νύχτας – ταμ - ταμ –
το φώσφορο του τρόμου πυκνωμένο, μ’ ένα μικρό μαύρο σταυρό στην
κόρη του ματιού – ταμ - ταμ –
και το ταμπούρλο του φεγγαριού – καλά τεντωμένο το κίτρινο πετσί
– ταμ - ταμ, ταμ - ταμ –
πιο γοργός ο ρυθμός, πιο γοργός, πιο γοργός, – προχωρείτε,
προχωρείτε σκλάβοι κάτω απ’ τη νύχτα του πετσιού σας
κάτω απ’ το πετσί της νύχτας – ταμ - ταμ - ταμ. Κι ό Πάτρις
γυμνός, απέραντος, αόρατος, πανίσχυρος
νύχτα μέσα στη νύχτα
με το ταμπούρλο τού φεγγαριού κρεμασμένο στο λαιμό του
με το ταμπούρλο του φεγγαριού πάνω στα νεφρά του
– ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – χτυπώντας με τα δυο γιγάντια χέρια του
μπροστολάτης – ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – χτυπώντας το εγερτήριο
μες στη μεγάλη νύχτα των σκλάβων – ταμ -ταμ - ταμ –
κι η νύχτα μ’ όλο της το τρίχωμα ανατριχιασμένο
σαν πελώριος σκαντζόχοιρος, στριμώχνοντας
στον τοίχο του κοιμητηρίου τους δολοφόνους - γυμνοσάλιαγκες – άκου,
άκου –
ταμ - ταμ, ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ –προχωρείτε, προχωρείτε.
V
ΣΩΠΑ, ΣΩΠΑ. Τίποτα. Φώναξε, φώναξε. Τίποτα.
Δε φτάνει η σιωπή. Δε φτάνει ή φωνή. Δε φτάνει, σου λέω, το μαχαίρι.
Έχεις ένα σπίρτο; Κάψε τα ποιήματα. Βάλε φωτιά στο σώμα σου
να καίγεσαι όρθιος, να μυρίζεσαι το λίπος σου που λιώνει, να μυρίζεσαι
το κερί πού λιώνει – το κερί συγκεντρωμένο απ’ όλες τις κερήθρες των
αιώνων,
το κερί που ’χει αδειάσει απ’ όλο το μέλι των αιώνων –
Γυμνό κερί – μια λαμπάδα με χίλια φιτίλια,
Όρθια λαμπάδα μπρός στα μάτια των δολοφόνων, καίγοντας τα
ματόκλαδα των δολοφόνων,
καίγοντας τους βολβούς τών δολοφόνων,
Όρθια λαμπάδα ανάβοντας το απέραντο φιτίλι
διακλαδωμένο κάτω απ’ όλα τα πτώματα των σκλάβων
κάτω απ’ όλους τους τάφους
μέσα σ’ όλο το σφιχτοκλεισμένο δυναμίτη της οργής
κάτω απ’ όλα τα βουνά της αδικίας. Ένα σπίρτο; Η λαμπάδα. Το φιτίλι.
Ο δυναμίτης. Πυρ.
Ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ, ταμ - ταμ, ταμ - ταμ - ταμ – προχωρείτε,
προχωρείτε.
VI
Ο ΠΑΤΡΙΣ ΗΤΑΝ όμορφος σαν το βέβαιο ξημέρωμα πίσω απ’ τα
καμένα σπίτια
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν τον αλογάριαστο έρωτα
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν το αδίσταχτο χρέος
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν την ολόκληρη πράξη
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν την αδιάλλακτη δικαιοσύνη
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν όρθιος ολόγυμνος άντρας λίγο πριν
απ’ τον έρωτα
ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν άγαλμα από μπρούντζο,
Όμορφος – τίποτα’ άλλο – ένα άγαλμα του ανθρώπου πριν πεθάνει
ο άνθρωπος,
ένα άγαλμα όπου δεν πεθαίνει ό άνθρωπος. Πλύντε το σώμα του
παραδομένο τώρα στη ζωή και στο θάνατο – ολόκληρο· – προσέχτε
όταν σκουπίζετε το στόμα του μην του αφαιρέσετε
το φιλί, τη σιωπή, το χαμόγελο.
Μέσα στη νύχτα
του χρόνου και τού σώματος του, ανάφτε τα τσιγάρα σας
και ρουφώντας βαθιά, όπως την ώρα της οδύνης,
όπως την ώρα της αναμονής, όπως την ώρα
της μαζικής οργής και της ομαδικής απόφασης,
φωτίστε τον ολόκληρο με τα τσιγάρα σας, όπως οι αστραπές της άνοιξης
φωτίζουν τα μεγάλα δάση και τις πέτρινες οροσειρές. Φωτίστε τον.
Ο Πάτρις ήταν όμορφος σα σκοτεινή οροσειρά όπου καταφεύγουν
οι στρατιώτες της ελευθερίας την παραμονή της μεγάλης επίθεσης.
Ο Πάτρις ήταν όμορφος σαν όρκος που δόθηκε για πάντα στο λαό – τόσο
όμορφος
ο Μαύρος Άγιος με το άσπρο χαμόγελο.
VII
ΑΠΟΨΕ ο Μαύρος Άγιος στα δεξιά του Άσπρου Χριστού,
μπροστά σ’ ένα γυμνό τραπέζι από αφρικανικό μπαμπού, όπου κείτονται
τα λιγοστά ματωμένα του ποιήματα, μαθαίνει στον Κύριο:
«Το αίμα που εχύθη απ’ τις πληγές και των δυο μας
κάτω απ’ τα ίδια καρφιά, κάτω απ’ την ίδια λόγχη, κάτω απ’ τα ίδια
αγκάθια,
έχει το ίδιο χρώμα, Κύριε, – όχι μαύρο, όχι άσπρο – κόκκινο χρώμα,
Κύριε,
σαν το λάβαρο της δικαιοσύνης». Ο Χριστός ακούει,
καταλαβαίνει και σωπαίνει. Αλήθεια, κόκκινο.
Και κοκκινίζει το χλωμό του πρόσωπο από ντροπή κι από θυμό.
Κοκκινίζει.
Φέρνει τις δυο παλάμες του επάνω στις παλάμες
του Μαύρου Αγίου, αντικριστά, σα να δίνει τον όρκο·
– τα ίδια σημάδια και στις τέσσερεις παλάμες
κι απ’ την οπή των τεσσάρων ενωμένων χεριών
μια δέσμη αχτίνες πέφτει στο γυμνό τούτο τραπέζι
πού συνεχίζουμε τα κόκκινα τραγούδια Του και το άσπρο Του γέλιο.
Απόψε, ο Μαύρος Άγιος, στα δεξιά των Λαών, υπαγορεύει:
Το αίμα δεν είναι μαύρο ούτε άσπρο – είναι κόκκινο
όπως το χρώμα της αδελφοσύνης. Δεν πρέπει να χύνεται το αίμα.
ΑΘΗΝΑ, 13 – 17 Φεβρουαρίου 1961